– Πῶς, Γέροντα, θὰ ξεπεράσω τὴν φιλαυτία; Οἱ σωματικές μου δυνάμεις εἶναι λίγες καὶ δυσκολεύομαι στὴν αὐταπάρνηση καὶ στὴν θυσία.
– «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει»[1]. Δὲν ξεπερνᾶς τὴν φιλαυτία σου μὲ τὸ νὰ σηκώνης τὸν βαρὺ τουρβᾶ τοῦ ἄλλου – αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ζητήση ἀπὸ σένα ὁ Θεός, ἀφοῦ δὲν ἔχεις σωματικὲς δυνάμεις –, ἀλλὰ ἂν ταπεινώνεσαι καὶ σηκώνης μιὰ κουβέντα, μιὰ ἀδικία. Κι ἂν προστεθῆ καὶ λίγος σωματικὸς κόπος ἀπὸ ἀγάπη καὶ καλωσύνη, ξέρεις πῶς βοηθάει μετὰ ὁ Θεός;