Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς συνιστᾷ σὲ ὅλους
μας· Δὲν ξέρεις γράμματα; κράτα ἕνα κομποσχοίνι καὶ σὲ κάθε κόμπο λέγε·
«Κύριε, ἐλέησον»· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος,
διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ
ἀνάξιον δοῦλόν σου». Νὰ τὸ λὲς πάντοτε αὐτό, λέει.
Πρόλαβε ὅμως καὶ μία παρεξήγησι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Διότι δὲν ἀρκεῖ
μόνο νὰ λέμε ἁπλῶς τὸ «Κύριε, ἐλέησον»· πρέπει νὰ τὸ λέμε μὲ πίστι.
Διηγεῖτο λοιπὸν τὸ ἑξῆς σχετικό.
Ἦταν ἕνας βοσκός, καὶ λέει μιὰ μέρα στὸν πατέρα του· ―Πατέρα,
βαρέθηκα νὰ βόσκω πρόβατα. Θὰ πάω κάτω στὸν κόσμο. Θέλω νὰ γίνω
βασιλιᾶς. ―Βασιλιᾶς εἶσαι ἐδῶ, παιδί μου. Τὰ βουνά, τὰ λαγκάδια, τὰ
δέντρα, τὰ πουλιὰ δικά σου εἶνε.
―Ὄχι, θὰ πάω. Καὶ ἄφησε τὸ μαντρί του.
Περνώντας ἀπὸ ἕνα δάσος εἶδε μιὰ σπηλιά, καὶ μέσ᾿ στὴ σπηλιὰ ἕνα μάγο.
Μπῆκε μέσα καὶ λέει στὸ μάγο· ―Θέλω νὰ μὲ κάνῃς βασιλιᾶ.
Ἐκεῖνος εἶπε·
―Θὰ σὲ κάνω βασιλιᾶ, ἀλλὰ θὰ κάνῃς ὅ,τι σοῦ πῶ. Θὰ πᾷς στὸ τάδε μέρος,
θὰ βγῇς τὴ νύχτα ἔξω στὸ νεκροταφεῖο, κι ὅταν τὸ ρολόι χτυπήσῃ δώδεκα
―γι᾿ αὐτὸ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια σηκώνονταν τὰ μεσάνυχτα νὰ κάνουν προσευχή·
διότι ὅλες τὶς ὧρες πειράζει ὁ σατανᾶς, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως πειράζει τὰ
μεσάνυχτα― θὰ ῥίξῃς αὐτὸ τὸ χαρτὶ στὰ μνήματα.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀλλὰ
μόλις τό ᾿ρριξε μαζεύτηκαν οἱ δαίμονες καὶ οὔρλιαζαν σὰν λύκοι. Αὐτὸς
φοβήθηκε. Θυμήθηκε τὴ γιαγιά του ποὺ τοῦ ᾿λεγε· Παιδί μου, ἂν καμμιὰ
φορὰ βρεθῇς σὲ κίνδυνο, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου.
Πράγματι κάνει τὸ σταυρό
του, καὶ οἱ δαίμονες ἐξαφανίστηκαν. Πάει τὸ πρωῒ στὸ μάγο καὶ τοῦ λέει
τί συνέβη.
Ἀπαντᾷ ἐκεῖνος· ―Δὲν ξέρεις, ὅτι ἔτσι δὲν πιάνουν τὰ μάγια;
Τώρα τί θέ᾿ς;
―Θέλω, λέει, νὰ γίνω βασιλιᾶς.
―Ἄκου νὰ σοῦ πῶ τί θὰ
κάνῃς. Θὰ πᾷς σ᾿ ἕνα μέρος, ὅπου μιὰ μάνα δουλεύει κ᾿ ἔχει ἀφήσει τὸ
παιδί της κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο. Θὰ πλησιάσῃς τὸ παιδί, ποὺ εἶνε δύο
χρονῶν νήπιο, θὰ τὸ σφάξῃς, θὰ πάρῃς τὴν καρδιά του ―καὶ σήμερα οἱ μάγοι
τέτοια δὲν κάνουν;― καὶ ζεστὴ – ζεστὴ θὰ τὴ φέρῃς σ᾿ ἐμένα. Μετὰ θὰ
ῥίξῃς πάλι τὸ χαρτὶ στὰ μνήματα.
Πῆγε λοιπὸν αὐτός, βρῆκε ἕνα παιδάκι
ἀθῷο, τὸ ἔσφαξε, πῆρε τὴν καρδούλα του καὶ τὴν πῆγε στὸ μάγο. Μετὰ πάει
στὰ μνήματα καὶ πετάει τὸ χαρτί. Μαζεύτηκαν δαίμονες διπλάσιοι καὶ
τριπλάσιοι. Ἀπὸ τὸ φόβο του ὁ βοσκὸς ἔκανε τὸ σταυρό του μιὰ φορά, μὰ οἱ
δαίμονες δὲν φύγανε· δυὸ φορές, πάλι δὲν φύγανε· τρεῖς φορές, τίποτα·
ἑκατό, διακόσες φορὲς ἔκανε τὸ σταυρό του, ἀλλὰ τώρα οἱ δαίμονες δὲν
φεύγανε.
Προηγουμένως φεύγανε, τώρα γιατί δὲν φεύγανε; Εἶστε ἔξυπνοι καὶ
καταλαβαίνετε. Γιατὶ τότε ὁ βοσκὸς ἦταν ἀθῷος· ἔπειτα ἔκανε τὸ ἔγκλημα,
ἔβαψε τὰ χέρια του στὸ αἷμα.
Λοιπὸν τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔχει δύναμι, ἐὰν εἴμεθα σύμφωνοι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7,21).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου