ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ Θεία Μεταμόρφωση εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα καὶ μεγαλύτερα θαυμαστὰ γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στοὺς μαθητὲς Του μέρος τῆς θείας δόξης Του, «καθὼς ἠδύναντο», ὅπως ἀναφέρεται στὴν εὐφρόσυνη ἀσματικὴ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Τὸ συμβὰν αὐτό, ὅπως ἀναφέρουν τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἐπισυνέβη λίγο πρὶν τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἦταν δὲ ἐπιβεβλημένο νὰ γίνει διότι ἔπρεπε ἡ στενὴ ὁμάδα τῶν τριῶν μαθητῶν Του (Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης), νὰ γίνουν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τῆς θείας δόξης. Νὰ πεισθοῦν ὅτι ὁ Διδάσκαλός τους, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν καὶ μαθήτευσαν τὰ τελευταῖα τρία χρόνια, δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συνηθισμένους ραββίνους, ποὺ ἀναδεικνύονταν συχνὰ στὴν ἰουδαϊκὴ κοινωνία, ἀλλὰ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ: Νὰ ἀποκολληθοῦν ἀπὸ τὴν λαθεμένη ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ Μεσσία, ἡ ὁποία ἦταν συνυφασμένη μὲ κάποια ἐθνικὴ ἀποκατάσταση τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. 1,14), ὁ «ὢν ἀπαυγάσματης δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (Ἑβρ. 1,3). Γιὰ χάρη τῆς ἡμετέρας σωτηρίας «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,7), «καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Ἑβρ. 1,3). Αὐτὴ ἡ ἀσύλληπτου μεγέθους κένωση ἀποτελεῖ τὴν ἀποβολὴ τῆς θείας δόξας, εἶναι ἡ αὐτοπαραίτησή Του ἀπὸ τὴν θεία μεγαλειότητα, προκειμένου νὰ καταστῇ προσιτὸς στὸν ἄνθρωπο. Ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων), ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἐστὶ τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Ἑβρ. 2,14). Γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήσει, «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Ἑβρ. 2,17), δηλαδὴ νὰ γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσΗ, ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ ἡ σωτηρία μας.
Τὸ «κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» σημαίνει τὴν ἀποβολή, ἤ μᾶλλον, τὴν ἀπόκρυψη τῆς θείας Του δόξας ἀπὸ τὸν πεπερασμένο ἄνθρωπο, νὰ εἶναι καὶ νὰ φαίνεται ἄνθρωπος, διότι ὁ πεσμένος στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος ἦταν ἀνίκανος γιὰ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως διαβεβαίωσε ὁ Θεὸς στὸν προφήτη Μωυσῆ, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φανερωθῇ ἡ δόξα Του σὲ κανέναν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ «Μωυσῆς εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός» (Ἔξ. 20,22), ἐπάνω στὸ ὅρος Σινᾶ, γιὰ νὰ παραλάβει τὸ Νόμο, ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεό νὰ δῇ τὸ πρόσωπό Του: «ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν». Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε: «ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τῇ δόξῃ μου καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου ... οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἔξ. 33,18-21). Τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀντικρίσει τὴ δόξα Του, διότι θὰ πέθαινε πάραυτα. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἐπέτρεψε ἦταν νὰ ἀντικρύσει «τὰ ὀπίσω» Του: «ἰδοὺ τόπος παρ᾿ ἐμοί, στήσῃ ἐπὶ τῆς πέτρας· ἡνίκα δ᾿ ἂν παρέλθῃ ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σὲ εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω· καὶ ἀφελῶ τὴν χεῖρα, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι» (Ἔξ. 22,22-23). Ἀκόμα καὶ ὁ λαὸς εἶχε τὴ συναίσθηση τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν. καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν» (Ἔξ. 20,18-19).
Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας Αὐτὸς ποὺ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Μωυσῆ στὸ ὅρος Σινᾶ ἦταν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁ Ἄσαρκος Λόγος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀρνήθηκε νὰ φανερώσει τὴ δόξα Του στὸν μέγιστο τῶν προφητῶν καὶ πιστὸ θεράποντά Του Μωυσῆ, διότι ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν πτώση του, ἔχασε τὴν ὕψιστη δυνατότητα νὰ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ Δημιουργό του. Βαρύτατα τραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό. Οἱ σπάνιες ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι σκιώδεις καὶ καλυμμένες μὲ πέπλα συμβολισμῶν.
Τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀδυναμία θεράπευσε ὁ Θεός, στέλνοντας τὸν Υἱὸ Του στὸν κόσμο, τὴν εἰκόνα Του, διότι Αὐτὸς «ἐστὶν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1,15), ὁ Θεὸς εἰκονίζεται στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι πιὰ ὁ ἀόρατος ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁρατός, ἀφοῦ, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Κύριος: «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα» (Ἰωάν. 14,9). Εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα δεῖγμα τῆς ἄμετρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, δίνοντάς μας τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι πιὰ ὁρατός, στὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ Του.
Ἀλλὰ ὅπως προαναφέραμε, οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νὰ δοῦν μόνο τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν σὲ θέσῃ νὰ Τὸν δοῦν ὡς Θεάνθρωπο. Δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴν κρυμμένη θεία Του δόξα. Ἦταν ὅμως ἀναγκαῖο νὰ φανερωθῇ ἡ θεία Του δόξα, λίγο πρὶν τὸ πέρας τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας Του, στὸν περιορισμένο ἀριθμὸ τῶν τριῶν μαθητῶν Του. Ἔπρεπε κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους Του καὶ συνεχιστές τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του νὰ ἀποκτήσουν μιὰ ἐλάχιστη ἐμπειρία τῆς θεότητάς Του. Νὰ γίνουν οἱ μάρτυρες τῆς θεανθρωπότητάς Του. Νὰ βεβαιώσουν, τόσο στοὺς ἄλλους μαθητὲς Του, ὅσο καὶ στὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ὅτι ὁ Διδάσκαλός τους δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ραββίνους, ἔστω ὁ τελειότερος, ἀλλὰ ὁ σαρκωμένος Θεός. Αὐτὸ ἄλλωστε διαβεβαιώνει καὶ ὁ αὐτόπτης ἀπόστολος Ἰωάννης: «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. 1,14) καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος μᾶς γνωρίζει ὅτι «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρου 1,16).
Ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπῆρξε προνόμιο μόνο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἔδωσε σὲ ὅλους μας τὴ δυνατότητα νὰ γίνουμε ἐπόπτες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητας. Στὸ ἑξῆς ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐφ᾿ ὅσον ντυθεῖ τὸ Χριστό, διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, λάβει τὴ σφραγῖδα καὶ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑνωθεῖ ὀργανικὰ μὲ τὸν Κύριο, διὰ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καὶ κύρια διὰ τῆς Μεταλήψεως τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματὸς Του καὶ μορφωθεῖ σὲ αὐτὸν ὁ Χριστὸς (Ρωμ. 8,29) διὰ τοῦ προσωπικοῦ του ἀγῶνα κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἐμπειρία τοῦ θαβωρίου θείου φωτός. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μαρτυροῦν αὐτὴ τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία, ὡς τὸ ὑπέρτερο στάδιο ἁγιότητας. Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας, μαρτυρεῖ ἀκριβῶς αὐτὴ τὸ συγκλονιστικὸ βίωμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ αἱρετικὸς δυτικὸς χριστιανισμός, στόχευσε ἐναντίον τῆς ἑνιαίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, στὴ θέα τοῦ θείου φωτός, χαρακτηρίζοντας τὸ θαβώριο φῶς ὡς ἕνα μετεωρολογικὸ φαινόμενο καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἡσυχαστῶν ὡς δαιμονικὴ αὐταπάτη! Φυσικὰ αὐτὸ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ κακοδοξία περὶ τῆς γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ τῆς ταυτίσεώς της μὲ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του. Ἀλλά, ὅπως σημειώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος «Ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἄκτιστη οὐσία καὶ ἄκτιστη ἐνέργεια καὶ ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἐν τούτοις οἱ Παπικοὶ πιστεύουν ὅτι στὸν Θεὸ ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά Του (actus purus) καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τὴν φύση καὶ τὸν ἄνθρωπο διὰ τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδὴ ἰσχυρίζονται ὅτι στὸν Θεὸ ὑπάρχουν καὶ κτιστὲς ἐνέργειες. Ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ὁποίας ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὡς κτιστὴ ἐνέργεια. Ἀλλὰ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ἁγιασθῇ». Πρόκειται ἀναμφίβολα γιὰ σοβαρότατη κακοδοξία, ἡ ὁποία ἔχει ὀλέθριες σωτηριολογικὲς προεκτάσεις, τίς ὁποῖες δὲ μποροῦμε νὰ ἀναπτύξουμε στὸ παρὸν πόνημα.
Ἡ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅρος Θαβὼρ ἐνώπιον τῶν τριῶν κορυφαίων μαθητῶν Του, ἀποτελεῖ μέγα γεγονὸς γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πάμπολλους ἱδρυτὲς θρησκειῶν τοῦ κόσμου, ἕνας σπάνιος πνευματικὸς δάσκαλος, ἕνας μεγάλος κοινωνικὸς ἀναμορφωτής, ἕνας σοφὸς νομοθέτης, ἀλλὰ ὁ σαρκωμένος Θεός. Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ σωτηρία μας εἶναι βεβαία. Μὲ τὴν θεία Μεταμόρφωση ἀποδεικνύεται περίτρανα ὅτι ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ ἠθικὴ βελτίωση, ὅπως καὶ πάλι πρεσβεύει ὁ παραφθαρμένος δυτικὸς χριστιανισμός, οὔτε μιὰ κάποια εὐδαιμονιστικὴ μεταθανάτια ἐπιβίωση, ἀλλὰ μετοχὴ στὴ θεία δόξα, δηλαδὴ κατὰ χάριν θέωση! Ὁ ἀμέτρως ἀγαπῶν τὸν ἄνθρωπο Θεὸς μοιράζεται μὲ αὐτὸν τὴ θεότητά Του! Αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε ἡ πεμπτουσία τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφὴς: «ἡμεῖς δὲ οἱ πάντες», ὅσοι ἀποδεχτοῦμε τὴ δωρεὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεώς μας, «ανακεκαλυμμένω προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. 3,18). Ὅλοι οἱ πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ, ὡς «σύμμορφοι τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,29), θὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐμεῖς καὶ θὰ συνδοξασθοῦμε μὲ Αὐτόν. Τόσο μεγάλο εἶναι τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόσο πολὺ μᾶς ἀγαπᾷ, ὥστε θέλει νὰ μᾶς χαρίσει μέρος τῆς δικῆς Του δόξας, νὰ μᾶς καταστήσει συμβασιλεῖς Του στὴν ἀτέρμονη βασιλεία Του, νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης Του!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου