Θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μετοχή του, στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέωσις ὅμως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται στὴν ἕνωσί Της μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ (ατρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως). Ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἅγιος, βλέπει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως βλέπει, γνωρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἔχομε υποστατικὴ ἕνωσι τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὅ,τι καὶ ὅσα ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶχε ὅλη τὴν γνῶσι ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Τριάς. Καί, ἐφ' ὅσον γνωρίζη ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἔχει ὅλη τὴν γνῶσι τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι' αὐτὸν τὸν λόγον θεωρεῖται βλασφημία νὰ πῆ ὁ ἄνθρωπος ὅτι μετέχει στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἀμέτοχος ὁ ἄνθρωπος.
Κάτοχοι τῆς Θείας οὐσίας εἶναι μόνον ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Πατὴρ γνωρίζει τὴν οὐσίαν Του, ὁ Υἱὸς γνωρίζει τὴν οὐσίαν Του, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον γνωρίζει τὴν οὐσίαν Του. Ὁπότε ἡ γνῶσις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κτῆμα μόνον τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν εἶναι κτῆμα τῶν ἀνθρώπων ἡ γνῶσις αὐτή. Διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει περὶ Θεοῦ μόνον ὅσα γνωρίζει ἐξ ἀποκαλύψεως κατὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως.
Ὅμως αὐτὴ ἡ γνῶσις τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως δὲν εἶναι γνῶσις. Διότι ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις βασίζεται στὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν διαφορά. Ἐδῶ ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἡ γνῶσις αὐτὴ περὶ Θεοῦ δὲν εἶναι γνῶσις. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ γνῶσις αὐτή, τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως λέγεται καὶ ἀγνωσία! Καὶ λέγεται ἀγνωσία, διότι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀξιοῦται τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του. Γιατί; Διότι κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπ' ὅ,τι ἤξερε μέχρι τότε, εἰσέρχεται στὸν χῶρο τοῦ ἀκτίστου, ὅπου δὲν γνωρίζει τίποτε καὶ γνωρίζει τὸν Θεὸν μέσῳ τοῦ Θεοῦ. Τὸ μέσον τῆς γνώσεως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε γνωρίζει τὸν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ δια τοῦ Λόγου. Γι' αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Ὁ εωρακὼς ἐμέ, ἑώρακε τὸν Πατέρα»81. Αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνον μέσῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ τὴν Ἐνσάρκωσι μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ γνωρίση τὸν Θεόν.
Σ' αὐτὴν τώρα τὴν γνῶσι μετέχει καὶ ἡ διάνοια (λογικὴ) καὶ ὁ νοῦς (ἡ νοερὰ ἐνέργεια καὶ αἴσθησι) καὶ οἱ αἰσθήσεις καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει. Ὁπότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θεούται. Θεούται καὶ τὸ σῶμα του γι' αὐτὸ καὶ εὐωδιάζει. Ὄχι μόνο ἡ ψυχή του. Διότι μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος βλέπει. Ἀλλὰ τί βλέπει; Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα. Τί βλέπει; Οὔτε χρῶμα βλέπει οὔτε σχῆμα βλέπει οὔτε διαστάσεις βλέπει οὔτε μέγεθος βλέπει οὔτε φῶς βλέπει οὔτε σκότος βλέπει. Δὲν βλέπει τίποτε ποὺ νὰ μοιάζη μὲ τὰ ἀνθρώπινα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δεδοξασμένη ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Καί, βλέποντας τὸν Χριστόν, τότε βλέπει καὶ τὸν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Τώρα ἐρχόμεθα στὸ ἑξῆς: Ἄλλη εἶναι ἡ σχέσις μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδὴ ἡ αλληλοπεριχώρησις τῶν τριῶν Προσώπων, ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωσις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Λόγον καὶ ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωσις τῶν θεουμένων μὲ τὸν Θεόν. Εἰδικώτερα αὐτὰ τὰ δύο τελευταῖα εἶναι δύο διαφορετικὰ πράγματα ἐξ ἐπόψεως ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας. Διότι, ἑνωμένος ὁ θεούμενος μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διαπιστώνει ὅτι διαφορετικὰ μετέχομε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στὸ ἄκτιστο, διαφορετικὰ μετέχει ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ἄκτιστο καὶ ἄλλη σχέσι ἔχουν μεταξύ τους τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Γιὰ νὰ μπορῆ λοιπὸν νὰ γίνη σωστὴ κατάταξις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ πραγματικότητος, ἔκαναν οἱ Πατέρες τις παραπάνω διακρίσεις. Γιὰ ποιόν ἀπώτερο λόγο; Δὲν τὶς ἔκαναν γιὰ νὰ κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, ἀλλὰ τὶς ἔκαναν γιὰ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες ἐπάνω στὰ θέματα αὐτά. Τὸ ἔργο αὐτὸ τῶν Πατέρων, τὸ νὰ χρησιμοποιοῦν δηλαδὴ τέτοια εἰδικὴ ὁρολογία, δὲν ἔγινε γιὰ τὴν κατανόησι κανενὸς δόγματος, διότι ὁ σκοπὸς τοῦ δόγματος δὲν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλὰ ἡ κατάργησίς του, ἡ ὁποία συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μὲ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο ποὺ ἐκφράζει τὸ δόγμα. Τότε καταργεῖται τὸ δόγμα, τὸ ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἔγινε ποτὲ κατανοητὸ ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς. Καταργεῖται τὸ δόγμα, ἐφ' ὅσον ὑπάρχη πιὰ ἕνωσις μὲ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὅ,τι καὶ ὅσα ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶχε ὅλη τὴν γνῶσι ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Τριάς. Καί, ἐφ' ὅσον γνωρίζη ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἔχει ὅλη τὴν γνῶσι τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι' αὐτὸν τὸν λόγον θεωρεῖται βλασφημία νὰ πῆ ὁ ἄνθρωπος ὅτι μετέχει στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἀμέτοχος ὁ ἄνθρωπος.
Κάτοχοι τῆς Θείας οὐσίας εἶναι μόνον ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Πατὴρ γνωρίζει τὴν οὐσίαν Του, ὁ Υἱὸς γνωρίζει τὴν οὐσίαν Του, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον γνωρίζει τὴν οὐσίαν Του. Ὁπότε ἡ γνῶσις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κτῆμα μόνον τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν εἶναι κτῆμα τῶν ἀνθρώπων ἡ γνῶσις αὐτή. Διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει περὶ Θεοῦ μόνον ὅσα γνωρίζει ἐξ ἀποκαλύψεως κατὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως.
Ὅμως αὐτὴ ἡ γνῶσις τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως δὲν εἶναι γνῶσις. Διότι ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις βασίζεται στὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν διαφορά. Ἐδῶ ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἡ γνῶσις αὐτὴ περὶ Θεοῦ δὲν εἶναι γνῶσις. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ γνῶσις αὐτή, τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως λέγεται καὶ ἀγνωσία! Καὶ λέγεται ἀγνωσία, διότι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀξιοῦται τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του. Γιατί; Διότι κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπ' ὅ,τι ἤξερε μέχρι τότε, εἰσέρχεται στὸν χῶρο τοῦ ἀκτίστου, ὅπου δὲν γνωρίζει τίποτε καὶ γνωρίζει τὸν Θεὸν μέσῳ τοῦ Θεοῦ. Τὸ μέσον τῆς γνώσεως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε γνωρίζει τὸν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ δια τοῦ Λόγου. Γι' αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Ὁ εωρακὼς ἐμέ, ἑώρακε τὸν Πατέρα»81. Αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνον μέσῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ μετὰ τὴν Ἐνσάρκωσι μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ γνωρίση τὸν Θεόν.
Σ' αὐτὴν τώρα τὴν γνῶσι μετέχει καὶ ἡ διάνοια (λογικὴ) καὶ ὁ νοῦς (ἡ νοερὰ ἐνέργεια καὶ αἴσθησι) καὶ οἱ αἰσθήσεις καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει. Ὁπότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θεούται. Θεούται καὶ τὸ σῶμα του γι' αὐτὸ καὶ εὐωδιάζει. Ὄχι μόνο ἡ ψυχή του. Διότι μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος βλέπει. Ἀλλὰ τί βλέπει; Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα. Τί βλέπει; Οὔτε χρῶμα βλέπει οὔτε σχῆμα βλέπει οὔτε διαστάσεις βλέπει οὔτε μέγεθος βλέπει οὔτε φῶς βλέπει οὔτε σκότος βλέπει. Δὲν βλέπει τίποτε ποὺ νὰ μοιάζη μὲ τὰ ἀνθρώπινα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δεδοξασμένη ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Καί, βλέποντας τὸν Χριστόν, τότε βλέπει καὶ τὸν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Τώρα ἐρχόμεθα στὸ ἑξῆς: Ἄλλη εἶναι ἡ σχέσις μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδὴ ἡ αλληλοπεριχώρησις τῶν τριῶν Προσώπων, ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωσις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Λόγον καὶ ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωσις τῶν θεουμένων μὲ τὸν Θεόν. Εἰδικώτερα αὐτὰ τὰ δύο τελευταῖα εἶναι δύο διαφορετικὰ πράγματα ἐξ ἐπόψεως ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας. Διότι, ἑνωμένος ὁ θεούμενος μὲ τὸν Θεὸν Πατέρα μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διαπιστώνει ὅτι διαφορετικὰ μετέχομε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στὸ ἄκτιστο, διαφορετικὰ μετέχει ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ἄκτιστο καὶ ἄλλη σχέσι ἔχουν μεταξύ τους τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Γιὰ νὰ μπορῆ λοιπὸν νὰ γίνη σωστὴ κατάταξις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ πραγματικότητος, ἔκαναν οἱ Πατέρες τις παραπάνω διακρίσεις. Γιὰ ποιόν ἀπώτερο λόγο; Δὲν τὶς ἔκαναν γιὰ νὰ κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, ἀλλὰ τὶς ἔκαναν γιὰ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες ἐπάνω στὰ θέματα αὐτά. Τὸ ἔργο αὐτὸ τῶν Πατέρων, τὸ νὰ χρησιμοποιοῦν δηλαδὴ τέτοια εἰδικὴ ὁρολογία, δὲν ἔγινε γιὰ τὴν κατανόησι κανενὸς δόγματος, διότι ὁ σκοπὸς τοῦ δόγματος δὲν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλὰ ἡ κατάργησίς του, ἡ ὁποία συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μὲ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο ποὺ ἐκφράζει τὸ δόγμα. Τότε καταργεῖται τὸ δόγμα, τὸ ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἔγινε ποτὲ κατανοητὸ ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς. Καταργεῖται τὸ δόγμα, ἐφ' ὅσον ὑπάρχη πιὰ ἕνωσις μὲ τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο.
Ἡ ἕνωσις ὅμως μὲ τὸ Μυστήριο δὲν σημαίνει ὅτι καταργεῖται τὸ Μυστήριο. Τὸ Μυστήριο παραμένει. Ὁ ἄνθρωπος ἑνωμένος μὲ τὸ Μυστήριο της Ἁγία Τριάδος εἶναι ἑνωμένος μὲ Κάποιον, ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπὸ ὅλα τὰ νοήματα τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχη ὅρασι, ἐμπειρία τοῦ Μυστηρίου, ὅταν δηλαδὴ βρεθῆ σὲ κατάστασι θεώσεως, ἀντιμετωπίζει κάτι τὸ ἀπερίγραπτο. Ὄχι μόνο οἱ ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτες (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασι τοῦ Χριστοῦ), ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι στὴν κυριολεξία ἀπερίγραπτη. Δὲν ἐντάσσεται ἡ γνῶσις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς γνωσιολογικὲς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γνῶσις τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες.
Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ὅταν λέμε ὅτι στὸν Θεὸ ὑπερβαίνεται ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους, αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν π.χ. οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα σὲ Φῶς («Φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»82) ἢ μέσα σὲ Σκότος («Γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας Αὐτοῦ»83), καθὼς καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι λόγος, ἄλογος, υπέρλογος, δὲν ἐννοοῦν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε ἡ Αποφατικὴ λεγομένη Θεολογία δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμμία ὁμοιότητα μὲ καμμία ἀπὸ τὶς γνωστὲς μορφὲς ἐνεργείας τοῦ κόσμου τούτου. Διότι ποιὸ κτίσμα, ποιὰ ἐνέργεια «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοίς»;
Μόνον τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας, τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν θεούμενο, καθιστὰ γνωστὸ σέ μας τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης, ὄχι μόνον μεταξὺ τῆς οὐσίας ἢ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τῶν κτισμάτων ἀφ' ἑτέρου, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων.
Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὑπερβαίνει τὴν γνωστικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Αποφατικὴ Θεολογία ἔχομε ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις, ὅπως «γνωρίζει ἀγνώστως», «γνωρίζει υπεραγνώστως» κλπ.
