Πόσες
φορές τον άγιο Δαυΐδ τον έχομε δει ζωντανό! Θα πήτε, «πώς τον βλέπετε,
πάτερ;». Σαν ένας μοναχός, χτυπά το σήμαντρο μόνος του, χτυπά την
καμπάνα και μπαίνουμε και ‘ρχόμαστε στην Εκκλησία και βλέπουμε έναν
γέροντα, έναν καλόγερο. Τον βλέπομε να μπαίνη στο Ιερό και γίνεται
άφαντος. Πόσες φορές μίλησα μαζί του!
Συχνά
βλέπω τον άγιο Δαυΐδ οφθαλμοφανώς σαν καλόγερο μέσα στην Εκκλησία.
Παρακαλώ τον Άγιο: «Όπως με φροντίζεις εδώ στο επίγειο Μοναστήρι σου,
Άγιέ μου, να με φροντίζης και στο ουράνιο».
Εδώ στο Μοναστήρι όλοι
έρχονται για τον Άγιο, σπάνια έρχεται κανείς για τον τόπο! (Ενώ πολύς κόσμος πήγαινε να δη τον ίδιο, τον Γέροντα). Πολλές
φορές το βράδυ είμαι άρρωστος, αλλά το πρωί σηκώνομαι για την θεία
Λειτουργία.
Σκέφτομαι ότι ίσως να είναι η τελευταία και παρακαλώ τον
Άγιο: «Άγιέ μου Δαυΐδ, εσύ να λειτουργήσης» και γίνομαι καλά και
λειτουργώ.
✶✶✶
Κάποτε,
ήμασταν μ’ έναν αδελφό εδώ στην Μονή και τον λέγανε π. Ακάκιο, αυτός
έφυγε απ’ το Μοναστήρι και πήγε στην Αλόννησο. Λοιπόν, ένα βραδάκι κατά
τις 8 Νοεμβρίου πριν λίγα χρόνια, κάναμε μια παράκληση στον άγιο
Νεκτάριο.
Όπως ήμασταν και οι δυό πατέρες στο μέσον της εκκλησίας, στο
εικονοστάσι εκεί είχαμε την εικονίτσα του αγίου Νεκταρίου και ψάλλαμε
την παράκληση του Αγίου. Λέω, «δεν πηγαίνω καλύτερα πίσω απ’ την Ωραία
Πύλη να διαβάσω το Ευαγγέλιον εις Ιεράρχην από την Ωραία Πύλη; και ‘δω
το ίδιο είναι, αλλά ας πάω στην Ωραία Πύλη να πω απ’ το Ιερό το άγιον
Ευαγγέλιον».
Μόλις
μπήκα μέσα από την Βόρεια πύλη, βλέπω έναν Γέροντα σαν τον π. Σεραφείμ,
μ’ ένα μπαστούνι, με το κουκούλι όπως φοράμε εμείς οι μοναχοί, τον
βλέπω στο δεξιό μέρος της αγίας Τραπέζης. (Απόρησα και ρώτησα τον π. Ακάκιο): «Πατέρα Ακάκιε, εμείς δύο πατέρες είμαστε και ψάλλουμε την παράκληση του αγίου Νεκταρίου, ο τρίτος παπάς από πού ήρθε;».
(Και ρωτώ και τον ίδιο): «Πάτερ, δεν μου λες από πού μπήκες; από πού ήρθες;». Νύχτα (ήταν), δέκα
η ώρα. Σα να εμειδίασε, χαμογέλασε, άστραψε το πρόσωπό του σαν ήλιος,
στο Ιερό δεν είχαμε ούτε φώτα, ούτε τίποτα, μόνον ένα καντηλάκι.
«Άκουσε πάτερ, του λέω, εάν δεν φύγης έξω απ’ το Ιερό, εγώ δεν πάω στην Ωραία Πύλη να (την) ανοίξω,
ούτε στην αγία Τράπεζα να πάρω το Ευαγγέλιο και να πω το Ευαγγέλιο στην
Ωραία Πύλη».
Μετά, του λέω, «Άντε, πάτερ, σε παρακαλώ, τώρα βγείτε έξω
απ’ το Ιερό. Πάτερ, δεν μπορώ να πάω να προσκυνήσω στην αγία Τράπεζα,
βγείτε έξω απ’ το Ιερό για να πω το Ευαγγέλιο, ήρθε η ώρα τώρα».
Χαμογέλασε και βλέπω ότι φεύγει από το Ιερό, απ’ την νότια πόρτα.
(Είπα): «Τώρα
που έφυγε θα πάω να πω το Ευαγγέλιο». Άνοιξα την Ωραία Πύλη, πήρα το
Ευαγγέλιο και κοίταξα, με συγχωρείτε, όχι πονηρά αλλά μήπως γυρίση πίσω.
Έλεγα το Ευαγγέλιο και με το μάτι μου έβλεπα μήπως έρθη ο Άγιος. Πήγε
μπροστά στην εικόνα του και έγινε άφαντος. Είχε φύγει απ’ το τέμπλο
–βλέπετε (είναι) ζωντανή εικόνα θαυματουργικιά– και πήγε μέσα
στο Ιερό και μετά ετακτοποιούνταν μέσα στην θέση του τέμπλου, όπως είναι
ο Άγιος στη θέση του. Είπα το Ευαγγέλιο, τελείωσε η Παράκληση, και
ρώτησα:
– Πάτερ Ακάκιε, άκουσες κανένα κτύπο, είδες κανέναν Ιερέα, δεν άκουσες τι σου έλεγα;
– Όχι πάτερ, δεν άκουσα (τίποτα, μόνο) άκουσα έναν κτύπο αλλά πού να ξέρω; καμμιά πόρτα θα χτύπησε απ’ τον αέρα.
– Παπάς ήταν μέσα στην αγία Τράπεζα.
– Όχι δεν είδα, τίποτα.
✶✶✶
Λέω
το πρωί του Αγίου: «Άγιέ μου Δαυΐδ, έχω τώρα τα πόδια, την δισκοπάθεια,
την καρδιά μου, αν με βοηθήσης θα λειτουργήσω, αν δεν με βοηθήσης, βγες
μόνος και λειτούργα».
Μου λένε: «Πρόσεχε στην Λειτουργία, μην σε κόψη
κανένας κρύος ιδρώτας και πέσης, ουαί και αλλοίμονό σου!». Εγώ όμως
έκανα τον σταυρό μου και λέω, «περιμένουν αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι (βοήθεια)».
Όταν
μπήκα στην Λειτουργία, δεν ξέρω, δεν αισθανόμουνα κόπο, τίποτε, με
βοηθά η Χάρις του Θεού. Η προσευχή στηρίζει τον άνθρωπο. Παιδιά μου, δεν
λειτουργάω εγώ, άλλος λειτουργάει.
Από
το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Α’.
Διηγήσεις (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου