«Λιμὴν ἡμῖν γενοῦ
θαλαττεύσουσι, καὶ ὁρμητήριον, ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων καὶ τῶν σκανδάλων
πάντων τοῦ πολεμήτορος». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀπευθύνεται ὁ ὑμνογράφος τοῦ
Κανόνος τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο (3ο τροπάριο ΣΤ’ ὠδῆς)
καὶ τὴν προσκαλεῖ καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ γίνῃ τὸ λιμάνι μας καὶ τὸ ὁρμητήριό μας,
τὸ ἀσφαλές μας καταφύγιο στὶς θλίψεις καὶ στὶς συμφορὲς τοῦ βίου μας.
Μία οἰκεία εἰκόνα ἀπὸ τὴν
φύση καὶ τὴν ζωὴ τῶν ναυτιλλομένων μᾶς προβάλλει ὀ ποιητής, τὴν εἰκόνα τοῦ
λιμένος. Τί ἄλλο ὀνειρεύονται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ταξιδεύουν στὴν θάλασσα ἀπὸ ἕνα ἀσφαλὲς
καὶ ἀπάνεμο λιμάνι, γιὰ νὰ ἀράξουν μετὰ ἀπὸ ἕνα μακρυνό, κοπιαστικὸ καὶ κάποτε ἐπικίνδυνο
ταξίδι; Ἔτσι καὶ ἡ ζωή μας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, παρομοιάζεται μὲ ἕνα μεγάλο ταξίδι,
συχνὰ μὲ πολλὲς φουρτοῦνες, ποὺ κλυδωνίζουν τὸ καράβι τῶν ἐπιβαινόντων. Εἶναι
τόσο ψηλὰ τὰ κύματα καὶ τόσο ἀγριεμένη ἡ θάλασσα ποὺ ὅλοι ἐμεῖς οἱ «θαλαττεύοντες»,
οἱ δαρμένοι ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχή, ἀναζητοῦμε μὲ ἀγωνία ἕνα λιμάνι. Στὸν ὁρίζοντα
δὲν ἀντικρύζομε κάποιον κοντινὸ ὅρμο καὶ δὲν βλέπομε καμμία ἐλπίδα σωτηρίας οὔτε
ἀνθρωπίνης βοηθείας. Τότε εἶναι ποὺ στρέφομε τὰ μάτια μας στὴν γλυκιά μας
μητέρα, τὴν Παναγία, σ’ αὐτὴν ποὺ πάντοτε στρεφόμαστε μὲ τὴν ἐπίκληση «Παναγία
μου», ὅταν πλέον ἔχει ἐκλείψει κάθε ἄλλη ἐλπίδα καὶ διέξοδος στὶς τρικυμίες τοῦ
βίου μας.
Στὴν συνείδηση τῶν πιστῶν ἡ
Παναγία μας ἀναγνωρίζεται ὡς λιμάνι, ὡς καταφυγὴ καὶ ἐλπίδα μας, διότι ἐκείνη
γνώρισε, ὅσο καμμία ἄλλη γυναῖκα, ὅσο κανένας ἄλλος ἄνθρωπος, τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη.
Καὶ μόνον ὅποιος γνωρίζει τὸν πόνο, ὅποιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὶς συμφορὲς
τοῦ βίου, αὐτὸς καὶ μόνον εἶναι σὲ θέση νὰ παρηγορήσῃ τὸν ἄλλον.
Ἡ Παναγία μας, ἀσφαλῶς, ἀπὸ
μικρὴ γνώρισε τὴν ὀρφάνεια καὶ στὴν συνέχεια τὴν φτώχεια στὸ πλευρὸ τοῦ
προστάτου της Ἰωσὴφ. Ἕνα φτωχὸ σπήλαιο βρέθηκε νὰ τοὺς στεγάσῃ ἐκείνη τὴν ἅγια
βραδιά, ποὺ ἡ Παναγία ἔφερε στὸν κόσμο τὸν Μονογενῆ Της, καὶ δὲν εἶχε νὰ τοῦ προσφέρῃ
τὰ ἀπαραίτητα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀγάπη της. Στὴν συνέχεια ὅλη ἡ
ἁγία οἰκογένεια ἔζησε τὴν ἐμπειρία τῆς προσφυγιᾶς. Μόνον ὅποιος ἔχει γευτῆ αὐτὴν
τὴν πικρὴ ἐμπειρία εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσῃ τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη τοῦ ξεριζωμένου.
Ὅμως ἡ γλυκιά μας Παναγιὰ ὑπέφερε
πάντοτε σιωπηλὰ καὶ χωρὶς μεγάλη διαμαρτυρία τὸν πόνο της. Ὑπέφερε στὴν
συνέχεια καὶ τὶς θλίψεις καὶ τὶς στενοχωρίες ἀπὸ τὶς διώξεις, τὶς ὕβρεις καὶ τὶς
συκοφαντίες τοῦ ἀγαπημένου Της τέκνου. Καὶ τὸ χειρότερο! Ῥομφαία διῆλθε τὴν
καρδιά της, ὅταν τὸν εἶδε ἀνεβασμένο στὸν Σταυρὸ νὰ ὑποφέρῃ ἀδίκως «διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν» καὶ ὁ σπαραγμός
της ἦταν σίγουρα ἀπερίγραπτος.
Πόσο μᾶς συγκλονίζει, ἀλήθεια,
τὸ ὑπέροχο τροπάριο –Σταυροθεοτοκίο- ποὺ ἀκοῦμε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς στὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου: «Σφαγήν σου τὴν ἄδικον, Χριστέ, ἡ παρθένος βλέπουσα ὀδυρομένη ἐβόα σοι﮲ Τέκνον γλυκύτατον, πῶς ἀδίκως πάσχεις; Πῶς τῷ ξύλῳ κρέμασαι ὁ πᾶσαν
τὴν γῆν κρεμάσας τοῖς ὕδασι; Μὴ λίπῃς μόνην με, Εὐεργέτα πολυέλεε, τὴν Μητέρα
καὶ δούλην σου δέομαι.»
Βεβαίως, ὑπάρχουν πάντοτε ἄνθρωποι
γύρω μας ποὺ φτάνουν στὰ ὅριά τους, γευόμενοι τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὶς ἀναποδιὲς τῆς
ζωῆς καὶ συχνὰ τὸν κατατρεγμό τῶν συνανθρώπων των, τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ἀδικία. Ἔ,
λοιπόν, αὐτοὶ οἱ πονεμένοι ἔχουν ποῦ νὰ στραφοῦν στὸ φαινομενικό των ἀδιέξοδο. Ἔχουν
ποῦ νὰ ὀρθώσουν τὸ βλέμμα των, γιὰ νὰ βροῦν παρηγορία. Ἔχουν ἕνα τελευταῖο ἀλλὰ
ἀσφαλὲς λιμάνι. Ἔχουν Ἐκείνην, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Υἱοῦ Της ἔγινε ὁ λιμὴν καὶ ἡ
προστασία πάντων τῶν θλιβομένων καὶ κλυδωνιζομένων ἀπὸ τὶς φορτοῦνες τῆς ζωῆς. Ἔχουν
ἕναν ἀπάνεμο ὅρμο νὰ ἀράξουν καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, μέχρι τὴν ἑπομένη
τρικυμία.
Διότι τρικυμιώδης θὰ εἶναι ὁ
βίος μας «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν»
«διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων ἡμῶν».
Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ μὴν νοιώθουμε μόνοι σ’ αὐτὸ τὸ δύσκολο ταξίδι, νὰ νοιώθουμε
τὸ χέρι τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κατευθύνει τὰ διαβήματά μας μακρυὰ ἀπὸ
τὶς κακοτοπιές, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ μᾶς χαρίζει τὴν σωτηρία μας.
Γιὰ νὰ νοιώσωμε ὅμως αὐτὴν τὴν
θεία βοήθεια, χρειάζεται νὰ ἀσκηθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὸν πόνο καὶ στὴν θλίψη. Νὰ μὴν
τὰ ἀντιμετωπίζωμε ὡς κατάρα ἀλλὰ ὡς εὐλογία, ὡς δοκιμασία, γιὰ νὰ ἐξέλθωμε νικητὲς
«διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου», ὅπως οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, ποὺ τιμᾶμε αὐτὸν
τὸν μήνα (9 Μαρτίου), καὶ ὅλοι ἀσφαλῶς οἱ Μάρτυρες. Καὶ τὴν νίκη αὐτήν, στὸ
μέτρο τοῦ δυνατοῦ γιὰ τὸν καθένα, δὲν μποροῦμε νὰ τὴν κερδίσωμε μόνοι μας.
Ἄς τὸ παραδεχθοῦμε ἐπιτέλους,
ὅτι μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις μόνον, λόγῳ τῆς ἀσθενικῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύσεώς
μας, δὲν καταφέρνομε νὰ ἀντιμετωπίζωμε τὶς συνεχεῖς ἐπιθέσεις τοῦ πολεμήτορος,
τὶς κάθε λογῆς ἀναποδιὲς καὶ τὶς συμφορὲς τοῦ βίου.
Χρειάζεται ἡ θεία ἐνδυνάμωση
καὶ ἡ φώτιση ἀπὸ τοὺς μεγάλους πονεμένους, τοὺς Ἁγίους μας. Αὐτοὶ μᾶς δείχνουν τὸν
τρόπο, μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ταπείνωσή των. Χρειάζεται, ἐπίσης, ἡ
συμπαράσταση ἐκ μέρους τῶν ἄλλων πονεμένων ἀδελφῶν, ἐκείνων δηλαδὴ πού, ἀφοῦ γεύτηκαν
οἱ ἴδιοι τὴν ἐμπειρία τοῦ πόνου, ἔχουν μὲ τὴν σειρά των τὴν δύναμη καὶ τὴν
θέληση νὰ συμπαρασταθοῦν καὶ στοὺς λιγότερο ἔμπειρους, τοὺς ἐντελῶς ἄπειρους ἢ
καὶ ἀδύναμους ἀδελφούς των. Ὅπως ἡ χαρά, ὅταν μοιράζεται, πολλαπλασιάζεται, ἔτσι
καὶ ὁ πόνος ποὺ μοιράζεται μικραίνει καὶ γίνεται πιὸ γλυκός.
Τώρα πιά, στὶς σύγχρονες
διακυμάνσεις τοῦ βίου, ποὺ οἱ πολλοὶ καὶ πολλὰ ὑποσχόμενοι «προστάτες» μας μᾶς ἐγκαταλείπουν
πλέον ἀβοηθήτους, ποὺ οἱ φουρτοῦνες ὅλο καὶ πληθαίνουν, ποὺ ἡ ψευτιὰ καὶ ἡ ὑποκρισία
περισσεύουν, ποὺ οἱ πόλεμοι καὶ οἱ ἀσθένειες σκορπίζουν τὸν τρόμο τοῦ θανάτου γύρω
μας καὶ μέσα μας, «εἰς τίνα καταφύγωμεν»,
ποὺ νὰ προσβλέψωμε ἀλλοῦ ἀπὸ τὴν «πάντων
βοήθεια», τὴν ἐλπίδα πάντων τῶν θλιβομένων, τὴν παρηγορία πάντων τῶν ἀναστεναζόντων,
τὸ λιμάνι πάντων τῶν κλυδωνιζομένων;
Σ’ αὐτὴν ἀναφωνοῦμε, ἐπίσης κατὰ
τὸ Μεγάλο Ἀπόδειπνο, τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: «Παναγία
Θεοτόκε, τὸν χρόνον τῆς ζωῆς μου, μὴ ἐγκαταλείπῃς με· ἀνθρωπίνῃ προστασίᾳ μὴ
καταπιστεύσῃς με, ἀλλὰ αὐτὴ ἀντιλαβοῦ, καὶ ἐλέησόν με.». Τὴν καλοῦμε δηλαδὴ
νὰ μὴν μᾶς ἀφήσῃ σὲ ἀνθρώπινα χέρια προστασίας, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀναλάβῃ ἡ ἴδια (αὐτὴ
ἀντιλαβοῦ), νὰ γίνῃ ὁ ἀσφαλὴς λιμένας μας.
Τὸ μόνο ποὺ ἔχομε νὰ
κάνωμε ὅλοι μας εἶναι νὰ ἐμπιστευτοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν δική της προστασία,
ἐὰν βεβαίως θέλωμε νὰ κερδίσωμε τὴν θεϊκὴ γαλήνη, τὴν πολυπόθητη εἰρήνη καὶ τὴν
σωτηρία μας, μὲ τὴν χάρη τοῦ Υἱοῦ Της καὶ τὶς δικές της πρεσβεῖες. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ,
φιλόλογος-θεολόγος
«Πᾶνος»