Οἱ μοναχοί Ἀθανάσιος καί Κύριλλος Παβαλούκα
Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας
ΜΕΡΟΣ Β'
'Αλλά ἀπό τήν νεότητά του, συνηθισμένος ἀπό τόν διδάσκαλό του τόν Γέρο-Γεώργιο, ἀναπαυόταν ἐπάνω σ᾿ἕνα μικρό σκαμνί πού τό εἶχε φτιάξει μέ τά χέρια του.
Ἀργά τό βράδυ, ὅταν ἐτελείωνε τίς δουλειές μέ τά πρόβατα, ἀναχωροῦσε σέ ἕνα μέρος τῆς πλαγιᾶς, ὅπου ἔκανε πολλές μετάνοιες, ἐδιάβαζε ψαλμούς καί προσευχόταν μέ δάκρυα. Κατόπιν ἐπιστρέφοντας, καθόταν στό σκαμνάκι του μέ τήν κάππα στήν πλάτη του καί ἔτσι περνοῦσε μερικές ὧρες.
Ὅταν ἐπήγαινε μακριά ἀπό τήν Μονή γιά ἀνεύρεσι βοσκῆς γιά τά πρόβατα, ἔπαιρνε μαζί του καί τό γαϊδουράκι, ὅπου μαζί μέ τ᾿ ἄλλα πράγματά του ἔβαζε καί τό σκαμνί του γιά νά ξεκουράζη τό ταλαίπωρο σῶμα του, ὅσες ἡμέρες θά ἔμενε μακριά ἀπό τήν Μονή.Ἐάν κάποτε ξεχνοῦσε νά πάρη τό σκαμνί, ἔφτιαχνε ἄλλο, ἐκεῖ πού εὑρισκόταν.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, κοιμᾶσαι γιά πολύ καιρό στό σκαμνί; Τόν ἐρώτησε ἕνας μαθητής του.
-Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινα καλόγερος, δέν θυμᾶμαι ποτέ νά κοιμήθηκα ξαπλωμένος.
-Καί δέν ἀρώστησες ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κακῆς ἀναπαύσεως τοῦ σώματός σου;
-Κάποτε ἀρώστησα πολύ ἀπό τό στομάχι μου, ἀλλά δέν ἤθελα ν᾿ ἀφήσω κι αὐτή τήν ἄσκησι. Παρεκάλεσα πολύ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τήν δεύτερη ἡμέρα μέ θεράπευσε. Ἀπό τότε δέν ἀρώστησα πάλι.
Ἡ ἄλλη ἄσκησίς του ὅπως εἴπαμε, ἦτο ὅτι περπατοῦσε ξυπόλυτος καί ξεσκούφωτος ἐπί 30 χρόνια ἀψηφώντας τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος καί τόν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ, τίς βροχές, τά χιόνια, τίς πέτρες καί τά ἀγκάθια. καί τοῦτο, γιά νά μιμηθῆ τόν δάσκαλό του, τόν Γέρο-Γεώργιο.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, πές μου, τόν ἐρώτησε ἕνας γέροντας, ποῦ εὑρῆκες γραμμένο ὅτι ὁ μοναχός πρέπει νά περπατᾶ πάντοτε ξεσκούφωτος;
-Νά σέ ρωτήσω κι ἐγώ ἕνα λόγο, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας.
Καί ἀμέσως ὁ ἀδελφός τοῦ ἐζήτησε συγχώρησι καί ἀνεχώρησε σιωπηλός.
Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν ἐξομολόγησι ὁ π. Ἀθανάσιος εἶχε ἐκλέξει τούς πιό φημισμένους Πνευματικούς ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Ἀνάμεσά τους διεκρίνοντο ὁ π. Ἰωσήφ Κρατσιούνι, ὁ π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ καί ὁ π. Βικέντιος Μαλάου, οἱ ὁποῖοι ἔχαιρον μεγάλης ἐκτιμήσεως στά μέρη ἐκεῖνα. Συνήθως ἐξωμολογεῖτο κάθε δεύτερη ἑβδομάδα καί κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε 40 ἡμέρες, εἴτε στό μοναστήρι, εἴτε στίς σκῆτες τῆς γύρω περιοχῆς.
Ἐνῶ τρεῖς ἡμέρες, πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία δέν ἔτρωγε τίποτε. Κρατοῦσε τελεία νηστεία μέ προσευχή καί μετάνοιες. Τήν τρίτη ἡμέρα ἔπινε Μεγάλο Ἁγιασμό καί τήν ἑπομένη ἐλάμβανε μέ πολλή εὐλάβεια τά Πανάγια Μυστήρια. Κατόπιν γευόταν κάτι, εὐχαριστῶντας τόν Θεό καί ἐπέστρεφε πάλι στό ταπεινό του διακόνημα.
Κάποτε τόν εἶδε ἕνας ἀδελφός, καθώς ἐπήγαινε πίσω στά πρόβατα. Σέ κάποια στιγμή ἔπεσε μέσα σέ μιά συστοιχία ἀπό ἀγκάθια. Αἱματώθηκε πολύ στά χέρια καί στό πρόσωπό του, ἀλλά συνέχισε τόν δρόμο του, πίσω ἀπό τά πρόβατα, χωρίς νά φροντίση γιά τήν ὑγεία του. Ὁ ἀδελφός, πού ἐπήγαινε μαζί του, τόν ἐρώτησε τό βράδυ.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, γιατί ἔπαιζες μέ τά πόδια σου μέσα στ' ἀγκάθια;
-Δέν ἔπαιζα. Πότε μέ εἶδες;
Σέ εἶδα σήμερα νά περπατᾶς ξυπόλυτος μέσα στ᾿ ἀγκάθια. Σέ παρακαλῶ πές μου, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅλη τήν ἀλήθεια γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μου.
-Λοιπόν, ἄκουσε γιατί. Τήν στιγμή ἐκείνη εἶχα ξεχάσει τά βάσανα τῆς κολάσεως. Οἱ βιοτικές φροντίδες μοῦ εἶχαν ἀπομακρύνει τό μυαλό...Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, τόν ἁμαρτωλό!
Ἄλλοτε πάλι τόν ἐρώτησε ὁ ἀδελφός.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, τί καλά ἔργα πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ;
-Ἄκουσε, ἀδελφέ μου, σ᾿ ὅλη τήν ζωή σου νά ἔχης τόν νοῦ σου στόν Χριστό καί θά σωθῆς.
-Καί πῶς ἠμπορῶ νά κρατῶ τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά μου;
-Μέ τήν ἀδιάκοπη προσευχή καί τήν φυλακή τοῦ νοῦ ἀπό τούς κακούς λογισμούς. Κράτησε μέσα σου πάντοτε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἀπομακρύνσου ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μή συγκατατίθεσαι μέ τόν νοῦ σου στούς κακούς λογισμούς.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, δός μου μία συμβουλή γιά τήν σωτηρία μου, τοῦ εἶπε ἕνας ἄλλος ἀδελφός.
-Ἄκουσε, ἀδελφέ μου, θυμήσου τί ὑποσχέθηκες στήν μοναχική κουρά σου. Αὐτά πού εἶπες τότε μέ τό στόμα σου, τά καταλαβαίνεις;
-Πάτερ Ἀθανάσιε, τόν ἐρώτησε ὁ ἴδιος ἀδελφός, τόσα χρόνια πού περπατᾶς μέσα στά δάση μέ τά πρόβατα, συνάντησες κάποτε κάποιον ἐρημίτη;
-Ναί, ὅταν ἤμουν στόν κόσμο, εὑρῆκα στήν φωλιά ἑνός ζώου, κοντά στήν περιοχή Κοβάσνα, ἕνα μεγάλο ἡσυχαστή. Ἔκανε μιά ζωή ἀληθινά ἁγία. Ἤμουν μέ τόν ἀδελφό μου. Ἀφοῦ τοῦ ἐβάλαμε μετάνοια, αὐτός μᾶς εὐλόγησε καί προφητικά μᾶς ἐμίλησε. "Νά γνωρίζετε ὅτι καί οἱ δυό σας θά πεθάνετε μοναχοί".
Ὁ π. Ἀθανάσιος ἦτο ἕνας φιλομαθής μοναχός. Ἐδιάβαζε πολύ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἐγνώριζε καί νά συμβουλεύη, ἀλλά ἀπέφευγε νά κάνη τόν δάσκαλο στούς ἀδελφούς του. Κάποια ἡμέρα ἐρώτησε ἕνα μοναχό.
-'Εδιάβασες τόν Δαμασκηνό;
-Ὄχι, πάτερ, ἀλλά ἔχω ἀκούσει γι᾿ αὐτό τό βιβλίο.
-Δέν γνωρίζεις τίποτε. Ἐκεῖ, ἀδελφέ μου, εἶναι γραμμένο τό θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Νά τό ζητήσης στήν βιβλιοθήκη, ἐάν ὑπάρχη.
Τήν ἄλλη ἡμέρα τοῦ εἶπε ὅτι τό ἀνεζήτησε καί δέν τό βρῆκε. Τότε ὁ Γέροντας, βγάζοντας τήν Δογματική τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπό τόν ντορβᾶ του, τοῦ εἶπε.
-Πάρε, ἀδελφέ, αὐτό τό βιβλίο. Ἐδῶ εἶναι γραμμένη ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας...
Ἄλλοτε ὁ Γέροντας ἐρώτησε ἕνα μοναχό.
-Πάτερ ἐδιάβασες τό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας;
-Δέν τό ἐδιάβασα, πάτερ.
-Δέν γνωρίζεις τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας!
-Καί ἠμποροῦμε νά τό βροῦμε;
Τότε ὁ Γέροντας ἔβγαλε ἀπό τόν ντορβᾶ του τό Πηδάλιο καί τοῦ τό ἔδωσε νά τό διαβάση.
Μιά ἡμέρα τοῦ εἶπε ὁ μαθητής του.
-Γέροντα, γιατί δέν ἔφτιαξες, ἡ ὁσιότης σου, μιά καινούργια φορεσιά ροῦχα, ἀφοῦ αὐτά πού φορεῖς ἐπάλιωσαν καί σχίσθηκαν;
Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε.
-Αὐτά δέν εἶναι γιά τόν μοναχό, ἀδελφέ. δηλ. τά καλά ροῦχα, τό πλούσιο φαγητό, τό κρασί καί ἡ πολλή ἀνάπαυσις. Ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι πολύ πτωχός καί κακοντυμένος, περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο.
Ἀπό τότε πού ἔφυγες ἀπό τό χωριό σου, Γέροντα, τό ἐπισκέφθηκες ἄλλη φορά;
-Ἀπό τό φθινόπωρο τοῦ 1909 πού ἦλθα ἐδῶ μέ τόν ἀδελφό μου δέν ἐπῆγα πάλι νά ἰδῶ τό χωριό καί τούς μακαρίτες τώρα γονεῖς μου.
-Καί δέν κουράσθηκες, Γέροντα, τόσα χρόνια σ᾿ αὐτό τό διακόνημα τοῦ τσοπάνη; Διότι νά, πλησιάζεις τώρα 30 χρόνια ἀφ᾿ ὅτου ἀνέλαβες αὐτό τό διακόνημα, χωρίς καμμία ἐναλλαγή.
-Ἄκουσε, ἀδελφέ μου, πῶς εἶναι δυνατόν νά ὑποστῶ πλῆξι; Δέν γνωρίζεις ὅτι τό διακόνημα εἶναι ζωή καί ἡ παρακοή εἶναι θάνατος; Καί ποῦ ἠμπορῶ, σέ παρακαλῶ, νά βρῶ περισσότερη ἡσυχία καί μοναξιά, ὅση ἔχω τώρα περπατῶντας μόνος μου μέσα στά δάση καί δίπλα στά πρόβατα;
-Γιατί δέν μπαίνεις σ᾿ἕνα κελλί τοῦ μοναστηριοῦ τουλάχιστον τήν περίοδο τοῦ χειμῶνος, πάτερ;
-Τί καλλίτερο ἔχει τό κελλί στό μοναστήρι; Ἐκεῖ μοιάζει μέ νοσοκομεῖο, ἐνῶ ἐδῶ στήν ἐρημιά αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι στόν κῆπο τοῦ παραδείσου.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, ἄκουσα ὅτι οἱ πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ ἤθελαν νά σέ κάνουν ἱερέα. Δέν εἶναι ἁμαρτία, πού δέν δέχθηκες;
-Ἐδιάβασα, ἀδελφέ, στό Πηδάλιο καί εἶδα ὅτι δέν ἠμπορῶ νά γίνω. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι φοβερό ἔργο, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός.
Ἕνας ἀδελφός πού ἐργαζόταν στήν στάνη τῶν ζώων πολεμήθηκε κάποτε πολύ σκληρά ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀκολασίας. Τότε ἐρώτησε τόν Γέροντα.
-Τί νά κάνω, πάτερ Ἀθανάσιε, διότι μέ πολεμοῦν πολύ οἱ λογισμοί τῆς πορνείας;
-'Αγωνίσου, ἀδελφέ, καί μή ἀπελπίζεσαι. Φύλαξε τόν νοῦ σου, τά μάτια σου καί τό σῶμα σου καθαρά. Ὁ μοναχός, ἐάν χάση τήν παρθενία του, χάθηκε ὁλόκληρος. Φύλαξε τήν παρθενία, ἀδελφέ, διότι εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ.
-Τί νά κάνω, Πάτερ, γιά νά λυτρωθῶ ἀπ'αὐτόν τόν πόλεμο τῶν κακῶν λογισμῶν;
-Ὑπόμενε τόν πόλεμο, ἀλλά φυλάξου ἀπό τούς λογισμούς. Μήν ἀπογοητεύεσαι, διότι χωρίς πόλεμο δέν ὑπάρχει στεφάνι. Νά ὁπλίζεσαι μέ τήν νηστεία, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ψαλτηρίου καί τήν συχνή ἐξομολόγησι.
Μία ἄλλη ἄσκησις τοῦ π. Ἀθανασίου ἦτο καί αὐτή. Οὐδέποτε ἐξάπλωνε στό πλευρό, οὔτε στό κρεββάτι, οὔτε στό πάτωμα.
'Αλλά ἀπό τήν νεότητά του, συνηθισμένος ἀπό τόν διδάσκαλό του τόν Γέρο-Γεώργιο, ἀναπαυόταν ἐπάνω σ᾿ἕνα μικρό σκαμνί πού τό εἶχε φτιάξει μέ τά χέρια του.
Ἀργά τό βράδυ, ὅταν ἐτελείωνε τίς δουλειές μέ τά πρόβατα, ἀναχωροῦσε σέ ἕνα μέρος τῆς πλαγιᾶς, ὅπου ἔκανε πολλές μετάνοιες, ἐδιάβαζε ψαλμούς καί προσευχόταν μέ δάκρυα. Κατόπιν ἐπιστρέφοντας, καθόταν στό σκαμνάκι του μέ τήν κάππα στήν πλάτη του καί ἔτσι περνοῦσε μερικές ὧρες.
Ὅταν ἐπήγαινε μακριά ἀπό τήν Μονή γιά ἀνεύρεσι βοσκῆς γιά τά πρόβατα, ἔπαιρνε μαζί του καί τό γαϊδουράκι, ὅπου μαζί μέ τ᾿ ἄλλα πράγματά του ἔβαζε καί τό σκαμνί του γιά νά ξεκουράζη τό ταλαίπωρο σῶμα του, ὅσες ἡμέρες θά ἔμενε μακριά ἀπό τήν Μονή.Ἐάν κάποτε ξεχνοῦσε νά πάρη τό σκαμνί, ἔφτιαχνε ἄλλο, ἐκεῖ πού εὑρισκόταν.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, κοιμᾶσαι γιά πολύ καιρό στό σκαμνί; Τόν ἐρώτησε ἕνας μαθητής του.
-Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινα καλόγερος, δέν θυμᾶμαι ποτέ νά κοιμήθηκα ξαπλωμένος.
-Καί δέν ἀρώστησες ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κακῆς ἀναπαύσεως τοῦ σώματός σου;
-Κάποτε ἀρώστησα πολύ ἀπό τό στομάχι μου, ἀλλά δέν ἤθελα ν᾿ ἀφήσω κι αὐτή τήν ἄσκησι. Παρεκάλεσα πολύ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τήν δεύτερη ἡμέρα μέ θεράπευσε. Ἀπό τότε δέν ἀρώστησα πάλι.
Ἡ ἄλλη ἄσκησίς του ὅπως εἴπαμε, ἦτο ὅτι περπατοῦσε ξυπόλυτος καί ξεσκούφωτος ἐπί 30 χρόνια ἀψηφώντας τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος καί τόν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ, τίς βροχές, τά χιόνια, τίς πέτρες καί τά ἀγκάθια. καί τοῦτο, γιά νά μιμηθῆ τόν δάσκαλό του, τόν Γέρο-Γεώργιο.
Γιά κάποιο διάστημα Πνευματικός του ἦτο ὁ ἀρχιμ. π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ, ὁ ὁποῖος τόν διέταξε, γιά νά τόν ταπεινώση, νά φορῆ τσαρούχια, χωρίς κάλτσες.
Καί ἐκεῖνος τοῦ ἔκανε ὑπακοή. Τό κεφάλι του ὅμως τό εἶχε ἀκάλυπτο μέχρι τόν θάνατό του. Καί παρότι ἦτο φαλακρός, τόν ἔβλεπαν ὅλοι μέ πόση καρτερία ὑπέμενε τόν καύσωνα καί τό ψῦχος, χωρίς νά ἀλλάζη τό τυπικό του. Μάλιστα πολλοί τόν ἔβλεπαν πῶς ἔριχνε ἀπό πάνω του τό χιόνι καί ἔβγαινε ἀπό μέσα του ἀτμός ἀπό ζέστη, ἐνῶ ἀπό τά γένεια του καί τά μαλλιά του νά κρέμωνται κομμάτια ἀπό πάγο.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, πές μου, τόν ἐρώτησε ἕνας γέροντας, ποῦ εὑρῆκες γραμμένο ὅτι ὁ μοναχός πρέπει νά περπατᾶ πάντοτε ξεσκούφωτος;
-Νά σέ ρωτήσω κι ἐγώ ἕνα λόγο, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας.
Πές μου ποῦ εἶναι γραμμένο ὅτι ὁ Χριστός φοροῦσε σκούφια στό κεφάλι του;
Καί ἀμέσως ὁ ἀδελφός τοῦ ἐζήτησε συγχώρησι καί ἀνεχώρησε σιωπηλός.
Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν ἐξομολόγησι ὁ π. Ἀθανάσιος εἶχε ἐκλέξει τούς πιό φημισμένους Πνευματικούς ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Ἀνάμεσά τους διεκρίνοντο ὁ π. Ἰωσήφ Κρατσιούνι, ὁ π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ καί ὁ π. Βικέντιος Μαλάου, οἱ ὁποῖοι ἔχαιρον μεγάλης ἐκτιμήσεως στά μέρη ἐκεῖνα. Συνήθως ἐξωμολογεῖτο κάθε δεύτερη ἑβδομάδα καί κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε 40 ἡμέρες, εἴτε στό μοναστήρι, εἴτε στίς σκῆτες τῆς γύρω περιοχῆς.
Ἐνῶ τρεῖς ἡμέρες, πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία δέν ἔτρωγε τίποτε. Κρατοῦσε τελεία νηστεία μέ προσευχή καί μετάνοιες. Τήν τρίτη ἡμέρα ἔπινε Μεγάλο Ἁγιασμό καί τήν ἑπομένη ἐλάμβανε μέ πολλή εὐλάβεια τά Πανάγια Μυστήρια. Κατόπιν γευόταν κάτι, εὐχαριστῶντας τόν Θεό καί ἐπέστρεφε πάλι στό ταπεινό του διακόνημα.
Κάποτε τόν εἶδε ἕνας ἀδελφός, καθώς ἐπήγαινε πίσω στά πρόβατα. Σέ κάποια στιγμή ἔπεσε μέσα σέ μιά συστοιχία ἀπό ἀγκάθια. Αἱματώθηκε πολύ στά χέρια καί στό πρόσωπό του, ἀλλά συνέχισε τόν δρόμο του, πίσω ἀπό τά πρόβατα, χωρίς νά φροντίση γιά τήν ὑγεία του. Ὁ ἀδελφός, πού ἐπήγαινε μαζί του, τόν ἐρώτησε τό βράδυ.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, γιατί ἔπαιζες μέ τά πόδια σου μέσα στ' ἀγκάθια;
-Δέν ἔπαιζα. Πότε μέ εἶδες;
Σέ εἶδα σήμερα νά περπατᾶς ξυπόλυτος μέσα στ᾿ ἀγκάθια. Σέ παρακαλῶ πές μου, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅλη τήν ἀλήθεια γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μου.
-Λοιπόν, ἄκουσε γιατί. Τήν στιγμή ἐκείνη εἶχα ξεχάσει τά βάσανα τῆς κολάσεως. Οἱ βιοτικές φροντίδες μοῦ εἶχαν ἀπομακρύνει τό μυαλό...Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, τόν ἁμαρτωλό!
Ἄλλοτε πάλι τόν ἐρώτησε ὁ ἀδελφός.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, τί καλά ἔργα πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ;
-Ἄκουσε, ἀδελφέ μου, σ᾿ ὅλη τήν ζωή σου νά ἔχης τόν νοῦ σου στόν Χριστό καί θά σωθῆς.
-Καί πῶς ἠμπορῶ νά κρατῶ τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά μου;
-Μέ τήν ἀδιάκοπη προσευχή καί τήν φυλακή τοῦ νοῦ ἀπό τούς κακούς λογισμούς. Κράτησε μέσα σου πάντοτε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἀπομακρύνσου ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μή συγκατατίθεσαι μέ τόν νοῦ σου στούς κακούς λογισμούς.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, δός μου μία συμβουλή γιά τήν σωτηρία μου, τοῦ εἶπε ἕνας ἄλλος ἀδελφός.
-Ἄκουσε, ἀδελφέ μου, θυμήσου τί ὑποσχέθηκες στήν μοναχική κουρά σου. Αὐτά πού εἶπες τότε μέ τό στόμα σου, τά καταλαβαίνεις;
-Πάτερ Ἀθανάσιε, τόν ἐρώτησε ὁ ἴδιος ἀδελφός, τόσα χρόνια πού περπατᾶς μέσα στά δάση μέ τά πρόβατα, συνάντησες κάποτε κάποιον ἐρημίτη;
-Ναί, ὅταν ἤμουν στόν κόσμο, εὑρῆκα στήν φωλιά ἑνός ζώου, κοντά στήν περιοχή Κοβάσνα, ἕνα μεγάλο ἡσυχαστή. Ἔκανε μιά ζωή ἀληθινά ἁγία. Ἤμουν μέ τόν ἀδελφό μου. Ἀφοῦ τοῦ ἐβάλαμε μετάνοια, αὐτός μᾶς εὐλόγησε καί προφητικά μᾶς ἐμίλησε. "Νά γνωρίζετε ὅτι καί οἱ δυό σας θά πεθάνετε μοναχοί".
Ὁ π. Ἀθανάσιος ἦτο ἕνας φιλομαθής μοναχός. Ἐδιάβαζε πολύ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἐγνώριζε καί νά συμβουλεύη, ἀλλά ἀπέφευγε νά κάνη τόν δάσκαλο στούς ἀδελφούς του. Κάποια ἡμέρα ἐρώτησε ἕνα μοναχό.
-'Εδιάβασες τόν Δαμασκηνό;
-Ὄχι, πάτερ, ἀλλά ἔχω ἀκούσει γι᾿ αὐτό τό βιβλίο.
-Δέν γνωρίζεις τίποτε. Ἐκεῖ, ἀδελφέ μου, εἶναι γραμμένο τό θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Νά τό ζητήσης στήν βιβλιοθήκη, ἐάν ὑπάρχη.
Τήν ἄλλη ἡμέρα τοῦ εἶπε ὅτι τό ἀνεζήτησε καί δέν τό βρῆκε. Τότε ὁ Γέροντας, βγάζοντας τήν Δογματική τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἀπό τόν ντορβᾶ του, τοῦ εἶπε.
-Πάρε, ἀδελφέ, αὐτό τό βιβλίο. Ἐδῶ εἶναι γραμμένη ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας...
Ἄλλοτε ὁ Γέροντας ἐρώτησε ἕνα μοναχό.
-Πάτερ ἐδιάβασες τό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας;
-Δέν τό ἐδιάβασα, πάτερ.
-Δέν γνωρίζεις τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας!
-Καί ἠμποροῦμε νά τό βροῦμε;
Τότε ὁ Γέροντας ἔβγαλε ἀπό τόν ντορβᾶ του τό Πηδάλιο καί τοῦ τό ἔδωσε νά τό διαβάση.
Μιά ἡμέρα τοῦ εἶπε ὁ μαθητής του.
-Γέροντα, γιατί δέν ἔφτιαξες, ἡ ὁσιότης σου, μιά καινούργια φορεσιά ροῦχα, ἀφοῦ αὐτά πού φορεῖς ἐπάλιωσαν καί σχίσθηκαν;
Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε.
-Αὐτά δέν εἶναι γιά τόν μοναχό, ἀδελφέ. δηλ. τά καλά ροῦχα, τό πλούσιο φαγητό, τό κρασί καί ἡ πολλή ἀνάπαυσις. Ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι πολύ πτωχός καί κακοντυμένος, περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο.
Ἀπό τότε πού ἔφυγες ἀπό τό χωριό σου, Γέροντα, τό ἐπισκέφθηκες ἄλλη φορά;
-Ἀπό τό φθινόπωρο τοῦ 1909 πού ἦλθα ἐδῶ μέ τόν ἀδελφό μου δέν ἐπῆγα πάλι νά ἰδῶ τό χωριό καί τούς μακαρίτες τώρα γονεῖς μου.
-Καί δέν κουράσθηκες, Γέροντα, τόσα χρόνια σ᾿ αὐτό τό διακόνημα τοῦ τσοπάνη; Διότι νά, πλησιάζεις τώρα 30 χρόνια ἀφ᾿ ὅτου ἀνέλαβες αὐτό τό διακόνημα, χωρίς καμμία ἐναλλαγή.
-Ἄκουσε, ἀδελφέ μου, πῶς εἶναι δυνατόν νά ὑποστῶ πλῆξι; Δέν γνωρίζεις ὅτι τό διακόνημα εἶναι ζωή καί ἡ παρακοή εἶναι θάνατος; Καί ποῦ ἠμπορῶ, σέ παρακαλῶ, νά βρῶ περισσότερη ἡσυχία καί μοναξιά, ὅση ἔχω τώρα περπατῶντας μόνος μου μέσα στά δάση καί δίπλα στά πρόβατα;
-Γιατί δέν μπαίνεις σ᾿ἕνα κελλί τοῦ μοναστηριοῦ τουλάχιστον τήν περίοδο τοῦ χειμῶνος, πάτερ;
-Τί καλλίτερο ἔχει τό κελλί στό μοναστήρι; Ἐκεῖ μοιάζει μέ νοσοκομεῖο, ἐνῶ ἐδῶ στήν ἐρημιά αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι στόν κῆπο τοῦ παραδείσου.
-Πάτερ Ἀθανάσιε, ἄκουσα ὅτι οἱ πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ ἤθελαν νά σέ κάνουν ἱερέα. Δέν εἶναι ἁμαρτία, πού δέν δέχθηκες;
-Ἐδιάβασα, ἀδελφέ, στό Πηδάλιο καί εἶδα ὅτι δέν ἠμπορῶ νά γίνω. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι φοβερό ἔργο, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός.
Ἕνας ἀδελφός πού ἐργαζόταν στήν στάνη τῶν ζώων πολεμήθηκε κάποτε πολύ σκληρά ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀκολασίας. Τότε ἐρώτησε τόν Γέροντα.
-Τί νά κάνω, πάτερ Ἀθανάσιε, διότι μέ πολεμοῦν πολύ οἱ λογισμοί τῆς πορνείας;
-'Αγωνίσου, ἀδελφέ, καί μή ἀπελπίζεσαι. Φύλαξε τόν νοῦ σου, τά μάτια σου καί τό σῶμα σου καθαρά. Ὁ μοναχός, ἐάν χάση τήν παρθενία του, χάθηκε ὁλόκληρος. Φύλαξε τήν παρθενία, ἀδελφέ, διότι εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Νά τήν διατηρήσης μέχρι τόν θάνατό σου γιά νά ἔχης παρρησία στήν προσευχή σου πρός τόν Κύριον. Ἐάν τήν χάσης, ντρέπεσαι νά σταθῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά προσευχή. Νά προτιμήσης νά καῆς στήν φωτιά, παρά νά χάσης τήν παρθενία σου.
-Τί νά κάνω, Πάτερ, γιά νά λυτρωθῶ ἀπ'αὐτόν τόν πόλεμο τῶν κακῶν λογισμῶν;
-Ὑπόμενε τόν πόλεμο, ἀλλά φυλάξου ἀπό τούς λογισμούς. Μήν ἀπογοητεύεσαι, διότι χωρίς πόλεμο δέν ὑπάρχει στεφάνι. Νά ὁπλίζεσαι μέ τήν νηστεία, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ψαλτηρίου καί τήν συχνή ἐξομολόγησι.
Ὁ μεγαλύτερος πόλεμος τοῦ μοναχοῦ στήν ζωή αὐτή εἶναι ὁ πόλεμος τῆς πορνείας. Ὅταν βλέπης, ὅτι κινδυνεύεις, νά νηστεύης μέχρι θανάτου ἀκόμη! Καί δέν θά σέ ἀφήση ἡ Κυρία Θεοτόκος…
Συνεχίζεται
http://anavaseis.blogspot.com/2012/12/blog-post_1838.html
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
2002
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν
παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν
ἄδεια δημοσίευσης.Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
2002
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
http://anavaseis.blogspot.com/2012/12/blog-post_1838.html
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου