Ζωοδόχου Πηγῆς
Μάννα, Σιλωάμ, καὶ Στοὰν Σολομῶντος,
Πηγὴν Κόρη σήν, ἐμφανῶς πᾶς τις βλέπει.
Με το όνομα Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί ή Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ιερό χριστιανικό αγίασμα που βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη έξω από τη δυτική πύλη της Σηλυβρίας, όπου υπήρχαν τα λεγόμενα "παλάτια των πηγών" στα οποία οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες παραθέριζαν την Άνοιξη. Πήρε την ονομασία του από το τουρκικό όνομα Balık (= ψάρι) και περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα.
Για την αποκάλυψη του Αγιάσματος υπάρχουν δυο εκδοχές:
α) Η πρώτη, που εξιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει ότι: Ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Λέων ο Θράξ ή Λέων ο Μέγας (457 - 474 μ.Χ.), όταν ερχόταν ως απλός στρατιώτης στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στη Χρυσή Πύλη έναν τυφλό που του ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή του υπέδειξε την πηγή. Πίνοντας ο τυφλός και ερχόμενο το λασπώδες νερό στα μάτια του θεραπεύτηκε. Όταν αργότερα έγινε Αυτοκράτορας, του είπε η προφητική φωνή, πως θα έπρεπε να χτίσει δίπλα στην πηγή μια Εκκλησία.
Πράγματι ο Λέων έκτισε μια μεγαλοπρεπή εκκλησία προς τιμή της Θεοτόκου στο χώρο εκείνο, τον οποίο και ονόμασε «Πηγή». Ο Κάλλιστος περιγράφει τη μεγάλη αυτή Εκκλησία με πολλές λεπτομέρειες, αν και η περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οικοδόμημα του Ιουστινιανού. Ιστορικά πάντως είναι εξακριβωμένο, ότι το 536 μ.Χ. στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, υπό τον Πατριάρχη Μηνά 536 - 552 μ.Χ.), λαμβάνει μέρος και ο Ζήνων, ηγούμενος «του Οίκου της αγίας ενδόξου Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας εν τη Πηγή».
β) Η δεύτερη, που εξιστορεί ο ιστορικός Προκόπιος, τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα και αναφέρεται στον Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός κυνηγούσε σ' ένα θαυμάσιο τοπίο με πολύ πράσινο, νερά καί δένδρα. Εκεί, σαν σε όραμα, είδε ένα μικρό παρεκκλήσι, πλήθος λαού και έναν ιερέα μπροστά σέ μιά πηγή. «Είναι η πηγή των θαυμάτων» του είπαν. Και έχτισε εκεί μοναστήρι με υλικά που περίσσεψαν από την Αγιά Σοφιά. Ο Ι. Κεδρηνός αναφέρει ότι χτίστηκε το 560 μ.Χ.
Χρονοδιάγραμμα κυριοτέρων γεγονότων και συμβάντω 626 μ.Χ. Επιδρομή των Αβάρων, αλλά οι βυζαντινοί σώζουν το ιερό αγίασμα.
790 μ.Χ. Ο Ψευδο-κωδινός αναφέρει ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη επισκεύασε την εκκλησία, που ειχε πάθει μεγάλη καταστροφή από σεισμό.
869 μ.Χ. Νέα επισκευή, ύστερα από νέο σεισμό, από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα (867 - 886 μ.Χ.) κατα πληροφορία του Νικηφόρου Καλλίστου.
924 μ.Χ. Σε επιδρομή των Βουλγάρων ο Συμεών καίει την εκκλησία, αλλά αναστηλώνεται αμέσως αφού το 927 μ.Χ. έγιναν εκεί οι γάμοι του ηγεμόνος των Ρώσων Πέτρου με τη Μαρία, εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού.
966 μ.Χ. Έχει διασωθεί η περιγραφή μιας επίσημης τελετής στη γιορτή της Αναλήψεως, στην οποία έλαβε μέρος ο Νικηφόρος Φωκάς (963 - 969 μ.Χ.) με όλη την αυλή. Η πομπή έφτανε με πλοίο και από τη Χρυσή Πύλη συνέχιζε με άλογα. Το συγκεντρωμένο πλήθος ζητωκραύγαζε και προσέφερε λουλούδια και σταυρούς. Όταν εμφανιζόταν ο αυτοκράτωρ ο Πατριάρχης τον ασπαζόταν και στη συνέχεια έμπαιναν μαζί στο ναό, όπου στο χώρο του ιερού είχε στηθεί εξέδρα, απ᾽ όπου ο αυτοκράτωρ παρακολουθούσε τη λειτουργία. Στο τέλος της γιορτής ο αυτοκράτωρ καλούσε τον Πατριάρχη σε επίσημο τραπέζι.
1078 μ.Χ. Η μονή της Πηγής θεωρείται τόπος εξορίας, αφού εκεί απομονώνεται ο Γεώργιος Μονομάχος.
1084 μ.Χ. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνὸς (1081 - 1118 μ.Χ.) περιόρισε τον φιλόσοφο Ιωάννη Ιταλό στη μονή της Πηγής για να καταπαύση ο αναβρασμός που είχε δημιουργηθεί από τις ιδέες του.
1204 - 1261 μ.Χ. Το ιερό της Πηγής περιέρχεται στους Λατίνους.
1328 μ.Χ. Ο νεαρός Ανδρόνικος Γ' ο Παλαιολόγος (1328 - 1341 μ.Χ.) χρησιμοποιεί τη μονή ως ορμητήριο πριν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
1330 μ.Χ. Ο Ανδρόνικος Γ', που βρίσκεται ετοιμοθάνατος στο Διδυμότειχο, πίνει νερό από το αγίασμα της Πηγής που του έφεραν και γιατρεύεται.
1341 μ.Χ. Ιερέας της Πηγής, ονόματι Γεώργιος, είναι μάρτυρας σε νοταριακή πράξη.
1347 μ.Χ. Η Ελένη, κόρη του Ιωάννου Καντακουζηνού, παρουσιάζεται στο μέλλοντα σύζυγό της Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο (1341 - 1391 μ.Χ.) ντυμένη με την επίσημη ενδυμασία της αυτοκράτειρας, μέσα στον ιερό χώρο της Πηγής. Σύμφωνά με παλαιό έθιμο η μέλλουσα αυτοκράτειρα όταν έφθανε στην Πόλη από τα μέρη της ξηράς έπρεπε να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα στην Πηγή.
1422 μ.Χ. Κατα τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως ο σουλτάνος Μουράτ Β' εγκαταστάθηκε μέσα στην εκκλησία.
1547 μ.Χ. Ο Pierre Gylles σημειώνει το 1547 μ.Χ. ότι η εκκλησία δεν υπάρχει πια, αλλά οι ασθενείς εξακολουθούν να επισκέπτονται την Πηγή.
1727 μ.Χ. Ο μητροπολίτης Δέρκων Νικόδημος έχτισε ναΐσκο και ανανέωσε τη λατρεία. Οι Αρμένιοι ζητούσαν συμμετοχή στο ιερό της Πηγής, αλλά η μεγάλη παράδοση και τα σουλτανικά φιρμάνια αναγνώριζαν την κυριότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
1825 μ.Χ. Καταστροφή της πηγής από τους γενίτσαρους.
1827 μ.Χ. Ανεύρεση της Ιεράς εικόνας της Θεοτόκου εικονιζόμενη υπέρ της Ζωοδόχου Πηγής.
1833 μ.Χ. Ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α' (1830 - 1834 μ.Χ.), με άδεια του σουλτάνου, έχτισε τη σημερινή εκκλησία, της οποίας τα εγκαίνια έγιναν το 1835 μ.Χ. Σήμερα, εκτός από τη μεγάλη εκκλησία, λατρευτικό κέντρο του μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος αποτελεί ο υπόγειος ναός της Ζωοδόχου Πηγής, όπου η δεξαμένη με το αγίασμα και τα ψάρια.
Γράφοντας τον 14ο αι. μ.Χ. για το αγίασμα της Πηγής ο Νικηφόρος Κάλλιστος παραθέτει, από διάφορες πηγές, ένα κατάλογο 63 θαυμάτων, από τα οποία τα 15 φθάνουν ως την εποχή του.
Σήμερα στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκονται οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών. Το δε αγίασμα βρίσκεται στον υπόγειο Ναό και αποτελείται από μαρμαρόκτιστη πηγή, το νερό της οποίας θεωρείται αγιασμένο. Απ' εδώ διαδόθηκε ο τύπος της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ψηφιδωτή παράσταση της εικόνας σώζεται στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας.
Σε ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού από τον Αυτοκράτορα Λέοντα η Εκκλησία καθιέρωσε την κατ΄ έτος εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινήσίμου Εβδομάδας.
Ο Ναός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το αγίασμα του «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στα τουρκικά σημαίνει ψάρι και η παράδοση μας λέει πως εκεί δίπλα στο αγίασμα, στις 23 Μαΐου 1453 μ.Χ. ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, όταν κάποιος του έφερε την είδηση πως πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. Ο καλόγερος απάντησε πως μόνο αν τα ψάρια που τηγάνιζε έφευγαν απ΄ το τηγάνι και έπεφταν μέσα στο αγίασμα θα πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Και πραγματικά τα ψάρια ζωντάνεψαν και έπεσαν μέσα στην πηγή του αγιάσματος. Μέχρι σήμερα δε, μέσα στην δεξαμενή της Ζωοδόχου Πηγής διατηρούνται επτά ψάρια και μάλιστα σαν να είναι μισοτηγανισμένα απ΄ την μια πλευρά.
Το Μπαλουκλί (Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής),
ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο 'γούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.
Απ' τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
– Αν μας φυλάγ' η Παναγιά καθώς μας'ε φυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
– Θεός να τα βλογήση!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ' αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.
Τα τηγανίζ' από την μια, και πά' να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!
– Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!
– Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ' αν είν' αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ' ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι' απ' το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ' ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν' από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο ν' αναστηθή κι ο γέρος
να τ' αποτηγανίση.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος α'.
Ο ναός σου Θεοτόκε ανεδείχθη παράδεισος, ως ποταμούς αειζώους αναβλύζων ιάματα ώ προσερχόμενοι πιστώς, ως Ζωοδόχου εκ Πηγής, ρώσιν αντλούμεν, και ζωήν την αιώνιον, πρεσβεύεις γαρ συ τω εκ σου τεχθέντι, Σωτήρι Χριστώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. ἀ'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Η αναβλύζουσα Θειον ύδωρ αθάνατον, η προχέουσα ρείθρα ζωής αέναα· τοις προστρέχουσι πιστώς τη Ζωοδόχο σου Πηγή και ταύτα αρυoμένοι, βραβεύεις νυν τε παρθένε ρώσιν και θεραπείαν, και συμφορών απολύτρωσιν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἐξ ἀκενώτου σου Πηγῆς Θεοχαρίτωτε, ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα, ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον· τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.
Μεγαλυνάριον
Ύδωρ το ζωήρυτον της Πηγής, μάννα το προχέον, τον αθάνατον δροσισμόν το νέκταρ το Θείον την ξένην άμβροσίαν το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Μαύρα οἱ Μάρτυρες
Ἥπλωσε Χριστὸς χεῖρας ἐν Σταυρῷ πάλαι,
Ἥπλωσε καὶ νῦν Μαύρα σὺν Τιμοθέῳ.
Σταυρῷ Τιμόθεος τριτάτῃ τανύθη ἅμα Μαύρᾳ.
Μαρτυρίου ὡς λάμψασ’ ἀκτῖνας Μαῦρα.
Ὅπας Σατᾶν γε ἤμβλυνας ἶφι Μάρτυς
Σταυρῷ Τιμόθεος τριτάτῃ τανύθη ἅμα Μαύρᾳ.
Οι Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα, γεννήθηκαν στη κωμόπολη Παναπέα στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου.
Ο Τιμόθεος ήταν αναγνώστης και κήρυκας του Ευαγγελίου στην Εκκλησία των Παναπέων και εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα με θερμότατο ζήλο και θαυμαστά αποτελέσματα. Το γεγονός αυτό προξενούσε ζηλοφθονία στους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τελικώς τον κατήγγειλαν στον αδίστακτο ειδωλολάτρη έπαρχο Αρριανό, είκοσι μόλις μέρες μετά τον γάμο του με την Αγία Μαύρα. Ο Αρριανός κάλεσε τον Τιμόθεο να παραδώσει τα ιερά βιβλία του στην πυρά. Ο Τιμόθεος αρνήθηκε με παρρησία να καταστρέψει τα βιβλία του, λέγοντας στον έπαρχο ότι τα θεωρεί ως ιερά πνευματικά του όπλα και εφόδια. Οργισμένος ο Αρριανός υπέβαλε τον άγιο σε διάφορα βασανιστήρια, τα οποία ο Τιμόθεος υπέμεινε με παροιμιώδη υπομονή.
Πρώτα πρώτα έβαλαν μέσα στα αυτιά του Μάρτυρα πυρακτωμένα σίδερα, με αποτέλεσμα να λιώσουν οι κόρες των ματιών του και να πέσουν στο έδαφος. Στη συνέχεια έδεσαν τους αστραγάλους πάνω σε τροχό βασανιστηρίων και σφράγισαν το στόμα του με φίμωτρο. Έπειτα έδεσαν μια βαριά πέτρα στόν τράχηλό του και τον κρέμασαν σε ένα δέντρο.
Για να κάμψει το σθένος του ο έπαρχος στράφηκε προς τη σύζυγό του Μαύρα, την οποία στην αρχή κολάκευε για να θυσιάσει στο είδωλα και μην ακολουθήσει τη θανατηφόρα πορεία του συζύγου της. Με παραίνεση όμως του Τιμόθεου, η Μαύρα ομολόγησε κι εκείνη την πίστη της στον Θεό. Τότε ο Αρριανός διέταξε τον άγριο βασανισμό της Αγίας, η οποία καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων έψαλε.
Πρώτα πρώτα, λοιπόν, της ξερρίζωσαν τις τρίχες του κεφαλιού της και στη συνέχεια της έκοψαν τα δάχτυλα. Έπειτα την βύθισαν ολόκληρη μέσα σε ένα καζάνι γεμάτο νερό που κόχλαζε.
Επειδή όμως η Αγία, αν καί ήταν μέσα στο βραστό νερό, δεν έπαθε το παραμικρό έγκαυμα, ο Αρριανός σχημάτισε τη γνώμη ότι το νερό δεν ήταν θερμό, αλλά ψυχρό. Έτσι, για να το διαπιστώσει, πρόσταξε να του ραντίσουν το χέρι. Τότε η Αγία πήρε με τη χούφτα της νερό και το έριξε πάνω στο χέρι του. Το νερό αυτό ήταν τόσο καυτό, ώστε να διαλυθεί το δέρμα του ηγεμόνα.
Παρ' όλα αυτά, ο Αρριανός δεν σταμάτησε και διέταξε να σταυρώσουν και τους δυο Αγίους.
Ακόμη και στο σταυρό του μαρτυρίου, ο βδελυρός έπαρχος, πλησίασε την αγία σε μία απέλπιδα προσπάθεια έστω και την τελευταία στιγμή να την αποσπάσει από το μαρτύριο και την πίστη της. Φωτισμένη όμως από τη θεία χάρη η αγία τον απέπεμψε.
Ενώ η αγία Μαύρα ήταν κρεμασμένη στο σταυρό, την πλησίασε - σαν σε έκσταση - ο διάβολος, προσφέροντάς της ένα ποτήρι γεμάτο με μέλι και γάλα. Της συνιστούσε μάλιστα να το πιεί για να μην φλογίζεται από τη δίψα. Η Άγία όμως, φωτισμένη από τον Θεό, κατάλαβε την πανουργία του διαβόλου και με την προσευχή της τον έδιωξε. Ο παγκάκιστος χρησιμοποίησε όμως και άλλο τέχνασμα. Φάνηκε στην Αγία ότι την μετέφερε σε ένα ποτάμι απ' όπου έτρεχε μέλι και γάλα και της πρότεινε να πιεί. Εκείνη όμως, μετά από θείο φωτισμό, είπε: «Δεν πρόκειται να πιώ απ' αυτά. Θα πιώ από το ουράνιο ποτήρι που μου πρόσφερε ο Χριστός». Έτσι, ο διάβολος έφυγε απ' αυτήν νικημένος και καταντροπιασμένος.
Τότε παρουσιάστηκε στην Αγία άγγελος Θεού, ο οποίος την πήρε από το χέρι, την οδήγησε στον ουρανό και, αφού της έδειξε έναν θρόνο με μια στολή λευκή πάνω σ' αυτόν και ένα στεφάνι, της είπε: «Αυτά ετοιμάστηκαν για σένα». Στη συνέχεια, αφού την οδήγησε ακόμη ψηλότερα της έδειξε άλλον θρόνο και στολή και στεφάνι, της είπε πάλι: «Αὐτά προορίζονται για τον άντρα σου. Η διαφορά του τόπου δηλώνει το γεγονός ότι ο άντρας σου υπήρξε η αιτία της σωτηρίας σου».
Μετά από εννιά μέρες παρέδωσαν και οι δύο την ψυχή τους στον Κύριο και έτσι το Άγιο ζεύγος συγκαταλέχθηκε στην ιερώνυμη φάλαγγα των μαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από το 1331 μ.Χ. θεωρείται και τιμάται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε το 1810 μ.Χ., καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στην θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 μ.Χ. σε ναό. Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσιο της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σε ειδικό προσκυνητάριο.
Η ιστορία για το πως έφτασε η τιμή της Αγίας Μαύρας στην Λευκάδα έχει ως εξής:
Το 1331 μ.Χ. το νησί της Λευκάδας περνάει στην κυριαρχία του Ανδηγαυού (Φράγκου) ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Ανδηγαυοί κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας.
Στα μέσα του 15ου μ.Χ. αιώνα - 130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς.
Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με τον Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ’ τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη τάχθηκε στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και να της φτιάξει ναό.
Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε ή ανακαίνισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας – στην περιοχή της Απόλπαινας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαῦρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε, σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Δεῦτε πάντων φιλεόρτων συστήματα, ὕμνοις τὴν σεπτὴ ξυνωρίδα ἐγκωμιάσωμεν, Τιμόθεον τὸν μέγαν ἀθλητὴν, καὶ Μαῦραν Μαρτύρων καλλονήν, ὡς τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων εὐθαρσῶς ἀποσείσαντες. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ἡμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τιμόθεον σήμερον σὺν τῇ συνάθλῳ πιστοί, συζύγῳ τιμήσωμεν, Μαύρᾳ τῇ νύμφῃ Χριστοῦ, τὴν τούτων γεραίροντες, εὔτολμον καρτερίαν. Οὗτοι γὰρ σταυρωθέντες, ἴχνεσι τοῦ σφαγέντος, ἠκολούθησαν πόθῳ, καὶ πάντων τὰς ἁμαρτίας, Σταυρῷ προσηλώσαντος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.
Μαρτύρων σύλλογος νῦν εὐφραίνεται· Ἀγγέλων ἅσμασι μεγαλύνομεν την μνήμην ὑμῶν Ἅγιοι ἅπαντες μελῳδοῦντες καί πιστῶς ἐκβοῶντες, χαίροντες· τῆς Τριάδος Δυάς Μαρτύρων καί κλέος, Τιμόθεε καί Μαῦρα, ὑπέρ ἡμῶν ἀεί πρεσβεύσατε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς πολυτρόπους αἰκισμοὺς ἐνεγκόντες, καὶ τοὺς στεφάνους ἐκ Θεοῦ εἰληφότες, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύσατε πρὸς Κύριον, μνήμην τὴν πανίερον, τὴν ὑμῶν ἐκτελούντων, μέγιστε Τιμόθεε, καὶ ἀοίδιμε Μαύρα, τοῦ εἰρηνεῦσαι πόλιν καὶ λαόν· αὐτός ἐστι γάρ, πιστῶν τὸ κραταίωμα.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γηθοσύνως σήμερον ἡ Ἐκκλησία, εὐφημεῖ γεραίρουσα τοὺς Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ· Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα, Τιμόθεον ἔνδοξον.
Ὁ Οἶκος
Τὴν δυάδα Χριστοῦ ἀνυμνήσωμεν ὦ φιλέορτοι, τὸ θανεῖν γὰρ ὑπὲρ τὸ ζῇν διὰ Χριστὸν ἡρετίσαντο οἱ μακάριοι· τυράννων ἀπειλὰς μὴ πτοηθέντες, πυρὸς ὀδύνην, ἄρσεις τροχῶν, καὶ λεβήτων βράσματα ἀνδρικῶς καθυπέμειναν. Καὶ γενναίως τοῖς βασάνοις προσκαρτεροῦντες, συμφώνως τοῖς ἀνόμοις κατὰ Παῦλον ἔλεγον: Τίς ἡμᾶς χωρίσει τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης;Οὐ θλίψις, οὐ στενοχωρία, οὐκ ὀδύνη, ἀλλ’οὐδ’ αὐτὸς ὁ θάνατος· διὸ σταυροῦσιν ἐπὶ ξύλου Μαῦραν Μαρτύρων τὸ ἔρεισμα, καὶ ἀριστέα Τιμόθεον ἔνδοξον
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ πανθαύμαστε ξυνωρὶς, πανσέβαστον ζεῦγος, γενναιότατοι Ἀθληταί· Τιμόθεε Μάρτυς, σὺ τῇ σεπτῇ συνάθλῳ Μαύρᾳ τῇ στεῤῥοτάτῃ, ἡμῶν τὸ καύχημα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις συζυγία ἰσοκλεής, Τιμόθεε μάκαρ, σὺν τῇ Μαύρᾳ τῇ φωταυγεῖ· σύμφρονες γὰρ ὄντες, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις, καὶ τῶν βραβείων ἅμα κατηξιώθητε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ζεῦγος ἁγιόλεκτον τοῦ Χριστοῦ, ξυνωρίς ἁγία ἡ κηρύξασα τόν Χριστόν, Τιμόθεε μάρτυς, ἅμα τῇ λαμπρᾷ Μαύρᾳ, συγχώρησιν πταισμάτων ἡμῖν αἰτήσασθε.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἐπίσκοπος Ἄργους
Pίψας τον εχθρόν εν θεάτρω τω βίω.
Ζωστήρα νίκης ζωννύη θανών Πέτρε.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του διακρίνονταν ὄχι μόνο κατὰ τὸν ἐπίγειο πλοῦτο τους, ἀλλὰ καὶ στὴν εὐσέβεια καὶ στὴ φιλανθρωπία. Τὰ ὀνόματά τους δὲν εἶναι γνωστά. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι σὲ ἀτμόσφαιρα ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης, ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης, εὐλάβειας καὶ εὐσέβειας, ἐξέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου τὰ πέντε τέκνα τους: Παῦλο, Διονύσιο, Πέτρο, Πλάτωνα καὶ τὴ θυγατέρα τους.
Γονεῖς καὶ τέκνα μὲ ἔνθεο ζῆλο ἐπιλέγουν τὴν ἄσκηση τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ἀποσύρονται σὲ μονή. Ἐκεῖ ὁ Πέτρος, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ἀπερίσπαστος ἀπὸ κοσμικὲς ἢ ἄλλες φροντίδες, ἀφοσιώνεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς. Ἀναδεικνύεται ὁ αὐστηρὸς ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου, κοσμούμενος μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς φιλαλήθειας, τῆς συμπάθειας, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐγκράτειας, τῆς προσευχῆς. Μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, ἀλλὰ καὶ τὴ θύραθεν σοφία, τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματολογία, ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀφοῦ ἔμαθε τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ὁ Μυστικός, ἄνδρας προικισμένος μὲ σοφία, ἱκανότητα, διορατικότητα καὶ ἀποφασιστικότητα, ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νὰ ἀναβιβάσει τὸν Ἅγιο στὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιεροσύνης καὶ τὸν κάλεσε προκειμένου νὰ πληρώσει τὴ χηρεύουσα Μητρόπολη Κορίνθου. Ὁ Ἅγιος Πέτρος διστάζει νὰ ἀνταλλάξει τὴν ἀγαπητή του εἰρηνικὴ ζωὴ μὲ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου. Μὲ μετριοφροσύνη ἀποποιεῖται τὴν τιμή, εὐχαριστεῖ καὶ ἀρνεῖται. Ὁ Πατριάρχης τότε στρέφεται πρὸς τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἁγίου, Παῦλο († 27 Μαρτίου), τὸν ὁποῖο καθιστᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου. Ἀλλὰ καὶ δὲν παύει νὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει τὸν Πέτρο νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀρχιεροσύνη. Ἕνεκα τούτου καὶ γιὰ νὰ μὴν πικραίνει τὸν Πατριάρχη, ὁ Ἅγιος ἀποφασίζει νὰ κατέλθει στὴν Κόρινθο, τὸν θρόνο τῆς ὁποίας κοσμοῦσε ὁ ἀδελφός του Παῦλος, γιὰ νὰ ἐφησυχάσει κοντά του.
Ὅταν χήρεψε ἡ Ἐπισκοπὴ Ἄργους, ἡ ὁποία ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Κορίνθου, Ἀργείοι καὶ Ναυπλιεῖς ἀπευθύνονται πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Παῦλο ζητώντας ἐπίμονα ὡς Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς τους τὸν Ἅγιο Πέτρο. Ὁ Ἅγιος κάμπτεται καὶ ἀποδέχεται τὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου Ἄργους.
Ὡς Ἐπίσκοπος ἀναδεικνύεται τύπος τῶν πιστῶν σὲ ὅλα. Δίδασκε ἀδιάλειπτα μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα, στήριζε τοὺς κλονιζόμενους, ἔτρεφε τοὺς πεινῶντες, θεράπευε τοὺς πάσχοντες, ἐξαγόραζε αἰχμαλώτους τῶν Σαρακηνῶν. Ὅλοι φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμά του. Ὁ Δωρεοδότης Θεὸς ἐπιβραβεύει τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπαντᾶ στὶς δεήσεις ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου του, χαρίζοντας πλούσιες τὶς εὐλογίες Του. Χάρη στὴν ἐπέμβαση καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου, ἐπιτελοῦνται θαύματα. Ὡς ἄλλος προφήτης Ἠλίας τρέφει σὲ καιρὸ λιμοῦ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς μὲ λίγο ἀλεύρι. Λυτρώνει μὲ τὴν ἐπίμονη προσευχή του νεαρὴ αἰχμάλωτη τῶν Σαρακηνῶν. Θεραπεύει γυναίκα δαιμονισμένη.
Ἀκόμη ὁ Ἅγιος, πολυμαθὴς καὶ σοφός, εἶναι ὁ παιδευτικὸς καὶ εὐφράδης διδάσκαλος. Τοῦτο μαρτυροῦν οἱ διασωθέντες ἑπτὰ λόγοι του.
Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἡ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πέτρου νουθετεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τὰ τέκνα του καὶ τὰ εὐλογεῖ. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 925 μ.Χ. Τὸ πρόσωπό του φαινόταν ὡς νὰ ζοῦσε καὶ νὰ κοιμόταν, φωτισμένο μὲ φῶς. Ἱερεῖς καὶ πλῆθος λαοῦ, μὲ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια, ἐνταφιάζουν τὸ ἱερὸ λείψανο στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὰ τίμια λείψανά του γίνονται πρόξενα πολλῶν θαυμάτων. Ὅμως, στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1421, ὁ Λατῖνος Ἐπίσκοπος Σιγουντονάνης ἅρπαξε τὸ ἱερὸ σκήνωμα, γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει στὴ Ρώμη.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Πέτρα ἄρρηκτος, τῆς Ἐκκλησίας, ποιμὴν ἄριστος, πόλεως Ἄργους, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα πανεύφημε. Ὡς οὖν πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος, παντοίων νόσων ἡμᾶς ἐλευθέρωσον, Πέτρε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν αἰτούμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ Κορυφαίῳ τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, συνωνύμησας εὐκλεῶς Πάτερ Πέτρε, τῶν τούτων κατετρύφησας ἁγίων δωρεῶν· ζήλῳ γὰρ τῆς πίστεως, εὐσεβῶς διαπρέψας, θαύμασιν ἐκόσμησας, τὸν σὸν ἔνθεον βίον· Ἱερουργὲ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, τοὺς σὲ τιμῶντας, κινδύνων διάσωζε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βυζαντίου θεῖος βλαστός, καὶ τῆς Ἀργολίδος, ποιμενάρχης καὶ ἀρωγός· χαίροις Ἐκκλησίας, πνευματοφόρος πέτρα, τῆς χάριτος τὸ ὕδωρ, Πέτρε πηγάζουσα.
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος καὶ Ροδοπιανὸς οἱ Μάρτυρες
Ῥοδοπιανῷ καὶ Διοδώρῳ ῥόδα,
Ἤ δῶρα μᾶλλον ἦσαν οἱ πλῆκται λίθοι.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόδωρος καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ροδοπιανός, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος, ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στὴν Ἀφροδισία τῆς Καρίας, ἀπὸ ὅπου κατάγονταν. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοί, κακοποιήθηκαν καὶ μαστιγώθηκαν ἀπὸ τοὺς συμπολίτες τους Ἐθνικοὺς καί, ἀφοῦ λιθοβολήθηκαν στὸ μέσῳ τῆς ἀγορᾶς, τελειώθηκαν.
Οἱ Ἅγιοι εἴκοσι ἑπτὰ Μάρτυρες
Bληθείσιν εις πυρ ανδράσι τρίς εννέα,
Ίαμα Σώτερ ση το της Γραφής δρόσος.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Οἰκουμένιος Ἐπίσκοπος Τρίκκης
Για τον Άγιο Οικουμένιο μεταξύ των ερευνητών υπάρχει μία μακρά διαμάχη, τόσο για την ταυτότητά του, όσο και για το πότε ακριβώς έζησε.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο Άγιος Οικουμένιος έζησε στα τέλη του 10ου αιώνα (995 μ.Χ.). Μελέτησε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας και αναδείχτηκε άριστος ερμηνευτής των αγίων Γραφών. Συγχρόνως συνέγραψε Ερμηνείες στις Πράξεις των Αποστόλων, στις 14 Επιστολές του Παύλου και στις 7 Καθολικές. Έτσι αφού εκτιμήθηκε από τους συγχρόνους του για το άμεμπτο ήθος του και τη μεγάλη εξωτερική του μόρφωση προκρίθηκε για τον επισκοπικό θρόνο της Τρίκκης (στη Θεσσαλία), τον οποίο κόσμησε σαν καλός Ποιμένας και του Αρχιποιμένα Χριστού μαθητής, και απεβίωσε ειρηνικά.
Σύμφωνα όμως με μια ισχυρή και αδιάκοπη παλαιά τοπική παράδοση ο Άγιος Οικουμένιος έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, όπως αναφέρεται και στο Εγκώμιο που έγραψε για τον Οικουμένιο τον 14ο αιώνα μ.Χ. ο λόγιος μητροπολίτης Λαρίσης Αντώνιος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το εν λόγω Εγκώμιο, ο Άγιος Οικουμένιος καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν ανιψιός του Αχιλλείου Λαρίσης (βλέπε 15 Μαΐου) και εξάδελφος του Ρηγίνου επισκόπου Σκοπέλου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου). Ακολούθησε τον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο Αχίλλειο στη Λάρισα και τελικά εκλέχτηκε επίσκοπος Τρίκκης, εκπληρώνοντας έτσι την μεγάλη επιθυμία του θείου του να τον δει ιεράρχη. Οι δυο τους έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), όπου και θαυματούργησαν εις απόδειξη της ορθής πίστης (λίθος ανέβλυσε νερό). Πέθανε πλήρης ημερών και αναδείχτηκε θαυματουργός.
Τα τίμια λείψανά του Αγίου Οικουμένιου φυλάσσονταν σε λάρνακα στον ναό του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρισκόταν μέσα στο φρούριο (Τρίκαλα).
Στο χωριό Χαϊδεμένη Τρικάλων υπάρχει ομώνυμος ναός του Αγίου Οικουμενίου, απέναντί από τον λόφο Καταφύγι, όπου σύμφωνα με την παράδοση, αποσυρόταν ο Άγιος Οικουμένιος για ησυχία και πνευματική περισυλλογή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τό στήριγμα καί διδάσκαλε, Ἱεραρχῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Οἰκουμένιε θαυματουργέ, Τρίκκης τό καύχημα, κῆρυξ τῆς πίστεως, ἱκέτευε διά παντός σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ ἐν Στειρίῳ
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τιμᾶται στὶς 7 Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Φιλόθεο, ἡγούμενο τῆς ὁμωνύμου μονῆς, ἀπὸ ὑπόγειο τάφο, σκαμμένο στὸ χῶμα. Τὸ περιώνυμο γιὰ τὶς θαυματουργίες του ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε καὶ ἐναποτέθηκε σὲ λάρνακα, τοποθετημένη στὸ νεόκτιστο, φερώνυμό του ναό. Ἡ Ἀκολουθία τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων προσδιορίζει τὸ γεγονὸς στὶς 3 Μαΐου, ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ἑπομένως ἡμέρα Πέμπτη. Ὁ Μαν. Χατζηδάκης, στηριζόμενος στὰ δεδομένα τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἀνακομιδῆς, ἐπιλέγει καὶ προτείνει ὡς πιθανότερη χρονολογία τῆς ἀνακομιδῆς τὸ ἔτος 1011.
Ἡ Ἁγία Ξενία ἡ Μεγαλομάρτυς
Η Αγία Ξενία γεννήθηκε στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου το 291 μ.Χ. Οι γονείς της ονομάζονταν Νικόλαος και Δέσποινα, ήταν ευσεβείς χριστιανοί και κατάγονταν από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξ αιτίας όμως των συνεχών και σκληρών διωγμών κατά των Χριστιανών στα χρόνια εκείνα, κατέφυγαν στην Καλαμάτα και εγκαταστάθηκαν σε κάποιο αγρόκτημα, έξω από την πόλη, διότι ο πατέρας της ήταν γεωργός.
Από μικρή η Ξενία στόλιζε την ψυχή της με νηστείες, εγκράτεια, σιωπή, τακτική προσευχή, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίες. Επίσης βοηθούσε με όλη της τη δύναμη τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά.
Ο έπαρχος της Καλαμάτας Δομετιανός, όταν κάποτε τη συνάντησε τυχαία, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Αλλά η Ξενία αρνήθηκε σθεναρά ν' αλλάξει την πίστη της και να γίνει γυναίκα ειδωλολάτρη άρχοντα. Τότε ο Δομετιανός τη βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει το φρόνημα της, τελικά την αποκεφάλισε στις 3 Μαΐου του έτους 318 μ.Χ.
Μετά τον θάνατο της η Αγία - με τη χάρη του Θεού - επετέλεσε πολλά θαύματα.
Το 1993 μ.Χ. ανηγέρθει Ιερός Ναός προς τιμήν της, ο οποίος βρίσκετε στα δυτικά της πόλης της Καλαμάτας και υπάγετε ως Παρεκκλήσιο στον Ενοριακό Ναό Αγίας Τριάδας Καλαμάτας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βαφαίς των αιμάτων σου, φαιδράν στολήν σε αυτή, Ξενία, επέχρωσας, παρισταμένη Χριστώ ως νύμφη πανάσπιλος. Είληφας δε την χάριν, μαγγανείας του λύειν, δαίμονας εκδιώκειν, και τας νόσους ιάσθαι. Ικέτευε εκτενώς, υπέρ των ψυχών ημών.
Άγιος Θεοφάνης Μητροπολίτης Περιθεωρίου
Ο Άγιος Θεοφάνης χρημάτισε ηγούμενος της ιεράς μονής Βατοπαιδίου. Συνδεόταν με τον Όσιο Μάξιμο Καυσοκαλύβη (βλέπε 13 Ιανουαρίου), του οποίου υπήρξε βιογράφος.
Ο Άγιος Θεοφάνης φαίνεται ήταν καλός γνώστης της ευρύτερης περιοχής των Καυσοκαλυβίων, αφού γνώριζε καλά τα τοπωνύμια, τους συνασκητές του οσίου Μαξίμου, αλλά και τους άλλους ενάρετους Γέροντες, σπουδαίους ησυχαστές του 14ου αιώνος μ.Χ., τους οποίους κατονομάζει, αναφέροντας τους τόπους τους και πιθανόν συνδεόταν μαζί τους, όπως διαφαίνεται στην ωραία βιογραφία του. Η βιογραφία του Θεοφάνη αποτέλεσε πηγή για όλους τους μετέπειτα βιογράφους και υμνογράφους του οσίου Μαξίμου.
Κατά την προφητεία του οσίου Μαξίμου ο άγιος Θεοφάνης, που διετέλεσε μαθητής του, έγινε αργότερα ηγούμενος της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και κατόπιν επίσκοπος Περιθεωρίου Ξάνθης. Αναφέρεται ως επίσκοπος Περιθεωρίου περί το 1350 μ.Χ. Πλησίον του Περιθεωρίου ήταν το όρος Παπίκιο, γνωστό για τις μονές και τους ασκητές του, στο οποίο είχε ασκηθεί ο όσιος Μάξιμος, και είχε βρει εκεί αρκετούς ενάρετους μοναχούς, όπως αναφέρει ο βιογράφος του Θεοφάνης. Το Περιθεώριο ήταν πόλη πλησίον της σημερινής Ξάνθης, που είχε κτισθεί στα ερείπια της Αναστασιούπολης στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ.
Αν ο Άγιος Θεοφάνης υπάκουσε στον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλύβη να γράψει περί αυτού μετά την κοίμησή του, τότε ο βίος που έγραψε κυκλοφόρησε πιθανόν μετά το 1365 μ.Χ., όπου ορίζεται ως έτος της κοιμήσεως του οσίου Μαξίμου. Ο Άγιος Θεοφάνης τότε εκοιμήθη στα τέλη του 14ου αιώνος μ.Χ.
Με ενέργειες του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονος και της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου διά της υπ’ αρ. 3401 της 11.4.2000 Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου έγινε η αγιοκατάταξη του αγίου Θεοφάνη και διά της Εγκυκλίου 2692 της 18.5.2000 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε γνωστή η ένταξή του στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας.
Πρόσφατα αγιογραφήθηκαν εικόνες του αγίου και συντάχθηκε ιερά ακολουθία του.
Ὁ Ἅγιος Πάμβος Πατριάρχης Γεωργίας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Πάμβου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στὴν πόλη Βασίλιεφ τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου, τὸ 1092 μ.Χ., ἀπὸ εὔπορους γονεῖς. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του, ὁ ἱερέας ποὺ τὸν βάπτιζε, εἶδε ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ θὰ ἀφιέρωνε ἀργότερα τὴν ζωή του στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ οἱ γονεῖς του ἀναγκάσθηκαν, μὲ διαταγὴ τοῦ ἡγεμόνα, νὰ μετοικήσουν μακριὰ σὲ ἄλλη πόλη, στὸ Κούρκ, στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νά λάμψει ἐκεῖ ὁ μικρὸς Θεοδόσιος μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή του. Σὲ αὐτὴ τὴν πόλη μεγάλωνε σωματικὰ ἀλλὰ αὐξανόταν καὶ πνευματικὰ στὴ σοφία καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μελετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια τὸν Θεῖο Λόγο καὶ πολὺ γρήγορα ἔγινε κάτοχος ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ σοφία του, τὴν ἀντίληψη καὶ τὴν ταχύτητα ἐκμαθήσεως.
Καθημερινὰ ἐπισκεπτόταν τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ παρακολουθοῦσε μὲ ὅλη του τὴν προσοχὴ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ θάνατος τοῦ στέρησε τὸν πατέρα. Ἀπὸ τότε ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἔγινε περισσότερο ἀσκητικός. Πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ στὰ χωράφια καὶ ἔκανε τὸ καθετὶ μὲ βαθιὰ ταπείνωση. Στὴν καρδιά του ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ αἴσθηση τῆς πτώχιας καὶ τῆς ταπεινώσεως. Ἔτσι, σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀπεκδύεται τὰ ἀρχοντικά του ροῦχα, ἐνδύεται μὲ τὰ ἐνδύματα τῶν χωρικῶν, τοὺς ὁποίους βοηθᾶ σὲ κάθε εἴδους ἐργασίας. Ἡ συμπεριφορά του ἐξοργίζει τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία τὸν ἐπιπλήττει καὶ τὸν κτυπᾶ.
Κάποτε ὁ Θεοδόσιος πῆγε σὲ ἕνα σιδερὰ καὶ παρήγγειλε μία σιδερένια ζώνη. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε, τὴν πῆρε καὶ τὴν φόρεσε κατάσαρκα, χωρὶς νὰ τὴν βγάζει καθόλου ἀπὸ ἐπάνω του. Ἦταν στενή, ἕσφιγγε πολὺ τὸ σῶμα του καὶ προξενοῦσε πόνους, ποὺ τοὺς ὑπέμενε ὅμως καρτερικὰ σὰν νὰ μὴν συνέβαινε τίποτε.
Σὲ ἕνα ἑορταστικὸ γεῦμα, ποὺ θὰ δινόταν στὸ μέγαρο τοῦ ἄρχοντα καὶ θὰ παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ προύχοντες τῆς πόλεως, ἔπρεπε νὰ πάει καὶ ὁ Θεοδόσιος, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει.
Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴ μητέρα του νὰ ἐνδυθεῖ τὴν καλή του στολή. Καθὼς τὴν φοροῦσε, δὲν μπόρεσε νὰ προφυλαχθεῖ καὶ τὸ διακριτικὸ μάτι τῆς μητέρας πρόσεξε πάνω στὴ φανέλα στίγματα ἀπὸ αἷμα. Πλησίασε νὰ ἐξετάσει καὶ μόλις διαπίστωσε πὼς ὀφειλόταν στὸ σφίξιμο τῆς σιδερένιας ζώνης, ἄναψε ἀπὸ τὸ κακό της. Ὃρμησε πάνω του μὲ μανία, ἄρχισε νὰ τὸν κτυπάει, τοῦ ξέσκισε τὴν φανέλα καὶ τοῦ ἀφαίρεσε τὴ ζώνη ὀργισμένη. Ἀλλὰ ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος νέος, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, ἐνδύθηκε τὰ ροῦχα του καὶ ξεκίνησε εἰρηνικά, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει στὸ γεῦμα.
Μία ἡμέρα ἄκουσε στὸ Εὐαγγέλιο τὸν Κύριο νὰ λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…». «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Ἐπίσης ἄκουσε κι ἄλλα: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πυρπολήθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ φωτισμένου ἀπὸ τὸν Κύριο Θεοδοσίου. Καὶ φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, συλλογιζόταν καθημερινὰ πῶς θὰ μποροῦσε, κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του, νὰ ἐνδυθεῖ τὸ ἅγιο μοναχικὸ σχῆμα.
Ἔτσι, ὁ Ὅσιος φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ ἀσκητέψει στὸ Κίεβο. Λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δὲν τὸν δέχεται κανένας. Βρίσκει ὅμως πνευματικὸ καταφύγιο κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ὁλόψυχα στὸν Θεὸ καὶ στὸν θεοφόρο Γέροντά του Ἀντώνιο. Ἐπιδόθηκε σὲ μεγάλες ἀσκήσεις καὶ βάσταζε μὲ χαρὰ τὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τὶς νύχτες τὶς ἀφιέρωνε στὴ δοξολογία τοῦ Κυρίου, ἀρνούμενος τὴν ξεκούραση τοῦ ὕπνου. Τὶς ἡμέρες, σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴ νηστεία καὶ τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία. Πάντοτε θυμόταν τὸ ψαλμικό: «Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου».
Μάταια ἡ μητέρα του τὸν ἀναζητοῦσε. Ὅταν ἐπιτέλους τὸν βρῆκε μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, τὸν παρακάλεσε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ μέχρι τὸ θάνατό της. Ὁ Ὅσιος τὴν παρακάλεσε νὰ γίνει μοναχὴ καὶ νὰ μείνει κάπου ἐκεῖ κοντά. Ἡ μητέρα του τελικὰ πείσθηκε καὶ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ μετάνοια τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου μέσα στὸ σπήλαιο, πολὺ γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν τροπαιοφόρο νικητὴ κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὅταν μάλιστα ἡ μητέρα του ξεπέρασε τὸν πόνο της καὶ ἔγινε μοναχή, τότε ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερες ἀσκήσεις, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Μέσα στὸ σπήλαιο μποροῦσε τότε νὰ δεῖ κανεὶς τρεῖς λαμπάδες ἀναμμένες, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία διέλυαν τὸ σκότος τῶν δαιμόνων: τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο, τὸν μακάριο Θεοδόσιο καὶ τὸν μεγάλο Νίκωνα.
Ὅταν ἀργότερα, τὸ 1062, ὁ ἡγεμόνας ὀργίσθηκε κατὰ τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν, ἐπειδὴ εἶχαν δεχθεῖ στὴ μονή, τὸν βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο Ἐφραίμ, ὁ μακάριος Νίκων ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει μὲ μερικοὺς ἀδελφούς. Πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν, στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τῆς Ἀζοφικῆς θάλασσας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι καὶ ἔμεινε μέχρι τὸ 1068. Τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, μὲ θέλημα Θεοῦ καὶ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ὡς ἱερέας τελοῦσε καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες ἐπάνω του τὴ φυσικὴ πραότητα, τὴν ἀταραξία τῶν λογισμῶν καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδίας. Ἦταν γεμάτος πνευματικὴ σοφία καὶ ἔτρεφε ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀδιάκριτα τοὺς ἀδελφούς, ποὺ μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἀνέθεσε τὴν ἡγουμενία στὸν μακάριο Βαρλαὰμ καὶ ἀναχώρησε σὲ ἕνα ἥσυχο λόφο. Ἐκεῖ ἄνοιξε ἕνα ἄλλο σπήλαιο καὶ συνέχισε τὴν ἀσκητική του ζωή.
Ὁ ἡγούμενος Βαρλαὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ πῆραν τὴν εὐχὴ καὶ εὐλογία τοῦ Ὁσίου, συνέχισαν νὰ ζοῦν ὁσιακὰ καὶ ἐνάρετα στὸ πρῶτο σπήλαιο. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀδελφότητα σιγά-σιγὰ αὐξήθηκε καὶ ὁ χῶρος τοῦ σπηλαίου δὲν ἐπαρκοῦσε γιὰ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις της, ὁ εὐλαβέστατος Θεοδόσιος καὶ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, ἔκτισαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἕνα εὐρύχωρο ξύλινο ἐκκλησάκι, ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ συναθροίζονται σὲ αὐτὸ οἱ ἀδελφοὶ καὶ νὰ κάνουν τὶς Ἀκολουθίες.
Ἡ στενότητα τοῦ χώρου μέσα στὸ σπήλαιο καὶ οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως προξενοῦσαν στοὺς πατέρες μεγάλες θλίψεις καὶ ταλαιπωρίες, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς τὶς γνωρίζει καὶ ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἐκφράσει. Συντηροῦσαν τὸν ἑαυτό τους μὲ νερὸ καὶ λίγο ψωμὶ ἀπὸ σίκαλη. Φαγητὸ μαγειρεμένο ἔτρωγαν μόνο τὸ Σαββατοκύριακο καὶ ὄχι πάντα, γιατί ὁρισμένες φορὲς δὲν ὑπῆρχε, ὁπότε κατέφευγαν στὰ βρασμένα χόρτα. Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐργασίες, ἔπλεκαν καθημερινὰ καλάθια, τὰ πουλοῦσαν καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν, ἀγόραζαν σιτάρι. Τὴ νύχτα ἄλεθε ὁ καθένας τὸ μερίδιό του καὶ ἔπειτα συγκέντρωναν τὸ ἀλεύρι, γιὰ νά φτιάξουν ψωμί. Πρὶν ξημερώσει, συναθροίζονταν στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸν Ὄρθρο.
Κατόπιν πήγαιναν στὰ ἐργόχειρά τους, ποὺ προορίζονταν γιὰ πούλημα. Ἂν εἶχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν καὶ στὸν κῆπο. Ἔπειτα τελοῦσαν στὸ ναὸ τὶς Ὧρες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὴ συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τὶς ἐργασίες τους, ποὺ διαρκοῦσαν ὡς τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ἀποδείπνου. Ἔτσι μοχθοῦσαν κάθε ἡμέρα, ἀφοσιωμένοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ ἦταν τώρα καὶ ἱερέας, κατέπλησσε ὅλους τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀνδρεία, τὴν ἐργατικότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπακοή του. Ἦταν πρόθυμος νὰ τοὺς ἐξυπηρετεῖ ὅλους. Μετέφερε νερὸ ἢ ξύλα ἀπὸ τὸ δάσος. Ὁρισμένες φορές, ἐνῷ οἱ ἀδελφοὶ ἀναπαύονταν, μάζευε τὸ σιτάρι ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀλέσουν ἐκεῖνοι καὶ τὸ ἄλεθε ὁ ἴδιος, ἐργαζόμενος καὶ προσευχόμενος ὅλη τὴ νύχτα.
Ἀλλὰ συνέβη κάποτε νὰ προσκληθεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, ὁ ἡγούμενος τῆς ἀδελφότητας, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ μακάριος Βαρλαὰμ ἔφυγε γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ ἀδελφοὶ πῆγαν καὶ ζήτησαν ὁμόφωνα ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο νὰ τοποθετήσει ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος συμφώνησε. Μὲ τὴν εὐλογία του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος τῶν εἴκοσι ἀδελφῶν. Ὁ ἀξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, ἂν καὶ ἔγινε ἡγούμενος, δὲν ἀπέβαλε τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ἀλλὰ θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του καὶ γινόταν ἔσχατος καὶ ὑπηρέτης ὅλων. Στὸ καθετὶ παρεῖχε τὸν ἑαυτό του, τύπο καλῶν ἔργων.
Στὴν ἐργασία καὶ στὸ ναὸ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πήγαινε καὶ τελευταῖος ποὺ ἔφευγε. Οἱ δεήσεις τοῦ δικαίου Θεοδοσίου ἔφεραν πολλὲς εὐλογίες καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀδελφότητας ἄνθιζε καὶ προόδευε. Σὰν τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε σὲ εὔφορη γῆ καὶ ἔφερε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο, ἔτσι μεγάλωσε σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἡ ἀδελφότητα καὶ ἔφθασε τοὺς ἑκατὸ ἀδελφούς. Καὶ ὅλοι προόδευαν μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή τους καὶ τὴν προσευχή.
Πιστὸς ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος στὶς παραδόσεις τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ζεῖ μία σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ συνεχὴ μετάνοια, προσευχὴ ἀλλὰ καὶ χαρά. Ἡ ὄψη του ἦταν πάντοτε φωτισμένη, ἱλαρὴ καὶ ἀντανακλοῦσε τὴν χαρὰ τοῦ Πάσχα. Ἀπὸ τὶς ἀρετές του ξεχώριζαν δύο: ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Ὁσίου στρεφόταν ὄχι μόνο πρὸς τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀδικοῦσαν ἢ ἔβλαπταν τὸ μοναστήρι. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς θαυματουργίας.
Ὁ εὐσεβὴς Στουδίτης μοναχὸς Μιχαήλ, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, βρισκόταν τότε κοντὰ στὴν ἀδελφότητα. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τὸν νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). Πληροφόρησε, λοιπόν, τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο γιὰ τὴ θεάρεστη ζωὴ τῶν Στουδιτῶν μοναχῶν, ζωὴ ποὺ ἀξιώθηκε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ζήσει.
Οἱ πληροφορίες αὐτὲς ἄρεσαν πολὺ στὸν Ὅσιο. Χωρὶς καθυστέρηση, ἀποστέλλει κάποιον ἀδελφὸ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ βρεῖ τὸν μοναχὸ Ἐφραίμ, τὸν εὐνοῦχο, ποὺ τότε ἐπέστρεφε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ τοῦ ἀναθέσει τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο: νὰ ἐπισκεφθεῖ δηλαδὴ τὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, νὰ γνωρίσει ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἀκριβέστερο τρόπο τὴν τάξη καὶ τὸ Τυπικό της καὶ νὰ καταγράψει ὅλα μὲ κάθε λεπτομέρεια.
Πράγματι, ὁ μακάριος Ἐφραίμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, παρακολούθησε τὴν τάξη τῆς μονῆς, κατέγραψε μὲ ἀκρίβεια τὸ Τυπικὸ καὶ ἐπέστρεψε. Μόλις πῆρε στὰ χέρια του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τὸ κείμενο, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διαβασθεῖ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τότε ἡ Πετσέρσκαγια Λαύρα ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζει τὸ Στουδίτικο Τυπικό. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸ παρέλαβαν καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐφάρμοσε ὁ Ὅσιος. Ἔτσι, ὅλες οἱ Ρωσικὲς μονές, ποὺ προηγουμένως δὲν γνώριζαν τὸ καθαυτὸ μοναστηριακὸ τυπικό, τώρα ἔστρεφαν τὰ βλέμματα στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου καὶ τὴ θεωροῦσαν γιὰ τὸ καθετὶ ὡς πρότυπό τους.
Ὁ Ὅσιος νουθέτησε πάντοτε τοὺς μοναχοὺς λέγοντας: «Σᾶς ἱκετεύω, ἀδελφοί. Ἂς προοδεύσουμε στὴ νηστεία καὶ στὴν προσευχή, ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, ἂς ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὶς κακίες μας καὶ τοὺς δρόμους τοῦ πονηροῦ. Ἂς πλησιάζουμε τὸν Θεὸ μὲ στεναγμούς, μὲ δάκρυα, μὲ τὴ μετάνοια, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε νὰ ἀποσπάσουμε τὸ ἔλεός Του. Καὶ ἂς μισήσουμε τὸν παρόντα κόσμο, ἔχοντας πάντοτε στὴ σκέψη μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ποὺ ἀπαρνηθήκαμε τὸν κόσμο, ἂς ἀπαρνηθοῦμε καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἂς μισήσουμε τὸ ψέμα, ποὺ μᾶς ἑλκύει σὲ πράγματα ἐλεεινά, καὶ ἂς μὴν στραφοῦμε στὶς πρῶτες ἁμαρτίες μας. Πῶς θὰ ἀποφύγουμε τὴν αἰώνια κόλαση, ἂν τελειώσουμε τὴν ζωή μας μὲ ὀκνηρία καὶ χωρὶς μετάνοια; Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ χωρὶς αὐτὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κερδίσει.
Εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια πατρίδα. Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἂς στερεώσουμε ἐπάνω του γερὰ τὰ βήματά μας. Στὴν ὁδὸ τῆς μετάνοιας δὲν πλησιάζει ὁ πονηρός, καὶ παρόλο ποὺ τώρα εἶναι τεθλιμμένη, ἀργότερα θὰ μᾶς γεμίσει χαρά. Προτοῦ πλησιάσουν οἱ ἔσχατες ἡμέρες, ἂς πάρουμε τὸ δρόμο αὐτό, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὰ μέλλοντα ἀγαθά».
Ὁ Ὅσιος, σὲ ἡλικία μόλις σαράντα πέντε ἐτῶν, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Κάλεσε τοὺς συνασκητές του καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του πατρικὲς συμβουλὲς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Τοὺς ὑπέδειξε νὰ ἐκτελοῦν μὲ προσοχὴ τὰ διακονήματά τους, νὰ ἐπιμελοῦνται ἰδιαίτερα τὸ ναὸ καὶ νὰ εἰσέρχονται σὲ αὐτὸν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καὶ ὑπακοὴ στοὺς μεγαλύτερους, νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἄσκηση καὶ τὴ νηστεία.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1074 μ.Χ. Πολλοὶ Χριστιανοί, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσει, σὰν νὰ τοὺς ἔσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, μαζεύτηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς καὶ περίμεναν κλαίγοντας τὴν ὥρα τῆς ἐκφορᾶς. Οἱ ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ὁσίου, εἶχαν ἀσφαλισμένη τὴν πόρτα. Ὅσο ὑπῆρχε ὁ κόσμος αὐτός, οἱ ἀδελφοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὸν ἐνταφιασμό. Εὐτυχῶς ὅμως, κατὰ θεία βούληση, ὁ οὐρανὸς σκεπάσθηκε ξαφνικὰ μὲ σύννεφα καὶ μία δυνατὴ βροχὴ σκόρπισε τὰ πλήθη ποὺ περίμεναν. Ἔτσι οἱ ἀδελφοὶ μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴν ἐκφορά. Ἔφεραν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου στὸ σπήλαιο ποὺ ἀσκήτευε καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ μὲ τιμές.
Οἱ Ὅσιοι Μιχαὴλ καὶ Ἀρσένιος ἐκ Γεωργίας
Οἱ Ὅσιοι Μιχαὴλ καὶ Ἀρσένιος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἔζησαν τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν σὲ μονὴ τοῦ ὄρους Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Μάμας Πατριάρχης Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Μάμας (ἢ Μαμάϊ) ἔζησε κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Πατριάρχης τῆς Γεωργίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 744 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Μάρτυρας ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παῦλος ἔζησε κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. καὶ μαρτύρησε στὸ Βίλνγιους τῆς Ρωσίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς μοναρχίας τῶν Λιθουανῶν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώβ, Γιαροσλάβλ καὶ Λευκῆς Λίμνης
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ νησὶ Καμμένυϊ τῆς λίμνης Κουμπενσκόε, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Βολογκντά. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1416.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων ἐν Κιέβῳ
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλύπιο, τὸν εἰκονογράφο († 17 Αὐγούστου). Στὴν εἰκόνα ἡ Θεοτόκος ἀπεικονίζεται ἔνθρονη, κρατώντας στὰ γόνατά της τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ Βρέφος, καὶ στὶς δύο πλευρές της οἱ ἱδρυτὲς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, Ὅσιος Ἀντώνιος († 10 Ἰουλίου) καὶ ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος († 3 Μαΐου).
Σύναξη της Παναγίας της νήσου Τελένδου
Ο Ναός της Παναγίας στην Τέλενδο χτίστηκε και ιστορήθηκε από δωρεές ναυτικών στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παλαιοκαστρίτισσας στὴν Κέρκυρα
Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Παλαιοκαστρίτισσας πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε βρεθεῖ στὸν ἀπέναντι λόφο ποὺ λεγόταν Παλαιὸ Κάστρο. Τὸ Μοναστήρι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ τὶς λίγες γραπτὲς μαρτυρίες πρέπει νὰ κτίστηκε τὸ 1228 μ.Χ. Πανηγυρίζει τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, τῆς Ζωοδοόχου Πηγῆς καὶ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κερκύρας.
Σύναξη της Παναγιάς της Αργοκοιλιώτισσας στην Νάξο
Με το όνομα Παναγία Αργοκοιλιώτισσα φέρεται ιερό εικόνισμα που ανευρέθηκε στην ορεινή Νάξο, στη θέση Αργοκοίλι, εξ ου και το προσωνύμιο, καθώς και το Μοναστήρι που έχει ανεγερθεί στο σημείο εύρεσης, το οποίο και καταλαμβάνει έκταση περίπου 25 στρεμμάτων.
Το 1835 μ.Χ. κατόπιν «καθ΄ ύπνου υπόδειξης», κατοίκου του χωριού Κόρωνος Νάξου και μετά από επανάληψη δεύτερης έρευνας επίσης ομοίας υπόδειξης στη θέση Αργοκοίλι βρέθηκαν τελικά δύο παλαιές βυζαντινές εικόνες της Παναγίας εκ των οποίων η μία παρουσίαζε την Παναγία επί της Ζωοδόχου Πηγής. Οι δύο αυτές εικόνες μεταφέρθηκαν αρχικά στο χωριό Κόρωνος και από εκεί στη Μητρόπολη Παροναξίας.
Τον επόμενο χρόνο, και ανήμερα της εύρεσης, εμφανίσθηκε αγίασμα σε επιφάνειο φρεάτιο μπροστά σε αντικρινό βράχο, από το σημείο εκείνο της εύρεσης. Σκάβοντας στη συνέχεια στο σημείο αυτό αποκαλύφθηκε είσοδος μικρού σπηλαίου εντός του οποίου μέσα από μια μικρή κρύπτη, αριστερά, υπήρχαν λαξευμένες βαθμίδες σχεδόν σε κάθετη διάταξη που οδηγούν στην από οροφής έξοδο. Ολόκληρο αυτό το σπήλαιο αποδίδεται σήμερα ως βυζαντινό παρατηρητήριο φυλάκιο παρά τη βάση του οποίου είχαν αποκρύψει τις εικόνες πιθανώς στη περίοδο της εικονομαχίας. Το σημείο αυτό του βράχου του αγιάσματος είναι ορατό από τη θάλασσα όχι όμως από την ακτή. Βρίσκεται δε σε απόλυτη ευθυγράμμιση με δύο κατ΄ έναντι κορυφές λόφων με κατεύθυνση Ανατολή - Δύση.
Σε σύντομο σχετικά διάστημα στο σημείο εύρεσης αναγέρθηκε στην αρχή μικρή εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής, που με το πέρασμα του χρόνου επεκτάθηκε σε μήκος. Περι το 1985 μ.Χ. αναγέρθηκε ο μικρός ναός του αγιάσματος ακριβώς παρά το αρχικό επιφάνειο φρεάτιο το οποίο και περιλήφθηκε στο αριστερό σημείο του εικονοστασίου του ναϊδρίου, ενώ όλη η αριστερή πλευρά είναι η είσοδος του αποκαλυφθέντος σπηλαίου - παρατηρητηρίου. Η άνοδος από τη κρύπτη στην έξοδο της οροφής γίνεται από κάθετες σχεδόν λαξευμένες βαθμίδες φρεατίου που επιτρέπουν λόγω στενότητας μόνο την κατ΄ άτομο διέλευση και με δυνατότητα στήριξης μόνο από τα τοιχώματα του φρεατίου. Παρά ταύτα δεν έχει συμβεί κανένα ατύχημα.
Επίσης στον ίδιο χώρο ολοκληρώθηκε η ανέγερση νέου μεγαλοπρεπή ναού, ανατολικότερα του αρχικού που σε διαστάσεις κρίνεται ο μεγαλύτερος των Κυκλάδων. Πέριξ αυτού προγραμματίζεται η ανέγερση περιμετρικών κελιών φιλοξενίας πιστών καθώς και αίθουσες πολιτιστικών εκδηλώσεων μεταξύ των οποίων και μεγάλο αμφιθέατρο.
Σύναξη της Παναγιάς της Καλόπετρας στην Ρόδο
Σε μια πανέμορφη τοποθεσία στα Ν.Α. του χωριού (Θεολόγου Ρόδου) Θολού στην περιοχή Καλαμώνα και στα όρια της Ψίνθου βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγιάς Καλόπετρας.
Μπορεί κανείς να φθάσει από τη Ψίνθο μα και από το δρόμο μέσω Πεταλουδών περνώντας τα Μαλά και αντικρίζοντας δεξιά το Καστρί.
Η Εκκλησία είναι σ’ ένα μικρό πλάτωμα του βουνού «Λευκόποδα» ή «Λευτόπαγος» χτισμένη από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Υψηλάντη (1782 μ.Χ.). Στο χάρτη το βουνό γράφεται και Λευκόπεδα , από το χρώμα του χώματος.
Το Μοναστήρι υπήρχε στα 1489 μ.Χ., γιατί αν δεν προϋπήρχε της κατακτήσεως της Ρόδου το 1522 μ.Χ., οι Τούρκοι δεν θα επέτρεπαν επισκευή ή ανέγερσή του, σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθούσαν κατά των χριστιανών. Η δημοσίευση των αρχείων των Ιπποτών επιφύλαξε εκπλήξεις, αλλά είναι αδύνατη η αρχαιολογική ανίχνευση του κτίσματος.
Η πρώιμη αναφορά της Καλόπετρας στα 1314 μ.Χ., μας αναγκάζει να τη συσχετίσουμε μ’ άλλα αξιόλογα μοναστήρια που ανήκουν στην ίδια εποχή, όπως ο Ταξιάρχης στο Καμμυρί, ο Αρταμίτης, το Θάρρι, το Σκιάδι, ο Αγ. Φιλήμονας Αρνίθας, το Φουντουκλί και το Φιλέρημο. Καταδεικνύεται ότι όλα μαζί αποτελούσαν κομβικά σημεία ενός εσωτερικού δικτύου του νησιού που ένωνε σπουδαία χωριά και ήλεγχε στρατιωτικές διαβάσεις. Αποτελούσαν τόπο ξεκούρασης των διερχομένων, άρα συνέλεγαν σημαντικές πληροφορίες υψίστης σημασίας.
Επιπλέον, εμπόδιζαν σε περίοδο επιχειρήσεων τους επιτιθέμενους ή απέκρυπταν στρατιωτικές δυνάμεις σε μυστική αποστολή. Μετέδιδαν, ως φρυκτωρίες, μηνύματα με φωτιά που έφθαναν εγκαίρως στην πόλη της Ρόδου. Ταυτόχρονα αποτελούσαν σημαντικές οικονομικές μονάδες για τον τόπο και θεραπευτήρια ψυχής.
Γραπτές ιστορικές πηγές αποδεικνύουν τη σχέση της Μονής με την οικογένεια του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Είναι δύο μαρμάρινες επιγραφές που σήμερα βρίσκονται εντοιχισμένες πάνω από την είσοδο του ναού. Μια μικρή που φέρει τη χρονολογία 1784 μ.Χ. και τα αρχικά ΑΛ ΞΑ ΥΨ ΒΒ ΜΛ ΔΒ (Αλέξανδρος Υψηλάντης, Βοεβόδας Μολδοβλαχίας). Μια άλλη μεγαλύτερη κτητορική επιγραφή, σε διαστάσεις 43x46 εκ. και πάχους 0,7 εκ. από την επιγραφή πληροφορούμεθα ότι ο ναός είναι αφιέρωμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ανοικοδομήθηκε στα 1782 - 1784 μ.Χ. έπειτα από τάξιμο που έκανε ο ηγεμόνας στην Παναγία. Προήγηθηκε το 1779 μ.Χ. σεισμός. Την πληροφορία για το σεισμό του Σεπτεμβρίου 1779 μ.Χ. την βρήκαν γραμμένη επάνω στο μηναίο του Σεπτεμβρίου. «Γεννάται τώρα το ερώτημα πως και διατί ο Υψηλάντης κατέφυγεν εις Ρόδον και έκτισεν την μονήν της Καλόπετρας.
Η παράδοση αναφέρει δύο εκδοχές:
«Ενώ η κόρη του Υψηλάντου υπό βαρείας ασθενείας κατατρυχομένη ήτο ετοιμοθάνατη, η δε επιστήμη είχε παραιτηθή πάσης βοηθείας, ο Υψηλάντης καθήμενος πλησίον της κλίνης της πασχούσης θυγατρός του, εκοιμήθη και βλέπει όνειρον ότι γυνή τις δίδει φάρμακον τι προς την θυγατέρα του, ήτις γίνεται εντελώς καλά. Έντρομος αφυπνίζεται ούτος και βλέπει την θυγατέρα του να χαίρει άκρας υγείας. Έκτοτε εβασάνιζε τον Υψηλάντη η ιδέα ποία ήτο η γυνή εκείνη. Μίαν νύκτα βλέπει καθ’ ύπνους την αυτήν γυναίκα, η οποία του είπεν ότι ήτο η Καλόπετρα. Αμέσως ο Υψηλάντης με πλοία σπεύδει εις αναζήτησιν αυτής και μετά πολλάς ημέρας φέρεται εις την παραλίαν του χωρίου Θολού, όπου έμαθεν εις ποίον μέρος ευρίσκεται η Καλόπετρα, εις ην και προσέφερε τας ευχαριστίας του».
Η δεύτερη εκδοχή έχει ως εξής:
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγεμόνας της Βλαχίας, μαζί με τους δύο γυιους του για πολλούς λόγους θεωρήθηκαν ένοχοι ανταρσίας ενάντια στην Υψηλή Πύλη και εστάλησαν εξόριστοι στη Ρόδο, που ήταν νησί εξορίας μαζί με την Κύπρο. Ήταν Σεπτέμβριος του 1782 μ.Χ. και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τα δυο παιδιά του περιέπλεαν τη Ρόδο όταν άρχισε τρομερή καταιγίδα και το πλοίο κινδύνευε. Έκαναν τάμα, να κτίσουν μοναστήρι στην Παναγιά, αν σωθούν από την τρομερή τρικυμία, όπως και τελικά έγινε. Ένα δυνατό φως χύθηκε μέσα στο σκοτάδι, το οποίο έφτανε πάνω από ένα βουνό της περιοχής του Θολού. Όταν έφθασε εκεί από όπου έβγαινε το φως, βρήκε την εικόνα της Παναγιάς, στην οποία απέδωσε από θαύμα τη σωτηρία του και ανοικοδόμησε το Ναό. Επίσης, η αβλαβής προσάραξη του Υψηλάντη στη τοποθεσία «Πιλαβάκια» της παραλίας Θολού, απέναντι ακριβώς από την Καλόπετρα σε σημείο που δεν υπήρχε λιμάνι, θα μπορούσε να θεωρηθεί κι άλλο θαύμα προς την οικογένεια Υψηλάντη.
Όσο αφορά την εικόνα της Θεοτόκου, ο Χάρης Κουτελάκης μας κάνει λεπτομερέστατη περιγραφή της εικόνας, που απεικονίζει μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, με μισοβυθισμένα καμιά εικοσαριά ιστιοφόρα. Ένα πλοίο φαίνεται μόνο να έχει διασωθεί και η σωτηρία του οφείλεται σε θαύμα της Παναγίας, που εικονίζεται στην πάνω αριστερή γωνία να ξεπροβάλλει μέσα από τον σκοτεινό ουρανό, κρατώντας στο δεξί της χέρι το βρέφος – Χριστό. Στο κάτω μέρος της εικόνας, μέσα σ’ ένα «άσπρο κυματοειδές πλαίσιο», βρίσκεται γραμμένη η λατινική επιγραφή «VOTUM FECIT ET GRATIAM ACCEPIT» δηλαδή «Ευχήν έκαμα και χάριν έλαβα». Με βάση αυτή την επιγραφή έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Άλλοι πιστεύουν ότι η εικόνα αφιερώθηκε από τον Υψηλάντη ως ευχαριστία, άλλοι ότι τη βρήκε εκεί και ανοικοδόμησε το ναό και άλλοι ότι είναι τάξιμο Ροδίου ναυτικού που σώθηκε.
Το Μοναστήρι ήταν Κοινοβιακή Μονή και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ως τις αρχές του 20ου μ.Χ. αιώνα. Διατηρούσε κελιά που χρησίμευαν για κοιτώνες των μοναχών, σαν αποθήκες και σαν αναγνωστήρια. Η προσφορά της Μονής ήταν μεγάλη στην Παιδεία. Κάθε χρόνο έδινε το ποσό των 450 γροσίων για να συντηρήσει την κεντρική σχολή.
Οι Ηγούμενοι που πέρασαν από την Καλόπετρα ήταν ο Φιλόθεος, ο Βενιαμίν, ο Σαμουήλ, ο Παρθένιος και ο τελευταίος Διονύσιος Παπαδάτος. Αυτός ήταν και δάσκαλος για τα παιδιά του Θολού. Στις 1 Οκτωβρίου 1908 μ.Χ. έχουμε ένα έγγραφο – επιστολή του Διονύσιου Παπαδάτου που απευθύνεται στα «φιλόμουσα και πατριωτικά αισθήματα των ομογενών ημών και ζητεί οικονομικήν ενίσχυση η οποία διατίθεται υπέρ της σπουδαζούσης νεότητος και ουχί προς άνετον βίον και ευμάρειαν των καλογήρων…».
Το Μοναστήρι, εκτός από τα κτήματα ως οικονομική μονάδα, εκμεταλλευόταν το δέντρο Ζυά που αφθονούσε, όχι μόνο για το φαρμακευτικό του έλαιο, αλλά γιατί όταν ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως λιβάνι. Ταυτόχρονα, ο νερόμυλος στην κοιλάδα πελεκάνου εξασφάλιζε το απαιτούμενο ετήσιο εισόδημα αλεύρων, ενώ η μελισσοκομία και η σηροτροφία φαίνεται να ήταν ανεπτύγμενες. Αναφέρεται ότι χρησιμοποιώντας το φαρμακευτικό έλαιο και καταφεύγοντας στην Παναγιά, εθεραπεύοντο όσοι έπασχαν από βασκανία και εγκεφαλικές νόσους.
Σήμερα στη Μονή σώζονται μερικά εκκλησιαστικά βιβλία τυπωμένα στη Βενετία το 1754 μ.Χ., ένα Ιερό Ευαγγέλιο τυπωμένο στα 1745 μ.χ., ένας μπακιρένιος δίσκος με παραστάσεις του Αδάμ και της Εύας και ένα ασημένιο Δισκοπότηρο με χρονολογία του 1873 μ.Χ. Επίσης, δύο μπρούτζινοι δίσκοι του 14ου μ.Χ. αιώνα με γοτθικές επιγραφές στο χείλος, ίσως του εργαστηρίου της Νυρεμβέργης.
Η Παναγιά Καλόπετρα γιορτάζει εκτός από τις 15 Αυγούστου και την Παρασκευή της Διακαινησίμου.
Σύναξη της Παναγίας της Φιλερήμου στην Ρόδο
Τῆς Φιλερήμου ἡ Εἰκὼν πελαγίζει,
Τοῖς προσιοῦσιν ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα.
Εἰκάδι τετάρτῃ Κούρην Φιλέρημον ὕδωρ.
Η σεβάσμια Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Φιλερήμου» ή «των Χαρίτων» είναι έργο του 10ου αιώνα μ.Χ. Κατά την παράδοση έφθασε στη Ρόδο από τα Ιεροσόλυμα και τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Μονής του λόφου Φιλερήμου, την ακρόπολη της αρχαίας πόλεως Ιαλυσού, από τον οποίο πήρε και την προσωνυμία. Κατά τη γνώμη μερικών ερευνητών την Εικόνα έφεραν στην Ρόδο οι Ιωαννίτες Ιππότες. Πιθανότερο είναι να υπήρχε πριν την άφιξη των Ιπποτών γιατί διαφορετικά δεν δικαιολογείται η τιμή που απολάμβανε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, από το Ορθόδοξο πλήρωμα της νήσου ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ιπποτοκρατίας.
Η Εικόνα παρέμεινε στη Ρόδο μέχρι το 1523 μ.Χ., έτος καταλήψεως της Ρόδου από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, όταν φεύγοντας οι Ιππότες προς την Δύση, μεταξύ των πολλών άλλων κειμηλίων, την πήραν μαζί τους. Αρχικά μεταφέρθηκε στην Ιταλία (1523 - 1527 μ.Χ.), κατόπιν στη Γαλλία (1527 - 1530 μ.Χ.) και ύστερα στη Μάλτα (1530 - 1798 μ.Χ.). Όταν ο Μέγας Ναπολέων κατέλαβε τη Μάλτα η Εικόνα φυγαδεύτηκε και μέσω της Τεργέστης έφθασε στη Ρωσία, όπου ο τσάρος Παύλος ο Α’ την υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές και διέταξε να την καλύψουν με χρυσή επένδυση και να την κοσμήσουν με πολύτιμους λίθους.
Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 μ.Χ., για να μην καταστραφεί η Εικόνα από τους άθεους, μεταφέρθηκε από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη και κατόπιν μέσω Εσθονίας έφθασε στην Κοπεγχάγη (1919 μ.Χ.) και παραδόθηκε, ως αυτοκρατορικός θησαυρός, στη μητέρα της τσαρίνας Μαρία Φιοντόροβνα, η οποία το 1928 μ.Χ. την παρέδωσε για να μεταφερθεί στο Βελιγράδι ή κατ’ άλλους στη Μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Η Εικόνα, με ενδιάμεσο σταθμό τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία του Βερολίνου, έφθασε στο Βελιγράδι και παραδόθηκε στην βασιλική οικογένεια των Καρατζώρτζεβιτς.
Στον Ναό των ανακτόρων του Βελιγραδίου παρέμεινε μέχρι την 6η Απριλίου 1941 μ.Χ., όταν, λόγω των βομβαρδισμών του Βελιγραδίου από τα Γερμανικά στρατεύματα, μεταφέρθηκε για ασφάλεια στην Μονή του Οστρόγου, απ’ όπου την πήρε η Κυβέρνηση του Μαυροβουνίου και την τοποθέτησε στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο (1952 μ.Χ.). Το 1978 μ.Χ. παραδόθηκε στο Εθνικό Μουσείο του Μαυροβουνίου, όπου και βρίσκεται, εντός ειδικά διαμορφωθέντος παρεκκλησίου.
Αντίγραφο της Εικόνας, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από τον Μοναχό Λάζαρο, ύστερα από αίτημα του Μητροπολίτη Ρόδου Κυρίλλου, μεταφέρθηκε στη Ρόδο από τον Μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιο και τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Φιλερήμου την 24 Σεπτεμβρίου του έτους 2008 μ.Χ.
Σήμερα ο ναός της Ιεράς Μονής Φιλερήμου λειτουργεί κάθε Κυριακή και εορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
῾Ως ἀπόρθητον τεῖχος, καὶ ἀκρόπολιν ἄσειστον, Ῥόδος ἡ περίφημος νῆσος, τὸν Ναόν σου ἐκτήσατο, ἐν ᾧ ὥσπερ ἐν θρόνῳ ὑψηλῷ, ἐνίδρυται ἡ θεία σου Εἰκών, ἀναβλύζουσα τῆς χάριτος μυστικῶς, τὰ ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα Μῆτερ Φιλέρημε τῇ σῇ, πλουσίᾳ χρηστότητι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ὡς θησαυρὸν τιμαλφῆ, τοῦ πλούτου Φιλέρημε, τῆς μητρικῆς σου στοργῆς, τιμῶμεν οἱ δοῦλοί σου· βρύεις γὰρ ἀενάως, ἐξ αὐτῆς πᾶσι χάριν, τοῖς προσιοῦσι πόθῳ, καὶ πιστῶς ἐκβοῶσι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς Φιλερήμου τῷ Ναῷ ἐν πίστει δράμωμεν, καὶ τὴν Εἰκόνα εὐλαβῶς αὐτῆς τιμήσωμεν εὐφραινόμενοι τῷ πνεύματι ἑορτίως· ὡς πηγὴ γὰρ ζωηφόρος βρύει πάντοτε, οἰκτιρμῶν τῆς Θεομήτορος τὰ νάματα, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε Ῥόδου τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτηρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Εἰκόνι τῇ σεπτῇ, τῆς Ἁγνῆς Φιλερήμου, προσπέσωμεν πιστοί, ἐν θερμῇ κατανύξει, καρδίας ὑποκλίνοντες, καὶ τοῦ σώματος γόνατα, καὶ βοήσωμεν· Θεοχαρίτωτε Κόρη, σκέπε πάντοτε, ἐκ πειρασμῶν πολυτρόπων, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Τὸ ἀντίτυπον τῆς σῆς, θείας Εἰκόνος Ἀγαθή, τῶν Ῥοδίων ὁ λαός, ὥσπερ ταμεῖον ἀληθῶς, τῶν δωρεῶν κεκτημένος τῆς χάριτός σου, ᾄδει σοι ᾠδήν, χαριστήριον, καὶ τὸν ἀσπασμόν, ἀναφέρει σοι, τοῦ Γαβριὴλ Φιλέρημε Παρθένε, μετ᾿ εὐφροσύνης κραυγάζων σοι· Χαῖρε Μαρία, Εὐλογημένη, σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Η῾ Ῥόδος ἀγάλλεται, Μῆτερ Ἁγνὴ πανδημεί, τιμῶσα τὸ τύπωμα, τῆς θεαυγοῦς σου Μορφῆς, Φιλέρημε σήμερον. Ὅθεν αὐτὴν ὡς πλοῦτον, οἰκτιρμῶν κεκτημένη, ῥύου ταῖς μητρικαῖς σου, πρὸς Χριστὸν ἱκεσίαις, κινδύνων πολυτρόπων ἀεί, καὶ πάσης κακώσεως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Η῾ Ῥοδόνησος ἀεί, χαίρει Παρθένε ἐπὶ σοί, ὥσπερ θεῖον θησαυρόν, τῶν μητρικῶν σου οἰκτιρμῶν, τῆς σῆς Εἰκόνος τὸ Ἔκτυπον κεκτημένη, καὶ ἐν τῷ Ναῷ, τῷ ἁγίῳ σου, σπεύδουσα πιστῶς, μακαρίζει σε, χαῖρε βοῶσα Ἄχραντε Μαρία, Εὐλογημένη Φιλέρημε· μὴ οὖν ἀπώσῃ, τῶν οἰκετῶν σου, τὰς ἐκ πόθου δεήσεις.
Ὁ Οἶκος
Τάγματα τῶν Ἀγγέλων, ἐν ὑψίστοις ὑμνοῦσι, τὴν δόξαν σου Φιλέρημε Μῆτερ· ἡμεῖς δὲ οἱ ἐν Ῥόδῳ πιστοί, τῇ εὐαγεῖ σου Εἰκόνι προστρέχοντες, εὐνοίας σου λαμβάνομεν, τὰς δωρεὰς ἀναβοῶντες·
Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε, παρθενίας εὐῶδες κειμήλιον·
χαῖρε, σωφροσύνης ὡραῖον παλάτιον.
Χαῖρε, ὅτι ἐσωμάτωσας τὸν φιλάνθρωπον Θεόν·
χαῖρε, ὅτι ἐθανάτωσας τὸν ἀρχέκακον ἐχθρόν.
Χαῖρε, τοῦ Φιλερήμου ἄνασσα πανολβία·
χαῖρε, Δωδεκανήσου θαυμαστὴ θυμηδία.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἰάσεις λαμβάνομεν·
χαῖρε, δι᾿ ἧς κινδύνων σῳζόμεθα.
Χαῖρε, πηγὴ ζωηφόρος θαυμάτων·
χαῖρε, ἀκτὶς φωτοφόρος χαρίτων.
Χαῖρε, Ρόδου τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Βρύει τῶν θαυμάτων τοὺς ποταμούς, Φιλέρημε Κόρη, ἡ Εἰκών σου ἡ εὐαγής, πληροῦσα ἀῤῥήτου, χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, τοὺς κατασπαζομένους, αὐτὴν ἐκ πίστεως.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει ἡ Ῥοδόνησος ἐπὶ σοί, Φιλέρημε Μῆτερ, ὥσπερ χάριτος θησαυρόν, πλουτοῦσα ἐν κόλποις, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, ἣν σκέπε ἐκ παντοίων, δεινῶν καὶ θλίψεων.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνου καὶ ἀγάλλου, ἡ περίφημος Ῥόδος, καὶ τὰς πέριξ νήσους συγκάλεσον, πρὸς ἑόρτιον πανήγυριν, τῆς Κεχαριτωμένης Φιλερήμου· ἰδοὺ γὰρ σήμερον ἡ Θεόνυμφος, τὴν τιμιωτάτην Εἰκόνα αὐτῆς, ὡς σκεῦος μυστικοῦ ἁγιασμοῦ, διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν προβάλλεται, καὶ παρέχει δαψιλῶς, τῆς εὐλογίας πᾶσι τὰ δωρήματα. Δεῦτε οὖν πνευματικῶς, αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος βοῶντες· Θεοτόκε Πανύμνητε, τῆς βοηθείας σου δίδου τὴν ἰσχύν, τῷ λαῷ σου ὡς φιλάγαθος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Πνευματικὴ πανήγυρις σήμερον, εὐφροσύνης πρόξενος ἡμῖν, ὦ ἀδελφοὶ ἐπεδήμησε. Δεῦτε οὖν δαυϊτικῶς, εἰς οἶκον Κυρίου πορευσώμεθα, καὶ τῇ Εἰκόνι τῆς Ἁγνῆς Θεοτόκου, ἐν κατανύξει προσπέσωμεν· ὡς χρυσέα γὰρ μανναδόχος στάμνος, τὸ μάννα τῆς χάριτος παρέχει ἀεί, τοῖς εὐσεβῶς ἀναβοῶσι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Φιλέρημε Κυρία Θεονύμφευτε, τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Ὀρθοδόξων τὸ κραταίωμα· μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ διὰ σοῦ δωρούμενος ἡμῖν, τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Δεῦτε σήμερον οἱ πιστοί, τῆς Φιλερήμου τὴν ἑόρτιον Σύναξιν, ἐν κατανύξει ἑορτάσωμεν, καὶ τὴν ὑπέρτιμον Εἰκόνα αὐτῆς, ἐν εὐλαβείᾳ τιμήσωμεν· τῶν ἰαμάτων γὰρ ἡμῖν, πηγὴ ἀστείρευτος δείκνυται, νόσους θεραπεύουσα, θλίψεις διασκεδάζουσα, δαίμονας ἀποδιώκουσα, καὶ τὰς δεήσεις πάντων ἐκπληροῦσα, τῶν ἐπ᾿ αὐτῇ πεποιθότων, καὶ ἐκ καρδίας βοώντων·
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἡ τῆς Ῥόδου ἀπόρθητος ἀκρόπολις, προστασία καὶ σκέπη, καὶ θεῖον καταφύγιον.
Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος πλ. δ΄.
᾿Εν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ἡμῶν σαλπίσωμεν, πνευματικῇ κιθάρᾳ, τῶν Ῥοδίων τὸ θεόλεκτον ποίμνιον· ἡ γὰρ Πανάχραντος Θεοτόκος, ηὐδόκησε τὴν νῆσον ἡμῶν, ὡς πολυτίμητον δῶρον, τὸ ἀντίτυπον τῆς Εἰκόνος αὐτῆς, ὡς εὔσπλαγχνος ἡμῖν δωρησάμενη. Ὅθεν βοήσωμεν αὐτῇ, σὺν τῷ Ἀρχαγγέλῳ Γαβριήλ, ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Κυρία Φιλέρημε Θεόνυμφε, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Σύναξη της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας στην Αργολίδα
Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας (Ζωοδόχου Πηγής) βρίσκεται στο χωριό Κεφαλάρι της Αργολίδας. Χτίστηκε κατά την παράδοση μετά το 1634 μ.Χ., όπου πιθανολογείται και η εύρεση της εικόνας της Παναγίας. Βρίσκεται ακριβώς πάνω από τις πηγές του Ερασίνου ποταμού, ο οποίος πηγάζει από τα έγκατα του όρους Χάον και στου οποίου στην κρημνώδη πλαγιά είναι κτισμένη η εκκλησία, ενώ δίπλα στην είσοδο της βρίσκονται δύο στόμια μιας μεγάλης σπηλιάς.
Δυστυχώς, ο αρχαιότατος και ιστορικός αυτός ναός κατεστράφη στις 18 Μαΐου 1918 μ.Χ. από μια τρομακτική έκρηξη πυρομαχικών που φυλάσσονταν σε στρατιωτικές αποθήκες οι οποίες βρίσκονταν κοντά στο Ναό. Από την τρομερή αυτή έκρηξη ο ναός έγινε σωρός καπνιζόντων ερειπίων και μόνο η Αγία Τράπεζα και η Χάρις Της έμειναν όρθιες. Ο σημερινός ναός ξανακτίσθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1928 μ.Χ. στη θέση του κατεστραμμένου ναού από τους Αργείους και ιδιαίτερα με δαπάνες του Παναργειακού Συλλόγου «Ο Δαναός» που βρίσκεται στην Ατλάντα της Αμερικής.
Ἀπολυτίκιον
Ύδωρ το ζωήρρητον της πηγής, μάννα το προχέον, τον αθάνατον δροσισμόν, το νέκταρ το θείον, την ξένην αμβροσίαν, το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.
Σύναξη της Παναγίας της Τρυπητής στο Αίγιο
Aπό τα ωραιότερα και πρωτότυπα θρησκευτικά μνημεία της Ελλάδος είναι το Ιστορικό Προσκύνημα «Ζωοδόχος Πηγή» γνωστό σαν «Παναγία η Τρυπητή» του Αιγίου. Ευρίσκεται στην παραλία Αιγίου, κτισμένο σε απόκρυμνο βράχο ύψους 30μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέσα σε Σπήλαιο (τρύπα).
Όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά το προσκύνημα εντυπωσιάζεται από την ομορφιά του τοπίου: υψίκορμα κυπαρίσσια και σκιερά πεύκα δίνουν μία ξεχωριστή και υποβλητική μεγαλοπρέπεια. Μία κλίμακα με 150 σκαλοπάτια ενώνει το Ιερό Προσκύνημα με το δημόσιο δρόμο. Υπάρχει όμως και μία δεύτερη οδός από τον Κυπαρισσώνα. Μόλις ο επισκέπτης, πλησιάσει τα κράσπεδα του Ναού, παρατηρεί εντός του βράχου ένα μικρό σπήλαιο μήκους 3 μέτρων, πλάτους 2 μέτρων και ύψους πάλι 2 μέτρων.
Το άνοιγμα είναι κτισμένο με πέτρες και έχει μία μικρή πόρτα και παράθυρο. Κατά την παράδοση εκεί ήταν το ασκητήριο του Καπετάνιου - Ναυαγού που βρήκε την εικόνα. Αν όμως ο θαυμασμός του προσκυνητή είναι μεγάλος από την ομορφιά του περιβάλλοντος χώρου, πολύ περισσότερο εντυπωσιάζεται και μένει έκθαμβος, όταν εισέρχεται στον Ιερό Ναό. Στη μαρμαρένια μετώπη του Ναού είναι χαραγμένο το παράγγελμα : «ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣΕΛΘΕΤΕ», για να υπενθυμίζει στους προσκυνητάς την ιερότητα του χώρου και την υποχρέωση τους να πλησιάζουν την θαυματουργό εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη στις καρδιές τους.
Στον πρόναο υπάρχει το Αγίασμα. Καλλιτεχνική μαρμάρινη κρήνη με σταυροειδές σχήμα. Από το στόμα τριών λαξευμένων Αγγέλων τρέχει συνέχεια το αγίασμα που χύνεται σε μαρμάρινη λεκάνη. Στην Κρήνη είναι χαραγμένη η γνωστή καρκινική επιγραφή (διαβάζεται και αντίστροφα) «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΝΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑ ΝΟΨΙΝ» δηλαδή καθάρισε πρώτα τα ανομήματά σου ειλικρινά με μετάνοια, και όχι την όψη σου επιφανειακά. Στην συνέχεια ο προσκυνητής ανερχεται στον κυρίως Ναόν - η ψυχή κατανύγεται από το υποβλητικό σύνολο του διακόσμου. Δεξιά στο σπήλαιο υπάρχει η εικόνα της Παναγίας με το γλυκύ πρόσωπο και τους δύο ζωηρούς και γεμάτους συμπάθεια οφθαλμούς, που σαγηνεύουν τον προσκυνητή, με το αριστερό της χέρι κρατεί το παιδίον Ιησού, το οποίο με το δεξί ευλογεί και εις το αριστερό κρατεί ειλιτάριο.
Σύμφωνα με την ευλαβή παράδοση - που στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αξιόπιστη - στα μέσα του ΙΣΤ αιώνα δηλαδή περί το 1550 μ.Χ., κάποιος ναυαγός του Κορινθιακού Κόλπου, διακρίνει - μέσα στη νύκτα - ένα φως παρηγοριάς, σημάδι πως βρίσκεται κοντά σε στεριά. Γεμίζει θάρρος και ελπίδα. Επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις για να φθάσει εκεί που λαμπυρίζει το φως. Το πλησιάζει και διαπιστώνει με πολλή έκπληξη, πως βρίσκεται μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, όπου φεγγοβολάει oλόκληρη και φωτίζει ολόγυρα.
Είναι η Χαριτόβρυτη εικόνα της Παναγίας κρυμμένη μέσα στο βραχώδες τούτο σπήλαιο, άγνωστο από πότε. Έτσι ανακαλύφθηκε η εικόνα της «Παναγίας της Τρυπητής». Ο ναυαγός με ευλάβεια και συγκίνηση γονατίζει και την προσκυνά. Την άλλη μέρα ειδοποίησε τις Αρχές της πόλης του Αιγίου. Κλήρος, λαός, άρχοντες ήλθαν, προσκύνησαν κάνοντας και Δοξολόγια.
Ο Ευρετής της εικόνας γίνεται ο πρώτος ασκητής και υπηρέτης της Παναγίας. Στη συνέχεια αρχίζει η μέριμνα για ανοικοδόμηση Ναού. Αρχικά αποφασίστηκε να γίνει ανατολικότερα του μέρους που βρέθηκε η Ιερά Εικόνα, επειδή το μέρος ήταν βράχος. Το βράδυ της πρώτης ημέρας που άρχισαν οι εργασίες οικοδομής, στο βράχο που είχε ευρεθεί η Εικόνα έγινε μία έκρηξη -κατά τρόπο θαυμαστό- και ο χώρος αναμορφώθηκε για μικρό ναό. Έτσι οι κάτοικοι θεώρησαν ότι η Παναγία «έφτιαξε το σπίτι της» και ο Ναός κτίστηκε μεγαλόπρεπα στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
Το κυρίως Σπήλαιο μπροστά στο οποίο ανηγέρθηκε ο Ναός έχει μήκος 11μ., πλάτος 7 μ. και ύψος 4 μ. Για να γίνει η Αγία Τράπεζα στη θέση που βρέθηκε η Ιερά Εικόνα, το Ιερό Βλημα είναι στραμμένο νοτιοανατολικά και όχι ανατολικά που επιβάλλει η Ορθόξη Παράδοση. Με την πάροδο του χρόνου το πρώτο ασκηταριό εξελίσσεται σε λαμπρή Μονή. Ο Ναός πήρε τη σημερινή του μορφή τον 19ο μ.Χ. αιώνα. Η μνημειακή, αναγεννησιακού τύπου, εξωτερική μαρμάρινη σκάλα, η οποία ενώνει τον παραλιακό δρόμο με τον Ναό, κατασκευάστηκε το έτος 1870 μ.Χ. με σχέδιο του μηχανικού Άγγελου Κορυζή.
Με Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Μαϊου 1933 μ.Χ. η εορτή της Παναγίας της Τρυπητής καθιερώνεται σαν επίσημη Θρησκευτική Εορτή του Αιγίου. Την Παρασκευή της Διακαινησίμου τελείται η λιτάνευση της Ιερά Εικόνας με κάθε επισημότητα. Τέλος με την υπ' αριθ. 10/16-5-1970 κανονισμό της Ιερά Συνόδου της Ελλάδος αναγνωρίζεται σαν «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ» και χαρακτηρίζεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Με την ανακήρυξη της Παναγίας της Τρυπητής σε Πανελλήνιο Ιερό Προσκύνημα, επισημοποιήθηκε η ευλάβεια των πολυάριθμων ευσεβών Χριστιανών που αθρόα συρρέουν για προσκύνημα. Τα πολλά και εξαίσια Θαύματα της Παναγίας με την πάροδο του χρόνου αναδεικνύουν τον Ιερό τούτο τόπο σε μεγάλο πνευματικό κέντρο Πανελληνίου ακτινοβολίας.
Είναι πολύ συγκινητικό, - την Παρασκευή της Διακαινησίμου, - να βλέπεις χιλιάδες Χριστιανούς από όλη την Ελλάδα - κάθε ηλικίας - να ανεβαίνουν τη μεγάλη σκάλα (150 σκαλοπάτια), αρκετοί γονατιστοί, χωρίς υποδήματα, με δάκρυα στα μάτια και ευγνωμοσύνη στην καρδιά, προκειμένου να εκπληρώσουν το «Τάμα» τους στην Παναγία που τους άκουσε, και δέχθηκε την ικεσία τους και τους απάλλαξε από κάποια ανάγκη ή αρρώστια.
Πολλά είναι τα θαύματα της Παναγίας που έγιναν γνωστά από ομολογίες, επιστολές πιστών καθώς και δημοσιεύσεις σε ημερήσιο τύπο. Πιστό αντίγραφο της Ιερά Εικόνας εξεδόθηκε κατά το έτος 1991 μ.Χ. και διατίθεται σ' όσους πιστούς επιθυμούν.
Σύναξη της Παναγίας στους Αμπελόκηπους (Ταμπάκικα) Λαρίσης
Ως το τέλος της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι της συνοικίας Ταμπάκικα εκκλησιάζονταν στον γειτονικό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το 1877 μ.Χ. οικοδομήθηκε σε κεντρικό σημείο της συνοικίας ένα παρεκκλήσι της Παναγίας Φανερωμένης όπου υπήρχε και κοιμητήριο.
Μετά από λίγο καιρό και την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε μία μοναχή ονόματι Θεοφανία, αποφασισμένη να εργασθεί αμισθί στο παρεκκλήσιο και τα μνήματα του μικρού κοιμητηρίου. Η Θεοφανία θεώρησε ως άσκηση να ατενίζει καθημερινά τους τάφους έχοντας στον νου της τον Σοφό Σειράχ «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰώνα ἀμαρτήσεται». Η Θεοφανία εγκαταστάθηκε πλησίον του μικρού ναΐσκου σε ένα μικρό κελάκι όπου έκανε και τον μοναχικό της κανόνα.
Ο παντογνώστης Κύριος βλέποντας τα βάθη της ψυχής της αποκαλύπτει με όνειρα ότι στο σημείο που υπάρχει το μαγγανοπήγαδο και στο βάθος του βρίσκεται εικόνα της Θεομήτορος από πολλά χρόνια.
Η μοναχή Θεοφανία ξαναβλέπει σε όνειρο, αυτή τη φορά την Υπεραγία Θεοτόκο, ως γυναίκα απαστράπτουσα, να την οδηγεί στο μαγγανοπήγαδο και να της δείχνει ότι στο βυθό του από όπου αναβλύζει το νερό βρίσκεται η εικόνα της, και της ζητάει να εξέλθει από εκεί.
Γνωστοποιούνται τα όνειρα στον νεωκόρο και στην συνέχεια στον τότε ιερέα του Ναΐσκου και τελικά στον Επίσκοπο Λαρίσης Νεόφυτο, ο οποίος και καλεί την μοναχή στην επισκοπή για να μιλήσουν. Η μοναχή Θεοφανία με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε στον Επίσκοπο τα όνειρά της και εκείνος δίνει εντολή στους ιερείς ανεύρεσης συνεργείου για να αντλήσει το νερό του πηγαδιού.
Με εγκύκλιο γνωστοποιεί το γεγονός στους ιερείς της Μητροπόλεως Λαρίσης και τον πιστό λαό και τους καλεί να παραστούν όλοι στην τελετή.
Έτσι και έγινε. Μία μέρα σχηματίζεται πομπή γύρω από το πηγάδι με τους ιερείς ενδεδυμένους τα ιερά τους άμφια, τον Επίσκοπο επικεφαλής, παρουσία των αρχών και πλήθους κόσμου και αφού προηγήθηκε παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, αρχίζει η άντληση του νερού οπότε στο βυθό εμφανίζεται η εικόνα λασπωμένη.
Μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά όλων και αμέσως αρχίζει πανηγυρικά να ηχεί η καμπάνα του μικρού ξύλινου κωδωνοστασίου του Ναΐσκου.
Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος παίρνει στα χέρια του την ιερά εικόνα την καθαρίζει από τις λάσπες και σχηματίζεται πομπή προς τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου όπου εναποτίθεται προς προσκύνηση για σαράντα ημέρες. Την εικόνα αυτή η οποία απεικονίζει την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Κύριο (Ρόδον το Αμάραντον) την ονομάζει ο Επίσκοπος, Ζωοδόχο Πηγή, και δίνει εντολή να φιλοξενηθεί στον Μητροπολιτικό Ναό μέχρι ανεγέρσεως Ιερού Ναού. Αργότερα δε φιλοτεχνείτε ένα ασημένιο «πουκάμισο» το οποίο και τοποθετήθηκε επάνω και αναγράφει «ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ».
Η εικόνα αυτή βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον Ιερό Ναό της και από τις 2 Μαΐου 2008 μ.Χ., με την παραίνεση και ευλογία του Ποιμενάρχου της Λάρισας κ. Ιγνατίου και τις φιλότιμες προσπάθειες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε έναν καλαίσθητο και επιβλητικό θρόνο, χαρίζοντας, χάρη, ευλογία, παρηγοριά αλλά και αναρίθμητα θαύματα σε κάθε πιστό άνθρωπο.
Μετά την κατάρτιση ερανικής επιτροπής ανεγέρσεως Ιερού Ναού, με εγκύκλιό του ο Μητροπολίτης Νεόφυτος διορίζει τον ιερέα παπά Δημήτρη Σακελλαρίου για την διενέργεια εράνου σε όλη την Θεσσαλική, ελεύθερη πλέον γη. Έτσι χτίζεται ο πρώτος ναός Βασιλικού ρυθμού, ο οποίος και διατηρήθηκε μέχρι και το 1990 μ.Χ. Με ενέργειες του τότε προϊσταμένου π. Νικολάου Μαυρογιάννη την 1η Ιουνίου 1990 μ.Χ. κατεδαφίζεται ο ναός και λίγο αργότερα στις 28 Ιουνίου 1990 μ.Χ. τελείται ο Αγιασμός των θεμελίων από τον τότε Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Δημήτριο τον Δ΄.
Ο υπόγειος Ναός αποπερατώνεται σε διάστημα μόλις 8 μηνών και γίνονται τα θυρανοίξια την Κυριακή των Βαΐων στις 31 Μαρτίου 1991 μ.Χ. Οι εργασίες του επάνω Ναού ξεκινούν στις 29 Οκτωβρίου 1992 μ.Χ. και τα θυρανοίξιά του γίνονται την 1η Αυγούστου 2001 μ.Χ.
Ο νέος Ιερός Ναός είναι ένα μεγαλοπρεπές κομψοτέχνημα, 850 τμ.(επάνω ναός) και 950 τμ.(κάτω ναός) 38 μ. ύψους, Σταυροειδής μετά τρούλου, με δύο κωδωνοστάσια και άλλους τέσσερις μικρότερους τρούλους, εγκαινιάσθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιο στις 2 Μαΐου 1997 μ.Χ. ο υπόγειος, και το Σάββατο του Ακαθίστου 20 Απριλίου 2002 μ.Χ. ο επάνω.
Μέχρι και σήμερα τα διάφορα έργα που χρειάζεται ένας ναός, όπως η Αγιογραφία, προχωράνε με φανταστικούς ρυθμούς χάρη στις άοκνες προσπάθειες των συμβουλίων του ναού αλλά και στην αγάπη του πιστού λαού της πόλης της Λάρισας και όχι μόνο. π.
Κωνσταντίνος Δεληχρήστος
Προϊστάμενος του Ιερού Ναού
Σύναξη της Παναγίας της Κλειβωκάς στην Αρκαδία
Η Μονή της Παναγίας της Κλειβωκάς ή αλλιώς Παναγία η Ζωναρίτισσα, βρίσκεται κοντά στα χωριά Κοντοβάζαινα και Δήμητρα στην επαρχία Γορτυνίας, στον Νομό Αρκαδίας. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στην είσοδο σπηλιάς, η οποία λόγω βάθους και στενής διαμέτρου από ένα σημείο και μετά είναι ανεξερεύνητη.
Η τραχιά φυσιογνωμία του τοπίου και το δύσβατο και απροσπέλαστο σχεδόν του εδάφους έχει τροφοδοτήσει πολλούς θρύλους και παραδόσεις σχετικά με την εύρεση της εικόνας της Θεομήτορος και την κτίση του μοναστηριού.
Κατά μια παράδοση, η εικόνα της Παναγίας, που λέγεται ότι είναι μια από τις έντεκα του Απόστολου Λουκά, ήταν στο σημείο όπου σήμερα είναι το εκκλησάκι της Αγίας Άννας στην Κάτω Κλειβωκά, στη θέση Μπέλκος, όπου στην προχριστιανική περίοδο λατρευόταν η θεά Αλουσία Δήμητρα. Στο σημείο αυτό υπήρξε μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων. Το μοναστήρι αυτό διαλύθηκε και ο ναός κατεστράφη επί τουρκοκρατίας και πιθανότατα κατά την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1825 - 1828 μ.Χ.
Για την τύχη της θαυματουργής εικόνας δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο. Κατά μίαν άποψη, οι Χριστιανοί, οι οποίοι ήξεραν καλά τα κατατόπια και τις ασφαλείς κρυψώνες, μετέφεραν την εικόνα στη σπηλιά, όπου την έκρυψαν, και από το δύσβατο και μυστικό μονοπάτι πήγαιναν και προσεύχονταν. Κατά άλλη άποψη-παράδοση και θρύλο, λέγεται ότι η εικόνα ευρέθη μετά από σχετικό όνειρο από χωρικό, που καταγόταν από το διπλανό χωριό Δήμητρα Αρκαδίας.
Το εκκλησάκι κατασκευάστηκε στο τέλος της περασμένης εκατονταετίας από τον Κοντοβαζαινίτη Σοφιανόπουλο, εγκαταστημένο στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το κλιμακοστάσιο κατασκευάστηκε δέκα χρόνια αργότερα με δαπάνη του ιδίου. Από την κτίση του και μετά, το μοναστήρι λειτούργησε σαν γυναικεία μονή. Τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε επί ηγουμενίας της Μοναχής Μακαρίας Καρρά. Σήμερα (2010 μ.Χ.), στο μοναστήρι διακονεί μία μόνο μοναχή, η Χριστοδούλη, η οποία βρίσκεται εκεί από το 1953 μ.Χ.
Γιορτάζει την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Στα παλαιότερα χρόνια η γιορτή συνδυαζόταν με λαμπρά πανήγυρη στα Φραγκάλωνα και θεωρείτο ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά και κοσμικά γεγονότα όλων των γύρω χωριών.
Δυστυχώς, αυτό το έθιμο εξέλειψε και περιορίστηκε μόνο σε προσκύνημα στη χάρη της. Τελευταία καθιερώθηκε άλλη μια γιορτή στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, με μια προσπάθεια αναβίωσης του παλιότερου εθίμου.
Σύναξη της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας στα Άγραφα της Πίνδου
Στην πανέμορφη οροσειρά των Αγράφων της Πίνδου, κοντά στο χωριό Κουμπουριανά, μέσα σε δύσβατο τόπο, διακρίνουμε την Ι. Μονή Παναγίας Σπηλαιωτίσσης, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.
Είναι κτισμένη επάνω στην προεξοχή ενός βράχου, κάτω από τον οποίο υπάρχει το σπήλαιο ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, στο οποίο οφείλει και την επωνυμία της.
Στη θέα του απότομου γκρεμού που υπάρχει γύρω της, ο επισκέπτης νιώθει δέος και ίλιγγο. Στο βάθος του γκρεμού διέρχεται παραπόταμος του Αχελώου, ενώ στα ανατολικά της Μονής υπάρχουν απότομοι και απροσπέλαστοι βράχοι.
Η Μονή περιβάλλεται από οχυρωματικό τείχος. Εντός αυτού σώζεται το Καθολικό, ο μεγαλοπρεπής Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, Βυζαντινού ρυθμού, καθώς και μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σε επιγραφή που συναντάμε έξω από το Καθολικό διαβάζουμε τα εξής: «Ανοικοδομήθη ο θείος και Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής επί έτους ΑΨΛς (1736) μηνί Απριλίω δια συνδρομής Παρθενίου ιερομονάχου και Παπα-Ιωνά και Παπαγαβριήλ και Παπαανανία». Η ανέγερση του παρεκκλησίου χρονολογείται τον 16ο αιώνα μ.Χ., ενώ η τοιχογράφησή του τον 17ο αιώνα μ.Χ.
Το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού φιλοτεχνήθηκε από τους τεχνίτες Γεώργιο και Ιωάννη επί Ηγουμένου Γαβριήλ Ιερομονάχου το 1779 μ.Χ., όπως μας πληροφορεί σχετική επιγραφή, και αγιογραφήθηκε από τον αγιογράφο Θεόδωρο από τη Μεγαλοβλαχία το 1737 μ.Χ., όπως αναγράφεται κάτω στη δεσποτική εικόνα του Χριστού.
Η Μονή Σπηλιάς συνέβαλε σημαντικά στην Επανάσταση του 1821 μ.Χ.. Εκεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διοργάνωνε συχνά πολεμικές συσκέψεις και συμβούλια λόγω της θέσης της.
Επίσης, κατά την επανάσταση των Αγράφων, την οποία υπεκίνησε η Ελληνική Κυβέρνηση για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, υπήρξε στραταρχείο. Εκεί το 1837 μ.Χ. εγκαταστάθηκε η Επαναστατική Κυβέρνηση υπό τον Αλεξανδρή, ενώ επάνω από τη Μονή σώζονται μέχρι σήμερα τα οχυρώματα.
Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και την Παρασκευή της Διακαινισήμου εβδομάδος, της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, προσέρχεται πλήθος προσκυνητών από όλη την Ελλάδα για να ασπασθεί την περίπυστη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας Οδηγητρίας, η οποία κατά παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. ἀ’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Την αγίαν εικόνα της θεομήτορος υπό Λουκά ποιηθήσα εν τοις αρχαίοις καιροίς. Σπηλαιώτισσα την θείαν προσκηνήσωμεν ότι Αγράφων ή χαρά, Αργιθέας τε φρουρός εδείχθη ημίν και δόξα και εισακούει ταχέως δεήσεις πάντων των τιμώντων αυτήν.
Μεγαλυνάριον
Ἔχει τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Ἄχραντε Παρθένε, ὡς θεόσδοτον θησαυρόν, πᾶσα Ἀργιθέα καί ἐν αὐτῆ καυχᾶται, ὑμνοῦσά Σου τά θαύματα, Σπηλαιώτισσα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάθη θεραπεύονται χαλεπά, χάριτι Παρθένε, τῆς Εἰκόνος Σου τῆς σεπτῆς. Ὅθεν ἀεί δίδου, κἀμοί τῶ Σῶ ἱκέτῃ, βοήθειαν ἐν πᾶσιν, ὦ Σπηλαιώτισσα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔλυσας στειρώσεως τά δεσμά τῶν προσελθουςῶν Σοι, Σπηλαιώτισσα, εὐλαβῶς, γυναικῶν ἐν πίστει. Διόπερ κἀμοῦ λῦσον τήν στεόρωσιν, Παρθένε, ψυχῆς καί σῶσον με.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Ἀειπάρθενε Μαριάμ, ὅτι ὑπερλόγως, Σήν εἰκόνα τήν τοῦ Λουκᾶ, ἔστησας σπηλαίῳ, δεικνύουσα κατ’ ὄναρ, δυάδι τῶν κτιτόρων, τόπον τεμένους Σου.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε τῶν θαυμάτων ὁ θησαυρός καί τῆς Ἀργιθέας ἡ προστάτις καί ἡ φρουρός. Χαῖρε τῶν Ἀγράφων καί πάσης Θετταλίας, ἀντίληψις ταχεῖα, ἐν περιστάσεσι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει τοῦ Σπηλαίου λαμπρά Μονή, ἔχουσα ὡς πλοῦτον τήν εἰκόνα Σου τήν σεπτήν. Χαίρει καί ἡ θεία Μητρόπολις Καρδίτσης, τήν χάριν δεχομένη Σῆς παρακλήσεως.
Σύναξη της Παναγίας της Λαοδηγητρίας στην Θεσσαλονίκη
Η εκκλησία της Παναγίας Λαοδηγήτριας, γνωστή και ως Λαγουδιανή ή του Λαγουδιάτου, είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ζωοδόχο Πηγή και βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Ιουλιανού. Ο ναός ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων και ανακαινίστηκε ριζικά στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα με έξοδα του μεγαλέμπορα Ιωάννη Καυταντζόγλου. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη, ο οποίος χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Μακεδονίας στον 19ο μ.Χ. αιώνα. Στη νότια πλευρά του κτηρίου είναι προσαρτημένο παρεκκλήσι με καμαρωτή στέγη, στο οποίο βρίσκεται αγίασμα.
Η Λαοδηγήτρια ανοικοδομήθηκε στη θέση του καθολικού του βυζαντινού γυναικείου μοναστηριού της Παναγίας Λαγουδιανής ή του Λαγουδιάτου, το οποίο ιδρύθηκε πιθανότατα στον 14ο αιώνα και υπήρξε μετόχι της Μονής Βλατάδων. Η ονομασία του μοναστηριού αυτού οφείλεται, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στον κτήτορά του, τον Λαγουδιάτη ή Λαγουδάτη.
Σύμφωνα, ωστόσο, με την παράδοση, η μονή ονομάστηκε έτσι, επειδή συνέβη το εξής περιστατικό: ένας λαγός, στην προσπάθειά του να σωθεί από κάποιον κυνηγό, έσπευσε να κρυφτεί σε μία τρύπα, στην οποία εντοπίστηκε μία θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου· στον χώρο ανεύρεσης της εικόνας πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του μοναστηριού. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, και χαρακτηριστικό είναι ότι η μονή στα χρόνια της τουρκοκρατίας καλούνταν «Tavşan Manastır», δηλαδή «μοναστήρι του λαγού».
Σύναξη της Παναγίας της Φανερωμένης στην Ρόδο
Φανερωθεῖσα ἡ Εἰκών σου Παρθένε,
Πᾶσι φανεροῖ τὴν μεγίστην σου χάριν.
Η ιερά και θαυματόβρυτος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «της Φανερωμένης» βρέθηκε (φανερώθηκε) κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα μ.Χ. στην παραλία της Ιξιάς, στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η φερώνυμος Ιερά Μονή, και που τα χρόνια εκείνα αποτελούσε χώρο απομονώσεως ασθενών που έπασχαν από λέπρα.
Ένας από τους λεπρούς που ζούσαν εκεί ανακάλυψε την Εικόνα της Θεομήτορος μέσα στην άμμο του αιγιαλού. Η εύρεσή της χαροποίησε τους απεγνωσμένους εκείνους ανθρώπους και από ευγνωμοσύνη προς τη Μητέρα του Κυρίου, η οποία με ένα τέτοιο θαυμαστό τρόπο έδειξε τη μητρική πρόνοιά της προς αυτούς, οικοδόμησαν κοντά στο μέρος της ευρέσεως μικρό Ναό επ᾿ ονόματί της. Αργότερα, όταν έφυγαν οι λεπροί, οικοδομήθηκε γύρω από τον Ναο Ιερά Μονή, στην οποία θησαυρίζεται μέχρι σήμερα η φανερωθείσα Ιερά Εικόνα. Επειδή ο χώρος, όπου βρίσκεται σήμερα η μονή, ήταν τόπος απομονώσεως των λεπρών, γι᾽ αυτό και η μονή αναφέρεται και ως Παναγία «Λουβιαρίτσα».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ω῾ς Πηγὴ Ζωοδόχος, Θεοτόκε Πανύμνητε, χύδην ἀναβλύζεις θαυμάτων, τὰ ζωήῤῥυτα νάματα, ξηραίνουσα τὰς νόσους τῆς σαρκός, καὶ πάθη ἀποπλύνουσα ψυχῆς, τῶν ἐν πίστει προστρεχόντων τῷ σῷ Ναῷ, καὶ πόθῳ σοι ἐκβοώντων· Δόξα τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Παρθένε χρηστότητι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν Εἰκόνα σου πόθῳ, κατασπαζόμεθα, ἣν ἐφανέρωσας πάλαι, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν πολλήν, τὴν ὀδύνην τῶν λεπρῶν ἐπικουφίζουσα, καὶ μητρικῶν σου δωρεῶν, τὰς ἐκφάνσεις ἐξ αὐτῆς, λαμβάνοντες ἐκβοῶμεν· Χαῖρε Παρθένε Θεοκυῆτορ, Φανερωμένη ἡ προστάτις ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Η῾ Εἰκών σου σήμερον, ὑπὲρ ἡλίου ἀκτίνας, μυστικῶς ἐκλάμπουσα, τῆς χάριτός σου τῇ αἴγλῃ, πρόσωπα, καταφαιδρύνει καὶ τὰς καρδίας, Ἄχραντε Φανερωμένη τῶν προσιόντων· διὰ τοῦτό σε ὑμνοῦμεν, χαῖρε βοῶντες, Μῆτερ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ε᾿ξ ἀκενώτου σου Πηγῆς Θεοχαρίτωτε, ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα, ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον· τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Προσέλθωμεν πιστοί, τῇ Πηγῇ τῆς Παρθένου, καὶ ὕδωρ ζωηρόν, ἐξ αὐτῆς ἀπαντλοῦντες, ψυχῶν εἰς περιποίησιν, εὐλαβῶς ἐκβοήσωμεν· Χαῖρε Ἄχραντε, ἡ ἰατρὸς τῶν νοσούντων· χαῖρε Δέσποινα, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, καὶ πάντων ἀντίληψις.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν ἀένναον κρήνην καὶ ζωηράν, τὴν πηγάζουσαν ῥεῖθρα θείαν Πηγήν, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τὴν χάριν αἰτούμενοι· καθ᾿ ἑκάστην βρύει, καὶ γὰρ τὰ ἰάματα, ὡς ποταμῶν τὰ ῥεύματα, δεικνῦσα ἐλάχιστα. Ὅθεν κατὰ χρέος, προσιόντες ἐν πόθῳ, πιστῶς ἀρυσώμεθα, ἐκ Πηγῆς ἀνεξάντλητον, ῥῶσιν ὄντως ἀθάνατον, δροσίζουσαν σαφῶς τῶν πιστῶν, τὰς καρδίας καὶ χείλεσι κράξωμεν· Σὺ εἶ Θεόνυμφε πάντων, πιστῶν παραμύθιον.
Ὁ Οἶκος
῎Αχραντε Θεοτόκε, ἡ τεκοῦσα ἀῤῥήτως, Πατρὸς τὸν προαιώνιον Λόγον, πλάτυνόν μου τὸ στόμα Σεμνή, συνεισφέρουσά με πρὸς τὸν σὸν ἔπαινον, ὡς ἂν ἀνευφημήσω σε, κραυγάζων τῇ
Πηγῇ σου ταῦτα·
Χαῖρε, πηγὴ χαρμονῆς ἀλλήκτου·
χαῖρε, ῥοὴ καλλονῆς ἀῤῥήτου.
Χαῖρε, νοσημάτων παντοίων κατάλυσις·
χαῖρε, παθημάτων ποικίλων κατάκλυσις.
Χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον, ὑγιάζον τοὺς πιστούς·
χαῖρε, ὕδωρ χαριέστατον, τοῖς νοσοῦσι πολλαπλῶς.
Χαῖρε, νᾶμα σοφίας, ἀγνωσίαν ἐξαῖρον·
χαῖρε, κρᾶμα καρδίας, ἀμβροσίαν προῤῥέον.
Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ μάννα ζωήῤῥυτε·
χαῖρε, λουτὴρ καὶ νέκταρ θεόῤῥευστε.
Χαῖρε, πορθμὸν ἀσθενείας δεικνῦσα·
χαῖρε, φλογμὸν ἀῤῥωστίας σβεννῦσα.
Χαῖρε, ὕδωρ σωτήριον.
Μεγαλυνάριον
Βλύζει ἡ Πηγή σου ὕδωρ ζωῆς, τοῖς προσερχομένοις, μετὰ πίστεως ἀκραιφνοῦς, καὶ πάθη ἐκπλύνει, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων· διὸ Θεοκυῆτορ, σὲ μακαρίζομεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, καὶ ἐνδοξοτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, σὲ Φανερωμένη, Παρθένε ἀνυμνοῦμεν, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, κατασπαζόμενοι.
Σύναξη της Παναγίας της Κορυφιώτισσας στο Καμάρι Κορινθίας
Πάνω άπ'την κοινότητα Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου υψώνεται μεγαλόπρεπα η Κορυφή, το βουνό της Παναγίας. Εκεί σε υψόμετρο 731 μέτρων βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι που ονομάζεται και Κορυφιώτισσα (ή Κορφιώτισσα).
Η παράδοση αναφέρει ότι στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, κτίστηκε στην αρχή ένα μικρό εκκλησάκι και αργότερα το μοναστήρι, η προεπαναστατική ύπαρξη και ακμή του οποίου προκύπτει από διάφορα «ομόλογα» που χρονολογούνται γύρω στα 1750 μ.Χ. και νωρίτερα. Η σημερινή εκκλησία οικοδομήθηκε στα 1767 μ.Χ. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 μ.Χ. το μοναστήρι συνέδραμε τους αγωνιστές «Εδωκεν απ'άρχης της επαναστάσεως εις όνομα του έθνους προς τους εφόρους δημογέροντας και προς τον στρατηγό Ι. Νοταρά, γρόσια 8.104».
Η διαβίωση των μοναχών στην Κορυφή, χωρίς νερό και εύκολη πρόσβαση, ήταν δύσκολη γι'αυτό αποφάσισαν να κατέβουν χαμηλότερα, όπου έκτισαν το κάτω μοναστήρι. Αφορμή για την επανεγκατάσταση των μοναχών στο αρχικό μοναστήρι όπου βρίσκεται και σήμερα ήταν η εξαφάνιση και η ανεύρεση στη συνέχεια στην Κορυφή της εικόνας της Παναγίας, με θαυμαστό τρόπο. Παρουσιάστηκε στον ύπνο μιας κωφάλαλης και της υπέδειξε τον τόπο που βρίσκετε η εικόνα Της. Αυτή αν και ήταν κωφάλαλη, μίλησε και αφηγήθηκε στους συγχωριανούς της το όραμα που είχε δει. Με τη συνδρομή κατοίκων απ' τα γύρω χωριά ανακαινίστηκαν τα κελία και η ερειπωμένη εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.
Η Μονή εορτάζει τη Παρασκευή της Διακαινησίμου, μετά το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου και πολλά θαύματα της Παναγίας έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα.
Η Θαυματουργή εικόνα της Κορφιώτισσας (1816 μ.Χ.) είναι τοποθετημένη σε σκαλιστό εικονοστάσι, έργο του ξυλογράφου Ιωάννου Βασιλείου (1916 μ.Χ.). Ο ηγούμενος Ζαφείρης αγιογράφησε τους τοίχους της εκκλησίας στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το μοναστήρι στα 1935 μ.Χ., μετατράπηκε σε γυναικείο. Επίσημα η γυναικεία κοινοβιακή Μονή ιδρύθηκε το 1980 μ.Χ. Οι μοναχές υπό την ηγουμένη Ευαγγελία συνεχίζουν σήμερα το σημαντικό έργο των προκατόχων τους και έχουν μετατρέψει το μοναστήρι σε μια όαση, που οι προσκυνητές βρίσκουν παρηγοριά και ψυχική ηρεμία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ Σου Εἰκόνι Κορυφιωτίσσης προσπίπτωμεν, κλίνοντες τό γόνυ, Παρθένε, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος· δεόμενοι ἀντιλήψεως, Ἁγνή, πρεσβείαις πρός Υἱόν Σου καί λιταῖς· ἵνα τύχωμεν, Παρθένε, τῆς παρ’ Αὐτοῦ πλημμελημάτων ἀφέσεως. Δόξα τοῖς μεγαλείοις Σου, Σεμνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα ὑπερβαλόντως, Κόρη, τῇ δυναστείᾳ Σου.
Μεγαλυνάριον
Ἑλλάδος ἁπάσης τήν ὁδηγόν, Γένους Ὀρθοδόξων τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, τῆς Κορυφιωτίσσης τήν Εἰκόνα νῦν τιμῶμεν, ὡς τῆς Παρθένου λαμπρόν ἀποτύπωμα.
Σύναξη της Παναγίας Βύσσιανης στις Σέρρες
Δέκα χλμ. βόρεια της πόλης των Σερρών και δύο από τον οικισμό του Μετοχίου, μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο η γυναικεία Ι.Μ. Παναγίας της Βύσσιανης.
Η μονή, στη σημερινή της μορφή, ιδρύθηκε το έτος 1972 μ.Χ. με πρωτοβουλία Σερραίων πιστών. Η Μονή πήρε το όνομά της από ένα χωριό που βρίσκεται κοντά της και ονομάζεται Βύσσιανη. Τις πρώτες πληροφορίες γι’ αυτό το χωριό τις παίρνουμε από ένα έγγραφο γραμμένο το έτος 1320 μ.Χ. Περισσότερες πληροφορίες όμως έχουμε από άλλα έγγραφα που γράφτηκαν λίγα χρόνια αργότερα (1328 - 1344 μ.Χ.). Το χωριό αυτό καταστράφηκε το 1916 μ.Χ. από τον βουλγαρικό στρατό και σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπιά του. Η μονή κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο Μακεδόνων και ως κρύπτη όπλων και πυρομαχικών. Υπέστη ζημιές την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913 μ.Χ. και ερημώθηκε.
Για την διόρθωση των ζημιών της οργανώθηκε μία αδελφότητα που ονομαζόταν «Αγαθοεργός Αδελφότης - Η Κοίμησις της Θεοτόκου Βύσσιανης». Πρώτη μέριμνα της Αδελφότητας, ήταν η ανακατασκευή του παλαιού ναού της μονής. Τα έργα της ανακατασκευής ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1925 μ.Χ. και τελείωσαν το 1928 μ.Χ., ενώ τα εγκαίνια έγιναν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1925 μ.Χ. Την θέση αυτής της Αδελφότητας, παίρνει ένα άλλο σωματείο που ιδρύεται την ίδια εποχή. Το σωματείο αυτό ονομάζεται «Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων Βησσάνης».
Στη μονή αυτή βρίσκεται και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι αυτήν την εικόνα την βρήκε ένας γεωργός στο μέρος που χτίστηκε ο Ναός. Ο γεωργός έβλεπε ότι επί τέσσερις νύχτες εκπέμπετο από αυτό το μέρος μυστηριακό φως. Σε θαύμα επίσης αιτιολογούν την ύπαρξη άφθονου νερού.
Το Αγίασμα, επί σειρά ετών αποξηραμένο, σαν από θαύμα της Παναγίας, την παραμονή της γιορτής της (14 Αυγούστου 1996 μ.Χ.), άρχισε να αναβλύζει ασταμάτητα μέχρι και σήμερα. Το Καθολικό της μονής διευρύνθηκε το 1996 μ.Χ. με την προσθήκη νάρθηκα. Επίσης στη θέση του παλαιού καθολικού το οποίο κατεδαφίστηκε χτίσθηκε το Παρεκκλήσι της Παναγίας.
Σήμερα αποτελεί Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή. Η πρώτη μοναχή που εγκαταστάθηκε στη μονή ήταν η Πελαγία από τη μονή του Αγίου Μηνά Δράμας το έτος 1972 μ.Χ. Μόνο όμως το έτος 1984 μ.Χ. ο Μακαριστός Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κυρός Μάξιμος στελέχωσε τη Μονή με γυναικεία Αδελφότητα.
Η εργατικότητα και φιλοκαλία των μοναχών, διακόσμησε τους χώρους της αυλής με λουλούδια. Έτσι καθαρή και όμορφη υποδέχεται τους πιστούς μέσα σε ένα φιλόξενο και ευλαβικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί απαλή και εκστατική γαλήνη.
Η Μονη γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στην Κοίμηση της Θεοτόκου και της Ζωοδόχου Πηγής.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/03/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/3/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου