«Την άνοιξη του 1985, ευρισκόμενη (αφηγείται η Γερόντισσα Θεοδοσία) εις την Μονήν των αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων, μία νύχτα περίπου 2.30΄ πρωϊνή, άκουσα λίγο πιο πέρα από το παράθυρο του κελλιού μου, στην αυλή της Μονής, κάποιον να σκάβει.
Για να βεβαιωθώ, έσβησα το φως του κελλιού μου και κοίταξα από το παράθυρο. Είδα ότι αναβόσβηνε ένας φακός. Τότε έκανα μία προσευχή στους θαυματουργούς Αγίους μας να μας προστατεύσουν.
Ήλεγξα τα παράθυρα και τις σαθρές πόρτες προς την αυλή της ερειπωμένης Μονής, μήπως εισχωρήσουν στο εσωτερικό της, και αφού διεπίστωσα ότι επικρατούσε ησυχία στο χώρο αυτό, επέστρεψα στο κελλί μου.