Κάθε ποὺ φτάνει τὸ ἀποκαλόκαιρο καὶ ὁ πρῶτος μῆνας τῆς Ἰνδίκτου, ἔρχεται νά μὲ συναντήσει ἐκείνη ἡ παιδικὴ μελαγχολία ποὺ μόνο γιατρικό της ἔχει τὴν ἐλπίδα τῆς παλινόστησης, στὰ μέρη ποὺ ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει ὡς καταδικά της. Στὴ Μάνη τὴν τόσο ἀγαπημένη, σὰν παιδὶ πάντοτε τέτοιες μέρες... ἀποχωρισμοῦ, ἔκρυβα κάτω ἀπὸ πέτρες... πέτρες γιὰ νὰ τίς βρῶ, μόλις θὰ ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἄχρωμη πόλη.
Σημάδια καρτερίας, ποὺ ἔπαιρναν πολλὲς φορὲς καὶ οἱ μορφὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ἔφευγαν ποτὲ ἀπὸ τὰ τιμημένα τοῦτα χώματα, ρουφῶντας ὡς τὸ μεδούλι, κάθε εὐλογημένη μέρα ποὺ ὁ Κύριος ξημέρωνε στὴν ἀποσκιάδα τοῦ Ταϋγέτου. Σὰν νὰ τοὺς ἀγαποῦσα ὅλους τους ἀκόμα περισσότερο καὶ σὰν νὰ τοὺς συγχωροῦσα κάθε δυσκόλεμα τῆς ἀγάπης μου γιὰ ἐκείνους, κάθε φορὰ ποὺ τὸ παλιὸ λεωφορεῖο κατηφόριζε ἀφήνοντας πίσω του τὸ χωριό...ἕνα χωριὸ ποὺ ἡσύχαζε πλέον καὶ δὲν ἀντιλαλούσαν τὰ πυκνόφυλλα λαγκάδια του, ἀπ᾿ τίς φωνὲς καὶ τὰ γέλια τῶν πρωτευουσιάνων, τὰ δροσερὰ βράδια τοῦ Αὐγούστου καὶ ἀπό τὰ τραγούδια τῶν πανηγυριῶν στὴ μεγάλη πλατεῖα τῆς Ὑπαπαντῆς.