Έδειχνε κουρασμένη η κυρία Στέλλα. Τρεις μήνες στο ίδιο κρεβάτι του δίκλινου θαλάμου του μεγάλου Νοσοκομείου. Αν είχε στόμα να μιλήσει το κρεβάτι της, δεν θα ’φταναν ώρες να διηγείται τους πόνους και τα βογγητά της…
–Αχ, Θε μου, πότε θα πάρω κι εγώ το εξιτήριο να πάω στο σπιτάκι μου, στους δικούς μου! Όσες άρρωστες ήρθαν στο διπλανό κρεβάτι δεν έμειναν πάνω από μια βδομάδα, κι εγώ κλείνω σήμερα εδώ μέσα τρεις μήνες!
Σχώρα με, Θε μου, δε γογγύζω, μα κουράστηκα. Γι’ αυτό τα λέω σε σένα που σε νιώθω πατέρα μου στοργικό.
Πριν αποσώσει καλά – καλά τις σκέψεις της, φέρνουν μ’ ένα φορείο στο θάλαμο μια φρεσκοχειρουργημένη νεαρή κοπέλα, που την συνόδευε ένας νεαρός. Και οι δυό τους είναι κατατρυπημένοι με σκουλαρίκια και γεμάτοι με ανατριχιαστικά τατουάζ. Από ο,τι δείχνουν φαίνεται αρκετά δύσκολο να επικοινωνήσει κανείς μαζί τους.
–Αχ, Θε μου, πότε θα πάρω κι εγώ το εξιτήριο να πάω στο σπιτάκι μου, στους δικούς μου! Όσες άρρωστες ήρθαν στο διπλανό κρεβάτι δεν έμειναν πάνω από μια βδομάδα, κι εγώ κλείνω σήμερα εδώ μέσα τρεις μήνες!
Σχώρα με, Θε μου, δε γογγύζω, μα κουράστηκα. Γι’ αυτό τα λέω σε σένα που σε νιώθω πατέρα μου στοργικό.
Πριν αποσώσει καλά – καλά τις σκέψεις της, φέρνουν μ’ ένα φορείο στο θάλαμο μια φρεσκοχειρουργημένη νεαρή κοπέλα, που την συνόδευε ένας νεαρός. Και οι δυό τους είναι κατατρυπημένοι με σκουλαρίκια και γεμάτοι με ανατριχιαστικά τατουάζ. Από ο,τι δείχνουν φαίνεται αρκετά δύσκολο να επικοινωνήσει κανείς μαζί τους.