ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 10,25-37]
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς»
Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ λέει: «Κατέβαινε κάποιος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἰεριχὼ κι ἔπεσε στὰ χέρια λῃστῶν· αὐτοὶ ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν ἀπὸ τὰ ροῦχα του, τὸν χτύπησαν γεμίζοντάς τον μὲ πληγὲς καὶ τὸν παράτησαν μισοπεθαμένο. Ἕνας ἱερέας κι ἕνας Λευίτης, περνῶντας ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν δρόμο, ἂν καὶ τὸν εἶδαν, τὸν προσπέρασαν καὶ συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦρθε στὸν τόπο αὐτό, ὅταν τὸν εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ τὰ ἀνακάτεψε, τὰ ἔβαλε στὶς πληγές του, ἔδεσε προσεκτικὰ τὰ τραύματά του, κι ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ δικό του ζῶο, τὸν ὁδήγησε σὲ ἕνα πανδοχεῖο καὶ ἔδωσε στὸν πανδοχέα δύο δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε: ''Φρόντισε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν καὶ ἂν ξοδέψεις περισσότερα, ἐγὼ ὅταν θὰ ἐπανέλθω, θά σοῦ τὰ ἀποδώσω''». Ἄς δοῦμε λοιπὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ συνετὴ καρδιὰ κατανοῶντας το σὲ βάθος, ἂς γνωρίσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.