Αὐτὴ ἡ περίεργη ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεὸς ὡς γνωστικὸν ἀντικείμενον δὲν ὑποπίπτει στὶς γνωστικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως οἱ διακρίσεις, ποὺ γίνονται στοὺς Πατέρες μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας ἢ μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τῆς οὐσίας, δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ μεταφυσική, ὀντολογία, Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα κλπ. Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχουν σχέσι.
Παρατηρεῖται ὅμως ὅτι, οἱ Πατέρες ἄλλαζαν ὁρολογία ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ καὶ ἔκαναν προσαρμογὴ τῆς ὁρολογίας τους, γιὰ νὰ βροῦν τοὺς σωστοὺς ὅρους ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἔκαναν, ὄχι γιὰ νὰ κατανοήσουν καλύτερα τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ χτυπήσουν τὶς αἱρέσεις ποὺ ἀνεφύοντο. Διότι ἡ κατανόησις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωσι καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσοφικὴ ἢ φιλολογικὴ διεργασία ἢ ἀπὸ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ επάνω σε αὐτὴν τὴν διδασκαλία.
Ὁ σκοπὸς τοῦ δόγματος, ποὺ διατυπώνουν οἱ Πατέρες, δὲν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλὰ ἡ δια τοῦ δόγματος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὅταν συμβῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθῆ κατὰ χάριν μὲ τὸν Θεό, ὅταν δηλαδὴ τοῦ αποκαλυφθὴ τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τότε καταργεῖται τὸ δόγμα.
Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ὅταν λέμε ὅτι στὸν Θεὸ ὑπερβαίνεται ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους, αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν π.χ. οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα σὲ Φῶς («Φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»82) ἢ μέσα σὲ Σκότος («Γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας Αὐτοῦ»83), καθὼς καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι λόγος, ἄλογος, υπέρλογος, δὲν ἐννοοῦν τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε ἡ Αποφατικὴ λεγομένη Θεολογία δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμμία ὁμοιότητα μὲ καμμία ἀπὸ τὶς γνωστὲς μορφὲς ἐνεργείας τοῦ κόσμου τούτου. Διότι ποιὸ κτίσμα, ποιὰ ἐνέργεια «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοίς»;
Μόνον τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας, τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν θεούμενο, καθιστὰ γνωστὸ σέ μας τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης, ὄχι μόνον μεταξὺ τῆς οὐσίας ἢ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τῶν κτισμάτων ἀφ' ἑτέρου, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων.
Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὑπερβαίνει τὴν γνωστικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Αποφατικὴ Θεολογία ἔχομε ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις, ὅπως «γνωρίζει ἀγνώστως», «γνωρίζει υπεραγνώστως» κλπ.
Αὐτὴ ἡ περίεργη ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεὸς ὡς γνωστικὸν ἀντικείμενον δὲν ὑποπίπτει στὶς γνωστικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως οἱ διακρίσεις, ποὺ γίνονται στοὺς Πατέρες μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας ἢ μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τῆς οὐσίας, δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ μεταφυσική, ὀντολογία, Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα κλπ. Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχουν σχέσι.
Παρατηρεῖται ὅμως ὅτι, οἱ Πατέρες ἄλλαζαν ὁρολογία ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ καὶ ἔκαναν προσαρμογὴ τῆς ὁρολογίας τους, γιὰ νὰ βροῦν τοὺς σωστοὺς ὅρους ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἔκαναν, ὄχι γιὰ νὰ κατανοήσουν καλύτερα τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ χτυπήσουν τὶς αἱρέσεις ποὺ ἀνεφύοντο. Διότι ἡ κατανόησις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωσι καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσοφικὴ ἢ φιλολογικὴ διεργασία ἢ ἀπὸ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ επάνω σε αὐτὴν τὴν διδασκαλία.
Ὁ σκοπὸς τοῦ δόγματος, ποὺ διατυπώνουν οἱ Πατέρες, δὲν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλὰ ἡ δια τοῦ δόγματος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὅταν συμβῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθῆ κατὰ χάριν μὲ τὸν Θεό, ὅταν δηλαδὴ τοῦ αποκαλυφθὴ τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τότε καταργεῖται τὸ δόγμα.
____________________________
Σημειώσεις
81. Ιω. 14, 9.
Σημειώσεις
81. Ιω. 14, 9.
82. Α' Τιμ. 6, 16.
83. Ψαλμ. 17, 10.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου