Πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου, αἰώνιο καὶ ἀμετάβλητο, ἀποτελεῖ ὁ Θεός. Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς παρακινεῖ σὲ κάτι, τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς φέρει πιὸ κοντὰ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Κυρίως καὶ κατὰ ἐξαίρετο τρόπο ὁ Θεὸς προβάλλεται ὡς ἡ τέλεια εἰκόνα τῆς ἀγάπης, πρὸς τὴν ὁποία καλεῖται νὰ συμμορφώσει ἑαυτὸν καὶ ὁ ἄνθρωπος. «Ἔσεσθε υἱοὶ τοῦ Ὑψίστου, (δι)ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ).
Ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν εἶναι ἐπιλεκτική, ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ μᾶς. Ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τοὺς φίλους καὶ μισοῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Στὴν καλύτερη περίπτωση, λέμε συνήθως ὅτι δὲν μισοῦμε, ἀλλὰ ἀγνοοῦμε ὅσους δὲν μᾶς ἀρέσουν. Καὶ μάλιστα αὐτὸ τὸ τελευταῖο, ἡ ὑπεροπτική μας ἀδιαφορία γι’ αὐτούς, θεωρεῖται καὶ πνευματικὴ κατάσταση, ἀφοῦ ἔχουμε τὴν «ἀνωτερότητα» νὰ μὴν προβαίνουμε ἀπέναντί τους σὲ ἐχθρικὲς ἐνέργειες, ἀντίστοιχες πρὸς τὶς τυχὸν δικές τους πρὸς ἐμᾶς.