Ευαγγ. Ανάγνωσμα - η παραβολή των δέκα ταλάντων
( ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ´ 14 – 30)Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Διότι η βασιλεία των ουρανών και η δευτέρα παρουσία του υιού του ανθρώπου ομοιάζει προς ένα άνθρωπον, ο οποίος, προκειμένου να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και παρέδωκε εις αυτούς όλα τα υπάρχοντά του, επί αποδώσει λογαριασμού. Και εις μεν τον ένα έδωκε πέντε τάλαντα, στον άλλον δύο, στον τρίτον ένα, σύμφωνα με την ικανότητά που είχε ο καθένας. Και αμέσως εταξίδευσε εις μακρυνήν χώραν. Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, επήγε ειργάσθη με αυτά και εκέρδησε άλλα πέντε τάλαντα. Το ίδιο και εκείνος που είχε τα δύο, εκέρδησε άλλα δύο. Εκείνος όμως που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε, έσκαψε εις την γην και έκρυψε εκεί τα χρήματα του κυρίου του. (Δεν ήτο κλέπτης και καταχραστής, αλλά αμελής και πονηρός. Δεν κατησώτευσε το τάλαντον, αλλά το αφήκε αχρησιμοποίητον, πράγμα που φανερώνει ασέβειαν και απείθειαν προς τον κύριόν του). Υστερα από πολύν χρόνον, ήλθε ο κύριος εκείνων των δούλων και εζήτησε από αυτούς λογαριασμόν. Και προσελθών εκείνος ο οποίος είχε πάρει τα πέντε τάλαντα επρόσφερε και άλλα πέντε τάλαντα λέγων· “Κυριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά”. Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρίου σου”. Προσελθών δε και εκείνος, που είχε λάβει τα δύο τάλαντα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· ιδού άλλα δύο εκέρδησα επάνω εις αυτά”. Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Ελα και συ μέσα, δια να απολαύσης την χαρά του Κυρίου σου”. Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε λάβει το ένα τάλαντο, και είπε· “Κυριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν εσκόρπισες. Και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανήκει”. Αποκριθείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δούλε πονηρέ και οκνηρέ! Εγνώριζες ότι εγώ θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρπισα. Επρεπε λοιπόν συ να καταθέσης τα χρήματά μου στους τραπεζίτας και όταν εγώ θα ερχόμουν, θα έπαιρνα με τον τόκο του αυτό που είναι ιδικόν μου. Παρτε, λοιπόν, από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. Διότι εις εκείνον ο οποίος με την εργασίαν και την τιμιότητά του έχει αυξήσει αυτό που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα πολλά με το παραπάνω. Από εκείνον δε που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά δεν τα εκαλλιέργησε, θα του αφαιρεθή, και αυτό που του εδόθη. Και τον άχρηστον αυτόν πονηρόν δούλον βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πυκνό σκοτάδι της κολάσεως· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων”.
1. Πλῆθος χαρισμάτων
Τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Ἕνας ἄνθρωπος πρὶν φύγει γιὰ μακρινὸ ταξίδι, παρέδωσε στοὺς δούλους του τὰ ὑπάρχοντά του· σὲ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς συμβολίζει τὸν Θεό. Τὸ τάλαντο ἦταν ἕνα σημαντικὸ ποσὸ χρυσοῦ στὴν ἀρχαιότητα. Συμβολίζει «πᾶσαν Θεοῦ δωρεάν», γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος1. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ προικίζει τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ διάφορα χαρίσματα, τὰ ὁποῖα ἂν καλλιεργήσει κατὰ τὸ θεῖο θέλημα, θὰ ἀξιωθεῖ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὅλοι λοιπὸν ἔχουμε χαρίσματα, καὶ μάλιστα ἀρκετά – ἀκόμη καὶ τὸ ἕνα τάλαντο ἦταν σημαντικὸ κεφάλαιο.
Ὑπάρχουν διάφορα χαρίσματα: μελωδικῆς φωνῆς, ζωγραφικῆς, διανοητικῆς ἀντιλήψεως, εὐχέρειας λόγου, χάρισμα ἔμφυτης εὐγένειας, παρηγορίας τῶν θλιβομένων… Πλῆθος τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. «Οὐδεὶς γάρ ἐστιν ἀμέτοχος τῆς τοῦ Θεοῦ χρηστότητος», γράφει ὁ Ἅγιος. Κανεὶς δὲν εἶναι ἀμέτοχος τῆς εὐεργετικότητος τοῦ Θεοῦ.
2. Ἄνιση διανομὴ γεμάτη ἀγάπη
Ὁ κύριος τῆς παραβολῆς, ὅπως εἴδαμε, δὲν μοίρασε σὲ ὅλους τὸ ἴδιο χρηματικὸ ποσό, ἀλλὰ «ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν», στὸν καθένα κατὰ τὴ δύναμή του. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν δίνει σὲ ὅλους τὰ ἴδια χαρίσματα οὔτε στὸν ἴδιο βαθμό, ἀλλὰ στὸν καθένα κατὰ τὶς ἀντοχές του, κατὰ τὴ δυνατότητά του νὰ τὰ αὐξήσει· διότι ἡ διανομὴ τῶν ταλάντων γίνεται μὲ αὐτὴ τὴν προοπτική: νὰ τὰ διαχειρισθεῖ ὁ καθένας ἔτσι ὥστε νὰ σωθεῖ.
Συνεπῶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λυπούμαστε ποὺ δὲν ἔχουμε αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο τὸ χάρισμα, ἢ νὰ ζηλεύουμε ἄλλους γιὰ τὰ ἐξαιρετικὰ χαρίσματά τους. Ὅ,τι ἔχουμε, μᾶς τό ᾿δωσε ὁ Θεὸς μὲ τέλεια ἀγάπη καὶ σοφία. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μποροῦμε νὰ σηκώσουμε χωρὶς νὰ ζημιωθοῦμε, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μποροῦμε νὰ καλλιεργοῦμε γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ὁ Θεὸς δὲν κάνει λάθη. Ἄλλωστε σὲ ὅποιον ἔχει δώσει πολλά, ἀπὸ αὐτὸν θὰ ζητήσει καὶ πολλά.
Λοιπόν, ἀντὶ νὰ κάνουμε συγκρίσεις, ἂς καλλιεργοῦμε μὲ χαρὰ τὸ τάλαντό μας, ὅποιο κι ἂν εἶναι. Διότι, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «τὰ δάση θὰ ἦταν βουβά, ἂν κελαηδοῦσαν μόνο τὰ πιὸ καλλίφωνα πουλιά».
3. Ἡ ἀνταπόδοση
Ὁ κύριος τῆς παραβολῆς ἐπήνεσε τοὺς δύο ἐργατικοὺς δούλους μὲ τὰ ἴδια ἀκριβῶς λόγια: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». Πολὺ καλά, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Σὲ λίγα ἤσουν ἀξιόπιστος διαχειριστής· θὰ σοῦ δώσω πολλὰ ἀγαθά. Μπὲς μέσα γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἴδια χαρὰ μὲ τὸν κύριό σου.
Γιατί ὁ ἴδιος ἔπαινος; «Διότι καὶ ἴση ἡ σπουδή»· διότι ἔδειξαν καὶ τὸν ἴδιο ζῆλο. Καὶ οἱ δύο διπλασίασαν αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν Εὐθύμιος Ζιγαβηνός2.
Ἐπιπλέον, ἡ ἀμοιβὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός, εἶναι πολὺ μεγάλη: «ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω». Πόσο γενναιόδωρος εἶναι ὁ Κύριός μας!
4. Ἡ τιμωρία τῆς ἀκαρπίας
Ἀντίθετα μὲ τοὺς δύο παραπάνω δούλους ὁ τρίτος, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντο, ἔδειξε ραθυμία. Πῆγε καὶ τὸ ἔθαψε. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ δώσει λόγο γιὰ τὴ διαχείρισή του, μίλησε μὲ μεγάλη αὐθάδεια γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ γιὰ τὴ ραθυμία του. Ἐπέστρεψε μάλιστα τὸ ἕνα τάλαντο ἀκέραιο, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἀπαλλαγμένος εὐθυνῶν. Ὁ κύριός του ὅμως τὸν ἤλεγξε καὶ διέταξε αὐστηρότατη τιμωρία, ἡ ὁποία συμβολίζει τὴν αἰώνια κόλαση.
Ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ δούλου αὐτοῦ καταλαβαίνουμε πόσο φοβερὸ πράγμα εἶναι ὄχι τὸ νὰ καταχρασθοῦμε ἕνα χάρισμα, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ μὴν τὸ ἀξιοποιήσουμε. Ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε ὅτι ἔχουμε βέβαιη τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ τυχὸν κάποιοι δὲν ἔχουμε διαπράξει μεγάλες ἁμαρτίες· ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ χαρίσματά μας γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ.
5. Οἱ τραπεζίτες
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: Ὁ κύριος ἀπάντησε στὸν ὀκνηρὸ δοῦλο ὅτι ἔπρεπε νὰ καταθέσει στοὺς τραπεζίτες τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει, καὶ θὰ ἐρχόταν ἐκεῖνος νὰ πάρει τὸ δικό του μαζὶ μὲ τὸν τόκο.
Ποιοὶ εἶναι οἱ τραπεζίτες; Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν: Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ πολλαπλασιάσουμε τὸ τάλαντό μας, μποροῦμε ὅμως νὰ διδάσκουμε ὅσους ἔχουν αὐτὴ τὴ δυνατότητα – αὐτοὶ εἶναι οἱ τραπεζίτες. Νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ συμβουλεύσουμε ὅσους ἔχουν καλὴ διάθεση, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γράφει ὁ χρυσολόγος Πατήρ3. Καὶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: Δίνω συμβουλὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ, ὄχι γιὰ νὰ μιμηθεῖ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεχθεῖ ὡς φρόνιμος τὰ λόγια μου καὶ νὰ ὠφεληθεῖ4.
Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ ἐργασθοῦμε. Ἡ ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία Του ἔχει ὁρίσει πολὺ εὐνοϊκοὺς ὅρους πνευματικῆς κερδοφορίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ περιφρονήσουμε τὴν ἀγάπη Του;
1. Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατ᾿ ἐπιτομήν, σνγ´, ΕΠΕ 9, 302-304.
2. Βλ. Παν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 20086, σελ. 445.
3. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΟΗ´ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, PG 58, 714.
4. Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ ὑπομονῆς· στό: Κ.
Φραντζολᾶ (ἐπιμ.), Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου Ἔργα, ἐκδ. Τὸ Περιβόλι τῆς
Παναγίας, τόμ. 4ος, σελ. 316.
(ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β’ Ϛ´ 1 – 10)
Συνεργοῦντες δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· – λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ’ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Συνεργαζόμενοι δε με τον Θεόν δια να συμφιλιωθή με αυτόν ο κόσμος, σας παρακαλούμεν να προσέξετε, μήπως ματαίως και ανωφελώς δεχθήτε την χάριν του Θεού. Αι ευκαιρίαι της σωτηρίας παρέρχονται. Διότι η Γραφή λέγει· “εις κατάλληλον και ευπρόσδεκτον καιρόν σε ήκουσα και σε εδέχθην και εις περίοδον, που προσφέρεται προς σωτηρίαν, σε εβοήθησα”. Ιδού τώρα είναι ο κατάλληλος και ευπρόσδεκτος καιρός, ιδού τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. Τωρα και ημείς ως πρεσβευταί του Θεού μεσιτεύομεν και παρακαλούμεν να δεχθήτε την σωτηρίας, χωρίς να δίδωμεν εις κανένα ουδεμίαν αφορμήν προσκόμματος, δια να μη γίνη κατά κανένα τρόπον θέμα μομφής και εμπαιγμού η διακονία, που μας ανέθεσεν ο Κυριος. Αλλά τουναντίον εις κάθε περίστασιν και με κάθε έργον συσταίνομεν και προβάλλομεν τους εαυτούς μας σαν γνησίους υπηρέτας του Θεού με πολλήν υπομονήν, με θλίψεις, με ανάγκας, με στενοχωρίας, με δαρμούς, με φυλακίσεις, με συνεχείς μετακινήσεις-είτε ένεκα των διωγμών είτε ένεκα των αναγκών του έργου μας-με κόπους, με αγρυπνίας, με νηστείας, με αγνότητα από κάθε μολυσμόν, με την άδολον γνώσιν της αληθείας, με την μακροθυμίαν, με ημερότητα και καλωσύνην, με τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, με αγάπην ειλικρινή και άδολον, με το κήρυγμα, δια του οποίου εξαγγέλεται η αλήθεια, με την δύναμιν του Θεού, με τα όπλα της δικαιοσύνης τα δεξιά, σαν εκείνα που κρατούν οι επιτιθέμενοι κατά την μάχην, και με τα όπλα τα αριστερά, σαν εκείνα που κρατούν οι αμυνόμενοι με το αριστερόν των χέρι, όπως είναι η ασπίδα. Μαρτυρούμεν και βεβαιώνομεν επάνω εις τα πράγματα ποίοι είμεθα με την δόξαν, την οποίαν ο Θεός και οι πιστοί άνθρωποι μας αποδίδουν, αλλά και με την περιφρόνησιν εκ μέρους των απίστων, με την δυσφήμησιν εκ μέρους των διαβολέων, με τον έπαινον και την καλήν φήμην εκ μέρους των πιστών, με την κατηγορίαν εκ μέρους των απίστων ότι είμεθα απατεώνες και με την ομολογίαν εκ μέρους των πιστών ότι είμεθα ειλικρινείς. Εργάται του Ευαγγελίου ημείς ζώμεν εν μέσω του κόσμου ως άγνωστοι δια την ασημότητα ημών, αλλά και ως πολύ καλά γνωστοί από τους πιστούς δια το έργον μας, ως κινδυνεύοντες κάθε ημέραν να αποθάνωμε, αλλ’ ιδού ότι ζώμεν, ως βασανιζόμενοι και τιμωρούμενοι, αλλά και μη θανατούμενοι έως τώρα, ως άνθρωποι, που είμεθα συνεχώς βυθισμένοι εις την λύπην, ημείς οι οποίοι εν τούτοις εις την πραγματικότητα πάντοτε χαίρομεν, ως πτωχοί οι οποίοι κάμνομεν πολλούς άλλους πλουσίους, ως άνθρωποι ποι δεν έχομεν τίποτε και όμως κατέχομεν τα πάντα.
πηγή: ο Σωτήρ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου