Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 1-1-2002]
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἄγει τρεῖς γιορτές. Τὴν ὀκταήμερο περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ τὴν πρωτοχρονιά. Ἀφοῦ ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου ἀπασχολεῖ τὸν Χριστιανὸ καὶ εἶναι πολύτιμη γιὰ τὴ σωτηρία του. Θὰ μείνουμε ὅμως νὰ δοῦμε τὴ θαυμαστὴ προσωπικότητα τοῦ ἐν ἁγίοις Μεγάλου Βασιλείου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στὴ Νεοκαισάρεια τὸ 330. Ἀνῆκε σὲ μιὰ ἁγιασμένη οἰκογένεια, καὶ κοσμικὰ ἐξέχουσα. Ὁ πατέρας του, ὀνόματι καὶ αὐτὸς Βασίλειος -ἦταν συνήθεια, πολλὲς φορές, ὁ πατέρας νὰ δίνει τὸ δικό του ὄνομα στὸ παιδί του-, ἦταν διδάσκαλος ἐγκυκλίων μαθημάτων, ἀλλὰ καὶ τῆς ρητορικῆς. Ἡ γιαγιά του, ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὀνόματι Μακρίνα, ἦταν ἐνάρετη γυναῖκα, καὶ χρημάτισε μαθήτρια τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου, Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὅταν ξέσπασε διωγμὸς ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο, αὐτή, ἡ Μακρίνα δηλαδὴ μὲ τὸ σύζυγό της, ἔμειναν ἀρκετὰ χρόνια στὰ δάση τοῦ Πόντου καὶ τρέφονταν μὲ τὸ κυνήγι ἐλαφῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ Ἐμμέλεια, καταγόταν καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια τῆς Καισαρείας. Ἀρκεῖ νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ πατέρας της ἀνεδείχθῃ σὲ μάρτυρα κατὰ τοὺς τελευταίους διωγμοὺς κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ δὲ ἀδελφός της, Γρηγόριος, ἀνεδείχθῃ ἐπίσκοπος σὲ κάποια πόλη τῆς Καππαδοκίας. Ἀπὸ τὰ ἀγόρια τῆς οἰκογένειας, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Πέτρος διηκόνησαν τὴν ἐκκλησία ὡς Ἐπίσκοποι. Ὁ δὲ Ναυκράτιος ἔγινε μοναχός. Ἀπὸ τὰ πέντε κορίτσια, ἡ πρώτη, ἡ Μακρίνα, τιμᾷται ὡς ἁγία. Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπὸν ὅτι τὸ στενὸ καὶ τὸ εὐρύτερο οἰκογενειακὸ περιβάλλον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὑπῆρξε σημαντικὸ καὶ ἁγιασμένο.
Ἡ ἀνατροφὴ καὶ ἡ παιδεία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὑπῆρξε πολύ, πάρα πολὺ ἐπιμελημένη-καὶ τὸ βλέπουμε ἀπὸ τοὺς λόγους του, τὰ ἔργα του, τίς συγγραφές του. Τὴν πρώτη του γραμματικὴ παιδεία ἔλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν Βασίλειο· κατόπιν μαθήτευσε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν Γρηγόριο τὸν ἀπὸ Ἀριανζοῦ καὶ μετέπειτα ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο -αὐτὸ συνέβῃ στὴν Ἀθήνα-· ἀλλὰ ἐπίσης γνωρίστηκε καὶ μὲ τὸν νεαρὸ ἐξάδελφο τῶν αὐτοκρατόρων, τὸν Ἰουλιανό -στὴν Ἀθήνα κι αὐτό-, τὸν μετέπειτα διώκτη. Ὁ Μέγας Βασίλειος διψοῦσε γιὰ μάθηση. Ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μαθήτευσε κοντὰ στὸν Λιβάνιο, ποὺ ἦταν περίφημος τότε καὶ διάσημος ρητοροδιδάσκαλος. Κατόπιν πῆγε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐκεῖ συνάντησε τὸν Γρηγόριο ἀπὸ τὴν Ἀριανζό. Οἱ δύο νέοι, κατὰ τὴ μαθητεία τους στὴν Ἀθήνα, ἔμειναν ἀγαπημένοι καὶ ἑνωμένοι. Ἔμεναν στὸ ἴδιο σπίτι, ἔτρωγαν μαζὶ καὶ εἶχαν τὸ ἴδιο φρόνημα· καὶ ὅπως ἀργότερα θὰ γράψει ὁ Γρηγόριος: «Τὰ πάντα δὴ κοινὰ καὶ ψυχὴ μία δι᾿ ἥν δέουσα σωμάτων διάστασιν»· δηλαδὴ ἦταν μιὰ ψυχὴ σὲ δύο σώματα. Ὁ Βασίλειος παρακολούθησε πολλὲς σχολὲς ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀθήνα, ὅπως Φιλολογία, Ρητορική, Φιλοσοφία, ἀκόμη καὶ Μαθηματικὰ καὶ Ἰατρική· ἦταν ἡ ψυχὴ τῆς Βασιλειάδας ποὺ ἀργότερα ἵδρυσε, στὸ θέμα τῆς νοσηλείας, ἀνθρώπων ποὺ φτωχοί, ἀνάπηροι ἄνθρωποι, γέροι εἶχαν μαζευτεῖ.
Ἦταν, ὅπως ἐλέχθῃ, ἕνα φορητὸ πανεπιστήμιο, ὁ Μέγας Βασίλειος. Οἱ μαθητὲς τῶν σχολῶν αὐτῶν, εἰδωλολάτρες ὄντες, ἔτρεχαν σὲ ποικίλες ψυχαγωγίες καὶ ἐκδηλώσεις, τότε ποὺ ἦταν στὴν Ἀθήνα. Ὅμως, ὅπως γράφει ὁ Γρηγόριος, οἱ δυό τους μόνο δύο δρόμους γνώριζαν -τὸ λέει στὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου- τὸν δρόμο τῆς σχολῆς τους καὶ τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Στάθηκαν καὶ οἱ δύο, ὑποδείγματα χριστιανῶν φοιτητῶν· ἀλλὰ κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς προσεχώρησαν καὶ ἄλλοι σώφρονες νέοι καὶ ἀποτέλεσαν τὸν πρῶτο στὴν ἱστορία χριστιανικὸ φοιτητικὸ σύλλογο. Τὸ θέρος τοῦ 355 ἔφτασε στὴν Ἀθήνα ὁ Ἰουλιανός, ὁ μετέπειτα αὐτοκράτωρ, ἐκεῖνος ποὺ πῆρε τὴν ἐπωνυμία Παραβάτης καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ γνωστός μας Ἰουλιανός... Ἀλλὰ πόσο διαφορετικοὺς δρόμους περπάτησαν ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἰουλιανός; Ἀλήθεια, πόσο διαφορετικοὺς δρόμους;
Κατόπιν ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, ὅπου ἐκεῖ ἀσκήτευε ἡ μητέρα του ἡ Ἐμμελείᾳ καὶ ἡ ἀδελφή του ἡ Μακρίνα. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ὅλων τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων, ἐκείνων ποὺ ὑπῆρξαν πρὸ αὐτοῦ. Ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸν μοναχισμὸ καὶ ἔγραψε μάλιστα καὶ συγγράμματα περὶ τοῦ μοναχισμοῦ, ὅπως διάφοροι λόγοι- τὸ σύγγραμμα δὲ «Ὅροι κατὰ πλάτος» καὶ τὸ ἐπίσης σύγγραμμα «Ὃροι κατ᾿ ἐπιτομὴν καὶ λοιπὲς ἀσκητικὲς διατάξεις» εἶναι δικά του. Μοίρασε τὴν περιουσία του σὲ φτωχοὺς καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη Βασιλειάδα του, ἕνα δηλαδὴ συγκρότημα κτιρίων, ποὺ ἐκεῖ ἔβρισκαν οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἀνήμποροι καὶ οἱ ἄρρωστοι γενικὰ ἔβρισκαν ἕνα καταφύγιο.
Ζοῦσε ἀσκητικότατα. Ἀκόμη εἶχε γνωριστεῖ καὶ μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Ἔγραψε πολλὲς καὶ ἐνδιαφέρουσες συγγραφὲς καὶ μάλιστα τὴν περίφημη ἑρμηνεία του στὴν Ἑξαήμερο τοῦ Μωυσέως. Ἀλληλογραφοῦσε μὲ πολλούς, τῆς ἐποχῆς του ἄντρες, καὶ μᾶς διεσώθῃ ἰδιαίτερα πολύτιμη συλλογὴ ἀπὸ τίς ἐπιστολές του. Βέβαια πολὺ ἀργότερα ἔγινε τὸ σχίσμα μὲ τὴ Ρώμη, ἀλλὰ ἄρχισε ὅμως νὰ διαφαίνεται ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης-ξέρετε πῶς ἀποκάλεσε τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, τὸν Πάπα Ρώμης ὁ Μέγας Βασίλειος; «Ἐπηρμένην ὀφρύν»· δηλαδὴ σηκωμένο φρύδι, δηλαδὴ ὑπερήφανο, καὶ φτάσαμε -βέβαια, πολὺ ἀργότερα φτάσαμε- στὸ Σχίσμα αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση.
Ὑπομνημάτισε διάφορα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἔγραψε λόγους ἀντιρρητικούς, δηλαδὴ λόγους ποὺ στρέφονταν κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Ἔκανε ἐπίσης καὶ μιὰ ἀνθολογία ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ὠριγένους, μὲ τίτλο «Φιλοκαλία». Συνεπῶς αὐτὴ ἡ «Φιλοκαλία» ποὺ μᾶς δόθηκε εἶναι τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, εἶναι πάρα πολὺ σύγχρονη, ὅμως ἡ πρώτη Φιλοκαλία ἦταν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀνθολόγησε τὰ ἔργα τοῦ Ωριγένους. Δεδομένου ὅτι ὁ Ὠριγένης εἶχε ἀρκετὰ πράγματα ποὺ δὲν ἦταν σωστά, ἀλλὰ πῆρε σὰν μέλισσα τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ χρειαζόταν.
Ὅταν πέθανε ὁ τότε Ἐπίσκοπος Καισαρείας Εὐσέβιος, οἱ ὀρθόδοξοι τῆς Καισαρείας, καὶ γενικά της Καππαδοκίας, πρότειναν ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Βασίλειο. Πραγματικὰ δηλαδή, ἄνθρωπος ποὺ κλήθηκε ἀπὸ τὸν λαό. Ἔτσι τὸ ἔτος 370 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος. Ἀσχολήθηκε μὲ πολύπλευρο ἔργο ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν κρατικῶν ἐπεμβάσεων στὸ ἐκκλησιαστικό του ἔργο. Εἶναι γνωστὸς ἐκεῖνος ὁ διάλογος μὲ τὸν ὕπαρχο Μόδεστο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔκανε παρατηρήσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ στάθηκε σθεναρότατος καὶ τότε ὁ Μόδεστος λέει: «Πρώτη φορά μου βλέπω ἐπίσκοπο τέτοιο». Καὶ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Φαίνεται ὅτι πρώτη φορά σου συνάντησες Ἐπίσκοπο...»....
Ἡ κράση τοῦ Βασιλείου ἦταν ἀσθενική, ἀπὸ παιδί. Τώρα, μὲ ὅλα τὰ βάρη τοῦ ἐπισκοπικοῦ του ἀξιώματος, λύγισε. Ἀσθένησε βαριὰ καὶ σὲ ἡλικία 48-49 ἐτῶν ἀπεβίωσε τὸ 378. Τὸ 333 ἐγεννήθῃ, τὸ 378 ἀπεβίωσε. Τελευταῖος του λόγος ἦταν: «Εἰς χεῖρας σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου, Κύριε». Ἀπέθανε στὰ τέλη Δεκεμβρίου καὶ ἐκηδεύθῃ την 1η Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ καθιερώθηκε ἡ μνήμη του. Ἦταν τόσος ὁ κόσμος στὴν κηδεία του ποὺ πολλοὶ ποδοπατήθηκαν ἀπὸ τὸ πλῆθος, ναὶ κυριολεκτικά, γιὰ νὰ βρεθοῦν στὴν κηδεία αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀνδρός.
Ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε, πῆρε τὸν ἐπίζηλο τίτλο τοῦ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου καὶ ἀποκαλεῖται «Μύστης τοῦ Δεσπότου» καὶ «Οὐρανοφάντωρ». «Οὐρανοφάντωρ» θὰ πεῖ, «αὐτὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ οὐράνια πράγματα».
Αὐτός, μὲ πολὺ ἁδρές, ἀγαπητοί μου, γραμμὲς στάθηκε ὁ μέγας πατὴρ καὶ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, ὁ Βασίλειος, ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ὅμως, ἂς κλείσουμε μὲ ἕνα κείμενο σὲ ἀπόδοση νεοελληνικὴ ἀπὸ μιά του ἑρμηνεία στὸν 1ο Ψαλμό: «Δρόμος ὀνομάζεται ὁ βίος, γιατί καθένας ποὺ γεννιέται φτάνει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἐνῶ ταξιδεύουν καὶ φτάνουν στὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν, ἔτσι κι ἐμεῖς, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας περνάει ἀπαρατήρητα. Κοιμᾶσαι, ἀλλὰ ὁ χρόνος σὲ προσπερνᾷ. Εἶσαι ξύπνιος καὶ ἡ σκέψη σου κάπου τριγυρίζει, μὰ ἡ ζωὴ ξοδεύεται, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχή μας. Κάποιον δρόμο λοιπὸν τρέχουμε ὅλοι· καὶ βιαζόμαστε νὰ φτάσουμε ὁ καθένας στὸ δικό του τὸ τέρμα. Γι᾿ αὐτὸ βρισκόμαστε σὲ δρόμο. Ἀρκεῖ νὰ καταλάβεις τὴ σημασία τοῦ δρόμου. Ὁδοιπόρος φάνηκες σὲ τούτη τὴ ζωή. Ὅλα τὰ προσπερνᾷς, ὅλα γύρω σου τὰ ἀφήνεις. Εἶδες στὸ δρόμο σου λουλούδια, δροσερά, νερὰ ἢ ἄλλες ὀμορφιές. Εὐχαριστήθηκες λιγάκι· ἔπειτα τὰ προσπέρασες. Πάλι συνάντησες πέτρες, φαράγγια, γκρεμούς, βράχια, παλούκια, θηρία, φίδια, ἀγκαθιές. Εὐχαριστήθηκες γιὰ λίγο· ὅμως κι αὐτὰ τὰ ἄφησες.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή· οὔτε τὰ εὐχάριστα μόνιμα, οὔτε τὰ δυσάρεστα χωρὶς τελειωμό. Ὁ δρόμος δὲν εἶναι δικός σου, οὔτε τὰ τωρινὰ δικά σου. Στοὺς ὁδοιπόρους μόλις ὁ πρῶτος ἀφήσει τὰ χνάρια τῆς πατημασιᾶς του, ἀμέσως πατάει ὁ δεύτερος καὶ κατοπινὰ ὁ ἑπόμενος. Σκέψου ἀκόμα, καὶ τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς. Σήμερα σὺ καλλιεργεῖς τὴ γῆ καὶ αὔριο ἄλλος. Καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἄλλος... Βλέπεις τοῦτα τὰ χωράφια καὶ τὰ ὄμορφα σπίτια; Πόσους νοικοκυραίους δὲν ἄλλαξαν μέχρι σήμερα... «Τοῦ τάδε» λεγόταν ὅτι εἶναι τὸ σπίτι, τὸ χωράφι. Ἔπειτα πῆρε ἀλλουνοῦ τὸ ὄνομα. Καὶ μετὰ πέρασε στὰ χέρια κάποιου ἄλλου. Ἔτσι λοιπὸν σὲ ρωτῶ: Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ ὁ ἕνας ἀκολουθεῖ ξοπίσω τοῦ ἄλλου; Εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ποὺ δὲ βρέθηκε στὸν ἴδιο δρόμο μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς...»....
Ἀγαπητοί. Ἡ προβολὴ μεγάλων ἀνδρῶν στὸ χριστιανικὸ στερέωμα εἶναι γιά μᾶς ἕνας φωτεινὸς ὁδηγὸς πορείας πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ τιμώμενος σήμερα, Μέγας Βασίλειος, εἶναι πρόσωπο πρὸς μίμηση. Εἶναι ἕνα εἰκονογραφημένο Εὐαγγέλιο, ποὺ δείχνει τὸ ἐφικτὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι οὐτοπία, εἶναι δείκτης πορείας ἀλάνθαστος, γιατί «Χριστός, χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Ἔτσι ἀγαπητοί, σᾶς εὐχόμεθα Χρόνια πολλά, καλὴ χρονιά, εὐλογημένη καὶ ὑγιεινὴ καὶ πάντοτε νὰ εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ ζοῦμε ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ, ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἠλεκτρονικὴ ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΗ:
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn_041.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου