Ήταν
Ἠπειρώτης στήν καταγωγή. Γεννήθηκε τό 1913 στήν Φορτῶσα,
ἕνα χωριό τῶν Ἰωαννίνων, ἀπό τόν Δημήτριο καί τήν Χρυσαυγή.
Οἱ γονεῖς του ἦταν ταπεινοί καί πτωχοί ἀλλά πιστοί καί
εὐγενεῖς. Τόν βάπτισαν δίδοντάς του τό ὄνομα Νικόλαος καί τόν
ἀνέθρεψαν μέ τήν ἁπλή, παραδοσιακή εὐλάβεια τῆς ὑπαίθρου.
Ἔμαθε λίγα γράμματα καί βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς
ποικίλες δουλειές τοῦ σπιτιοῦ. Σάν παιδί εἶχε ἕνα ἀτύχημα.
Βρέθηκε ξαφνικά στά πόδια ἑνός ταύρου καί αὐθόρμητα
ἐπικαλέστηκε τήν βοήθεια τῆς Παναγίας
μας. Ὁ ταῦρος πέρασε ἀπό πάνω του χωρίς νά πάθη ὁ ἴδιος κάτι.
Ἔκτοτε θεωροῦσε τήν Παναγία μας προστάτιδά του.
Ὁ Νικόλαος ἄφησε τό χωριό του μικρό παιδί καί ἦλθε στήν Ἀθήνα, κοντά στόν θεῖο του πού εἶχε φοῦρνο.
Τό
πρωΐ ἀπό πολύ ἐνωρίς ὁ Νικόλαος μαζί μέ τόν θεῖο του
βρίσκονταν στό ἐργαστήριο καί ἔβγαζαν τό ψωμί καί τά
κουλούρια. Ὅταν τελείωνε αὐτή ἡ ἐργασία, ἔπαιρνε τόν
δίσκο μέ τά κουλούρια καί ἔβγαινε στόν δρόμο πρωΐ–πρωΐ γιά νά τά
πουλήση στούς πρωϊνούς δουλευτάδες καί περαστικούς.