Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Επιλεγμένα κηρύγματα του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς (ΜΕΡΟΣ 1ον)


*Οι ασκητές είναι οι μοναδικοί ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας και ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραπο­στολική σχολή μέσα στην Ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι άσκηση και ζωή γι' αυτό και μονάχα διά της α­σκήσεως και της ζωής επιτελείται το κήρυγμα και η ιεραποστολή. 

Ή ανάπτυξη της ασκητικότητας -προ­σωπικά και καθολικά- αυτή πρέπει να γίνει ή εσωτε­ρική αποστολή της Εκκλησίας μας μέσα στον λαό. Οι ενορίες πρέπει να μεταβληθούν σε ασκητικά κέ­ντρα, αλλά αυτό μπορεί να το επιτύχει μονάχα ένας ε­φημέριος - ασκητής. 

Πρέπει να ενισχύσουμε την προ­σευχή και την νηστεία, να αναπτύξουμε την εκκλη­σιαστική ευταξία ή οποία είναι από τα κύρια μέσα της Ορθοδοξίας με το όποιο εκείνη επιδρά αναγεννη­τικά στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως απαιτούν ως προϋπόθεση: οι ιερείς και οι μοναχοί μας να γίνουν οι ίδιοι ασκητές.

*Το χειρότερο πράγμα για τούς ανθρώπους είναι ό θάνατος: το να γίνω λάσπη, να μεταβληθώ σε σκου­λήκια, σε πηλό! Αξίζει τάχα να είναι κανείς άνθρω­πος; Γιατί να σε αγαπήσω, Θεέ μου, αφού αύριο θα μεταβληθώ σε σκουλήκια και πηλό; Να, όμως, πού ό Κύριος Ιησούς Χριστός σε σώζει από τον θάνατο διά της Αναστάσεως Του, εξασφαλίζει την αιώνιο ζωή για την ψυχή σου και το σώμα, όταν εκείνο θα ανα­στηθεί λαμπερό και θα ενωθεί με την ψυχή.

Γι' αυτό και ό Κύριος Ιησούς έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ό Μόνος Φιλάνθρωπος, ό μόνος από κα­τασκευής κόσμου μέχρι της Φοβέρας Κρίσεως. Μονά­χα εκείνος πού νίκησε τον θάνατο είναι ό Μόνος Φι­λάνθρωπος και όλα τα άλλα είναι άπλες φλυαρίες. Και οι κουλτούρες, οι πολιτισμοί, οι επιστήμες και οι τέχνες; 

- Τί αστεία πράγματα! Μα τί να την κάνω την τεχνολογία και την επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη; Εκείνος είναι ό μόνος φιλάν­θρωπος, αυτός πού με ελευθερώνει από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Γιατί ό διάβολος είναι ό εφευρέτης της αμαρτίας και μαζί μ' αυτήν και του κα­κού.

*Αυτό είναι ή αγάπη του Χριστού προς τον άν­θρωπο: ή λύτρωση από τον θάνατο. Λέει ή δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε­αυτόν» (Μτ. 22, 39). Πότε αγαπούμε λοιπόν πραγματι­κά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την α­μαρτία του, από την κόλαση... αυτή είναι ή γνήσια α­γάπη προς τον άνθρωπο. 

Άπατα εαυτόν όποιος νομί­ζει πώς αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατο του και όχι τον ίδιο. Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμη του- τότε τον αγαπά αληθινά.

Θα ρωτήσει κάποιος: και ή αγάπη των γονέων προς τα τέκνα; Και ή αγάπη του συζύγου προς την σύ­ζυγο; Και ή αγάπη του ανθρώπου προς την πατρίδα; Δεν είναι και αυτά αγάπη; Τα ονομάζουμε βέβαια όλα αυτά αγάπη άλλα είναι άραγε έτσι; Όλα αυτά δεν έ­χουν ίχνος αγάπης εάν δεν είναι ο Χριστός η δύναμη εκείνη μέσα από την οποία αγαπάμε. 

Αν ό πατέρας δεν αγαπά τα τέκνα του με την αγάπη του Χριστού, αν δεν τα παιδαγωγεί στο αγαθό, αν δεν τα οδηγεί στον ί­σιο δρόμο, αν δεν τα διδάσκει να σωθούν από την α­μαρτία, παρά μονάχα τα χαϊδεύει και τα κολακεύει, τότε τα μισεί και τα φονεύει. Αν πάλι, ό σύζυγος αγα­πά την σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ό φονιάς της. Έτσι συμβαίνει με κάθε γήινη, σαρκική αγάπη.

*Ή Δικαιοσύνη και ή Αλήθεια του Θεού ενοχλούν τούς άνομους, ενοχλούν αυτούς πού είναι ανή­μποροι από τις αμαρτίες, ενοχλούν όλους όσοι είναι μεθυσμένοι από τα διάφορα πάθη. Μήπως και σήμερα δεν κραυγάζουν οι Χριστομάχοι: σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν! Μήπως και σήμερα δεν ζητούν την κεφα­λή του Ιησού από την Ναζαρέτ;

*Ω ναι, όταν οι άνθρωποι τρελαθούν από την υ­περηφάνεια, όταν αλλοφρονήσουν από την αυταρέσκεια, τότε δεν τούς χρειάζεται ό Θεός, δεν χρειάζο­νται την Δικαιοσύνη Του αφού ανακηρύσσουν τον ε­αυτό τους για θεό. Προτείνουν την ελάχιστη και ψεύ­τικη αλήθεια τους ως την μεγάλη, την σωτήρια αλή­θεια. Ανακηρύσσουν ακόμα, την ελάχιστη γήινη, δι­κή τους ανάπηρη δικαιοσύνη ως την μέγιστη δικαιο­σύνη: δεν μας χρειάζεται ή Δικαιοσύνη του Χριστού, δεν θέλουμε την Δικαιοσύνη του Θεού.

*Οι άνθρωποι, με τυφλωμένο τον νου και την ψυ­χή, δεν βλέπουν μα και δε θέλουν να δουν ότι σε τού­το τον κόσμο ο άνθρωπος -ο γνήσιος άνθρωπος- δεν μπορεί να σταθεί δίχως τον Θεό. Γιατί άραγε αυτό; Μα επειδή ό κόσμος αυτός είναι γεμάτος από Ηρώδες, γεμάτος από Φαρισαίους. Οι Ήρώδες ζητούν την κεφαλή Ιωάννου του Βαπτιστού, ζητούν τις κεφα­λές όλων των δικαίων της γης. Και οι Φαρισαίοι, οι ψευδείς Γραμματείς και οι ψευδοσοφοί του κόσμου αυτοί απαιτούν τον θάνατο του Θεανθρώπου Χριστού.

*Μπροστά στον θάνατο οι άνθρωποι είναι αδύνα­μοι σαν τα κουνούπια, σαν τα πετραδάκια. Για ποιό πράγμα καυχάσθε ω άνθρωποι; Για τον πλούτο, την ε­πιστήμη, την φιλοσοφία και την κουλτούρα; Όλα αυ­τά είναι σκύβαλα - συ και εγώ δούλοι του θανάτου! Κάθε άνθρωπος είναι δούλος του φόβου, δούλος του θανάτου. Μπορεί να γίνει άνθρωπος σε αυτό τον κό­σμο με χαρά; Όχι δεν μπορεί. 

Ό άνθρωπος πού θα α­ντικρίσει σοβαρά τον εαυτό του και με σοβαρότητα θα κοιτάξει τον θάνατο σαν τον έσχατο σταθμό αυτής της ζωής, αυτός ό άνθρωπος δεν έχει χαρά σε αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει γι' αυτόν καμιά απόλαυση ε­δώ. Όλες οι απολαύσεις είναι ένα ψέμα, εάν ό θάνα­τος αποτελεί για μένα και για σένα τον τελευταίο σταθμό αυτού του κόσμου.

*Ποιος εισήγαγε τον θάνατο σε αυτό τον κόσμο; Ποιος άλλος από την αμαρτία; στον άνθρωπο ανήκει δυστυχώς, αυτός ό γεμάτος ντροπή ρόλος αυτής της ζωής, της εισαγωγής δηλ. της αμαρτίας και του θανά­του και του διαβόλου σε αυτό τον κόσμο. Δεν το έ­πραξαν αυτό μήτε οι τίγρεις μήτε οι αλεπούδες, το έ­πραξε ό άνθρωπος. 

Γι' αυτό και ό άνθρωπος είναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστά σε όλα τα ζώα και ό­λα τα φυτά και όλα τα πετούμενα. Πρέπει να ντρέπε­ται ό άνθρωπος και να εκλιπαρεί για συγνώμη από το κάθε πουλί για το ότι αυτός είναι πού έφερε τον θάνα­το στον κόσμο αυτό, έφερε τον θάνατο και στα που­λιά και στα ζώα και στα φυτά. Τα πάντα φθείρονται και αποθνήσκουν. 

Μέχρι πότε όμως; Μέχρι την ανά­σταση των νεκρών, όταν ό Κύριος θα κρίνει τον κό­σμο και, στη θέση της παλαιάς γης, θα δώση καινή γη, όταν όλα θα γίνουν αθάνατα επάνω της. Αυτό εί­ναι κάτι πού εμείς δεν μπορούμε μα ούτε και ξέρουμε να το συλλάβουμε, αλλά αυτό είναι ή καλή είδηση του Κυρίου και Χριστού μας.

*Ποιό το όφελος από το ότι ή Ευρώπη, ή Αμερι­κή και όλες οι ήπειροι τρέχουν να κατακτήσουν τον κόσμο, το σύμπαν, την Σελήνη, τον Άρη και τ' αστέ­ρια; Τί θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν αποκτήσει τον κόσμο όλο και βλάψει την ψυχή του, αν χάσει την ψυχή του; 

Από ποιόν θέλετε ώ άνθρωποι να κατακτή­σετε την Σελήνη; Από ποιόν να πάρετε τα άστρα; Από τον Κύριο ό Οποίος τα έχει σπείρει σαν αλλά άν­θη στην ατέλειωτη απεραντοσύνη; Πόσο ελεεινός είναι ό ευρωπαίος άνθρωπος όταν εκστρατεύει κατά του ουρανού σαν να πρόκειται για τον εχθρό του!

Η επιλογή και μετάφραση των κειμένων έγινε αφιλοκερδώς από τον σερβομαθή θεολόγο κ. Γεώργιο Κ., από τα εξής δύο βιβλία:

α) ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ - Βελιγράδι 1980, Ι. Μονή Τσέλιε.

β) ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ - Άγ. Όρος 2007, Ι. Μονή Χελανδαρίου.

Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη Θεσσαλονίκη
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου