Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Ὅρος ἀσύνορο (Ἡμερολόγιο Ἄθωνος 2019 (Μέρος 1ο)


 Τέλος, τέρμα καὶ ἄκρια δὲν ἔχει τὸ Ἅγιον
Ὅπου ὁδηγεῖ ἡ Παναγιά, γίνεσαι Χριστοφόρος
Ἀνόθευτή του ἡ ὀμορφιά, θάλασσα ἡ εὐλογία
ἀχείμαστή του ἡ ἄνοιξη, ζῶσα ἡ μαρτυρία.

Στῶν πρεσβευτῶν του τὶς μορφές, θυσία τοῦ ἐλαχίστου
στῶν καντηλιῶν τους τὶς φωτιές, ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἀπίστου.
Δὲν εἶναι ἀπόδημη ἡ καρδιὰ ποὺ γεύτηκε τὸ Θεῖο
Νὰ μεγαλώσει σὰν ποθεῖ τῆς χάρης τὸ δοχεῖο

Μύρια ψηφιά δὲν μοῦ ἀρκοῦν μιὰ εἰκόνα του νὰ φτιάξω
Σὲ εἰκονοστάσι ἀθωνικὸ νὰ βρῶ νὰ συνταιριάξω.
Καὶ μύριες λέξεις κι ἂν γραφτοῦν τὸ αἰώνιο δὲν τ᾿ ἀγγίζουν
Ὄνειρο ἀχειροποίητο πλάθουν ψυχὲς ποὺ ἐλπίζουν



        
  Κάθε φορὰ ποὺ στοῦ Ἄθωνα τὰ ἁγιομέρια πατᾶς, ὅταν τὸ ἄμοιαστο δαντέλωμα τοῦ γαλάζιου του σὲ σαγηνεύει καὶ πάλι, νιώθεις πὼς ξανασυναντάς μιὰ καρδιὰ ἀφημένη, ἀγκυροβολημένη γιὰ πάντα ἐκεῖ. Δὲν εἶναι ἀπόδημη ἡ καρδιὰ ποὺ ἐπιστρέφει σὲ μέρη ποὺ ἀναπαύεται! 

Ἄκουσε κάποτε ὁ Κύριος τὸ σπαραχτικό της «Καλὸν ἐστὶν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς Μάνας ὅλου τοῦ κόσμου καὶ πυλωροῦ τοῦ ἐπίγειου τούτου παραδείσου, οἰκονόμησε ἕνα μόνιμο ὁλοδικό της στασίδι-ἀπάγκιο, σιμὰ σὲ πολυκάντηλο Θρονί, σὲ Προστασία Φοβερή, σὲ Γοργοϋπήκοο βοηθό, σὲ Ἐλαιοβρύτισσα Γερόντισσα δεόμενη στὸν μέγα Χορηγό... Τὸν πρῶτο-πρῶτο ζῆλο μας ἀναζητᾶμε, σὰν τὸν δρόμο ξαναπαίρνουμε γιὰ τὸ Ὄρος. Τὸν πλατυσμό τῆς θηριάλωτης καρδιᾶς μας προσδοκάμε, σὰν τὸ ἄγριο στενεύει τὸ ἅγιό της. 

Ἀρχινᾶ καὶ πάλι ἕνα ὁδοιπορικὸ θαυμασίων ἐμπειριῶν σὲ Θεοτοκοβάδιστα μονοπάτια. Ἐκ προοιμίου τὸ μόνο ποὺ εἶναι γνωστὸ γιὰ τῆς ψυχῆς τὴν γραφίδα, εἶναι πὼς εἶναι πάμφτωχες οἱ λέξεις γιὰ νὰ ἐξιστορήσουν ὅσα τὰ μάτια εἶδαν καὶ ὅσα οἱ εὔλαλες σιωπὲς τοῦ Ὄρους ἀντήχησαν. Ἕνα μικρὸ ψηφιδωτὸ ἂς δώσει ὁ Κύριος νὰ ξαναφτιαχτεῖ μὲ αὐτὰ τὰ παντοτινὰ θυμητάρια. Στὸ πίσω μέρος του νὰ στάξει καθαρὸ κερὶ καὶ νὰ κολλήσει ἄλλο ἕνα διαμονητήριο μὲ τὰ ὀνόματα τῶν φιλαγιορειτῶν - συνταξιδιωτῶν. 

Μετὰ ἀπὸ δέκα καὶ πλέον χρόνια καταγραφῆς τῆς σωστικῆς μνήμης, μιὰ εὐχὴ μονάχα σὲ τοῦτο τὸ ξεκίνημα. Μιὰ ψυχὴ ἔστω, νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τῆς ἀπιστίας τὴν μακρινὴ τὴν χώρα, νὰ ὁδηγηθεῖ νοερὰ στὴν αἰώνια ἄνοιξη τοῦ ἀσύνορου Ἀθωνικοῦ λειμῶνα, νὰ γευτεῖ μὲ τὰ ἀκροδάχτυλά της τὴν γλυκύτητά του, νὰ ὀσφρανθεῖ τοὺς ἀνθούς του, σὰν ἐκεῖνοι προσφέρονται σὲ ἑσπερινὴ ἀτέρμονη διάχυση, νὰ συμποθήσει τὴν σωτηρία μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ παλεύουν καθημερινὰ μὲ τὸν μισόθεο ἐχθρό, τὸν ἀκοίμητο. 

Νέοι ἀθωνίτες ἐν σώματι ἄγγελοι προστίθενται στὸ ἅγιο συναξάρι παραμυθώντας τὶς πολιορκημένες ψυχές μας. Ἀναρίθμητοι ἀφανεῖς σημειώνονται συνέχεια στὰ ἱερὰ κατάστιχα τοῦ ἄνω στερεώματος σὰν τὸ ζεστὸ σῶμα τους παραδοθεῖ στὸ χῶμα τοῦ περιβολιοῦ τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Μιὰ ψυχὴ ἔστω, νὰ βρεθεῖ διαβάζοντας τοῦτες τὶς σελίδες, νὰ μιμηθεῖ ὅσους στεφάνωσε ὁ Οὐρανός...


Δάφνες σὲ μέρα θύμησης, ἡρωικὴ καὶ ἁγία
Ὀνόματα ποὺ σκάλισε ἡ Θεοτοκοφιλία
Τὸ ἔνθεο καὶ τὸ εὐλαβὲς ἀκολουθοῦν τὸ ράσο
Τὸν ζῆλο του τὸν ζηλευτό, πῶς νὰ μὴν τὸν θαυμάσω;

Πρόμαχοι οἱ Ἀρχάγγελοι τὰ ὅπλα τους κραδαίνουν
Τοῦ δράκοντος τὰ τάγματα ἄλλο νὰ μὴν πληθαίνουν .
Γρηγόριος δὲν σταματᾶ τεκνία νὰ ἐποπτεύει
Χαράγματα σὲ μάρμαρο ζητοῦν νὰ ἱκετεύει
  
 

       Μιὰ μέρα μετὰ τῆς Ἁγίας Σκέπης καὶ τοῦ γενναίου Ὄχι τὶς ἱερὲς τὶς θύμησες, οἱ ἴδιοι συνοδοιπόροι μὲ τὸν Παναγιώτη, τὸν Θεοδόση καὶ τὸν Φώτη, ξαναξεκινήσαμε, ἀξεδίψαστα ἐλπίζοντας στὸν νέο νοῦ τὸν ἀλλαγμένο, ποὺ ἡ ἀνόθευτη χάρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους σὲ βοηθᾶ κάθε φορὰ νὰ ἐλεηθεῖς. Σουρούπωμα μπήκαμε στὴν Ουρανούπολη, μὲ τὴν γαλανόλευκη νὰ κυματίζει πάνω ἀπὸ δάφνες ἀφημένες σὲ ἡρῶο ποὺ κοιτᾶ πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ τὸν Άθωνα.

 Ἡ θάλασσα, καθρέφτης ὑπέροχων χρωμάτων ποὺ προσφέρει ὁ φωτοσκεδαστής Πλάστης, γαλήνια συμμαχεῖ μὲ τὴν ἐπιθυμία μας ὡς τὸ πρωί τῆς ἐν πλῷ εἰσόδου στὸν πρῶτο σταθμό μας. Στὸ λιμάνι περιμένουν τοὺς προσκυνητὲς σκαριὰ ποὺ ἡ λυτρωτικὴ Θεοτοκοφιλία ονοματοδότησε, σκαλίζοντας στὴν πρύμνη τους τὸ πολυθρύλητο θαῦμα τῆς πίστης μας. Πορταΐτισσα, Ἄξιον ἐστί, Ὁδηγήτρια, Εὐαγγελίστρια, Παναγιά... Πλέον στὴν Οὐρανούπολη ἔχουμε ἕναν ἐπιπλέον λόγο νὰ σταθοῦμε λίγες ὧρες παραπάνω ἀπ᾿ ὅσο συνήθως. Ὁ νέος της ἱερέας ὁ πατὴρ Γεώργιος, ὁ παλιὸς καὶ καλὸς μας φίλος καὶ πνευματικὸς μας ἀδελφός.

Μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση ἀσπαστήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπ᾿ τὴν χειροτονία του τὸ χέρι του. Νέος ἀκόμα σὲ ἡλικία, μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ πόθο γιὰ ὅλους τοὺς Οὐρανοπολίτες του... Θὰ ἀγωνιστεῖ νὰ ἰσχύσει γιὰ τὸν καθέναν τους ξεχωριστὰ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ λαὸς μας: Ὄνομα καὶ πρᾶγμα! Δύσκολη καὶ τόσο ἀπαιτητικὴ ἡ ἀποστολὴ τοῦ ποιμένα, μὰ ἐδῶ ἔχουμε μιὰ εἰδικὴ περίπτωση. Κάθε βῆμα σὲ αὐτὴν τὴν πόλη εἶναι ἱκανὸ νὰ σὲ συνδέσει προσευχητικά μὲ τὸν Ἄθωνα!


Κάθε στροφὴ τοῦ βλέμματός σου πρὸς τὰ πανίερα σεβάσματά του, φέρνει στὰ χείλη σου τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὴν βέβαιη ἐλπίδα τοῦ Ἀναστᾶντος, τὴν ἐγγύηση τῆς μεσίτριας Θεομήτορος. Τόσο κοντὰ μὰ καὶ τόσο μακρινὰ γιὰ κάποιους, ἀνάλογα μὲ τὴν πανίσχυρη προαίρεση ποὺ νικᾶ ἀκόμα καὶ ὁλοζώντανα θαύματα ἐνίοτε προσπερνῶντας καὶ ἀπαξιώνοντάς τα. Ταιριαστὸ τὸ ράσο μὲ τὸ φρόνημά του! Ἔτσι πρέπει νὰ ᾿ναι! Χαιρόμαστε γιὰ τὸν παπᾶ Γιώργη! Καμιὰ φορὰ μᾶς ξεφεύγει τὸ ὄνομα σκέτο μὰ ἐκεῖνος εἶναι μαθημένος στὴν διάκριση καὶ στὸ νὰ παραβλέπει... 

Τόσα χρόνια ἐξασκημένος στὸ πλάϊ τοῦ κοινοῦ μᾶς πρώτου πνευματικοῦ τοῦ παπᾶ Λιά μας τοῦ πεφιλημένου ἐκεῖ στὴν Πρόνοια τοῦ Ἀναπλιοῦ. Ἐκείνου ποὺ τοῖς πᾶσι γέγονε τὰ πάντα γιὰ ἀναρίθμητες ψυχὲς ἀναγκεμένες... Θυμόμαστε μαζὶ τὰ περασμένα καὶ γλυκαίνει ἀκόμα περισσότερο τὸ μέσα μας. Τὶς πολύωρες ἀναμονὲς πρὶν τὴν ἐξομολόγηση, τοὺς ὑπέροχους ἀναστάσιμους ἑσπερινοὺς τῶν Σαββάτων στὸ ψαλτήρι, τὶς Μεγάλες Ἑβδομάδες τὶς εὐωδιαστὲς ἀπὸ τοὺς πορτοκαλανθούς, τὰ πανηγύρια τοῦ Βασιλέως Παρακλήτου, στὸ τέλος τοῦ Τριωδίου τῶν ρόδων, τὸν βράχο τῶν Ἁγίων Πάντων στὸ ὕψωμα στὴν γειτονιὰ τῶν Ρώσικων... Φέρνουμε μπροστά μας ὅσους ἀκόμα λειτούργησαν στὸ ἱερὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας, τὸν παπᾶ Γιάννη τὸν πραότατο καὶ ἁπλό, τὸν πατέρα Πολύβιο τὸν ὀξυδερκῆ ἀναζητητή τῆς Ἀλήθειας...

-Ξέρετε κάποτε ποὺ πῆγα νὰ βάλω λιβάνι στὸ θυμιατὸ καὶ ἀπρόσεχτα μοῦ ἔπεσε λίγο κάτω, μόλις πῆγα νὰ τὸ μαζέψω γιὰ νὰ τὸ βάλω στὸ ἀναμμένο καρβουνάκι, μὲ σταμάτησε ὁ παπᾶ Πολύβιος! -Παιδὶ μου αὐτὸ ποὺ ἔπεσε, πέταξέ το, μήν τὸ χρησιμοποιεῖς σὲ παρακαλώ... Στον Κύριο προσφέρουμε πάντοτε ὅ,τι καλύτερο καὶ καθαρότερο ἔχουμε! Καὶ ξέρετε ἀδελφοί μου, μόλις προχθὲς τὸ ἴδιο περιστατικό μοῦ συνέβη μὲ ἕνα παπαδάκι στὸ ἱερὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου! Καὶ χωρὶς δεύτερη σκέψη τοῦ εἶπα ἀκριβῶς τὸν ἴδιο λόγο !


Λυχνοφόρος ἡ ἀνάμνηση τοῦ πατρὸς Γεωργίου! Χριστοφόροι οἱ πιστοὶ εὐλαβεῖς, διδάσκουν πάντοτε μὲ τὸ παράδειγμά τους! Γίνεται ἡ ὀρθοπραξία τους ἀφορμὴ γιὰ ζῆλο ζηλευτό. Περπατήσαμε ὡς τὰ δωμάτιά μας καὶ ἀποχαιρετιστήκαμε μὲ συγκίνηση. Στὸν δρόμο διαπιστώσαμε καὶ θαυμάσαμε τὴν ἄμεση ἐπικοινωνία του μὲ τὰ νέα παιδιὰ τῆς Οὐρανούπολης. Στὸ πρόσωπό του βρῆκαν ἕναν πατέρα νὰ γεννᾶ μέσα τους τὸν Χριστό, ἕναν φίλο νὰ ἐμπιστευθοῦν , ἕναν ὁδηγὸ στὰ δύσβατα καὶ σκοτεινὰ τῆς πειραστικής νεότητας. Σύννεφα διαβατάρικα στὸν πρωινὸ οὐρανὸ ποὺ σχεδὸν ἀκουμπᾶ τὸ ἐπιβλητικὸ κάστρο στὰ ἀμμουδερά τοῦ μουράγιου τῆς Ουρανούπολης. Θαλασσοπούλια μόνο παρεμβάλλονται λουφάζοντας στὴν στέγη του, περιμένοντας καὶ ἐκεῖνα τὸ πρῶτο μπάρκο ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν.



Εἰδικὰ ...διαμονητήρια μὲ ἄληκτη διάρκεια, τοὺς διαθέτει κάθε καλοσύνη τοῦ καιροῦ. Σήμερα εἶναι μιὰ τέτοια μέρα, νὰ φτερουγίσουν ὁλόχαρα ὡς τὰ βαθύτερα τοῦ Ἀθωνικοῦ πελάγους, νὰ συντροφέψουν παραδείσου ὀνείρατα στὸ κῦμα. Ἀναμένοντας νὰ βάλει μπρὸς ἡ Ὁδηγήτρια, παρατηροῦμε καὶ φωτογραφίζουμε τὸν ἤρεμο ἐπιδέξια ὄρθιο στὴν βάρκα του, γιὰ ὥρα νὰ ἐξασκεῖται στὴν ὑπομονὴ ποὺ ὅλα τὰ εὐλογημένα ἐξασφαλίζει. Δὲν ἀργεῖ νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ τοῦ ξεκινήματός μας μὲ τὸ γοργὸ πλοιάριο. 

Οἱ πρῶτες μορφὲς Ἁγιορειτῶν πατέρων ποὺ ἐπιστρέφουν στὶς μετάνοιές τους μᾶς ἀναπαύει. Δυὸ κάθονται μπροστά μας. Ἕνας λαϊκός τοὺς συνοδεύει. Τοὺς μιλᾶ καὶ ἐκεῖνοι σιωπηλὰ ἀκοῦν καὶ χαμογελοῦν σὲ ὅ,τι τοὺς λέει. Τόσο ἀσυνάντητο στὶς μέρες μας τὸ ἀπροσποίητο, τὸ ἀνυπόκριτο, τὸ ἀληθινό! Ἀπερίγραπτο ἐπίσης! Ἄχ καὶ νὰ βλέπατε τὰ πρόσωπά τους! Ἡ θέα τους καὶ μόνο, ἐλέγχουσα, ἀποτρεπτικὴ γιὰ ὅ,τι δυσαρεστεῖ τὸν Θεό.

             Κατεβήκαμε στὸ Δοχειάρι. Ἀρκετὰ χρόνια μετά, ἐρχόμαστε ὄχι σὰν περαστικοὶ προσκυνητὲς ἀλλὰ ὡς διαμένοντες προσμονάριοι τῆς Γοργοϋπηκόου γιὰ μιὰ ἀλησμόνητη μέρα! Μιὰ μέρα ποὺ ἡ Ἀρχόντισσα τοῦ μοναστηριοῦ ἔχει τὴν ἄνωθεν δύναμη, νὰ τὴν πολλαπλασιάσει σὲ ἄπειρη εὐλογία, σὲ περίσσεια χάρη. Οἱ Ταξιάρχες μὲ βγαλμένα σπαθιὰ καὶ ρομφαῖες ἀπ᾿ τὰ θηκάρια, στέκουν ἀκλόνητοι πάνω στὶς πανύψηλες μαρμάρινες κολῶνες. Θυρωροὶ ἀνυπότακτοι καὶ πρόμαχοι τῆς μόνης ὀρθῆς πίστης. Τὸ Δοχειάρι ἐκπέμπει συνεχῶς τὸ Στῶμεν καλῶς. Οἱ μοναχοί του ἐπαγρυπνοῦν, μὴν μεγαλώσει κι ἄλλο τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ ἀκολούθησαν τὶς ἀποστράτιες δυνάμεις, ὅπως ὁ Θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὀνομάτισε ὅσους ἀκολούθησαν τὸν ἑωσφόρο στὴν κατάπτωσή του. Στὴν αὐλὴ γίνονται μεγάλες ἐργασίες ἐνίσχυσης τοῦ καθολικοῦ τους.

Ἐργάτες καὶ μηχανικοὶ πηγαινοέρχονται μὲ τάξη καὶ ἡσυχία γνωρίζοντας ἀπόλυτα τὸ ἱερότατο τοῦ χώρου. Σίγουρα νιώθουν εὐλογημένοι ποὺ ἐργάζονται σὲ τοῦτο τὸ πολυαίωνο ἐνδιαίτημα. Πλέον στὴν αὐλὴ τῆς εἰσόδου κατοικεῖ ἕνας ἄλλος Γρηγόριος, ὁ Πάριος, ὁ Αρχιπελαγίτης ὁ νέος κτίτωρ τῆς Μονῆς. Ἐποπτεύει ὅπως πάντοτε τὰ πεφιλημένα του τεκνία! Στὸν θολωτό του τάφο μᾶς ὁδηγοῦν τὰ πρῶτα μας βήματα καὶ ἀσπαζόμαστε τὸ σταυρό του. Στὸ βορινό του τοιχίο ἁγιογραφημένη αἰῶνες τώρα ἡ δέηση τῆς Παναγιᾶς καὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Στὸ μάρμαρο ποὺ τὸν σκεπάζει διαβάζουμε σὲ ἔμμετρο λόγο καὶ σὲ λίγες χαραγμένες ἀράδες, ὅλην τὴν θαυμαστὴ διαδρομὴ ἑνὸς γνησίου δούλου τοῦ Χριστοῦ μας. 

Μιὰ διαδρομὴ ποὺ διαρκῶς αὐτὸ ποὺ ἀποζητοῦσε, ἦταν τὸ νὰ εἶναι ἀρεστὴ καὶ μόνο στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. Ἐκείνους, πολλὲς φορὲς ἑκουσίως τοὺς μπέρδευε ὥστε νὰ μὴν τὸν ἐπαινοῦν. Ὅμως ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσε, ἀμέτρητοι σαγηνεύθηκαν ἀπὸ τὸν εὐθὺ καὶ ἀνυπόκριτο τρόπο του, τὶς ὅλο βαθιὰ νοήματα παραινέσεις του, μὰ καὶ ἀπὸ τὶς πλεῖστες ὅσες δακρυσμένες στιγμές του. Πρὶν δέκα περίπου, παραμονὲς Ἁγίας Σαρακοστῆς ἦταν ὅταν βρεθήκαμε γιὰ πρώτη μᾶς φορὰ στῆς Δοχειαρίου τὰ μέρη. Ἀπόγευμα μετὰ τὶς ἀκολουθίες, περιφερόμασταν στὰ κλιμακωτά δώματα μὲ τὶς γαλάζιες θέες.

Γιὰ λίγο βγήκαμε καὶ ἔξω, μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴν ἁπλωταριά τῆς Μονῆς. Στὴν πύλη ἀκριβῶς ἕνας πατέρας μὲ κουρελιασμένα ξέχρωμα ἀπὸ τὸν ἥλιο ράσα πότιζε τὶς γλάστρες ἔχοντας γύρω του δεκάδες γάτες. -Εὐλογεῖτε τοῦ εἴπαμε! -Ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; Ἐξομολογεῖσαι βρὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου; ἀπάντησε ἀπρόσμενα ὁ μοναχός, ξαφνιάζοντάς μας μὲ τὴν ἀποτομιᾶ του... -Ναὶ πάτερ, ἔχω ἐξομολόγο, προσπαθῶ νὰ τοῦ τὰ λέω ὅλα! Γλύκανε τὸ ἴδιο ἀπότομα τὸ πρόσωπό του! -Ἄντε τότε, συνέχισε! εἶπε καὶ ἀμέσως περιέλαβε ἕναν λαϊκὸ ποὺ εἶδε νὰ καπνίζει! -Βρὲ σύ, τί λέγαμε ὅλο τὸ πρωί;, θέλεις καὶ νὰ σοῦ δώσω εὐλογία! Δὲν μοῦ εἶπες ὅτι τὸ ἔκοψες; Φέρε μου γρήγορα τὸ πακέτο! Μετὰ ἀπὸ λίγο μάθαμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ παράξενος μοναχὸς ἦταν ὁ ἡγούμενος Γρηγόριος. 

Γνωρίσαμε τότε , ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα καὶ ἀρκετοὺς ἀδελφοὺς μας φιλοδοχειαρίτες! Θυμᾶμαι τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸν Γέροντα καὶ τὸ Μοναστήρι! - Δὲν μποροῦμε πλέον νὰ πᾶμε ἀλλοῦ! Πηγαίνουμε γιὰ προσκύνημα καὶ σὲ ἄλλες μονὲς ἀλλὰ ἡ καρδιά μας βρίσκεται ὅλο ἐδῶ! Δίπλα στὴν μάνα Γοργοϋπήκοο καὶ τὸν Γέροντά μας! Τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν του διακρίνουμε στὰ σκαλισμένα γράμματα ἀπάνω στὸ μνῆμα του. Ἐκείνων ποὺ τὸν παρακαλοῦν ὡς ἄλλοι Ἐλισσαίοι καὶ πορευόμενοι πρὸς Ἐμμαούς νὰ μὴν τοὺς ἐγκαταλείψει στὸν διαρκῆ πόλεμο μὲ τὸν φθονερὸ ἀρχέκακο ποὺ δὲν παύει νὰ ἐξυφαίνει σχέδια ἀπωλείας. 


Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει Σὲ
Σήματι τῷδε τελευτᾶ τοῦ θύτου Γρηγορίου Ἄλγη ἆθλοι παλαίσματα ἄχθη μυρία βίου
Ἄθως Μυρτέα καὶ Πυρσὸς ὑπώρειαι Βερτίσκου κτίτορα ἐπιγράφονται τοῖς πόνοις σοῦ αὐχούσι.
Τὴν σάρκα ἐδαπάνησαν πλειστ᾿ ἀργαλέαι νόσοι, τὸ πνεῦμα ἠλευθέρωται πρὸς οὐρανοὺς ἀπέπτη
Ἀπόθες βάρος τῆς σαρκός , χιτῶνας δερματίνους, οὖς ἐξηφάνατο κακῶς τοῦ φθονεροῦ ἡ κρόκη
Ὦ πάτερ, πάτερ σὴν εὐχὴν ώς μηλωτήν παράσχου ὀδυρομένοις τέκνοις σου καὶ ἀπορφανισθείσι
Εἴσελθε πάτερ, εἴσελθε πρὸς πλάτος Παραδείσου , τὰ χερουβίμ παραχωρεῖ εἴσοδον τὴ ψυχή σου
Τοὺς οὐρανοὺς περιπολῶν μὴ παύση ἐποπτεύων, τὴν ποίμνην ἥν συνήγαγες εὐχαῖς σοῦ περιέπων
Ὅπως τοῦ βίου πέλαγος εὐτόνως διελθόντες σὺν σοὶ Θεὸν ὑμνήσωμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

( συνεχίζεται μὲ τὸ 2ο μέρος)
Νώντας Σκοπετέας




Πηγή:http://sotiriapsixis.blogspot.com/
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου