Μἰα φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράχτη για να μεγαλώσουν τον μικρό τους κήπο.
Όταν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε τον μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
– Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια που έβγαλε από το στόμα του καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φευγει.
– Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τί σου συμβαίνει;
Όταν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε τον μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
– Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια που έβγαλε από το στόμα του καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φευγει.
– Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τί σου συμβαίνει;
– Δεν μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί ούτε τον μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε τότε ο Γέροντας, αν δεν φέρετε τον φράχτη στην πρωτινή του θέση.
✶✶✶
ΈΝΑΣ πλούσιος άρχοντας πήγε να επισκεφθεί την σκήτη των Πατέρων. Μαζί του είχε πολλά χρήματα για να τους φιλοδωρήσει και ήθελε να τα δώσει στον Πρεσβύτερο, να τα μοιράσει ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. – Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος. Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σ’ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας. Την Κυριακή, που πηγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
– Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δεν γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί. Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
– Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρ’ τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δεχτηκε την καλή σου προαίρεση.
Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.
✶✶✶
ΈΝΑΣ αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα: – Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
Ο ΑΜΕΡΙΜΝΟΣ μοναχός, που έχει γευθεί την γλύκα της ακτημοσύνης, λέει κάποιος Πατήρ, νιώθει σαν βάρος περιττό και το ράσο ακόμη που φορά και το λαγήνι του νερού που έχει στο κελλί του, γιατί κι αυτά καμιά φορά του απασχολούν τον νου του.
✶✶✶
ΑΛΛΟΣ Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους μοναχούς: Μην θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο από κείνο που φοράς. Πολλοί καλύτεροί σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περιττά;
Μην γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει την φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μην συνηθίζεις να κρατάς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δώσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδιάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρά μόνο την κεφαλή σου, μην θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», σελ. 45-47)
Πηγή:https://www.askitikon.eu/
«Πᾶνος»
Κάποτε μέσα στην έρημο ζούσε ένας Γέροντας διορατικός,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑποφάσισε να τον επισκεφτεί, ένας πλούσιος άρχοντας για να τον συμβουλευτεί.
Όταν μετά από αρκετό ταξίδι έφτασε στην σκηνή του.
Και μπήκε μέσα, βρήκε τον Γέροντα να κάθεται κάτω στο χώμα.
Δεν υπήρχε μέσα στη σκηνή απολύτως τίποτα, ούτε μία καρέκλα για να καθίσει ο αρχοντας
Γεμάτος έκπληξη Τον ρωτάει
- Γέροντα Πού είναι τα έπιπλα σου;
- τα δικά σου που είναι;
- Μα εγώ περαστικός είμαι από εδώ.
- και εγώ περαστικός είμαι του αποκρίθηκε Ο Γέροντας.