Ἀπὸ τὸ Ἀναγνωστικό τῆς Στ' Δημοτικοῦ τοῦ 1947
Εἶναι τρεῖς ἡ ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ σπάνιοι οἱ διαβάτες στὸ δρόμο. Εἶναι οἱ τελευταῖοι ποὺ γυρίζουν ἀπὸ τὴν πρώτη Ἀνάσταση καὶ πηγαίνουν βιαστικοὶ στὰ σπίτια τους. Σὲ λίγο τίποτε πιὰ δὲν ἀκούεται καὶ νεκρικὴ σιγὴ βασιλεύει σ’ ὅλη τὴν τουρκική συνοικία τοῦ Ἡρακλείου. Ξαφνικά, ἀνοίγει ἀθόρυβα ἡ αὐλόπορτα ἑνὸς μεγάλου σπιτιοῦ καὶ προβάλλει ἀνθρώπινο...κεφάλι. Γυρίζει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ παρατηρεῖ μὲ προσοχὴ μέσα στὰ σκοτάδι. Τραβιέται μέσα καὶ πάλι ξαναφαίνεται καὶ κοιτάζει μὲ προσοχή.
-Ἐλᾶτε, δὲν εἶναι κανένας, ἀκούεται χαμηλὴ φωνή.
Τρεῖς σκιές, ἡ μιὰ μεγάλη καὶ οἱ δύο μικρότερες, βγήκανε στὸ δρόμο.
-Πᾶμε γρήγορα, ψιθύρισε ὁ ψηλὸς ἄντρας πᾶμε γρήγορα, γιατί ἀργήσαμε καὶ θὰ μᾶς περιμένει. Σκέπασε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ μαντήλι σου, Ἑσμέ! Ρεσίτ, δός μου τὸ χέρι σου!

























