Ὁ κόσμος εὔκολα ἐπηρεάζεται καὶ πρὸς τὸ καλὸ καὶ πρὸς τὸ κακό. Πρὸς τὸ κακὸ ἐπηρεάζεται πιὸ εὔκολα, γιατὶ ἐκεῖ κανοναρχεῖ καὶ ὁ διάβολος. Πὲς σὲ ἕναν λ.χ. νὰ κόψη τὸ τσιγάρο, γιατὶ βλάπτει. Μόλις θὰ ἀποφασίση νὰ τὸ κόψη, θὰ πάη ὁ διάβολος καὶ θὰ τοῦ πῆ: «Ἐκεῖνο τὸ τσιγάρο ἔχει λιγώτερο φαρμάκι, τὸ ἄλλο ἔχει φίλτρο καὶ καθαρίζει... Κάπνισε ἀπὸ ᾿κεῖνα· δὲν θὰ σὲ βλάψουν».
Θὰ τοῦ βρῆ δηλαδὴ μιὰ δικαιολογία, γιὰ νὰ μὴν τὸ κόψη· θὰ τοῦ βρῆ... μιὰ λύση! Γιατὶ ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ μᾶς βρῆ ἕνα σωρὸ δικαιολογίες. Καὶ ἐκεῖνο τὸ τσιγάρο ποὺ τοῦ προτείνει, μπορεῖ νὰ τὸν βλάψη ἀκόμη περισσότερο. Γι' αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἔχουμε θέληση. Καὶ ἂν κανεὶς δὲν κόψη τὰ κουσούρια του, ὅταν εἶναι ἀκόμη νέος, μετὰ εἶναι δύσκολο νὰ τὰ κόψη, γιατί, ὅσο περνάει ἡ ἡλικία, ἐξασθενεῖ ἡ θέληση.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχη θέληση, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Ἐν τῷ θέλειν καὶ τῷ μὴ θέλειν κεῖται τὸ πᾶν»[1]. Δηλαδὴ ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ἂν θέλη ἢ ἂν δὲν θέλη ὁ ἄνθρωπος. Μεγάλη ὑπόθεση! Ὁ Θεὸς εἶναι φύσει ἀγαθὸς καὶ θέλει πάντοτε τὸ καλό μας. Χρειάζεται ὅμως νὰ θέλουμε καὶ ἐμεῖς.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχη θέληση, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Ἐν τῷ θέλειν καὶ τῷ μὴ θέλειν κεῖται τὸ πᾶν»[1]. Δηλαδὴ ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ἂν θέλη ἢ ἂν δὲν θέλη ὁ ἄνθρωπος. Μεγάλη ὑπόθεση! Ὁ Θεὸς εἶναι φύσει ἀγαθὸς καὶ θέλει πάντοτε τὸ καλό μας. Χρειάζεται ὅμως νὰ θέλουμε καὶ ἐμεῖς.
Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος πετᾶ πνευματικὰ μὲ δυὸ φτεροῦγες· μὲ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν θέληση τὴν δική του. Ὁ Θεὸς τὴν μιὰ φτερούγα – τὴν δική Του θέληση – μᾶς τὴν ἔχει κολλήσει μόνιμα στὸν ἕναν ὦμο μας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ πετάξουμε πνευματικά, πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ κολλήσουμε στὸν ἄλλο ὦμο τὴν δική μας φτερούγα, τὴν ἀνθρώπινη θέληση. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος ἔχη δυνατὴ θέληση, ἔχει τὴν φτερούγα τὴν ἀνθρώπινη, ποὺ ἰσορροπεῖ μὲ τὴν θεϊκὴ φτερούγα, ὁπότε πετάει.
Ἐνῶ, ἂν ἡ θέλησή του εἶναι ἀτροφική, πάει νὰ πετάξη λίγο καὶ τουμπάρει. Ξαναπροσπαθεῖ λίγο, πάλι τούμπα!
– Γέροντα, καλλιεργεῖται ἡ θέληση;
– Δὲν ἔχουμε πεῖ ὅτι ὅλα καλλιεργοῦνται; Θέληση ὑπάρχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ἄλλους λίγη καὶ σὲ ἄλλους περισσότερη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη διάθεση νὰ ἀγωνισθῆ, προσεύχεται καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ αὐξήση τὴν θέληση, καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοηθάει. Ὅταν δὲν κάνη προκοπὴ ὁ ἄνθρωπος, τότε νὰ ξέρη ὅτι ἢ δὲν βάζει καθόλου θέληση ἢ θὰ βάζη λίγη καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἐξασθενημένη, ὁπότε καὶ αὐτὸ πάλι δὲν βοηθάει.
– Γέροντα, καλλιεργεῖται ἡ θέληση;
– Δὲν ἔχουμε πεῖ ὅτι ὅλα καλλιεργοῦνται; Θέληση ὑπάρχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ἄλλους λίγη καὶ σὲ ἄλλους περισσότερη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη διάθεση νὰ ἀγωνισθῆ, προσεύχεται καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ αὐξήση τὴν θέληση, καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοηθάει. Ὅταν δὲν κάνη προκοπὴ ὁ ἄνθρωπος, τότε νὰ ξέρη ὅτι ἢ δὲν βάζει καθόλου θέληση ἢ θὰ βάζη λίγη καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἐξασθενημένη, ὁπότε καὶ αὐτὸ πάλι δὲν βοηθάει.
Ἕνα πουλί, ἂς ὑποθέσουμε, ἔχει τὴν μία φτερούγα του γερή, ἀλλὰ παραμελεῖ τὴν ἄλλη· τῆς πέφτουν μερικὰ φτερὰ καὶ μετὰ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξη σωστά. Ἡ μία φτερούγα δουλεύει καλά, ἡ ἄλλη ὅμως εἶναι σὰν τὴν σπασμένη τσατσάρα. Τὴν κουνάει τὸ πουλί, ἀλλὰ μπαίνει ἀέρας ἐνδιάμεσα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξη καλά. Πετάει λίγο καὶ μετὰ κάνει τοῦμπες. Πρέπει νὰ ἔχη ἀκέραιη καὶ αὐτὴν τὴν φτερούγα, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ πετάη.
Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, θέλω νὰ πῶ, πρέπει νὰ προσέχη καὶ νὰ μὴν παραμελῆ τὴν ἀνθρώπινη θέληση, ἂν θέλη νὰ πετάη συνέχεια σωστά, πνευματικά. Γιατὶ τὸ ταγκαλάκι τί κάνει; Πάει σιγὰ-σιγὰ καὶ τραβάει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φτερούγα πρῶτα κανένα μικρούτσικο φτερό, ὕστερα κανένα λίγο μεγαλύτερο, καὶ ἂν δὲν προσέξη ὁ ἄνθρωπος, τοῦ βγάζει καὶ ἕνα μεγάλο, ὁπότε πάει νὰ πετάξη καὶ δὲν μπορεῖ. Καὶ ἂν τυχὸν τοῦ τραβήξη μερικὰ φτερά, τότε, ὅταν πάη νὰ πετάξη, μπαίνει ἀέρας στὴν φτερούγα ποὺ τῆς λείπουν φτερὰ καὶ κάνει τοῦμπες.
Ἡ θεϊκὴ φτερούγα εἶναι πάντα γεμάτη, συμπληρωμένη· δὲν τῆς λείπουν φτερά, γιατὶ ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ τραβήξη καὶ νὰ τὰ βγάλη· εἶναι θεϊκή. Νὰ προσέχη ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἀμελήση καὶ τοῦ βγάλη ὁ διάβολος κανένα φτερὸ ἀπὸ τὴν δική του φτερούγα. Ὅταν ἀρχίζη σιγὰ-σιγὰ λίγο ἡ τεμπελιά, λίγο ἡ ἀδιαφορία, ἐξασθενεῖ ἡ θέληση. Τί νὰ κάνη ὁ Θεός, ἂν δὲν θέλη ὁ ἄνθρωπος;
Δὲν θέλει νὰ ἐπέμβη, γιατὶ σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀχρηστεύει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν φτερούγα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἔχη θέληση, ἔχη δηλαδὴ καὶ τὴν δική του φτερούγα ἀκέραιη, τότε θέλει ὁ Θεός, θέλει καὶ ὁ ἄνθρωπος, καὶ πετάει ὁ ἄνθρωπος.
– Δηλαδή, Γέροντα, τί εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ πέταγμα; Ἐννοεῖτε νὰ θέλω νὰ προοδεύσω πνευματικά, νὰ θέλω τὴν σωτηρία μου;
– Ναί, βρὲ παιδί! Ὅταν λέω πέταγμα, ἐννοῶ τὴν ἄνοδο τὴν πνευματική, δὲν ἐννοῶ νὰ πετάξω νὰ ἀνέβω σὲ κανένα κυπαρίσσι!
– Εἴχατε πεῖ, Γέροντα, ὅτι μπορεῖ νὰ ὀργώνη κανείς, νὰ σπέρνη, νὰ κάνη ὅλες τὶς σχετικὲς διαδικασίες, καὶ νὰ μὴ βγάζη οὔτε τὸν σπόρο.
– Ναί, ἔτσι εἶναι. Ἅμα δὲν προσέχη κανείς, τοῦ κλέβει τὸν κόπο του ὁ διάβολος· ἐνῶ, ἂν προσέχη καὶ παίρνη στὰ ζεστὰ τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του, ἀγωνίζεται, προκόβει, καρποφορεῖ, τρέφεται πνευματικὰ καὶ χαίρεται ἀγγελικά.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
______________________
– Δηλαδή, Γέροντα, τί εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ πέταγμα; Ἐννοεῖτε νὰ θέλω νὰ προοδεύσω πνευματικά, νὰ θέλω τὴν σωτηρία μου;
– Ναί, βρὲ παιδί! Ὅταν λέω πέταγμα, ἐννοῶ τὴν ἄνοδο τὴν πνευματική, δὲν ἐννοῶ νὰ πετάξω νὰ ἀνέβω σὲ κανένα κυπαρίσσι!
– Εἴχατε πεῖ, Γέροντα, ὅτι μπορεῖ νὰ ὀργώνη κανείς, νὰ σπέρνη, νὰ κάνη ὅλες τὶς σχετικὲς διαδικασίες, καὶ νὰ μὴ βγάζη οὔτε τὸν σπόρο.
– Ναί, ἔτσι εἶναι. Ἅμα δὲν προσέχη κανείς, τοῦ κλέβει τὸν κόπο του ὁ διάβολος· ἐνῶ, ἂν προσέχη καὶ παίρνη στὰ ζεστὰ τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του, ἀγωνίζεται, προκόβει, καρποφορεῖ, τρέφεται πνευματικὰ καὶ χαίρεται ἀγγελικά.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
______________________
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου