Είχε ένα Τριώδιο παλαίτυπο, από το οποίο έψαλλε, και μία Αγία Γραφή δερματόδετη. Κάποιος που την είδε, την επεθύμησε και την έκλεψε. Όταν τον συνάντησε στο δρόμο ο Κώστας, του είπε: «Μου πήρες την Αγία Γραφή. Να μου τη φέρεις γρήγορα».
Ο κλέφτης τα έχασε, συγκλονίστηκε και διερωτάτο πώς το κατάλαβε, αφού έλειπε και δεν τον είδε. Πίστεψε ότι έχει χάρισμα ο Κώστας, ότι είναι σε κατάσταση πνευματική και ότι προσποιείται το σαλό.
Κάποτε ο γερω-Κώστας πλησίασε έναν μαθητή της Αθωνιάδος, του απεκάλυψε μία αμαρτία που είχε κάνει, και του είπε άλλη φορά να μην την ξανακάνει.
Τον ρώτησε κάποτε νέος μοναχός:
- Δεν μου λες, Κωνσταντίνε, είσαι καλόγερος;
- Ναι, απάντησε μονολεκτικά.
- Και πού έγινες καλόγερος;
- Στο Διονυσίου.