Ὅσοι δάσκαλοι «ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε τὴν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά». (Κόντογλου).
Ἔχω τὴν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν αἴθουσα. Ἀπὸ τότε ποὺ διορίστηκα, τὴν ἀγόρασα, τὴν κουβαλῶ καὶ τὴν ἀναρτῶ σε κάθε τάξη. Ὅταν ξεκινᾷ ἡ σχολικὴ χρονιά, τὸ πρῶτο μάθημα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμιῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουν τὰ παιδιὰ τὴν ἱερότητα καὶ τὴν σοβαρότητα τοῦ ἔργου ποὺ μᾶς περιμένει, τοὺς λέω ὅτι ἐνῶ οἱ ἄλλοι κλάδοι τῶν ἐργαζομένων ἔχουν ἕναν συνήθως ἅγιο προστάτη, ἐμεῖς, δάσκαλοι καὶ μαθητές, ἔχουμε τρεῖς. Καὶ μάλιστα τοὺς πιὸ μορφωμένους ὅλων τῶν ἐποχῶν, πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Κι ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ τὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν περιαυτολογῶ, «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν εἰμί», στοὺς τοίχους τῆς αἴθουσας ἀναρτῶ καὶ καμμιὰ δεκαριὰ κάδρα ἡρώων του Εἰκοσιένα, τοῦ Παύλου Μελᾶ καὶ τὸ δῶρο ἑνὸς φίλου ζωγράφου, τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἀλέξανδρου Διάκου, τοῦ πρώτου πεσόντος ἀξιωματικοῦ κατὰ τὴν ἐποποιία τοῦ 1940.