Παλιὰ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀρρώσταιναν, ἔπαιρναν λαδάκι ἀπὸ τὸ κανδήλι τους, ἀλείφονταν καὶ γίνονταν καλά. Τώρα τὸ κανδήλι τὸ ἔχουν τυπικά, μόνο γιὰ νὰ φωτίζη, καὶ τὸ λάδι, ὅταν πλένουν τὸ κανδήλι, τὸ ρίχνουν στὸν νεροχύτη.
Κάποτε πῆγα σὲ ἕνα σπίτι καὶ εἶδα τὴν νοικοκυρὰ νὰ πλένη τὸ κανδήλι της στὸν νεροχύτη. «Ποῦ πᾶνε τὰ νερά;», τὴν ρώτησα. «Στὴν ἀποχέτευση», μοῦ λέει. «Μὰ καλά, τῆς λέω, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος παίρνεις λαδάκι ἀπὸ τὸ κανδήλι καὶ σταυρώνεις τὸ παιδί σου, ὅταν εἶναι ἄρρωστο, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅλο τὸ λάδι τῆς κούπας πάει στὴν ἀποχέτευση; Πῶς τὸ δικαιολογεῖς αὐτό; Πῶς νὰ ἔρθη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι σου;».
Στὰ σημερινὰ σπίτια ἕνα ἱερὸ πράγμα, π.χ. τὸ χαρτάκι ποὺ τύλιξες τὸ ἀντίδωρο, δὲν ἔχεις ποῦ νὰ τὸ ρίξης. Θυμᾶμαι, στὸ σπίτι μας ἀκόμη καὶ τὰ νερὰ ποὺ πλέναμε τὰ πιάτα δὲν πήγαιναν στὴν ἀποχέτευση· πήγαιναν ἀλλοῦ, γιατὶ καὶ τὰ ψίχουλα εἶναι ἱερά, ἀφοῦ κάνουμε προσευχὴ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν λείψει σήμερα, γι᾿ αὐτὸ ἔλειψε καὶ ἡ θεία Χάρις καὶ δαιμονίζονται οἱ ἄνθρωποι.
Ὅσο μποροῦμε, νὰ προσέχουμε σὲ ὅλα. Μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία ἢ τὸ ἀντίδωρο ἢ τὸ Εὐχέλαιο, καλὸ εἶναι νὰ σκουπίζουμε τὰ χέρια μας μὲ λίγο βαμβάκι βρεγμένο μὲ οἰνόπνευμα καὶ νὰ καῖμε τὸ βαμβάκι. Ὅταν σκουπίζουμε τὸ Ἱερό, ὅσα μαζεύουμε νὰ τὰ ρίχνουμε στὴν θάλασσα ἢ νὰ τὰ καῖμε σὲ ἕναν καθαρὸ τόπο, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἔπεσε ἀντίδωρο ἢ μαργαρίτης. Φυσικά, ἂν πέση κάτω ἕνας μαργαρίτης, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ καθήση νὰ πατηθῆ, ἀλλὰ φεύγει ἡ Χάρις ἀπὸ ἐμᾶς.
Στὸ ἐξωτερικό, στοὺς Ναοὺς δὲν ἔχουν οὔτε χωνευτήρια. Τὰ νερὰ τῆς Προσκομιδῆς πᾶνε μὲ τὰ ὄμβρια. «Μᾶς ἀπαγορεύουν, λένε, νὰ ἔχουμε χωνευτήρια, ἐπειδὴ δημιουργοῦνται μικρόβια». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γεμίσει σωματικὰ καὶ πνευματικὰ μικρόβια καί, ἂν στάξη λίγο μύρο στὸ κεφάλι, σοῦ λένε «θὰ δημιουργηθοῦν μικρόβια»! Πῶς νὰ ἔρθη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Ὁ δαιμονισμὸς στὸν κόσμο ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν μερικὲς εὐλαβεῖς γυναῖκες, νέες καὶ ἡλικιωμένες, καὶ ἔτσι στηρίζεται ὁ κόσμος.
– Γέροντα, μιὰ κυρία ζήτησε νὰ τῆς ἁγιογραφήσουμε μιὰ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, γιὰ νὰ τὴν βάλη στὸ σαλόνι της.
– Ἐκεῖ θὰ ἔχη μόνον εἰκόνες; Δὲν θὰ ἔχη καὶ ἄλλα κάδρα, φωτογραφίες κ.λπ.; Ὕστερα δὲν θὰ καπνίζουν ἐκεῖ μέσα; Ἂς τὴν ἔχη καλύτερα σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο μὲ τὶς ἄλλες εἰκόνες σὲ ἕνα εἰκονοστάσι καὶ ἐκεῖ νὰ προσεύχεται. Σὲ ἕνα σπίτι ποὺ πῆγα μιὰ φορὰ τὸ εἰκονοστάσι τὸ εἶχαν βάλει κάτω ἀπὸ τὴν σκάλα, ἐνῶ εἶχαν ἕνα σωρὸ χώρους.
Σὲ ἕνα ἄλλο πάλι ἡ νοικοκυρὰ εἶχε κάνει τὸ εἰκονοστάσι της μπροστὰ ἀπὸ τὴν σωλήνα τῆς ἀποχετεύσεως. «Καλά, πῶς σκέφθηκες καὶ ἔβαλες τὸ εἰκονοστάσι σου σ᾿ αὐτὴν τὴν θέση;», τὴν ρώτησα. «Ἐδῶ μὲ ἀναπαύει», μοῦ λέει. Καὶ δὲν ἦταν νὰ πῆς ἀνατολικὸ τὸ μέρος, ἀλλὰ βορεινό! Πῶς νὰ ἔρθη ἡ Χάρις μετά; «Ὅστις ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ»[1]. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ἔχουμε, καὶ μᾶς ἀφαιρεῖται καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε.
Σιγὰ-σιγὰ χάνεται ἡ εὐλάβεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ συμβαίνουν αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ βλέπουμε. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ δαιμονισθῆ κανείς, ἂν δὲν προσέξη. Ἦταν μιὰ γυναίκα – ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχωρέση, πέθανε τώρα – ποὺ δαιμονίσθηκε, γιατὶ ἔχυσε τὸν ἁγιασμὸ στὸν νεροχύτη. Εἶχε λίγο ἁγιασμὸ σὲ ἕνα μπουκαλάκι. «Ἄ, λέει, μπαγιάτικος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἂς τὸν πετάξω, γιατὶ χρειάζομαι καὶ τὸ μπουκαλάκι». Ἔχυσε τὸν ἁγιασμό, ξέπλυνε κιόλας τὸ μπουκαλάκι, ἐπειδὴ εἶχε μείνει λίγος βασιλικὸς μέσα. Ὕστερα δαιμονίσθηκε. Ἔφυγε ἡ Χάρις, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνη ἡ Χάρις σὲ ἀνευλαβῆ ἄνθρωπο.
– Ἄν, Γέροντα, ἀπὸ λάθος χύση κάποιος τὸν ἁγιασμό;
– Ἂν εἶχε βάλει ὁ ἴδιος τὸ μπουκάλι μὲ τὸν ἁγιασμὸ λ.χ. μέσα σὲ ἕνα ντουλάπι καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ δὲν πρόσεξε ὅτι εἶναι ἁγιασμὸς καὶ τὸν ἔχυσε, ἔχει μισὴ ἁμαρτία. Ἂν τὸ ἔβαλε ἄλλος καὶ αὐτὸς δὲν ἤξερε ὅτι εἶναι ἁγιασμός, δὲν φταίει αὐτός.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν εὐλαβῆται τὰ Ἅγια, πῶς νὰ τὸν πλησιάση ἡ θεία Χάρις; Ἡ Χάρις θὰ πάη σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν τιμοῦν. «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί», λέει ἡ Γραφή. Ἂν δὲν ὑπάρχη ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία, δὲν γίνεται προκοπή. Ἕνας στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔβγαλε τὰ στασίδια ἀπὸ ἕναν Ναὸ καὶ τὰ πῆρε στὸν δικό του.
Ἄλλος ἔβγαλε τὶς πλάκες ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ Ἱεροῦ ἑνὸς ἄλλου Ναοῦ καὶ τὶς πῆρε, γιὰ νὰ στρώση τὴν βεράντα του. Ἔβρεξε, μπῆκαν νερὰ στὸ Ἱερὸ καὶ ἔτρεχαν πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Πῆγα μιὰ φορὰ μέσα, τί νὰ δῶ! Ἦταν ἐγκαινιασμένος ὁ Ναὸς καὶ στὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης ὑπῆρχε ἅγιο Λείψανο, ἕνας σπόνδυλος. Τὸν πῆρα, τὸν ἔπλυνα στὸ χωνευτήρι. «Τί κάνατε ἐκεῖ; τοὺς εἶπα μετά. Ὁ Ναὸς εἶναι ἐγκαινιασμένος! Βγάλατε τὶς πλάκες ἀπὸ τὴν σκεπὴ καὶ ὅλα τὰ νερὰ τρέχουν πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!». Πῆγαν μετὰ μὲ ἕναν μάστορα καὶ τὰ σύμμασαν λίγο. Ἀλλοῦ ἔβγαλαν τὰ σανίδια ἀπὸ τὸ Ἱερό, γιὰ νὰ κάνουν μουράγιο. Σηκώθηκε φουρτούνα, πῆρε καὶ τὰ σανίδια καὶ τὰ τσιμέντα.
Καὶ δὲν καταλαβαίνουν πόση ἀνευλάβεια ἔχουν ὅλα αὐτά! Θυμᾶμαι, ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα ἦταν ἕνας παπποῦς ποὺ κυνηγοῦσε τὰ παιδιά, γιατὶ ἔξυναν τὸν τοῖχο τῆς Ἐκκλησίας· τὸ θεωροῦσε ἀνευλάβεια. Καὶ τώρα ποῦ φθάσαμε!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου