Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου


Νεκρὸν με Θεόδωρον ἡ πατρὶς δέχου,
Ὃν ζῶντα πλουτεῖ Μαρτύρων πατρὶς πόλος.
Ὄλβιον ὀγδοάτῃ Θεοδώρου σῶμα κομίσθη.

Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου († 8 Φεβρουαρίου) μετετέθη, στὶς 8 Ἰουνίου, ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Ποντικῆς, στὸ προγονικὸ κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στὰ Εὐχάιτα, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία ἐξέφρασε πρὸ τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στὸ γραμματέα του Οὔαρο. Ἐκ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ τὴ σιαγόνα ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ὁ Μονομάχος (1042 – 1055) ἐδώρισε διὰ χρυσοβούλλου στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν θεοσδότων ὄλβον ἀκένωτον, τὴν τῶν σεπτῶν σου λειψάνων θήκην πλουτοῦντες σοφέ, τὴν μετάθεσιν αὐτῶν πανηγυρίζομεν, ἁγιασμοῦ τὰς δωρεάς, πορισόμενοι πιστῶς, Θεόδωρε Στρατηλάτα· διὸ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ νεκρὸς ἐν τῇ θήκῃ κατάκεισαι, ἀλλὰ ζωὴν ἐκτρυγᾷς τὴν αἰώνιον, καὶ βλυστάνεις διαπαντός, πηγὴν δωρεῶν, τοῖς προσψαύουσι πόθῳ τῶν θείων λειψάνων σου, καὶ τὴν σὴν ἐξαιτοῦσι ταχεῖαν ἀντίληψιν, ὁ Στρατηλάτης τοῦ Λόγου Θεόδωρος.

Μεγαλυνάριον.
Πνέουσα τὴν χάριν τὴν μυστικήν, ὡς ἀνθώδης κῆπος, τῶν Λειψάνων σου ἡ σορός, ἐκ τῆς Ἡρακλείας, τῇ σῇ πατρίδι ἧκε, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.

Ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἡ Μάρτυς


Kάλλη παραβλέπουσα των ποιημάτων,
Kτίστου τα κάλλη οπτάνη Kαλλιόπη.

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ἡ Ἁγία Μάρτυς Καλλιόπη, ἡ ὁποία ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Διακρινόταν τόσο γιὰ τὸ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ κάλλος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ βαθιὰ εὐσέβεια. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, συνελήφθηκε καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου γιὰ ἀνάκριση. Αὐτός, εὐθὺς ὡς ἀντίκρισε τὸ κάλλος τῆς Καλλιόπης, καταλήφθηκε ἀπὸ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πόθους καὶ προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει αὐτήν, ὥστε νὰ ὑποκύψει στοὺς ἔνοχους πόθους του. Ἀλλ’ ἡ Καλλιόπη παρέμεινε ἀδιάφορη στὶς κολακεῖες καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Τοῦτο ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἀντιληφθεὶς ὅτι διαψεύδονταν οἱ ἐλπίδες του, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς, τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ περιέχυσαν τὶς πληγές της μὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Νυμφίου της Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Σωτῆρος τὸ κάλλος ἐκ ψυχῆς ἀγαπήσασα, καλλιπάρθενε κόρη, Καλλιόπη πανεύφημε, ἠγώνισαι στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ δόξης ἠξιώθης θεϊκῆς· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τιμῶμεν ἐκβοῶντές σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Παρθενικῇ διαλάμπουσα χάριτι, μαρτυρικῶς τῷ Χριστῷ προσενήνεξαι· οὗ νῦν τῆς χαρᾶς ἀπολαύουσα, τῆς ὑπὲρ νοῦν Καλλιόπη πανεύφημε, δυσώπει ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαλάμπουσα ψυχικῷ, καλὴ καὶ ὡραία, δι’ ἀγώνων μαρτυρικῶν, ὤφθης τῷ Σωτῆρι, θεόφρον Καλλιόπη, ᾧ πρέσβευε σωθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας.

Άγιος Θεοφάνης ο Νεομάρτυρας


O Θεοφάνης ογγίνοις στέφος μέγα,
Eξηγόρασεν· ω συναλλαγής ξένης!

Ο Άγιος Θεοφάνης γεννήθηκε στο χωριό Ζαπάντι, σημερινό Καλόβρυση, της Καλαμάτας του νομού Μεσσηνίας, από ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο και την Κύρω. Νέος καθώς βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και μάθαινε τη ραπτική τέχνη από σκληρό αφέντη, ο κατά κόσμον Θεόδωρος, που διακρινόταν για τη σωματική του ωραιότητα παρασύρθηκε, αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μουσουλμανισμό. Οι μουσουλμάνοι χάρηκαν για την αλλαξοπιστία του και τον περιποιούνταν με πολλές κολακείες και τιμές, διδάσκοντάς τον επί μία εξαετία τα τουρκικά και αραβικά στα βασιλικά ανάκτορα. Οι πολλές μελέτες του τον οδήγησαν στον Χριστό. Θυμήθηκε την πίστη που αρνήθηκε και με τύψεις και δάκρυα αποφάσισε την επιστροφή του. Προσευχόμενος στην Αγία Τριάδα ενδυναμώθηκε στην απόφαση του.

Ο νέος και ωραίος Θεόδωρος περιπλανήθηκε αρκετά σε διάφορους τόπους, για να βρει κατάλληλο άνθρωπο, που θα τον βοηθούσε στη συγχώρεση και τη σωτηρία του. Επισκέφθηκε την Βενετία, όπου αρχιεράτευε ο σοφός και άγιος μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1577 - 1616 μ.χ.). Σημειώνεται στον βίο του: «Τετυχηκώς εγεγόνει θείων τε και θαυμασίων ανδρών. Τούτων δ΄ ην ο τα πρωτεία φέρων και των αρχιερέων τω όντι ακρότης κύριος Γαβριήλ, ο της αγιωτάτης μητροπόλεως Φιλαδελφείας προϊστάμενος, ον δια την ενούσαν αυτώ αρετήν και σοφίαν, των καθ’ ημάς και των θύραθεν, η των Ενετών αριστοκρατία, ως του ελληνικού γένους Κυβερνήτην άριστον δια τιμής άγουσα, ηγούμενον τούτου και οικονόμον απεκατέστησε μάλιστα». Ο άγιος αυτός ιεράρχης τον δίδαξε, τον νουθέτησε, τον στήριξε και τον έκειρε μοναχό, ονομάζοντας τον Θεοφάνη. Τον παρότρυνε προς το μαρτύριο, λέγοντας του πως η ολοκλήρωση της μετανοίας του θα είναι να χύσει το αίμα του για τον Χριστό, τον όποιο είχε αρνηθή. Ο Θεοφάνης στερεωμένος με αρχιερατικές ευχές, θεία δύναμη και θερμή πίστη επέστρεψε στην πατρίδα του για να μαρτυρήσει.

Περιπλανήθηκε πάλι πολύ, μέχρι να φθάσει τελικά στο ποθούμενο μαρτύριο. Από την Κωνσταντινούπολη, όπου δεν κατάφερε να μαρτυρήσει, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου μετά τριήμερη προσευχή, παρουσιάζεται στον εκεί δικαστή με θάρρος, ομολογώντας δημόσια τη χριστιανική του πίστη και τη λανθασμένη του πρότερη άρνησή της. Δεν καταφέρνει τίποτε και ο δικαστής τον διώχνει. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Εύβοια και την Λάρισα προκαλώντας τους δικαστές να τον οδηγήσουν στο μαρτύριο. Στην Λάρισα ο σκληρός και άγριος δικαστής διατάζει να τον μαστιγώσουν εξακόσιες φορές. Μέσα από τις πληγές του ο άγιος ευχαριστεί τον Θεό που πάσχει και χαίρεται πραγματικά θεωρώντας ότι πάσχει άλλος και όχι ο ίδιος. Προσευχόμενος θεραπεύεται και αναχωρεί για το Άγιον Όρος.

Στο Άγιον Όρος συνάντησε ενάρετους μοναχούς και πνευματικούς, τους οποίους συμβουλεύθηκε και οι όποιοι τον στερέωσαν και τον όπλισαν με τις ευχές και ευλογίες τους: «Πολλοίς των θαυμασίων ολοσχερώς της αρετής αντεχομένοις εντυχών, εξ ων εύχρηστα τε και κάλλιστα αρυσάμενος». Παρέμεινε στη μονή Βατοπαιδίου και εκεί συναντήθηκε με τον μελλοντικό βιογράφο-ύμνογράφο του λόγιο ιεροδιάκονο Συνέσιο τον Βατοπαιδινό, του οποίου η βιογραφία σώζεται στη μονή.

Ενισχυμένος από το Άγιον Όρος μεταβαίνει πάλι στην Κωνσταντινούπολη για την εκπλήρωση του σκοπού του. Σημαντική ήταν εκεί η γνωριμία του με τον νέο «αλείπτη» του πνευματικό Ευθύμιο. Αυτός τον προετοίμασε κατάλληλα για το μαρτύριό του, ώστε να μη δειλιάσει και αποκάμει. Μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων και μετά από ολονύκτια, θερμή και μετά δακρύων προσευχή οδηγήθηκε με θάρρος και τόλμη στο δικαστήριο, για να ομολογήσει απτόητα τον σταυρωθέντα και αναστηθέντα Χριστό ως μόνο αληθινό Θεό. «Τη του ζωοποιού σταυρού πανοπλία καθοπλισάμενος, και «επ΄ ονόματι της τρισσοφαούς και παναιτίου και ζωαρχικής Παναγίας Τριάδος» ειπών».

Με όλη τη δύναμη της ψυχής του ομολόγησε τον Χριστό θεό αληθινό ενώπιον του δικαστηρίου και δήλωσε τη μετάνοια του για την εκτροπή του στη μουσουλμανική θρησκεία. θυμωμένος ο δικαστής ζήτησε την άμεση φυλάκισή του, για να σκεφθεί καλύτερα την καλύτερη τιμωρία του. Οι δέσμιοι ειρωνευόμενοι τον οδηγούσαν στη φυλακή κλωτσώντας και ραπίζοντάς τον σκληρά. Πάλι ο δικαστής τον κάλεσε να απολογηθεί για να δει μήπως ήταν μεθυσμένος η σαλεμένος. Ο άγιος όμως με περισσή λογική, ευφράδεια και αποδείξεις επέμενε ότι αμάρτησε φρικτά που παρασύρθηκε από την ασέβεια, χαίρεται που επέστρεψε στον Χριστό και δεν πτοείται από καμιά τιμωρία. Ο δικαστής διέταξε να τον μαστιγώσουν επτακόσιες φορές, να τον οδηγήσουν δέσμιο στη φυλακή και να τον φυλάγουν.

Κατά τη δεύτερη αυτή φυλάκισή του οι δεσμώτες του τον βασάνιζαν συνέχεια με διάφορα και βαρειά βασανιστήρια. Μάλιστα τον ειρωνεύονταν και τον προκαλούσαν να δουν κάποιο θαύμα από αυτόν. Ο άγιος προσευχόταν ατάραχα στον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο επί τρεις ώρες. Όταν είπε το «αμήν» της προσευχής του, έγινε μεγάλος σεισμός. Συνταράχθηκαν τα θεμέλια της φυλακής, και ενώ ήταν νύχτα έλαμψε όλος ο τόπος από υπερουράνιο φως. Ο άγιος σε στάση προσευχής, λυμένος από τα δεσμά του, φωτεινός και χαρούμενος, δόξαζε τον θεό. Οι διώκτες βασανιστές του είχαν μεταβληθεί από άγρια θηρία σε ήμερα πρόβατα, που ζητούσαν συγχώρεση παρακλητικά, του προσκυνούσαν τα πόδια και τον ικέτευαν να τους ελεήσει για όσα κακά του έκαναν πριν. Μερικοί μάλιστα, ακούοντας την ωραία διδασκαλία του οσιομάρτυρος πίστεψαν στον Χριστό.

Όταν οι άρχοντες πληροφορήθηκαν τα γενόμενα, τον κάλεσαν πάλι στο δικαστήριο για απολογία. Ο άγιος προσήλθε άφοβος και παρά τις απειλές για τη ζωή του και τις υποσχέσεις, για μια ζωή πολυτελή και άνετη αν αρνηθεί τον Χριστό, επέμενε υποστηρίζοντας τη χριστιανική πίστη ως μόνη αληθή, διαλύοντας τ΄άσοφα επιχειρήματα των δικαστών και στηλιτεύοντας την πολλή άγνοιά τους. Απογοητεύθηκαν οι δικαστές από την υπομονή και την επιμονή του, όπως και οι βασανιστές του, που τον παρακολουθούσαν παράδοξα να χαίρεται στις τιμωρίες που τον υπέβαλαν. Αποφάσισαν λοιπόν να τον βασανίσουν φρικτά και να τον θανατώσουν. Έτσι τον ανασκολοπίζουν, γδέρνουν λωρίδες από το στήθος και την πλάτη του, τον ανεβάζουν σε μουλάρι και τον γυρίζουν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης προς θεατρινισμό και εξευτελισμό του. Κατόπιν τον ρίχνουν σε τσιγγέλια, που διαπερνούν το σώμα του, τον καταξεσκίζουν και τον καταματώνουν.

Μέσα σε όλα αυτά τα φρικτά βασανιστήρια και τους μεγάλους πόνους ο άγιος, παρέμενε ατάραχος και θερμά προσευχόμενος. Ευχαριστούσε εγκάρδια την Αγία Τριάδα που τον αξίωσε του ποθούμενου και παρακαλούσε να φανεί σημείο στους άπιστους. Μετά την προσευχή του αγίου κατέβηκε ένα πρωτοφανέρωτο από τον ουρανό ολόλευκο πτηνό σαν περιστέρι. Στη θέα του ο άγιος γέμισε χαρά και ευχαρίστηση, ενώ όλοι οι παρόντες έμειναν απορημένοι και έκπληκτοι. Οι Τούρκοι θαυμάζοντας έλεγαν μεταξύ τους: «Αλήθεια, αληθινός θεός είναι ο Χριστός, που κηρύττεται και δοξάζεται από τον μάρτυρα». Το πτηνό έμεινε εκεί τρεις ώρες και έφυγε. Αρχισε να σκοτεινιάζει. Ο άγιος φώναξε, όπως ο Χριστός στον σταυρό: «διψώ». Οι δήμιοί του άρπαξαν την ευκαιρία και άρχισαν να τον πειράζουν λέγοντάς του· «γίνε σαν και εμάς και θα σου δώσουμε νερό». Ο άγιος δεν ταράζεται και τους άπαντα πως τον δροσίζει ο Χριστός και διψά μόνο τη σωτηρία του.

Μέσα στη νύχτα που ακολούθησε ήλθαν δυνατές βροντές και αστραπές, ενώ ουράνιο φως τύλιξε το καταταλαιπωρημένο σώμα του ένδοξου νεομάρτυρα. Οι παριστάμενοι Τούρκοι με θαυμασμό, ύστερα από όλα τα θαυμάσια που έβλεπαν, διεκήρυτταν πως μία και μόνη των Χριστιανών η ευσέβεια είναι καθαρά αληθινή. Τότε οι δήμιοι φοβήθηκαν ότι θα προσηλυτισθεί ο λαός και παίρνοντας με αγριότητα στα χέρια τους ότι αιχμηρό αντικείμενο έβρισκαν μπροστά τους άρχισαν βάρβαρα να γδέρνουν το πρόσωπό του και του έβγαλαν τα μάτια. Ο άγιος εξέπνευσε και παρέδωσε το πνεύμα στον Πλάστη του, που τόσο αγάπησε και για τον οποίο αυτοπροαίρετα και πρόθυμα θυσιάσθηκε.

Τότε οι φιλόχριστοι, φιλάγιοι και φιλομάρτυρες χριστιανοί, δίνοντας δώρα και χρήματα στους δήμιους, πήραν τα τίμια λείψανα του μάρτυρος και μάζεψαν με ευλάβεια το αίμα του. Αυτά έγιναν πηγή θαυμάτων σε χωλούς, λεπρούς, δαιμονισμένους, ανίατα και πολυχρόνια ασθενείς, που με πίστη τα προσκυνούσαν και επικαλούνταν τον άγιο. Όσοι όμως από τους δημίους πρωτοστάτησαν στην κατακρεούργηση του μάρτυρος, είχαν κακό τέλος. Αλλοι τυφλώθηκαν, άλλοι τρελλάθηκαν και μανιασμένοι πνίγηκαν στη θάλασσα, άλλων τα χέρια ξεράθηκαν και ο καθένας απέλαβε τη δίκαιη τιμωρία. Ορισμένοι πάλι μετανόησαν, επικαλέσθηκαν τη βοήθεια του αγίου και έγιναν μάρτυρες και κήρυκες των θαυμάτων του και της χριστιανικής πίστης, που αναδεικνύει τέτοιες αγέρωχες ιερές μορφές, όπως τον ένδοξο μεγαλομάρτυρα, νεομάρτυρα Θεοφάνη.

Το μαρτύριο του αγίου τοποθετείται στις 8 Ιουνίου 1559 μ.Χ. Όλοι βασίζονται στο Νέο Μαρτυρολόγιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Κατά ορθή όμως παρατήρηση του αγιολόγου καθηγητή κ. Π. Β. Πάσχου το μαρτύριο του αγίου τοποθετείται το 1588 μ.Χ. βάσει του Κώδικος 339 του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη και του Κώδικος 797 της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, όπου τα χρονολογικά στοιχεία με τον αναφερόμενο μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρο (1577 - 1616 μ.Χ.), από τον οποίο εκάρη ο οσιομάρτυς Θεοφάνης στη Βενετία, δεν συμφωνούν με τη μαρτυρική του τελείωση το 1559 μ.Χ.

Όπως αναφέραμε, βιογράφος και υμνογράφος του είναι ο ιεροδιάκονος Συνέσιος Βατοπαιδινός.

Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιουνίου.

Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Μαρκιανὸς οἱ Μάρτυρες

 
Tου Mαρκιανού τω ξίφει τετμημένου,
Nίκανδρος είπεν, ακόλουθός ειμί σοι.

Οι Άγιοι αυτοί, επειδή ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό, μπροστά στον ηγεμόνα Μάξιμο, τους έβαλαν στη φυλακή. Μετά είκοσι μέρες τους έβγαλαν από τη φυλακή και τους ανάγκαζαν πάλι ν' αρνηθούν το Χριστό. Επειδή όμως δεν τα κατάφεραν, ξέσχισαν τα σώματα τους με σιδερένια νύχια, τους κρέμασαν ανάποδα και τους έκαιγαν από κάτω με φωτιά. Κατόπιν έχυσαν πάνω στις πληγές τους αλάτι και ξύδι και έτριψαν αυτές με τραχεία κεραμίδα. Έπειτα συνέτριψαν με πέτρες τα στόματα και τα πρόσωπα τους. Τα μαρτύρια παρακολουθούσε η γυναίκα του αγίου Νικάνδρου, που ενθάρρυνε αυτόν να τα υπομένει πρόθυμα. Παρακολουθούσε όμως και η γυναίκα του αγίου Μαρκιανού, αλλά έκανε εντελώς τ' αντίθετα, διότι έκλαιγε και έδειχνε το παιδί τους, με αποτέλεσμα να πονάει η καρδιά του μάρτυρα. Τότε ο Μαρκιανός, πήρε το παιδί, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Κύριε, συ θα φροντίσεις για το παιδί αυτό». Και αφού φίλησε το παιδί και τη γυναίκα του, έτρεξε στο δρόμο του μαρτυρίου. Μετά, έκοψαν με μαχαίρια τις γλώσσες των αθλητών της πίστης, και τελευταία τους αποκεφάλισαν.

Ἡ Ὁσία Μελανία ἡ Πρεσβυτέρα


Tρέψασα Mελάνεια πνεύμα παν μέλαν,
Λευκή το πνεύμα προς Θεόν χωρεί Λόγον.

Ἡ Ὁσία Μελανία ἡ πρεσβυτέρα ἐγεννήθηκε τὸ 340 μ.Χ., καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ὑπάτου Μαρκελλίνου τῆς Ἰσπανίας. Μετὰ τὴν χηρεία της, σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στα ἀσκητήρια τῆς Νιτρίας στὴν Αἴγυπτο καὶ διεμοίραζε σὲ ἀσκητὲς πλούσιες εὐλογίες. Ὅταν μάλιστα στὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ βασιλέως Οὐάλη ἐξορίσθηκαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες Ἰσίδωρος, Πίσιμος, Ἀδέλφιος, Παφνούτιος, Παμβώ, Ἀμμώνιος καὶ δώδεκα Ἐπίσκοποι καὶ Πρεσβύτεροι στὴ Διοκαισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ἡ Ὁσία Μελανία μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς της ἀκολούθησε τοὺς ἐξόριστους. Ἐξόδευε γι’ αὐτοὺς τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ βιοτή τους καὶ φορώντας κουκούλα δούλου τοὺς ἔφερνε κρυφὰ τὴ νύκτα τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα.

Στὴ συνέχεια ἔζησε στὰ Ἱεροσόλυμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ρουφίνο ἴδρυσαν ξενῶνες, στοὺς ὁποίους ἐφιλοξενοῦσαν τοὺς προσκυνητὲς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὁ βιογράφος τῆς Ὁσίας γράφει σχετικὰ μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση τῆς Ὁσίας:

«Ἐπὶ τριάντα ἑπτὰ χρόνια στὴν ξενιτεία, μὲ ἰδικά της ἀφιερώματα ἐνίσχυσε καὶ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια καὶ ξένους καὶ φυλακισμένους».

Μὲ τὴν ἐμβριθὴ γνώση τῶν Γραφῶν καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατόρθωσε νὰ ἐπαναφέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀποσχισθέντες τετρακόσιους μοναχοὺς τοῦ Παυλίνου καὶ τοὺς πνευματομάχους αἱρετικοὺς τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχαν ἀποσχισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἐξαίροντας ὁ ἱστορικὸς Παλλάδιος τὴ δράση τῆς Ὁσίας Μελάνης γράφει: «Καὶ πάντα αἱρετικὸν πνευματομάχον συμπείσαντες εἰσήγαγον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν».
Ἡ Ὁσία Μελανία ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 410 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ἀθρέ

Kάλλη τα της γης εμφρόνως διαπτύσας,
Aθρείς το κάλλος Aθρέ του σου Δεσπότου.

Ὁ Ὅσιος Ἀθρὲ ἢ Ἀτρὲ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Άγιος Νίκανδρος

Aλλ’ οίδα και Nίκανδρον άνδρα γεννάδαν,
Nίκης λαβόντα το στέφος διά ξίφους.

Είναι άγνωστο αν είναι ο íδιος με τον άλλο Νίκανδρο που εορτάζει την ίδια ημέρα. Πάντως μαρτύρησε και αυτός δια ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Μάρτυρας

Tμηθείς ο Mάρκος θυμιά τω Kυρίω,
Aτμόν προπέμπων εκ ζεόντων αιμάτων.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκος ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος.

Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος

Γην Nαυκράτιος εκπερών επιτρέπει,
Tην ψυχικήν ναυν τω κυβερνήτη Λόγω.

Ο Άγιος Νικόδημος γράφει, ότι ίσως είναι ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου Νύσσης, που ήταν θαυμάσιος ασκητής. Ψάρευε μάλιστα στις λίμνες και τα ποτάμια ψάρια και κατόπιν τα μοίραζε στους φτωχούς. Το μόνο σίγουρο όμως είναι, ότι απεβίωσε ειρηνικά.

Αλλά από τον Συναξαριστή του Μαυρικίου μαθαίνουμε ότι ήταν ο Στουδίτης Ναυκράτιος, ο γνωστός μοναχός, που υπήρξε θερμός υποστηρικτής των Ιερών εικόνων, για τις όποιες υπέστη διωγμούς και εξορίες. Κατά την Πατριαρχεία του ιερού Ιγνατίου διετέλεσε (842 μ.Χ.) ηγούμενος της Μονής Στουδίου, όπου και τάφηκε σαν ομολογητής, όταν πέθανε το 847 μ.Χ.

Σημείωση: Κατ' άλλους, ο Όσιος Ναυκράτιος ο Στουδίτης εορτάζει στις 18 Απριλίου.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἐν τῷ Σωσθενείῳ



Ὁ ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σωσθένειον εἶχε εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὴ Θεοτόκο.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής ὁ ἐν Καϊουμᾶ

Ὁ Ὅσιος Παῦλος δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τοῦ Ἱππολύτου Delehaye. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὰ μετρικὰ ἡμερολόγια κάποιων Εὐαγγελίων, ὅπως στὸ 426 τοῦ Κωνσταντινουπολίτικου μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου, στὸν κώδικα Marc. gr. I. 47 καὶ στὸ αὐτοκρατορικὸ Μηνολόγιο τοῦ Μιχαὴλ Δ’ τοῦ Παφλαγόνος (1034 – 1041 μ.Χ.).
Τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀποδίδεται στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (ἀκρωτηριασμὸς τῆς μύτης, ἐγκαύματα μὲ πίσσα καὶ σύρσιμο στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καὶ ἐγράφη μετὰ τὴν εὕρεση τῶν βασανισμένων του μελῶν, χάρη σὲ μία ἀγγελικὴ ἀποκάλυψη, τὴν ἐποχὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀντωνίου Β’τοῦ Καυλέα (893 – 901 μ.Χ.). Ἔτσι τὸ μαρτύριό του τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 771 καὶ 775 μ.Χ. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε καὶ ἐμαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741 – 775 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ Σουζδαλίας


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τῆς Ρωσίας μεταξὺ τῶν ἐτῶν 990 – 992 μ.Χ. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴν πρώτη ἐκκλησία καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες ἐστράφησαν ἐναντίον του καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Τὸ 1010, ὁ πρίγκιπας Βλαδίμηρος ἀπέστειλε τὸν υἱό του Βόριδα (πρῶτο Ἅγιο τῶν Ρώσων, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γκλέμπ, † 24 Ἰουλίου) νὰ κυβερνήσει τὸ Ροστώβ. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδωρος ἐπανῆλθε στὸ Ροστὼβ μαζὶ μὲ τὸν Βόριδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ ἀνέλαβαν τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ. Τὸ 1015, ὁ Βλαδίμηρος ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἐκάλεσε στὸ Κίεβο τὸν Βόριδα, τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ὁ ἀδελφός του Σβιατοπόλκ, ὅπως λίγο νωρίτερα καὶ τὸν Γκλέμπ. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες ξαναπῆραν τὴ διοίκηση τοῦ Ροστὼβ στὰ χέρια τους καὶ ὁ Θεόδωρος ἀναγκάσθηκε ἐκ νέου νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ Σουζδαλία. Ἀφοῦ ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1023, καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ εὑρίσκονται κατατεθειμένα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου τῆς Σουζδαλίας.

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Βασιλείου ἡγεμόνος Ριαζὰν καὶ Κωνσταντίνου ἡγεμόνος Γιαροσλάβλ



Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι Βασίλειος, ἡγεμόνας τοῦ Ριαζάν, καὶ Κωνσταντίνος, ἡγεμόνας τοῦ Γιαροσλάβλ, ἐγεννήθησαν στὴ Ρωσία τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἦσαν υἱοὶ τοῦ βασιλέως τοῦ Γιαροσλάβλ Βσέβολοντ, καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασαν τὸν πατέρα τους, ὁ ὁποῖος ἔπεσε στὴ μάχη μὲ τοὺς Τατάρους.
Ὁ Βασίλειος προσπάθησε νὰ διαφυλάξει τὸ βασίλειό του ἀπὸ τοὺς Τατάρους καὶ νὰ σταθεῖ ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς σὲ αὐτοὺς ποὺ δοκιμάζονταν ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Ἀπέθανεν, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1249, καὶ στὸν θρόνο τὸν διαδέχθηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντίνος, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Οἱ λεηλασίες καὶ οἱ δολοφονίες τοῦ πληθυσμοῦ ἀνάγκασαν τὸν Κωνσταντίνο νὰ ἀντιμετωπίσει κατὰ μέτωπον τοὺς Τατάρους. Ἔτσι, πολεμώντας ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τοῦ λαοῦ του, ἔπεσε ἡρωικὰ μαχόμενος, τὸ 1257.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου ἀνεκομίσθησαν τὸ 1501 καὶ κατατέθησαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γιαροσλάβλ.

Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Αἴξ

Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Συνόδευσε τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, τὴ Μάρθα, τὸν Λάζαρο καὶ τὴ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ στὴ μετάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Αἴξ τῆς Γαλλίας.

Κατὰ μία ἄλλη παράδοση πρόκειται τοῦ τυφλοῦ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε ὡς μαθητής Του:

«Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τὶς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγὼ εἰμί. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν·ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα, εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὖτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρψπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τὶ λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ εἴδαμεν, ἢ τὶς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς όφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τοῦτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου, εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὺ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν, ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω , Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Παρὰ τὶς παραδόσεις αὐτὲς νεώτερες ἁγιολογικὲς πληροφορίες φέρουν τὸν Ἅγιο ὡς Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τοῦ Αἴξ κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Στὴν τέχνη, ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος ἀπεικονίζεται ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας στὴν Ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἢ νὰ πλέει σὲ μία βάρκα πρὸς τὴ Μασσαλία μαζὶ μὲ τὸ δίκαιο Λάζαρο, τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα.

Ὁ Ἅγιος Βρόνος ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Βρόνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Κάσσελ Ἴρα, κοντὰ στὴν πόλη Σλίγκο τῆς Ἰρλανδίας, καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πατρικίου. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 511 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Γιλδάρδος ἐκ Γαλλίας

Ὁ Ἅγιος Γιλδάρδος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 514 μ.Χ. Στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο ἀναφέρεται ὡς ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μεδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Σουασσόν († 8 Ἰουνίου).

Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος Ἐπίσκοπος Σένς

Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ 14ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σὲνς τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν παρὼν κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ βασιλέως Κλόβις, ποὺ ἔγινε, τὸ 496 μ.Χ., στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ρίμς. Ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στὴν πόλη Σένς, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκε. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 515 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ὁ ἐν Φοινίκῃ ἀσκήσας


Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Σύντα τῆς Συρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Φοινίκης καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκησή του, τὴν ἀφιέρωσή του στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἄλλες ἀρετές. Γιὰ τὸ θεοφιλὴ βίο του, ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ προφήτεψε, ὅταν εὑρισκόταν στὴν Καισάρεια, τὸ φοβερὸ σεισμὸ ποὺ κατέστρεψε τὴν Ἀντιόχεια, τὸ 526 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος πνευματικῆς τελειότητος, ὥστε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἰρήνευαν κοντά του. Ἔτσι, αφοῦ ἔζησε τὸ μοναχικὸ βίο θεοφιλῶς τηρώντας πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Οἱ Ὅσιοι Βικτωρίνος καὶ Σεβερίνος οἱ αὐτάδελφοι

Οἱ Ἅγιοι Βικτωρίνος καὶ Σεβερίνος ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν στὴν Ἰταλία τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Μὲ τὴν πίεση τοῦ Πάπα Βιγιλίου (537 – 555 μ.Χ.) ἐξελέγησαν καὶ οἱ δύο Ἐπίσκοποι, τὸ 540 μ.Χ., ὁ μὲν Βικτωρίνος Ἐπίσκοπος τοῦ Καμερίνο, ὁ δὲ Σεβερίνος Ἐπίσκοπος Σεπρέμπεντα, ποὺ τώρα καλεῖται Σανσβερίνο πρὸς τιμήν του. Ὅμως ἐγκατέλειψαν λίγο ἀργότερα τὸν κόσμο, διεμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσκήτεψαν στὸ ὄρος Μοντενέρο, κοντὰ στὴν Ἀγκώνα. Ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 543 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Σεβερίνος τὸ 550 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νογυὸν Γαλλίας

 
Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐγεννήθηκε τὸ 470 μ.Χ. στὴ Σαλενσία, περιοχὴ τῆς Πικαρδίας τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Νεκτάρδος καὶ Προταγία καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γιλδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας. Σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Τὸ 553 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Νογυὸν καὶ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του. Ὀ Ἅγιος εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Ἅγιο Κουεντίνο († 31 Ὀκτωβρίου), τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ λείψανο ἦταν ἐνταφιασμένο σὲ ναὸ τῆς ἐπισκοπικῆς του ἔδρας. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐδώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».
Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 558 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Λεβανὸς ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Λεβανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Κορνουάλη καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Μακουτίνος ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ὅσιος Μακουτίνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Συνέγραψε τὸ βίο τῶν Ἁγίων Μπριτζίτας, προστάτιδος τῆς Ἰρλανδίας († 1 Φεβρουαρίου) καὶ Πατρικίου († 17 Μαρτίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἡ Ὁσία Σύρα ἐξ Ἰρλανδίας

Ἡ Ὁσία Σύρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου Φριακίου († 30 Αὐγούστου). Ἡ Ὁσία ἀναδείχθηκε στὸ μοναχικό της βίο πρότυπο ταπείνωσης, φιλανθρωπίας καὶ ὑπακοῆς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἡ Ὁσία Εὐσταδιόλα ἐκ Γαλλίας

Ἡ Ὁσία Εὐσταδιόλα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπουργκὲζ τῆς Γαλλίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἐκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνήγειρε μονὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Μουγιέν – Μουτιέρ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 690 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Κλοδοῦλφος Ἐπίσκοπος Μέτζ

Ὁ Ἅγιος Κλοδοῦλφος ἐγεννήθηκε τὸ 605 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Ἀρνούλφου († 18 Ἰουλίου). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μὲτζ τῆς Γαλλίας, τὴν ὁποία διαποίμανε ἐπὶ σαράντα χρόνια, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 696 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τοῦ Λούγκα καὶ Ὀτμούχ

Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Κόνεβιτς († 12 Ἰουνίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1412.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Γιαροσλάβλ ἐν Ρωσίᾳ


Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γιαροσλάβλ ἀνῆκε στοὺς ἱεροὺς πρίγκιπες Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο καὶ πρὸς τιμήν της ὑπάρχει εὐκτήριος οἶκος στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλάβλ.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεόδωρος (Κβελτέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1609.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/08/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/8/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου