Όταν
οι βάρβαροι Πολόφτσοι (Πολωνοί) εισέβαλαν, τον 11ο αιώνα, στη ρωσική γη
και τη λεηλάτησαν, έσυραν στην αιχμαλωσία πολλούς Ρώσους. Ανάμεσά τους
ήταν και μοναχοί της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου.
Ένας απ’ αυτούς, ο
όσιος Ευστράτιος ο Νηστευτής, πουλήθηκε σ’ έναν Εβραίο έμπορο και
μαρτύρησε, όπως ο Χριστός, σε σταυρό. Ένας άλλος, ο όσιος Νίκων Σουχόι,
οδηγήθηκε στη χώρα των Πολόφτσων, όπου φυλακίστηκε μαζί με πολλούς
άλλους χριστιανούς.
Όταν
έπαψαν οι εχθροπραξίες κι έγινε ανακωχή, κάποιος φιλάνθρωπος χριστιανός
από το Κίεβο ήρθε με χρυσάφι για να εξαγοράσει αιχμαλώτους από τους
Πολόφτσους. Ζήτησε ανάμεσα στους πρώτους τον όσιο Νίκωνα σε ένδειξη
σεβασμού προς το μοναχικό του σχήμα. Αλλά ο όσιος δεν αποδέχθηκε την
ευλαβική προσφορά του χριστιανού.
– Σε
ευχαριστώ, αδελφέ μου, του είπε. Ο Κύριος να σε ευλογεί για την αγάπη
σου. Αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη την εξαγορά. Ελευθέρωσε με τα χρήματά σου
άλλους αιχμαλώτους.
Ο
καλός άνθρωπος, υποθέτοντας ότι ο όσιος περίμενε την εξαγορά του από
τους πλουσίους συγγενείς του, δεν επέμεινε. Πληρώνοντας τους βαρβάρους,
ελευθέρωσε άλλους χριστιανούς και γύρισε μαζί τους στο Κίεβο.
Εκεί
βρήκε τους συγγενείς του οσίου και τους πληροφόρησε για την κατάστασή
του και τον τόπο όπου βρισκόταν. Εκείνοι ήρθαν χωρίς καθυστέρηση στη
χώρα των Πολόφτσων με πολύ χρυσάφι για να ζητήσουν την απελευθέρωσή του.
Μόλις, όμως, τους είδε ο αιχμάλωτος μοναχός, τους είπε:
– Μην
ξοδεύετε άδικα τα χρήματά σας. Αν ο Κύριος ήθελε να είμαι ελεύθερος,
δεν θα με παρέδιδε στα χέρια των βαρβάρων. Εκείνος στέλνει τις
ευεργεσίες, Εκείνος παραχωρεί και τις δοκιμασίες. «Αν δεχθήκαμε τα καλά
από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υπομείνουμε και τα άσχημα;» (Ιώβ 2:10).
Μάταια
προσπάθησαν οι συγγενείς του να τον μεταπείσουν, μάταια τον ικέτεψαν,
μάταια έκλαψαν. Ο δούλος του Θεού ήταν ανυποχώρητος. Στο τέλος,
θυμωμένοι από τη στάση του, τον μάλωσαν αυστηρά κι έφυγαν για το Κίεβο
άπρακτοι.
Οι
Πολόφτσοι, βλέποντας ότι, εξαιτίας της αρνήσεως του αιχμαλώτου τους να
εξαγοραστεί, στερήθηκαν πολύ χρυσάφι, έγιναν θηρία από την οργή. Για να
τον εκδικηθούν, άρχισαν να τον βασανίζουν άσπλαχνα.
Για
τρία χρόνια τον μαστίγωναν, τον έκαιγαν, τον ράβδιζαν, τον έσχιζαν με
κοφτερά μαχαίρια. Όταν έφτανε στα πρόθυρα του θανάτου, τον άφηναν για
λίγο να συνέλθει, κι έπειτα άρχιζαν πάλι τα βασανιστήρια. Τροφή και νερό
του έδιναν κάθε δύο ή τρεις μέρες.
Όταν δεν τον βασάνιζαν, τον είχαν
δεμένο χειροπόδαρα με βαριές σιδερένιες αλυσίδες. Το καλοκαίρι τον
άφηναν να λιώνει κάτω από τον καφτερό ήλιο. Και τον χειμώνα τον έβγαζαν
στο χιόνι, όπου μελάνιαζε ολόκληρος από την παγωνιά.
✶✶✶
Παρ’
όλα τα φοβερά του μαρτύρια, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού όχι μόνο
δεν λιποψυχούσε, αλλά και εμψύχωνε τους άλλους αιχμαλώτους. Με τη χάρη
του Θεού, μάλιστα, έκανε και εξαίσια θαύματα για την ανακούφισή τους.
Ένα χαρακτηριστικό απ’ αυτά θα αναφέρουμε.
Κάποτε
αρρώστησαν σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι από την πείνα και τις κακουχίες.
Οι περισσότεροι έφτασαν κοντά στον θάνατο. Όταν ζήτησαν φαγητό από τους
ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες, εκείνοι τους έφεραν ειδωλόθυτα για να τους
μιάνουν. Ο όσιος με πύρινα λόγια τους έδωσε θάρρος, αποτρέποντάς τους
από τον μολυσμό. Έπειτα προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο.
Και σε λίγο έγινε
το θαύμα: Όλοι οι ως τότε ανήμποροι σηκώθηκαν όρθιοι, νιώθοντας γεροί,
χορτάτοι και δυνατοί, κι ας μην είχαν φάει τίποτα! Σε λίγον καιρό έδωσε ο
Θεός και απελευθερώθηκαν με εξαγορά…
Ο αρχιδεσμοφύλακας απειλούσε και παρακινούσε τον όσιο:
– Ειδοποίησε,
ανόητε, τους συγγενείς σου να φέρουν πολύ χρυσάφι και να σε πάρουν από
τα χέρια μας. Ειδοποίησέ τους, γιατί αλλιώς θα βρεις πικρό θάνατο!
– Ο
Κύριος θα με λυτρώσει δωρεάν από τα δεσμά σας, αποκρίθηκε ήρεμα ο
όσιος. Ο αδελφός μου ο Ευστράτιος, που τον πουλήσατε στους Εβραίους κι
εκείνοι τον σταύρωσαν, ήρθε και με πληροφόρησε για τη σύντομη
απελευθέρωσή μου. «Σε τρεις μέρες θα βρίσκεσαι στη Λαύρα των Σπηλαίων»,
μου είπε.
Ο
αρχιδεσμοφύλακας δεν κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια εκείνα. Νόμισε πως ο
αιχμάλωτος είχε σκοπό να δραπετεύσει. Για να εμποδίσει, λοιπόν, την
απόδρασή του, τράβηξε το ξίφος και του κατέφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα
στα πόδια. Ποτάμι άρχισε να τρέχει το αίμα από τις κομμένες φλέβες του
οσίου. Πριν φύγει ο αιμοβόρος βάρβαρος, άφησε ισχυρή φρουρά για τη
φύλαξή του. Έτσι ήταν βέβαιος ότι δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει.
Πέρασαν
τρεις μέρες. Ο Θεός είχε σταματήσει την αιμορραγία από τα πόδια του
οσίου, αλλά οι πληγές του ήταν φρικτές και η μετακίνησή του αδύνατη.
Ξαφνικά,
γύρω στο μεσημέρι, οι φρουροί έχασαν τον όσιο από τα μάτια τους. Είχε
γίνει αόρατος! Για λίγο άκουγαν μόνο τη φωνή του να ψάλλει:
– «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον!… Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών!…».
Αλλά
και η φωνή χάθηκε σύντομα. Ο όσιος είχε φύγει μακριά! Μεταφέρθηκε
αόρατα από το στρατόπεδο των αιχμαλώτων στην εκκλησία της Κυρίας
Θεοτόκου των Σπηλαίων!
Την
ώρα εκείνη οι πατέρες τελούσαν τη θεία Λειτουργία κι έψαλλαν τα Τυπικά.
Βλέποντας ξάφνου μπροστά τους τον π. Νίκωνα, τα έχασαν. Διέκοψαν την
ψαλμωδία και τον περικύκλωσαν σαστισμένοι. Με δέος και έκπληξη τον
ρωτούσαν:
– Αδελφέ, πώς βρέθηκες εδώ; Σε είχαμε για χαμένο. Πώς ήρθες; Τι έγινε;…
Βροχή
έπεφταν οι ερωτήσεις πάνω στον όσιο. Εκείνος στην αρχή σώπαινε, μη
θέλοντας ν’ αποκαλύψει το θαύμα. Πώς να το κρύψει, όμως, αφού οι πατέρες
τον έβλεπαν δεμένο με τις σιδερένιες αλυσίδες, καταπληγωμένο και
κυρτωμένο από τις ταλαιπωρίες;
– Σε
εξορκίζουμε, αδελφέ, τον ικέτεψαν, πες μας όλη την αλήθεια. Μη μας
κρύψεις τίποτα, για να δοξάσουμε τον Θεό και να τιμήσουμε τα θαυμαστά
έργα Του!
Τότε
ο όσιος διηγήθηκε όλα όσα του συνέβησαν στα χρόνια της αιχμαλωσίας.
Παρακάλεσε, όμως, τους πατέρες να μην του βγάλουν τις αλυσίδες, αλλά να
τον αφήσουν να τελειώσει μ’ αυτές την επίγεια ζωή του…
Από
το βιβλίο: Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των
Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 135.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου