Θεοῦ γινώσκειν ὀρθοδόξως οὐσίαν,
Χριστιανοῖς λεγάτον ἐκ Γρηγορίου.
Εἰκάδι Γρηγόριος Θεορρήμων ἔκθανε πέμπτῃ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [:Α΄ Τιμ. 4,9-15]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 28-1-1990]
(Β231)
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, στέλνοντας τὴν πρώτη του ἐπιστολὴ στὸν πολὺ ἀγαπημένο του μαθητή, τὸν Τιμόθεο, τοῦ σημειώνει καὶ τοῦ γράφει: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», λέγει, «εἶναι πιστός, ἀξιόπιστος. Καὶ συνεπῶς, ἀφοῦ εἶναι ἀξιόπιστος, εἶναι ἄξιος κάθε ἀποδοχῆς». «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». «Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο κουραζόμαστε καὶ κοπιάζουμε καὶ ὑφιστάμεθα ὀνειδισμούς, γιατί ἔχουμε ἐλπίσει σὲ Θεὸ ζωντανό, ὁ Ὁποῖος εἶναι σωτῆρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα δέ, σωτῆρας τῶν πιστῶν». «Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε». «Αὐτὰ ποὺ σοῦ γράφω νὰ τὰ παραγγέλλεις καὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ τὰ διδάσκεις». «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω». «Κανεὶς νὰ μὴν πεῖ ὅτι εἶσαι νέος στὴν ἡλικία καὶ συνεπῶς νὰ μὴν σὲ προσέξει. Ἀντιθέτως θὰ σὲ προσέξουν ὅταν θὰ γίνεις τύπος τῶν πιστῶν».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 19,1-10]
Ὁμιλία ἁγίου Ἰωάννου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου,
«Εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην»
Ὅσοι ποθοῦν ἔντονα καθετὶ καλό, καθόλου δὲν διαφέρουν ἀπὸ ὅσους αἰσθάνονται δίψα, ἀγαπητοί μου. Ὅσο πιὸ πολὺ δὲν βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ἡ ψυχή τους ἐπιζητεῖ, τόσο περισσότερο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ αὐτὰ ποὺ ποθοῦν· καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰν διψασμένοι τίς πηγὲς τῶν ὅσων ποθοῦν νὰ βροῦν· καὶ ὅταν ξημερώσει, περιερχόμενοι ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, μὲ ἀεικίνητα μάτια κοιτάζοντας ἐρευνητικὰ γύρω, ἀναζητοῦν αὐτὰ ποὺ ποθεῖ ἡ καρδιά τους· καὶ εἶναι ὅπως ἀκριβῶς οἱ ὁδοιπόροι ποὺ σὲ ὥρα μεσημεριάτικου καύσωνα διασχίζουν τὴν ἄνυδρη γῆ, πιεσμένοι ἀπὸ τὴ δίψα, καὶ ποὺ ἐξετάζουν γύρω τους νὰ βροῦν πηγὲς νὰ δροσιστοῦν καὶ νὰ ξεδιψάσουν καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δεῖς νὰ ἀνεβαίνουν αὐτοὶ ἀκόμη καὶ βουνά, γιὰ νὰ φτάσουν ὅπου ὑπάρχει κάποια πηγή· κι ὅταν ἀπὸ μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ σπεύδουν νὰ συνεχίσουν καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτήν· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθούμενό τους Χριστὸ μὲ καλὰ ἔργα καὶ τὴ νύχτα συνομιλοῦν μαζὶ Του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί Του· ὅταν στὰ ὁράματά τους Τὸν δοῦν ἀπὸ μακριά, χαίρονται καὶ ἀναγαλλιάζουν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τίς πηγὲς ποὺ ποθοῦν· καὶ πάλι ὅταν ξυπνήσουν, θέλουν νὰ ξανακοιμηθοῦν, γιὰ νὰ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὀπτασία.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ [: Α' Τιμ. 4,9-16]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν (:Τὸ ὅτι οἱ ἀγῶνες τῆς εὐσεβοῦς καὶ ἁγίας ζωῆς μᾶς ὠφελοῦν καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴ μελλοντικὴ εἶναι λόγος ἀξιόπιστος καὶ ἄξιος νὰ τὸν ἀποδεχθεῖ κανεὶς μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Κι ἐπειδὴ ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἀξιόπιστος, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς κι ἐμεῖς ὑπομένουμε κόπους καὶ δεχόμαστε ὀνειδισμοὺς ὅτι εἴμαστε δῆθεν ἀνόητοι, ἐπειδὴ ἔχουμε στηρίξει τίς ἐλπίδες μας στὸν ζωντανὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σωτῆρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους συντηρεῖ μὲ τὴν πρόνοιά Του, προπαντὸς ὅμως τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους σώζει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο)» [Α΄ Τιμ. 4,9-10].
Βιομετρική επιτήρηση, προληπτική αστυνόμευση, παρακολούθηση συναισθημάτων, κατηγοριοποίηση των πολιτών βάσει ιδεολογίας, ανάλυση συμπεριφορών μέσω ΑΙ. Όλα αυτά δεν αφορούν κάποια δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας που έχει να κάνει με το μέλλον, αλλά ζητήματα του σήμερα, τα οποία συναινεί και επιδιώκει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οι παρακολουθήσεις μέσω υποκλοπών δεν είναι τίποτα μπροστά στο δίκτυο μαζικής παρακολούθησης πολιτών που ετοιμάζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με την ελληνική κυβέρνηση να διακρίνεται για την προθυμία να αφαιρέσει όσες περισσότερες δικλείδες ασφαλείας γίνεται!
Ο διάβολος, επειδή έχασε τη γνώση του Θεού από αγνωμοσύνη και υπερηφάνεια, έμεινε αναγκαστικά χωρίς γνώση. Γι’ αυτό δε γνωρίζει από μόνος του τι να κάνει, αλλά βλέπει τι κάνει ο Θεός για να μας σώσει και πονηρεύεται και κάνει τα αντίθετα για να χαθούμε. Γιατί μισεί το Θεό και μη μπορώντας να τον πολεμήσει, πολεμά εμάς που είμαστε «κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. 1:26), νομίζοντας ότι με αυτό θα εκδικηθεί το Θεό, και μας βρίσκει υπάκουους στο θέλημά του, όπως λέει ο Χρυσόστομος.
Αφού δηλαδή είδε το Θεό που έπλασε την Εύα για βοήθεια του Αδάμ (Γεν. 2:18), ο διάβολος την έκανε συνεργό της παρακοής και της παραβάσεως (Γεν. 3:6). Έδωσε ο Θεός εντολή (Γεν. 2:16-17) στον Αδάμ, ώστε με την τήρησή της να θυμάται τις τόσες δωρεές και να ευγνωμονεί τον Ευεργέτη, κι ο διάβολος έκανε την εντολή να γίνει αφορμή παρακοής και θανάτου. Αντί προφήτες, ο διάβολος κάνει ψευδοπροφήτες· αντί Αποστόλους, ψευδαποστόλους· αντί νόμο, παρανομία· αντί αρετές, κακίες· αντί εντολές, παραβάσεις· αντί κάθε δικαιοσύνη, σιχαμερές αιρέσεις.
Καὶ ἐρωτῶ τὸν ἅγιο Περιστερίου: Σὲ τί τὸν ἐμποδίζει καὶ εἰς ποίαν ἀσέβειαν ὑποπίπτουν ἐκεῖνοι ποὺ διατηροῦν τὸν Ἐσταυρωμένον πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν; Ποία ἡ ἀσέβεια στὸ νὰ ὑπάρχει –ἔστω καὶ ὡς νεωτερισμός– ὁ Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐνοχληθήκατε τόσο πολύ;
Και πού πάει; Ήρθε στην πατρίδα μου, σ’ ένα μοναστηράκι στον Μαλέα, που ήταν παλιά ένας Γεώργιος, ο εν τω Μαλεώ, που λέει και ο συναξαριστής, και επειδή τον λέγανε και εκείνον Γεώργιο – ίσως ο άγιος Γεώργιος τον εφώτισε – πήγε και κατοίκησε εκεί.
Αλλά επειδή εκεί κατοίκησε, κι ήταν κοντά και πήγαιναν από τα χωριά, σηκώθηκε κι έφυγε· άφησε τα βιβλία του εκεί όπως ήτανε και πήγε και κατοίκησε στον Πάρνωνα, σε μια σπηλιά. Μια σπηλιά, η οποία έχει μικρή τρύπα και κάτω, όταν μπαίνει κανείς, είναι βαθύ· και εκεί έμενε άγνωστος.
Πόσο καιρό έμενε, δεν ξέρει κανείς. Αλλά όταν επήγα εγώ στο Μοναστήρι που έκανε, τον άγιο Γεώργιο, και τον έλεγαν και αυτόν Γεώργιο, έμαθα ότι εκεί στην σπηλιά τον βρήκε ένας βοσκός που είχε χάσει ένα πρόβατο, και περιπλανώμενος στα όρη και στα σπήλαια για να το εύρη, είδε την σπηλιά εκείνη και νόμισε μήπως κατέβηκε κάτω, και κατεβαίνει, και αντί να ιδεί το πρόβατο, είδε έναν άνθρωπο και τρόμαξε και παρ’ ολίγο να πεθάνει από τον φόβο του.
Τον ενίσχυσε ο άγιος και του λέγει: «Μην φοβάσαι, είμαι άνθρωπος, δεν είμαι σατανάς». Και πήρε θάρρος, του μίλησε και του είπε: «Σε παρακαλώ μη πεις τίποτε ότι είμαι εδώ, αλλά να μου φέρνεις κάθε 10-15 μέρες λίγο ψωμί και λίγο νερό». Πώς περνούσε; Όπως περνούσε ο προφήτης Ηλίας και οι άλλοι: με χόρτα, φαίνεται, και με νερό. Πήγαινε λίγο μακριά σε μια πηγή και έπινε.
✶✶✶
Επήγαινε λοιπόν ο βοσκός την τροφή, αλλά η γυναίκα του, περίεργη, λέει: «Πού την πας την τροφή και σε ποιον;» «Σε κάποιον, λέει, μην ρωτάς». «Όχι, του λέει, πρέπει να μάθω, να μου πεις. Μήπως πηγαίνεις σε κανέναν κακούργο και βρούμε τον μπελά μας». «Όχι, λέει, αλλά δεν μπορώ να σου πω, γιατί έχω εντολή». «Να μου πεις… να μου πεις…» «Τέλος πάντων, θα σου πω, της λέει, αλλά δεν θα το πεις σε κανέναν». «Δεν το λέγω», λέει. Και την άλλη μέρα βγήκε στο χωριό όλο και είπε: «Ο σύζυγός μου βρήκε ένα άγιο άνθρωπο και είναι πάνω στον Πάρνωνα».
Αμέσως άρχισαν να τρέχουν. Και αναγκάστηκε και τους εδέχετο και τους εδίδασκε. Πού; Πάνω στα βουνά, στα κρημνά, έτρεχαν οι άνθρωποι από τα πλησίον χωριά της Επιδαύρου. Κατόπιν πήγαιναν από την Μαντινεία και από την Κυνουρία. Και στο βουνό εκείνο, στη σπηλιά εκείνη δεν έπαυαν να πηγαίνουν άνθρωποι. Γιατί; Γιατί εθαύμαζαν τα καλά του έργα, την πίστη του, την αγάπη που είχε προς τον Θεό· διότι αν αυτός δεν είχε αγάπη, δεν ημπορούσε να κατοικεί εκεί στα βουνά. Θα πει ότι κάτι από μέσα του τον έφλεγε και όλα τα θλιβερά του βίου του τα εθεώρει ως τερπνά· και έτσι κατόπιν είδε μια οπτασία, τον άγιο Γεώργιο, και του λέει: «Να κατέβεις στην παραλία, εις ένα σχίνον· εκεί είναι η εικών μου και εκεί να μου κτίσεις εκκλησία». Κατέβηκε και βρήκε την εικόνα.
Διεδόθη εν τω μεταξύ ότι ευρέθη η εικών του Αγίου Γεωργίου και έτρεχαν από όλα τα μέρη. Έβαλαν αμέσως εργάτες και έβαλαν τα θεμέλια. Αλλά τα έβαλαν σ’ άλλο μέρος, δεν τα έβαλαν εκεί που ήταν κρεμασμένη στο σχινάρι. Και αφού άνοιξαν τα θεμέλια και ήθελαν να κτίσουν από την αρχή κι άφηναν τα εργαλεία εκεί, έφευγαν τα εργαλεία μοναχά τους και πήγαιναν από κάτω στην εικόνα. Και οι κτίστες απορούσαν.
Το είπαν στον Γέροντα, λέει, «φυλάξτε, να βάλετε φύλακες». Δεν τα έκλεβαν, αλλά πήγαιναν και τάβρισκαν εκει από κάτω στην εικόνα. Και αφού δυο-τρεις φορές επήγαν, έβαλαν φύλακες. Κι ακούει ένας, που είχε από ώρες φύλακας, και πήγε να αποκοιμηθεί, ακούει ένα κρότο και βλέπει όλα σαν να σηκώθηκαν, σαν να είχαν ψυχή, να είχαν ζωή, και περπατούσαν, οι αξίνες, οι κασμάδες, τα σφυριά, και πήγαιναν από κάτω στην εικόνα. Σου λέει ο άγιος, εδώ θα ‘ρθεις, θα κτισθεί εδώ η εκκλησία, εκεί που είναι σχινάρι θα τεθεί η εικόνα στο τέμπλο. Κι είναι μια μικρή εικόνα, αλλά θαυματουργός. Και πολύ δεν μπορεί να την δει κανείς, γιατί νομίζει ότι βλέπει κρέας ανθρώπου. Πήγα και την επροσκύνησα.
✶✶✶
Εκεί έμαθα λοιπόν και τα κατορθώματα αυτινού που τον έλεγαν διδάσκαλο εκεί οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι εκεί τριγύρω στα βουνά ήσαν άγριοι· αυτός τους έκανε πρόβατα κι έκανε και πολλούς αγίους. Πήγαιναν και εξομολογούντο και τους εδέχετο με μεγάλη αγάπη και ιλαρότητα και εθεράπευε τας ασθενείας των. Πολλοί πήγαιναν ασθενείς και τους θεράπευε με την προσευχή· αλλά για να μην φημίζεται ότι είναι άγιος, έκανε μερικά φάρμακα, μερικά χόρτα. «Θα πάρεις αυτό το φάρμακο και θα γίνεις καλά». Και πολλοί εγίνοντο καλά. Σ’ αυτό το ορεινό μέρος, σ’ όλα τα χωριά είχε παύσει η βλασφημία τελείως. Πού να βλασφημήσει άνθρωπος!
Μια φορά που πήγα, όταν ήμουνα μικρός, σε μια εκκλησία στο χωριό, δεν βρήκα κανέναν στο χωριό. Εγνώριζα τον παπά, πήγα στο σπίτι του, κανείς. Κοιτάζω τα άλλα σπίτια να δω κανέναν άνθρωπο, μα κανέναν δεν είδα.
Βγαίνω από την μία άκρη του χωριού και βλέπω ένα γέρο κι οδηγούσε κάτι ζώα. Λέγω, «Δεν μου λέγεις, παππούλη, πέθαναν όλοι οι άνθρωποι σε αυτό το χωριό;» «Όχι, λέει, δεν πέθαναν». «Μα πού είναι; Εγώ δεν βρήκα κανέναν», λέγω. «Είναι στην εκκλησία», (η εκκλησία ήταν έξω από το χωριό, σ’ έναν ελαιώνα και δεν εφαίνετο) «κι εγώ, λέει, πήγα και έφερα τα ζώα. Θα τα βάλω στη μάντρα και θα πάω στην εκκλησία. Είναι Κυριακή σήμερα».
Πάω να μπω στην εκκλησία – μπήκαμε μαζί – δεν μπορούσα να μπω γιατί ήταν στριμωγμένοι οι άνθρωποι. Φανταστείτε! Κανένας δεν ήταν στο σπίτι. Όλοι στην εκκλησία! Και τους έλεγε: «Την Κυριακή να μην κάνετε εργασία, γιατί είστε καταραμένοι. Πηγαίνετε πρώτα στην εκκλησία, και μετά την εκκλησία πηγαίνετε να ποτίσετε τα ζώα σας και ό,τι θέλετε να κάμετε». Και ό,τι τους έλεγε, επειδή έβλεπαν τα καλά του έργα, τον άκουαν.
✶✶✶
Εκείνος
ο Γεώργιος που σας λέω, ο Στουρνάρας, ο διδάσκαλος, καίτοι είχε γίνει
γιατρός, δεν έμεινε εις τον κόσμο, αλλά έμεινε στην Μονή, στην ερημιά,
στα σπήλαια και πόσους ωφέλησε! Και πολλοί αγίασαν από αυτόν τον
άνθρωπο, με τις συμβουλές του, με τις οδηγίες και περισσότερο με το
παράδειγμά του.
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 8 (1983), άρθρο: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών», σελ. 9-12.
Στο εξοργιστικό περιστατικό του βανδαλισμού του αδριάντα του Κατσαντώνη στο Κορδελιό, το μεγάλο δράμα δεν είναι τόσο η πράξη του 15χρονου Ρομά, όσο η κατάντια μιας κοινωνίας που έχει απωλέσει κάθε κίνητρο να υπερασπιστεί τα ιερά και τα όσια της.
Μιας κοινωνίας που σε ένα τεράστιο ποσοστό ούτε την δίδαξαν, ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο Αντώνης Κατσαντώνης ή οποιοσδήποτε άλλος ήρωας του αγώνα για την εθνική παλιγγενεσία.
Για να έρθει η στιγμή που ένας αχρείος έφτυσε τον Κατσαντώνη χωρίς να τον ενοχλεί κανείς, έχουν προηγηθεί χρόνια που το ελληνικό κράτος «φτύνει» τη μνήμη των προγόνων του. Με ψήφο στους απάτριδες, με μηδενιστική προπαγάνδα, νερόβραστες επετείους, ανεπιθύμητες παρελάσεις, ροζ σημαίες, τουρκόφιλα ντοκιμαντέρ και «ήρεμα νερά» στον νεοελληνικό βούρκο μας, σιγά σιγά με τα χρόνια έμειναν μόνο τα αγάλματα να θυμίζουν με τη μελαγχολική σιωπή τους, όλες τις μνήμες που λησμόνησαν οι πολλοί Έλληνες.
Ο άνθρωπος που μακροθυμεί έχει πολλή σύνεση (Παροιμ. 14:29), γιατί όλα όσα του συμβαίνουν τα συσχετίζει με το τέλος, και αυτό περιμένοντας, ανέχεται τα λυπηρά. Και το τέλος είναι η αιώνια ζωή, όπως λέει ο απόστολος (Ρωμ. 6:22). «Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και αυτόν που έστειλες, τον Κύριο Ιησού Χριστό» (Ιω. 17:3).
Όταν είσαι μαζί με τους άλλους αδελφούς, πρόσεξε μήπως νοθέψεις τον συνηθισμένο έπαινο του αδελφού, λόγω της λύπης που κρύβεται μέσα σου εξαιτίας του, ανακατώνοντας κρυφά στα λόγια σου την κατηγορία. Αντίθετα, στη συνάντησή σας να τον επαινέσεις με ανόθευτους επαίνους, και να προσεύχεσαι ειλικρινά γι’ αυτόν όπως προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, και έτσι θα απαλλαγείς πολύ γρήγορα από το ολέθριο μίσος.
«…παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει.»(Ιούδα α-3)