Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Δεκαπολίτης
Οὐδέν, Δεκαπολῖτα, γῆς πᾶσαι πόλεις,
Πρὸς τὴν νοητήν, ἔνθα περ τάττῃ, πόλιν.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Προκοπίῳ τέρμα φαάνθη.
Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν πνευματικὴ γενναιότητά του ὡς ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχισμό, δὲν ἔμεινε στὴν ἀπομόνωση τοῦ κελιοῦ του, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακὲς καὶ ἐξορίες. Διακρίθηκε, ἐπίσης, στὸν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος φαίνεται ὅτι λίγο μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ἐνῷ κατ’ ἄλλους ὑπέμεινε μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκόπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν· Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός· μεθ’ ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τὴν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα, Προκόπιε ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Θείας ὑπαλείπτην σε προκοπῆς, καὶ ὁμολογίας, θεηγόρου ὑφηγητήν, Πάτερ εὖ εἰδότες, τοὺς πόνους σου τιμῶμεν, δι’ ὧν καταπυρσεύεις, ἡμᾶς Προκόπιε.
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ Μάρτυρας
Φώτισμα μέλλων ἐκγελᾶν, γελᾷς πλάνην,
Πλυθεὶς δὲ Γελάσιε, ἐκτέμνῃ κάραν.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Γήρει Στέφανος πρύτανις ζωῆς πόρου,
Ὃν περ θανόντα Πρύτανις στέφους στέφει.
Ὑπακοῇ, εὐχῇ καὶ σκληραγωγίᾳ
Ἐφραίμ, διέπρεψας ἐν Κατουνακίοις.
Ὁ Ὅσιος Θαλλέλαιος
Ὁ Θαλλέλαιος φαιδρῶς, ἥκει πρὸς πόλον,
Θαλλοῖς ἐλαιῶν, ἀρεταῖς ἐστεμμένος.
Ὁ Ἅγιος Νήσιος ὁ Μάρτυρας
Νεύροις βοείοις Νήσιος πάσχων φέρει·
Νευρούμενος γὰρ τῶν πόνων λήθην ἔχει.
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
Πλυθεὶς δὲ Γελάσιε, ἐκτέμνῃ κάραν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος σημειώνεται στοὺς Συναξαριστὲς ὅτι ἦταν μῖμος καὶ ὅτι ὅταν διατάχθηκε νὰ ἐμπαίξει τὸ βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν, ὡς ὁ ἀπὸ μίμων Πορφύριος († 4 Νοεμβρίου), βαπτίσθηκε καὶ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Γήρει Στέφανος πρύτανις ζωῆς πόρου,
Ὃν περ θανόντα Πρύτανις στέφους στέφει.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἦταν κοιτωνίτης τοῦ βασιλέως Μαυρικίου. Ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἵδρυσε τὸ γηροκομεῖο τοῦ Ἀρματίου, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ναὸς τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Σάγματος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης
Ὑπακοῇ, εὐχῇ καὶ σκληραγωγίᾳ
Ἐφραίμ, διέπρεψας ἐν Κατουνακίοις.
Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 μ.Χ. στο Αμπελοχώρι
Θηβών. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του
Βικτορία. Ο Γέροντας είχε σαν κοσμικός το όνομα Ευάγγελος. Τελείωσε το
Γυμνάσιο αλλά η Χάρις του Θεού έκλεινε στον Ευάγγελο τις κοσμικές θύρες
της αποκατάστασης.
Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο.
Η ζωή του Ευάγγελου ήταν καλογερική. Αγωνίζονταν πνευματικά με την ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, την νηστεία και κυρίως με την υπακοή.
Η μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο (βλέπε 28 Ιανουαρίου) ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και πώς ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή.
Την 14η Σεπτεμβρίου 1933 μ.Χ. ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στην συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά την δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Το 1935 μ.Χ. έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ιερέας.
Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον πρύτανη της ησυχαστικής ζωής τον διορατικό, προορατικό και άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (βλέπε 16 Αυγούστου) και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντα του Νικηφόρου. Ο Γέροντας Ιωσήφ με την σειρά του είχε διδαχθεί την απλανή πνευματική ζωή από τους περίφημους ησυχαστές μοναχό Καλλίνικο και Ιερομόναχο Δανιήλ. Επομένως ο Όσιος Εφραίμ μας διδάσκει την επίμονη αναζήτηση για την πνευματική ζωή και την ανεύρεση απλανούς πνευματικού οδηγού, πού θα είναι «Εκδόσεις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως». Ο απλανής πνευματικός βλέπει τις δαιμονικές πλάτες και με τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα οδηγεί τα πνευματικά παιδιά του στον Παράδεισο.
Ο Όσιος Εφραίμ διαχώρισε την γνήσια υπακοή από την αρρωστημένη όταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχό να κάνει υπακοή στον Γέροντα του όχι σαν ζώο αλλά από αγάπη και ζήλο Θεού.
Ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον Όσιο Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησον με», να έχει φυλακή των αισθήσεων και τον οδήγησε στην κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό.
Ο Όσιος Εφραίμ με την ευλογία του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ εντρύφησε στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών» και ελάμβανε τις συμβουλές των Νηπτικών Πατέρων για τον αγώνα του. Δεν διάβαζε ούτε βιβλία ψυχιατρικής, ούτε «κουλτουριάρικα» αναγνώσματα δια πνευματικές επιδείξεις στα σαλόνια, ούτε είχε τον φόβο μήπως τον αποκαλέσουν οι κοσμικοί κύκλοι «φονταμενταλιστή».
Το 1973 μ.Χ. εκοιμήθη ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Γέροντας του Οσίου Εφραίμ.
Ο Όσιος Εφραίμ μετά το 1980 μ.Χ. είχε συγκροτήσει συνοδεία και τήρησε την εντολή του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ να αποκτήσει συνοδεία μετά τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Επομένως ο Όσιος Εφραίμ πρώτα έφθασε στην κάθαρση και κατόπιν έγινε ο ίδιος Γέροντας. Ο Όσιος Εφραίμ πολέμησε τον μεγάλο εχθρό της πνευματικής ζωής την κενοδοξία. Οι θυσίες του γίνονταν για τον Χριστό και όχι για προσδοκώμενο έπαινο από τους ανθρώπους.
Η θ. Λειτουργία για τον Όσιο Εφραίμ ήταν συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Είχε εκμυστιρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία πού τέλεσε, έβλεπε αισθητά την Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τα θεία δώρα. Μάλιστα, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό μέσα στο δισκάριο και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα του, όταν έφθανε στο τεμαχισμό του Σώματος του Χριστού. Έβρεχε με τα δάκρυα του το αντιμήνσιο κατά την θεία Λειτουργία και έβλεπε δεξιά και αριστερά τους αγγέλους να συλλειτουργούν.
Όμως ο Όσιος Εφραίμ δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «λειτουργική αναγέννηση» και μάλιστα ζητούσε σε κοινοβιάτες, πού βρίσκονταν στα εξωτερικά διακονήματα να μη παραλείπουν το ψαλτήρι.
Ο Όσιος Εφραίμ ήταν κοσμημένος με το διορατικό χάρισμα και έβλεπε την πνευματική κατάσταση κάθε κληρικού ή μοναχού και έδιδε τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την πρόοδο στην πνευματική ζωή.
Η Χάρις του Θεού είχε κοσμήσει τον Όσιο Εφραίμ και με το προορατικό χάρισμα, γι 'αυτό και έβλεπε καταστάσεις πού έρχονταν (όπως ο σεισμός του 1977 μ.Χ. στην Θεσσαλονίκη), αλλά και πολλές φορές είχε προσφωνήσει λαϊκούς ακόμα και μικρά παιδιά με τα ονόματα πού έλαβαν μετά από χρόνια στην μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητής έστειλε μία περιληπτική και χωρίς λεπτομέρειες επιστολή στον μακαριστό Γέροντα και έλαβε απάντηση από τον Όσιο Εφραίμ, πού του περιέγραφε με λεπτομέρειες την πνευματική του κατάσταση ακόμα και κατασταθείς στον χώρο πού διέμενε ο φοιτητής χωρίς αυτός να τις έχει προαναφέρει.
Κάποτε άγνωστοι μεταξύ τους κληρικοί συναντήθηκαν στον δρόμο για τα Κατουνάκια και όταν έφτασαν στον Όσιο Εφραίμ, ο μακαριστός άγιος Γέροντας άρχισε να επιπλήττει έναν από τους κληρικούς, πώς δεν είναι παπάς αλλά μασόνος, πού έβαλε ράσο, για να κατασκοπεύει το Άγιον Όρος. Ο μασόνος παραδέχτηκε την ραδιουργία του.
Ο Όσιος Εφραίμ έζησε εμπειρίες, πού μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να ζήσουν, μακριά από παπικές η προτεσταντικές πλάνες.
Κάποτε ένας ηγούμενος, δύο θεολόγοι και ένας φοιτητής ζήτησαν από τον Όσιο Εφραίμ να τους εξηγήσει την ευωδιά των αγίων λειψάνων. Ο Όσιος έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς και προσεύχονταν. Ο τόπος γέμισε ευωδιά και ο Όσιος Εφραίμ τους είπε πώς επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να το εξηγήσει παρακάλεσε τον Θεό να απαντήσει στους συνομιλητές. Ο Όσιος Εφραίμ αισθάνονταν τις αμαρτίες σαν δυσοσμία. Κάποιος επίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τον μακαριστό άγιο Γέροντα για τον οικουμενισμό. Ο Γέροντας έκανε προσευχή, για να τον πληροφορήσει ο Θεός και τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία με γεύση ξινή, αλμυρή και πικρή, πού τον γέμισε με αποτροπιασμό.
Η παρακαταθήκη του Οσίου Εφραίμ για την ενότητα των Ορθοδόξων ήταν σαφής «Το σχίσμα εύκολα γίνεται, η ένωση είναι δύσκολος». Άραγε, πόσο απήχηση έχουν σήμερα τα λόγια ενός θεοφόρου σύγχρονου Πατρός;
Ο Όσιος Εφραίμ αναδείχθηκε με την Χάρη του Θεού και πρακτικός οδηγός στην ποιμαντική του γάμου και της οικογενείας, γιατί βοήθησε πολλούς νέους να καταλήξουν στον γάμο χωρίς να τους πιέσει γι' αυτό αλλά και οι επιστολές του, πού σώζονται, αποτελούν πνευματική παρακαταθήκη και «σχολή γονέων» χωρίς ψυχολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες για τις αγωνιζόμενες πνευματικά οικογένειες.
Το 1996 μ.Χ. ο Όσιος Εφραίμ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έπεσε σε ακινησία. Δεν γόγγυσε καθόλου αλλά δοξολογούσε τον Θεό. Μας αφήνει το άγιο παράδειγμα του για την αντιμετώπιση των ασθενειών.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1998 μ.Χ. ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης του Αγίου Όρους παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, πού υπηρέτησε από την νεότητα του.
Λέγουν πώς κάποτε ρωτήσανε έναν υπερήλικα, πού ζούσε τον 19ο αιώνα μ.Χ., να πει το συγκλονιστικότερο γεγονός στην ζωή του. Ο υπερήλικας απάντησε ότι όταν ήταν μικρός είδε και άκουσε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Και η δική μας γενιά αξιώθηκε να γνωρίσει τα εύοσμα άνθη του Αθωνικού Μοναχισμού, τον Όσιο Γέροντα Παίσιο και τον Όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, πού μας καλούν να ακολουθήσουμε την ζωή τους.
Τα τέλη του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη
Το Νοέμβριο του 1996 μ.Χ. ένα ισχυρό επεισόδιο τον έριξε μόνιμα στο κρεβάτι με σχεδόν τέλεια ακινησία, αφωνία, αδυναμία καταπόσεως. Φαινόταν να μην έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον. Δεν προσπαθούσε να πει τίποτε, έστω και με χειρονομίες. Ούτε φαινόταν να ακούει ό,τι τον ρωτούσαν. Ήταν ένα μυστήριο. Μόνο όταν πονούσε πολύ, βογκούσε.
Οι αδελφοί που τον αγαπούσαν, του έγραφαν: «Και όταν η καθημερινότης με παρασύρει πολλές φορές, βλέπω νοερώς εντός μου το δικό σας βλέμμα και ιλιγγιώ ο άθλιος μπροστά στη δική σας υπομονή και στις δικές σας δοκιμασίες»…
Παρ’ όλες τις δοκιμασίες όμως έβλεπε, έστω λίγο, και άκουγε μια χαρά. Και η απόδειξη ήταν ότι ανταποκρινόταν με χαμόγελα ή και γέλια ακόμη, όταν του διηγούνταν τις αγαπημένες του χαριτωμένες ιστοριούλες που συνήθιζε και ο ίδιος να χρησιμοποιεί παλαιότερα. Ήταν ο μόνος τρόπος επικοινωνίας μαζί του στην κατάσταση τετραπληγίας που βρισκόταν. Πάντοτε ευχαριστιόταν να χαριτολογεί λέγοντας διδακτικές ιστορίες από την ελληνική μυθολογία ή την λαϊκή παράδοση, άλλοτε να αυτοσαρκάζεται ή να πειράζει τους άλλους με ευφυΐα και αγαθότητα.
Όταν κάποιος δεν έτρωγε το φαγητό του από θεληματάρικη άσκηση, διηγείτο για το γαϊδουράκι του Χότζα που δεν το τάισε μια, δεν το τάισε δύο, και χαιρόταν που δούλευε χωρίς έξοδα. Κάποια στιγμή όμως η πόρτα του στάβλου δεν άνοιγε, γιατί το γαϊδουράκι ψόφησε και έπεσε κάτω φαρδύ-πλατύ.
Άλλοτε σχηματίζοντας σαν παιδική τη φωνή του προσποιούταν τη συνομιλία δύο μικρών παιδιών:- Που είναι τα σταφύλια; -Τί τα θέλεις; – Να τα δω!» για να στηλιτεύσει την παιδική πονηριά κάποιου.
Για άλλον που δεν έλεγε να μάθει στοιχειώδη τυπικά, θυμόταν τη φλάσκα του παπά. Ήταν αγράμματος και μέτρησε κουκιά μέσα σε ένα σακούλι. Τρώγοντας ένα κάθε μέρα θα ήξερε πότε να κάνει Πάσχα. Η παπαδιά το αντιλήφθηκε και πρόσθετε κουκιά, για να τον ευχαριστήσει. Και ο παπάς απαντούσε στους παραπονούμενους χωρικούς: «Όπως πάνε τα κουκιά και όπως δείχνει η φλάσκα, ούτε φέτος έχει Λαμπρή ούτε του χρόνου Πάσχα».
Αν κάποιος έκανε υπακοή για τα μάτια, κουνούσε χαμογελώντας το κεφάλι, και με βαριά προσποιητή φωνή έλεγε: «Αντώνη, Αντώνη.,.», θυμίζοντας την αποδοκιμαστική φράση και έκφραση ενός άγιου γέροντος που ο υποτακτικός του έκανε υπακοή, μόνο όταν ήταν παρόντες άλλοι.
Αυτά και άλλα παρόμοια, μικρότερα ή εκτενέστερα, ήταν που του κρατούσαν εύθυμη συντροφιά τους δεκατρείς μήνες της συνεχούς κατακλίσεώς του στο κρεβάτι του πόνου. Όταν ο πυρετός και η ασθένεια δυνάμωναν, το χαμόγελο μαραινόταν στα γεροντικά χείλη του.
Δεν αναπαυόταν στην κατάκλιση. Προτιμούσε να κάθεται στο κρεβάτι με τα πόδια χαμηλά στο πάτωμα και την πλάτη στηριγμένη σε μαξιλάρια. Όπως πάντοτε πολύ σκυφτός. Η αγαπημένη του στάση προσευχής. Σ’ αυτήν τη στάση τον πήρε ήσυχα ο Θεός στις 27 Φεβρουαρίου 1998 μ.Χ.
Επανειλημμένα είχε δώσει εντολές να γίνει η κηδεία του στον στενό κύκλο της γειτονιάς. Αλλά το μυστικό διέρρευσε και αρκετοί πατέρες πρόλαβαν τον τελευταίο ασπασμό του. Ένας απ’ αυτούς γράφει:
«Ο Γέροντας, άνθρωπος Όσιος, με αγία ζωή, έμπλεως της χάριτος του Θεού με πληροφορίας δι όσα ο ιδικός του κόσμος χωρούσε, και όμως ζούσε με την αίσθηση του αμαρτωλού και παρακαλούσε να ευχώμεθα δι΄ αυτόν.
“Παιδί μου, σε παρακαλώ, όταν φύγω, να μου κάνεις ένα σαρανταλείτουργο και πάντοτε να με μνημονεύεις”. Είχε δώσει εντολή στη θανή του να παρευρεθούν οι γείτονες, με τους οποίους πέρασε την παρούσα ζωή. Δι’ εμέ είχε δώσει ευλογία να με καλέσουν. Τον ευχαριστώ. Τη νύκτα της θανής του τον βλέπω στον ύπνο μου ντυμένο λευκή ιερατική στολή, αστράπτοντα, χαριέστατον και λέγοντα: “Παπαδάκο μου, υπάγω να λειτουργήσω”.
Παρευρέθην εις την κηδεία του. Έβλεπα κοιμώμενον έναν όσιον ανήκοντα πλέον εις την χορείαν των Αγιορειτών Πατέρων και ηυχαρίστησα τον Θεόν και τον Γέροντα που με αγάπησε και χαρακτήρισε την ζωήν μου με την ιδικήν του. Τέλος, το σώμα του εδέχθη η μητέρα γη, αγιαζομένη υπ’ αυτού, την δε αγίαν του ψυχήν υπεδέχθη χαίρουσα η χορεία πάντων των Οσίων των εν ασκήσει διαλαμψάντων, των οποίων η μνήμη την ήμερα εκείνη ήρχιζε με τον Εσπερινό, δια να εορτάσει ούτω ο Όσιος μετά των Οσίων.
»Εις ημάς άφησε μνήμην και υπόδειγμα ενάρετου ησυχαστικής ζωής, ζωής Αγιορείτου μονάχου και νοσταλγικήν ανάμνησιν του σεπτού του προσώπου.
»Εις τα τεσσαρακονθήμερα μνημόσυνα δεν ηδυνήθην να παρευρεθώ, διότι είχομεν εις το κελλίον μας κουράν, και εστενοχωρούμην που δεν ήμουν και εγώ εκεί. Εις την Λειτουργίαν μετά τον καθαγιασμόν, εις τήν μνημόνευσιν των κεκοιμημένων, λέγων “Μνήσθητι, Κύριε, του πατρός ημών Εφραίμ…” αισθάνομαι δύο χέρια να με αγκαλιάζουν στοργικά στους ώμους. Με έπιασε ρίγος. Σταμάτησα. Γύρισα πίσω. Δεν βλέπω τίποτε. Τον ηυχαρίστησα και συνέχισα την Λειτουργίαν. Η αγαπώσα καρδία του πιστεύω ότι μας παρακολουθεί. Εύχεται και το αισθανόμεθα».
Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένεια του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο.
Η ζωή του Ευάγγελου ήταν καλογερική. Αγωνίζονταν πνευματικά με την ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, την νηστεία και κυρίως με την υπακοή.
Η μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο (βλέπε 28 Ιανουαρίου) ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και πώς ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή.
Την 14η Σεπτεμβρίου 1933 μ.Χ. ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στην συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά την δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Το 1935 μ.Χ. έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ιερέας.
Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον πρύτανη της ησυχαστικής ζωής τον διορατικό, προορατικό και άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (βλέπε 16 Αυγούστου) και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντα του Νικηφόρου. Ο Γέροντας Ιωσήφ με την σειρά του είχε διδαχθεί την απλανή πνευματική ζωή από τους περίφημους ησυχαστές μοναχό Καλλίνικο και Ιερομόναχο Δανιήλ. Επομένως ο Όσιος Εφραίμ μας διδάσκει την επίμονη αναζήτηση για την πνευματική ζωή και την ανεύρεση απλανούς πνευματικού οδηγού, πού θα είναι «Εκδόσεις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως». Ο απλανής πνευματικός βλέπει τις δαιμονικές πλάτες και με τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα οδηγεί τα πνευματικά παιδιά του στον Παράδεισο.
Ο Όσιος Εφραίμ διαχώρισε την γνήσια υπακοή από την αρρωστημένη όταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχό να κάνει υπακοή στον Γέροντα του όχι σαν ζώο αλλά από αγάπη και ζήλο Θεού.
Ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον Όσιο Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησον με», να έχει φυλακή των αισθήσεων και τον οδήγησε στην κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό.
Ο Όσιος Εφραίμ με την ευλογία του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ εντρύφησε στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών» και ελάμβανε τις συμβουλές των Νηπτικών Πατέρων για τον αγώνα του. Δεν διάβαζε ούτε βιβλία ψυχιατρικής, ούτε «κουλτουριάρικα» αναγνώσματα δια πνευματικές επιδείξεις στα σαλόνια, ούτε είχε τον φόβο μήπως τον αποκαλέσουν οι κοσμικοί κύκλοι «φονταμενταλιστή».
Το 1973 μ.Χ. εκοιμήθη ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Γέροντας του Οσίου Εφραίμ.
Ο Όσιος Εφραίμ μετά το 1980 μ.Χ. είχε συγκροτήσει συνοδεία και τήρησε την εντολή του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ να αποκτήσει συνοδεία μετά τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Επομένως ο Όσιος Εφραίμ πρώτα έφθασε στην κάθαρση και κατόπιν έγινε ο ίδιος Γέροντας. Ο Όσιος Εφραίμ πολέμησε τον μεγάλο εχθρό της πνευματικής ζωής την κενοδοξία. Οι θυσίες του γίνονταν για τον Χριστό και όχι για προσδοκώμενο έπαινο από τους ανθρώπους.
Η θ. Λειτουργία για τον Όσιο Εφραίμ ήταν συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Είχε εκμυστιρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία πού τέλεσε, έβλεπε αισθητά την Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τα θεία δώρα. Μάλιστα, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό μέσα στο δισκάριο και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυα του, όταν έφθανε στο τεμαχισμό του Σώματος του Χριστού. Έβρεχε με τα δάκρυα του το αντιμήνσιο κατά την θεία Λειτουργία και έβλεπε δεξιά και αριστερά τους αγγέλους να συλλειτουργούν.
Όμως ο Όσιος Εφραίμ δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «λειτουργική αναγέννηση» και μάλιστα ζητούσε σε κοινοβιάτες, πού βρίσκονταν στα εξωτερικά διακονήματα να μη παραλείπουν το ψαλτήρι.
Ο Όσιος Εφραίμ ήταν κοσμημένος με το διορατικό χάρισμα και έβλεπε την πνευματική κατάσταση κάθε κληρικού ή μοναχού και έδιδε τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την πρόοδο στην πνευματική ζωή.
Η Χάρις του Θεού είχε κοσμήσει τον Όσιο Εφραίμ και με το προορατικό χάρισμα, γι 'αυτό και έβλεπε καταστάσεις πού έρχονταν (όπως ο σεισμός του 1977 μ.Χ. στην Θεσσαλονίκη), αλλά και πολλές φορές είχε προσφωνήσει λαϊκούς ακόμα και μικρά παιδιά με τα ονόματα πού έλαβαν μετά από χρόνια στην μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητής έστειλε μία περιληπτική και χωρίς λεπτομέρειες επιστολή στον μακαριστό Γέροντα και έλαβε απάντηση από τον Όσιο Εφραίμ, πού του περιέγραφε με λεπτομέρειες την πνευματική του κατάσταση ακόμα και κατασταθείς στον χώρο πού διέμενε ο φοιτητής χωρίς αυτός να τις έχει προαναφέρει.
Κάποτε άγνωστοι μεταξύ τους κληρικοί συναντήθηκαν στον δρόμο για τα Κατουνάκια και όταν έφτασαν στον Όσιο Εφραίμ, ο μακαριστός άγιος Γέροντας άρχισε να επιπλήττει έναν από τους κληρικούς, πώς δεν είναι παπάς αλλά μασόνος, πού έβαλε ράσο, για να κατασκοπεύει το Άγιον Όρος. Ο μασόνος παραδέχτηκε την ραδιουργία του.
Ο Όσιος Εφραίμ έζησε εμπειρίες, πού μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να ζήσουν, μακριά από παπικές η προτεσταντικές πλάνες.
Κάποτε ένας ηγούμενος, δύο θεολόγοι και ένας φοιτητής ζήτησαν από τον Όσιο Εφραίμ να τους εξηγήσει την ευωδιά των αγίων λειψάνων. Ο Όσιος έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της καρδιάς και προσεύχονταν. Ο τόπος γέμισε ευωδιά και ο Όσιος Εφραίμ τους είπε πώς επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να το εξηγήσει παρακάλεσε τον Θεό να απαντήσει στους συνομιλητές. Ο Όσιος Εφραίμ αισθάνονταν τις αμαρτίες σαν δυσοσμία. Κάποιος επίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τον μακαριστό άγιο Γέροντα για τον οικουμενισμό. Ο Γέροντας έκανε προσευχή, για να τον πληροφορήσει ο Θεός και τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία με γεύση ξινή, αλμυρή και πικρή, πού τον γέμισε με αποτροπιασμό.
Η παρακαταθήκη του Οσίου Εφραίμ για την ενότητα των Ορθοδόξων ήταν σαφής «Το σχίσμα εύκολα γίνεται, η ένωση είναι δύσκολος». Άραγε, πόσο απήχηση έχουν σήμερα τα λόγια ενός θεοφόρου σύγχρονου Πατρός;
Ο Όσιος Εφραίμ αναδείχθηκε με την Χάρη του Θεού και πρακτικός οδηγός στην ποιμαντική του γάμου και της οικογενείας, γιατί βοήθησε πολλούς νέους να καταλήξουν στον γάμο χωρίς να τους πιέσει γι' αυτό αλλά και οι επιστολές του, πού σώζονται, αποτελούν πνευματική παρακαταθήκη και «σχολή γονέων» χωρίς ψυχολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες για τις αγωνιζόμενες πνευματικά οικογένειες.
Το 1996 μ.Χ. ο Όσιος Εφραίμ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έπεσε σε ακινησία. Δεν γόγγυσε καθόλου αλλά δοξολογούσε τον Θεό. Μας αφήνει το άγιο παράδειγμα του για την αντιμετώπιση των ασθενειών.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1998 μ.Χ. ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης του Αγίου Όρους παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, πού υπηρέτησε από την νεότητα του.
Λέγουν πώς κάποτε ρωτήσανε έναν υπερήλικα, πού ζούσε τον 19ο αιώνα μ.Χ., να πει το συγκλονιστικότερο γεγονός στην ζωή του. Ο υπερήλικας απάντησε ότι όταν ήταν μικρός είδε και άκουσε τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Και η δική μας γενιά αξιώθηκε να γνωρίσει τα εύοσμα άνθη του Αθωνικού Μοναχισμού, τον Όσιο Γέροντα Παίσιο και τον Όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, πού μας καλούν να ακολουθήσουμε την ζωή τους.
Τα τέλη του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη
Το Νοέμβριο του 1996 μ.Χ. ένα ισχυρό επεισόδιο τον έριξε μόνιμα στο κρεβάτι με σχεδόν τέλεια ακινησία, αφωνία, αδυναμία καταπόσεως. Φαινόταν να μην έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον. Δεν προσπαθούσε να πει τίποτε, έστω και με χειρονομίες. Ούτε φαινόταν να ακούει ό,τι τον ρωτούσαν. Ήταν ένα μυστήριο. Μόνο όταν πονούσε πολύ, βογκούσε.
Οι αδελφοί που τον αγαπούσαν, του έγραφαν: «Και όταν η καθημερινότης με παρασύρει πολλές φορές, βλέπω νοερώς εντός μου το δικό σας βλέμμα και ιλιγγιώ ο άθλιος μπροστά στη δική σας υπομονή και στις δικές σας δοκιμασίες»…
Παρ’ όλες τις δοκιμασίες όμως έβλεπε, έστω λίγο, και άκουγε μια χαρά. Και η απόδειξη ήταν ότι ανταποκρινόταν με χαμόγελα ή και γέλια ακόμη, όταν του διηγούνταν τις αγαπημένες του χαριτωμένες ιστοριούλες που συνήθιζε και ο ίδιος να χρησιμοποιεί παλαιότερα. Ήταν ο μόνος τρόπος επικοινωνίας μαζί του στην κατάσταση τετραπληγίας που βρισκόταν. Πάντοτε ευχαριστιόταν να χαριτολογεί λέγοντας διδακτικές ιστορίες από την ελληνική μυθολογία ή την λαϊκή παράδοση, άλλοτε να αυτοσαρκάζεται ή να πειράζει τους άλλους με ευφυΐα και αγαθότητα.
Όταν κάποιος δεν έτρωγε το φαγητό του από θεληματάρικη άσκηση, διηγείτο για το γαϊδουράκι του Χότζα που δεν το τάισε μια, δεν το τάισε δύο, και χαιρόταν που δούλευε χωρίς έξοδα. Κάποια στιγμή όμως η πόρτα του στάβλου δεν άνοιγε, γιατί το γαϊδουράκι ψόφησε και έπεσε κάτω φαρδύ-πλατύ.
Άλλοτε σχηματίζοντας σαν παιδική τη φωνή του προσποιούταν τη συνομιλία δύο μικρών παιδιών:- Που είναι τα σταφύλια; -Τί τα θέλεις; – Να τα δω!» για να στηλιτεύσει την παιδική πονηριά κάποιου.
Για άλλον που δεν έλεγε να μάθει στοιχειώδη τυπικά, θυμόταν τη φλάσκα του παπά. Ήταν αγράμματος και μέτρησε κουκιά μέσα σε ένα σακούλι. Τρώγοντας ένα κάθε μέρα θα ήξερε πότε να κάνει Πάσχα. Η παπαδιά το αντιλήφθηκε και πρόσθετε κουκιά, για να τον ευχαριστήσει. Και ο παπάς απαντούσε στους παραπονούμενους χωρικούς: «Όπως πάνε τα κουκιά και όπως δείχνει η φλάσκα, ούτε φέτος έχει Λαμπρή ούτε του χρόνου Πάσχα».
Αν κάποιος έκανε υπακοή για τα μάτια, κουνούσε χαμογελώντας το κεφάλι, και με βαριά προσποιητή φωνή έλεγε: «Αντώνη, Αντώνη.,.», θυμίζοντας την αποδοκιμαστική φράση και έκφραση ενός άγιου γέροντος που ο υποτακτικός του έκανε υπακοή, μόνο όταν ήταν παρόντες άλλοι.
Αυτά και άλλα παρόμοια, μικρότερα ή εκτενέστερα, ήταν που του κρατούσαν εύθυμη συντροφιά τους δεκατρείς μήνες της συνεχούς κατακλίσεώς του στο κρεβάτι του πόνου. Όταν ο πυρετός και η ασθένεια δυνάμωναν, το χαμόγελο μαραινόταν στα γεροντικά χείλη του.
Δεν αναπαυόταν στην κατάκλιση. Προτιμούσε να κάθεται στο κρεβάτι με τα πόδια χαμηλά στο πάτωμα και την πλάτη στηριγμένη σε μαξιλάρια. Όπως πάντοτε πολύ σκυφτός. Η αγαπημένη του στάση προσευχής. Σ’ αυτήν τη στάση τον πήρε ήσυχα ο Θεός στις 27 Φεβρουαρίου 1998 μ.Χ.
Επανειλημμένα είχε δώσει εντολές να γίνει η κηδεία του στον στενό κύκλο της γειτονιάς. Αλλά το μυστικό διέρρευσε και αρκετοί πατέρες πρόλαβαν τον τελευταίο ασπασμό του. Ένας απ’ αυτούς γράφει:
«Ο Γέροντας, άνθρωπος Όσιος, με αγία ζωή, έμπλεως της χάριτος του Θεού με πληροφορίας δι όσα ο ιδικός του κόσμος χωρούσε, και όμως ζούσε με την αίσθηση του αμαρτωλού και παρακαλούσε να ευχώμεθα δι΄ αυτόν.
“Παιδί μου, σε παρακαλώ, όταν φύγω, να μου κάνεις ένα σαρανταλείτουργο και πάντοτε να με μνημονεύεις”. Είχε δώσει εντολή στη θανή του να παρευρεθούν οι γείτονες, με τους οποίους πέρασε την παρούσα ζωή. Δι’ εμέ είχε δώσει ευλογία να με καλέσουν. Τον ευχαριστώ. Τη νύκτα της θανής του τον βλέπω στον ύπνο μου ντυμένο λευκή ιερατική στολή, αστράπτοντα, χαριέστατον και λέγοντα: “Παπαδάκο μου, υπάγω να λειτουργήσω”.
Παρευρέθην εις την κηδεία του. Έβλεπα κοιμώμενον έναν όσιον ανήκοντα πλέον εις την χορείαν των Αγιορειτών Πατέρων και ηυχαρίστησα τον Θεόν και τον Γέροντα που με αγάπησε και χαρακτήρισε την ζωήν μου με την ιδικήν του. Τέλος, το σώμα του εδέχθη η μητέρα γη, αγιαζομένη υπ’ αυτού, την δε αγίαν του ψυχήν υπεδέχθη χαίρουσα η χορεία πάντων των Οσίων των εν ασκήσει διαλαμψάντων, των οποίων η μνήμη την ήμερα εκείνη ήρχιζε με τον Εσπερινό, δια να εορτάσει ούτω ο Όσιος μετά των Οσίων.
»Εις ημάς άφησε μνήμην και υπόδειγμα ενάρετου ησυχαστικής ζωής, ζωής Αγιορείτου μονάχου και νοσταλγικήν ανάμνησιν του σεπτού του προσώπου.
»Εις τα τεσσαρακονθήμερα μνημόσυνα δεν ηδυνήθην να παρευρεθώ, διότι είχομεν εις το κελλίον μας κουράν, και εστενοχωρούμην που δεν ήμουν και εγώ εκεί. Εις την Λειτουργίαν μετά τον καθαγιασμόν, εις τήν μνημόνευσιν των κεκοιμημένων, λέγων “Μνήσθητι, Κύριε, του πατρός ημών Εφραίμ…” αισθάνομαι δύο χέρια να με αγκαλιάζουν στοργικά στους ώμους. Με έπιασε ρίγος. Σταμάτησα. Γύρισα πίσω. Δεν βλέπω τίποτε. Τον ηυχαρίστησα και συνέχισα την Λειτουργίαν. Η αγαπώσα καρδία του πιστεύω ότι μας παρακολουθεί. Εύχεται και το αισθανόμεθα».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσευχῆς ἀενάου λαμπτὴρ νεόφωτε, Κατουνακίων οἰκῆτορ, Ἁγίου Ὄρους πυρσέ, ὁ φωτίσας ἀρετῶν σου τοῖς πυρσεύμασι πάντας, θειότατε Ἐφραίμ, καὶ εἰς ὕψος ἐπαρθεὶς θεώσεως ἀπαθείᾳ καὶ νήψει, μὴ διαλείπῃς Χριστὸν ἡμῖν καθιλεούμενος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ γλυκύφθογγον δεῦτε καὶ καλλικέλαδον Κατουνακίων στρουθίον, πνευματοφόρον Ἐφραίμ, ἀσκητῶν τῶν τῆς ἐρήμου ἰσοστάσιον, μέλψωμεν ὕμνοις μελιχροῖς νοερᾶς ὡς προσευχῆς διδάσκαλον καὶ πυξίον σκληραγωγίας σαρκίου, αὐτοῦ λιτὰς ἀπεκδεχόμενοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Σκληραγωγούμενον, εὐχόμενον καὶ νήφοντα Κατουνακίων ἀσκητὴν ἐγκωμιάσωμεν, ἀρετῶν τὸν ἀναβάντα πασῶν βαθμίδας τὰς θυρίδας τοῦ νοὸς διὰ καθάρσεως ,ὡς ἰσάγγελον βροτὸν ψαλμοῖς καὶ ᾄσμασι θείοις κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ θειότατε.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Κατουνακίων θεαυγέστατον οἰκήτορα, πνευματοφόρον, γρηγοροῦντα, χαριέστατον καὶ ποθοῦντα τὴν τελείωσιν εὐσχημόνως μελῳδήσωμεν Ἐφραὶμ ὡς ἐνασκήσεως ἰσαγγέλου κρίνον εὔοσμον κραυγάζοντες μετὰ πίστεως· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ὁ ἀσκήσας ὑπερφυῶς ἐν Κατουνακίοις καὶ ἐγγίσας τὸν οὐρανὸν στάσεσι παννύχοις, δεήσεσι καὶ νήψει, Ἐφραὶμ πνευματοφόρε, Ἄθωνος κλέϊσμα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι καθορῶντες ἐν τοῖς Κατουνακίοις ἐξέστησαν, Ἐφραίμ, σοὺς καμάτους, καὶ σεμνῶνδῆμοι Ἀθωνιτῶν μονοτρόπων χάριν τὴν ἐνοικοῦσάν σοι θεώμενοι ἀνέκραζον ψυχῆς ἐν κατανύξει ταῦτα·
Χαῖρε, ἀσώματος σαρκοφόρος·
χαῖρε, οὐράνιος κληρονόμος.
Χαῖρε, ἀπαθείας καὶ νήψεως πρόβολος·
χαῖρε, ἀκτησίας καὶ χάριτος ἔνοικος.
Χαῖρε, βάθρον ἀδιάσειστον προσευχῆς καρδιακῆς·
χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον ἀκραιφνοῦς ὑπακοῆς.
Χαῖρε, ὁ μαθητεύσας Ἰωσὴφ παρὰ πόδας·
χαῖρε,ὁ πᾶσι δείξας ἀρετὴν σῆς καρδίας.
Χαῖρε, Θηβῶν βλαστὸς ἐνθεώτατος·
χαῖρε, κανὼν καὶ γνώμων χρηστότητος.
Χαῖρε, οἰκῆτορ τῶν Κατουνακίων·
χαῖρε, ἀκέστορ τῶν σοὶ προσιόντων.
Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον Σου,Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α ́ Στιχολογίαν
Θεόπνουν ἀσκητήν, ὁσιότητος κέρας, φανὸν ὑπακοῆς, προσευχῆς ἀσιγήτου σεπτὸν ἐργαστήριον ὁλοθύμως τιμήσωμεν, ὡς ἀσκήσεως, Ἐφραίμ, συντόνου πυξίον καὶ οἰκήτορα Κατουνακίων ἐν Ἄθω λαμπρὸν σεμνολόγημα.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β ́ Στιχολογίαν
Ἀξίως ὑμνοῦμέν σε ὡς ἀσκητῶν καλλονήν,τ οῦ Ἄθωνος σέμνωμα καὶ θησαυρὸν τιμαλφῆ, Ἐφραίμ, θείας πίστεως, γέρας Κατουνακίων, μονοτρόπων ἀλεῖπτα, ἄριστε κατευθῦντορ πρὸς ὁδοὺς σωτηρίας ψυχῶν καὶ πρεσβευτὰ πρὸς Θεὸν πάντων θερμότατε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Τὸν γεωργήσαντα δακρύων χεύμασιν ἐρήμου ἄγονον, Ἐφραίμ, τιμήσωμεν Κατουνακίων καὶ καρπὸν πολύφορον ἐνεγκόντα ἀρετῆς τῷ Κτίσαντι ἀσκητῶν ὡς ὡράϊσμα, ἄρτι ὄρος Ἄθωνος ἁγιάσαντα κράζοντες ἐν ἄκρᾳ εὐλαβείᾳ· Ὁσίων, χαῖρε, νεοφανῶν λαμπρότης.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ἴον εὔοσμον Κατουνακίων, ὄρους ἔνοικε ἁγιωνύμου καὶ ὁσίων νεαυγῶν ἐγκαλλώπισμα, πνευματοφόρε Ἐφραίμ, ὡς ἀσώματος ἐπολιτεύσω καὶ μέροψ ἰσάγγελος· ὅθεν πόνους σου συντόνους στεῤῥᾶς ἀσκήσεως ὑμνοῦντες εὐθαρσῶς σε μακαρίζομεν.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α ́.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ ὁ Ἁγιώνυμος Ἄθως καὶ ἀγαλλιᾶσθε, οἱ ἐν Κατουνακίοις θεοφιλῶς ἀσκούμενοι, ἐπὶ τῇ σεβασμίᾳ μνήμῃ τοῦ νεολαμποῦς φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας, Ἐφραὶμ τοῦοὐρανόφρονος· οὗτος γὰρ ἀναλαβὼν τὴν πανοπλίαν τῆς πίστεως, θώρακα δικαιοσύνης, καὶ ἀσπίδα νηστείας, ἐθριάμβευσεν ἐν ταῖς μάχαις κατὰ τοῦ Βελίαρ· ὡς νικητὴς οὖν παρεστὼς τῷ Κυρίῳ οὐ παύει Αὐτὸν ἡμῖν ἱλεούμενος, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ αὐτοῦ μνήμην τὴν πανσεβάσμιον.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β ́.
Ὁ ἀγαπήσας ἐκ μυχίων καρδίας Χριστοῦ τὴνπτωχείαν καὶ κατακοσμήσας τὸ μέλαν καὶ εὐτελέστατον τῆς ἀσκήσεως τριβώνιον μαργάροις δακρύων, ἀξίως θεόθεν, Ἐφραίμ, δεδόξασαι· ὅθεν ἐξεστηκότες πάντες οἱ φιλόσιοι ταῖς σαῖς ἀριστείαις ἐν κατανύξει τιμῶμέν σε ὡς ἰσάγγελον ἄνθρωπον καὶ τὰς θεοπειθεῖς εὐχάς σου ἀπεκδεχόμεθα πρὸς ἀρετῆς ὁλοκλήρωσιν καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ ́.
Στερούμενος, θλιβόμενος καὶ κακουχούμενος, ἀγρυπνῶν, εὐχόμενος, ἀσιτῶν καὶ νήφων διέπλευσας τὸ πολυκύμαντον πέλαγος τῆς ἀσκήσεως ἐν Ἁγιωνύμῳ Ὄρει, Ἐφραὶμ τρισμακάριστε· ἀνελθὼν οὖν ἀρετῶν τὴν κλίμακα καὶ οὐρανοπολίτης γενόμενος χάριν εὗρες πρεσβεύειν Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ ́.
Πνευματικὴν παλαίστραν Κατουνάκια ἀναδείξας, συντόνοις καμάτοις ἐν αὐτοῖς ἐπύκτευσας πτερνιστὴν τὸν ἀρχαῖον, Ἐφραὶμ πανόσιε· νικηφόρους οὖν ἐπιτελέσας ἀγῶνας καὶ Νικηφόρῳ, σῷ σκληρῷ ἐν παιδαγωγίᾳ Γέροντι, σὺν Χριστῷ εὐαρεστήσας καμάτοις σου ἀπῆλθες Αὐτῷ ὑπαντῆσαι ἐν πόλῳ, τῷ παρέχοντι πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Προσευχῆς ἀενάου λαμπτὴρ νεόφωτε, Κατουνακίων οἰκῆτορ, Ἁγίου Ὄρους πυρσέ, ὁ φωτίσας ἀρετῶν σου τοῖς πυρσεύμασι πάντας, θειότατε Ἐφραίμ, καὶ εἰς ὕψος ἐπαρθεὶς θεώσεως ἀπαθείᾳ καὶ νήψει, μὴ διαλείπῃς Χριστὸν ἡμῖν καθιλεούμενος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ γλυκύφθογγον δεῦτε καὶ καλλικέλαδον Κατουνακίων στρουθίον, πνευματοφόρον Ἐφραίμ, ἀσκητῶν τῶν τῆς ἐρήμου ἰσοστάσιον, μέλψωμεν ὕμνοις μελιχροῖς νοερᾶς ὡς προσευχῆς διδάσκαλον καὶ πυξίον σκληραγωγίας σαρκίου, αὐτοῦ λιτὰς ἀπεκδεχόμενοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Σκληραγωγούμενον, εὐχόμενον καὶ νήφοντα Κατουνακίων ἀσκητὴν ἐγκωμιάσωμεν, ἀρετῶν τὸν ἀναβάντα πασῶν βαθμίδας τὰς θυρίδας τοῦ νοὸς διὰ καθάρσεως ,ὡς ἰσάγγελον βροτὸν ψαλμοῖς καὶ ᾄσμασι θείοις κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ θειότατε.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Κατουνακίων θεαυγέστατον οἰκήτορα, πνευματοφόρον, γρηγοροῦντα, χαριέστατον καὶ ποθοῦντα τὴν τελείωσιν εὐσχημόνως μελῳδήσωμεν Ἐφραὶμ ὡς ἐνασκήσεως ἰσαγγέλου κρίνον εὔοσμον κραυγάζοντες μετὰ πίστεως· Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ὁ ἀσκήσας ὑπερφυῶς ἐν Κατουνακίοις καὶ ἐγγίσας τὸν οὐρανὸν στάσεσι παννύχοις, δεήσεσι καὶ νήψει, Ἐφραὶμ πνευματοφόρε, Ἄθωνος κλέϊσμα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι καθορῶντες ἐν τοῖς Κατουνακίοις ἐξέστησαν, Ἐφραίμ, σοὺς καμάτους, καὶ σεμνῶνδῆμοι Ἀθωνιτῶν μονοτρόπων χάριν τὴν ἐνοικοῦσάν σοι θεώμενοι ἀνέκραζον ψυχῆς ἐν κατανύξει ταῦτα·
Χαῖρε, ἀσώματος σαρκοφόρος·
χαῖρε, οὐράνιος κληρονόμος.
Χαῖρε, ἀπαθείας καὶ νήψεως πρόβολος·
χαῖρε, ἀκτησίας καὶ χάριτος ἔνοικος.
Χαῖρε, βάθρον ἀδιάσειστον προσευχῆς καρδιακῆς·
χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον ἀκραιφνοῦς ὑπακοῆς.
Χαῖρε, ὁ μαθητεύσας Ἰωσὴφ παρὰ πόδας·
χαῖρε,ὁ πᾶσι δείξας ἀρετὴν σῆς καρδίας.
Χαῖρε, Θηβῶν βλαστὸς ἐνθεώτατος·
χαῖρε, κανὼν καὶ γνώμων χρηστότητος.
Χαῖρε, οἰκῆτορ τῶν Κατουνακίων·
χαῖρε, ἀκέστορ τῶν σοὶ προσιόντων.
Χαίροις, Πάτερ πανόσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον Σου,Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α ́ Στιχολογίαν
Θεόπνουν ἀσκητήν, ὁσιότητος κέρας, φανὸν ὑπακοῆς, προσευχῆς ἀσιγήτου σεπτὸν ἐργαστήριον ὁλοθύμως τιμήσωμεν, ὡς ἀσκήσεως, Ἐφραίμ, συντόνου πυξίον καὶ οἰκήτορα Κατουνακίων ἐν Ἄθω λαμπρὸν σεμνολόγημα.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β ́ Στιχολογίαν
Ἀξίως ὑμνοῦμέν σε ὡς ἀσκητῶν καλλονήν,τ οῦ Ἄθωνος σέμνωμα καὶ θησαυρὸν τιμαλφῆ, Ἐφραίμ, θείας πίστεως, γέρας Κατουνακίων, μονοτρόπων ἀλεῖπτα, ἄριστε κατευθῦντορ πρὸς ὁδοὺς σωτηρίας ψυχῶν καὶ πρεσβευτὰ πρὸς Θεὸν πάντων θερμότατε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Τὸν γεωργήσαντα δακρύων χεύμασιν ἐρήμου ἄγονον, Ἐφραίμ, τιμήσωμεν Κατουνακίων καὶ καρπὸν πολύφορον ἐνεγκόντα ἀρετῆς τῷ Κτίσαντι ἀσκητῶν ὡς ὡράϊσμα, ἄρτι ὄρος Ἄθωνος ἁγιάσαντα κράζοντες ἐν ἄκρᾳ εὐλαβείᾳ· Ὁσίων, χαῖρε, νεοφανῶν λαμπρότης.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ἴον εὔοσμον Κατουνακίων, ὄρους ἔνοικε ἁγιωνύμου καὶ ὁσίων νεαυγῶν ἐγκαλλώπισμα, πνευματοφόρε Ἐφραίμ, ὡς ἀσώματος ἐπολιτεύσω καὶ μέροψ ἰσάγγελος· ὅθεν πόνους σου συντόνους στεῤῥᾶς ἀσκήσεως ὑμνοῦντες εὐθαρσῶς σε μακαρίζομεν.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α ́.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ ὁ Ἁγιώνυμος Ἄθως καὶ ἀγαλλιᾶσθε, οἱ ἐν Κατουνακίοις θεοφιλῶς ἀσκούμενοι, ἐπὶ τῇ σεβασμίᾳ μνήμῃ τοῦ νεολαμποῦς φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας, Ἐφραὶμ τοῦοὐρανόφρονος· οὗτος γὰρ ἀναλαβὼν τὴν πανοπλίαν τῆς πίστεως, θώρακα δικαιοσύνης, καὶ ἀσπίδα νηστείας, ἐθριάμβευσεν ἐν ταῖς μάχαις κατὰ τοῦ Βελίαρ· ὡς νικητὴς οὖν παρεστὼς τῷ Κυρίῳ οὐ παύει Αὐτὸν ἡμῖν ἱλεούμενος, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ αὐτοῦ μνήμην τὴν πανσεβάσμιον.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β ́.
Ὁ ἀγαπήσας ἐκ μυχίων καρδίας Χριστοῦ τὴνπτωχείαν καὶ κατακοσμήσας τὸ μέλαν καὶ εὐτελέστατον τῆς ἀσκήσεως τριβώνιον μαργάροις δακρύων, ἀξίως θεόθεν, Ἐφραίμ, δεδόξασαι· ὅθεν ἐξεστηκότες πάντες οἱ φιλόσιοι ταῖς σαῖς ἀριστείαις ἐν κατανύξει τιμῶμέν σε ὡς ἰσάγγελον ἄνθρωπον καὶ τὰς θεοπειθεῖς εὐχάς σου ἀπεκδεχόμεθα πρὸς ἀρετῆς ὁλοκλήρωσιν καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ ́.
Στερούμενος, θλιβόμενος καὶ κακουχούμενος, ἀγρυπνῶν, εὐχόμενος, ἀσιτῶν καὶ νήφων διέπλευσας τὸ πολυκύμαντον πέλαγος τῆς ἀσκήσεως ἐν Ἁγιωνύμῳ Ὄρει, Ἐφραὶμ τρισμακάριστε· ἀνελθὼν οὖν ἀρετῶν τὴν κλίμακα καὶ οὐρανοπολίτης γενόμενος χάριν εὗρες πρεσβεύειν Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ ́.
Πνευματικὴν παλαίστραν Κατουνάκια ἀναδείξας, συντόνοις καμάτοις ἐν αὐτοῖς ἐπύκτευσας πτερνιστὴν τὸν ἀρχαῖον, Ἐφραὶμ πανόσιε· νικηφόρους οὖν ἐπιτελέσας ἀγῶνας καὶ Νικηφόρῳ, σῷ σκληρῷ ἐν παιδαγωγίᾳ Γέροντι, σὺν Χριστῷ εὐαρεστήσας καμάτοις σου ἀπῆλθες Αὐτῷ ὑπαντῆσαι ἐν πόλῳ, τῷ παρέχοντι πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Θαλλέλαιος
Ὁ Θαλλέλαιος φαιδρῶς, ἥκει πρὸς πόλον,
Θαλλοῖς ἐλαιῶν, ἀρεταῖς ἐστεμμένος.
Ὁ Ὅσιος Θαλλέλαιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο, μετέβη στὴν πόλη τῶν Γαβάλων τῆς Συρίας, σὲ ὄρος ψηλὸ ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε ναὸς τῶν εἰδώλων καὶ ἔστησε τὴν μικρὴ καλύβα του ἀσκητεύοντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ὅταν εἶδαν οἱ δαίμονες τὴν ἀρετή του, δοκίμασαν νὰ τὸν ἐκφοβήσουν. Δὲν μπόρεσαν ὅμως. Μὲ προσευχὴ τοὺς ἔκανε ἄφαντους. Ἐκεῖνοι τότε ἐξεμάνησαν καὶ ἄρχισαν νὰ σπᾶνε τὰ δένδρα καὶ ἐπειδὴ οὔτε μὲ αὐτὸ παρακίνησαν τὸν Ὅσιο, τὴ νύχτα μὲ φωνὲς καὶ θορύβους, ἐπιτίθονταν σὲ αὐτόν. Χωρὶς ὅμως νὰ κατορθώσουν τίποτα, ὑπεχώρησαν.
Ὁ Ὅσιος ἦταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη. Ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὰ πνευματικὰ κατορθώματά του καὶ ὁδηγοῦσε πρὸς τὸν Χριστὸ πλανεμένες ψυχές. Ὅποτε μάλιστα τοῦ ἔκαναν λόγο ἐπαινετικό, ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ τὸν δεχθεῖ, διότι θεωροῦσε πνευματικὰ ὠφέλιμο νὰ προσέχει ποῦ ὑστεροῦσε καὶ ὄχι νὰ ἀκούει γιὰ τὴν προκοπή του.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ὅσιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ζήσει πιὸ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴν καλύβα καὶ ἔκτισε κελὶ τόσο στενό, ὥστε εἰσερχόταν σὲ αὐτὸ μὲ δυσκολία. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς ἐπὶ δέκα χρόνια, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ἅγιος Νήσιος ὁ Μάρτυρας
Νεύροις βοείοις Νήσιος πάσχων φέρει·
Νευρούμενος γὰρ τῶν πόνων λήθην ἔχει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νήσιος μαρτύρησε, ἀφοῦ μαστιγώθηκε μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ.
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
Πάσαν δικαίως γην κρίνοντι Δεσπότη,
Άνδρες δίκαιοι συμπαρέστησαν δύω.
Τὸ βίο τῶν Ὁσίων Ἀσκληπιοῦ καὶ Ἰακώβου συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ὅσιος Ἀσκληπιὸς ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πολυχρονίου († 23 Φεβρουαρίου), ποὺ διακόνησε τὸν Ὅσιο Ζεβινᾶ καὶ μιμήθηκε κατὰ πάντα τὸν Γέροντα αὐτοῦ στὴν ἄσκηση.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἐρημιτικοῦ βίου, σὲ πολὺ μεγάλη ἡλικία κλείσθηκε σὲ κελὶ κοντὰ στὴν πόλη Νιμουζᾶν, χωρὶς νὰ βλέπει κανέναν καὶ τίποτα.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἠλίας καταγόταν ἀπὸ τὸ Κρυονέρι Τραπεζούντας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ ἱερέως Κωνσταντίνου. Συνελήφθη καὶ βασανίστηκε στὸ Μόλο τῆς Τραπεζούντας (Μοὺμ Χανέ), τὸ ἔτος 1749 καὶ τελικὰ ἀπαγχονίστηκε. Τὸ ἅγιο λείψανο αὐτοῦ τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴ μονὴ Θεοσκεπάστου.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴν Καισάρεια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν δύναται νὰ ἐξακριβωθεῖ ἐὰν εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν Ὅσιο καὶ Ὁμολογητὴ Τιμόθεο, ποὺ ἑορτάζει τὴν 1η Φεβρουαρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος, Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Καλανός, Ἰανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός, Φορτουνίων οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος ἢ Ἀβούνδιος, Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Καλανός, Ἰανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός, Φορτουνίων ἢ Φορτούνιος ἢ Φορτουνάτος, μαρτύρησαν στὴν Θεσσαλονίκη, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἡ πληροφορία αὐτὴ καταγράφεται σὲ ἀρχαῖα Μαρτυρολόγια. Ὁ ἀριθμὸς τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ ὀνόματά τους ποικίλουν ἀπὸ χειρόγραφο σὲ χειρόγραφο. Δὲν ὑπάρχει ὡστόσο κανένα ἐπιπλέον στοιχεῖο γιὰ τὸ μαρτύριό τους.
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτιστὴς τῶν Ἰσπανῶν, ἔζησε τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας. Ὁ πατέρας του ἦταν δούκας καὶ καταγόταν ἀπὸ βυζαντινὴ γενιά, ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν πρωτότοκη κόρη τοῦ Βησιγότθου βασιλέως Λεβιγκίντ, ποὺ βασίλευε στὴν Σεβίλλη, τὴν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῶν Βησιγότθων.
Πολὺ νωρὶς ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές του. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέστησε Ἐπίσκοπο τὸ ἔτος 579 μ.Χ. Ἵδρυσε θεολογικὴ σχολὴ μὲ σκοπὸ τὴ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν γενικά, μέσα στὸ λαὸ τοῦ τότε βάρβαρου ἀκόμα βασιλείου. Οἱ δύο βασιλόπαιδες Χερμενεγκὶλντ καὶ Ρεκαρέντ, ἀνεψιοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου. Ὁ Χερμενεγκὶλντ ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πίστη του στὴν Ἐκκλησία δυναμώθηκε πιὸ πολὺ χάρη στὴν εὐσεβὴ σύζυγό του Ἴνγκαρντ, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Σιγεβέρτου. Ὅταν ὁ πατέρας του, μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσά του στὸ Τολέδο, τοῦ ὅρισε γιὰ διαμονή του τὴ Σεβίλλη, ξέσπασε διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ αἱρετικὸς Λέβεγκιλντ ᾖλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Ὀρθόδοξο γιό του Χερμενεγκίλντ. Ἦταν τέτοια ἡ ἔνταση τοῦ διωγμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν αἱρετικῶν, ποὺ ὅπως γράφεται δὲν ἔβλεπε κανεὶς πουθενὰ ἐλεύθερο ἄνθρωπο καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ἔχασε τὴν παλαιά της γονιμότητα. Ὁ αἱρετικὸς βασιλέας πολιόρκησε τὴν Σεβίλλη καὶ ἔκλεισε σὲ σκοτεινὴ φυλακὴ τὸν υἱό του, ὅπου καὶ τὸν στραγγάλισε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τοῦ 586 μ.Χ.
Τὴν ἐποχὴ αὐτή, λίγο πρὶν ἐξορισθεῖ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα, τὸν Διάλογο, καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ δυνατὴ φιλία. Ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὁ βασιλιὰς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε ἀπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια, ἄλλαξε στάση, προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Λέανδρο στὴν ἐπιθανάτια κλίνη του καί, ἀφοῦ μετανόησε, τὸν παρακάλεσε νὰ κατευθύνει τὸ διάδοχό του Ρεκαρὲντ πρὸς τὴν ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη πίστη.
Ὁ νέος βασιλέας, ὑπάκουος στὸν παλαιὸ διδάσκαλό του, μεταστράφηκε καὶ ἀνέλαβε ἀμέσως νὰ συγκαλέσει τὴν Τρίτη ἐν Τολέδῳ Σύνοδο, ὅπου ἀνέγνωσε ἐνώπιον ὅλων τὴν ὁμολογία πίστεως στὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι οἱ λαοὶ τῶν Γότθων καὶ Σουέβων, ἑνωμένοι, ἐπανέρχονται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Λέανδρος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀφιέρωσε πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του στὴ διδασκαλία τοῦ ποιμνίου του μὲ τὸ φωτισμένο του παράδειγμα κατ’ ἀρχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα γραπτά του.
Προετοίμασε ἀκόμη τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Ἰσίδωρο, νὰ γίνει διάδοχός του στὸ θρόνο τῆς Σεβίλλης καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας. Βοήθησε ἀκόμη τὴν ἀδελφή του, Ἁγία Φλωρεντίνη, νὰ γίνει ἱδρύτρια καὶ ἡγουμένη σαράντα μονῶν μὲ χιλιάδες μοναχές, γράφοντας γι’ αὐτὴν μοναχικὸ τυπικὸ ποὺ ἀπὸ τότε καλεῖται «Κανὼν τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου». Ὀργάνωσε, ἐπίσης, τὴ Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας, ποὺ λειτουργικὰ ὀνομάζεται «μοζαραβική».
Ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς Σεβίλλης, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ δοκιμασίες, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο στὶς 13 Μαρτίου τοῦ ἔτους 600 ἢ 601 μ.Χ.
Όσιος Τίτος ο στρατιώτης
Ο Όσιος Τίτος πριν γίνει μοναχός ήταν στρατιώτης. Κάποτε, εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού, ασθένησε βαριά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον στρατό και να εγκαταβιώσει στα Σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Εκεί, αφού πέρασε την υπόλοιπη ζωή με προσευχές και μετάνoιες κοιμήθηκε με ειρήνη περί τον 11ο αιώνα μ.Χ. Η μνήμη του Οσίου Τίτου επαναλαμβάνετε στις 27 Ιανουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ Ἐπίσκοπος Μπρούκλυν
Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ γεννήθηκε στὴ Συρία τὸ ἔτος 1860 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Μιχαὴλ Χαβαβίνυ καὶ τὴ Μάριαμ, θυγατέρα τοῦ ἱερέως τῆς Δαμασκοῦ. Τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ 1861 βαπτίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Ραφαήλ.
Σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 8 Δεκεμβρίου τοῦ 1885. Στὴ συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σίλβεστρο, διευθυντὴ τῆς ἀκαδημίας καὶ ἕνα μῆνα ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰωαννίκιο. Ὡς πρεσβύτερος πλέον ἀνέλαβε καθήκοντα ἐξάρχου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Ρωσία.
Ὁ ἱεραποστολικὸς ζῆλος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἀμερική. Ἔφθασε στὴ Νέα Ὑόρκη στὶς 2 Νοεμβρίου 1895 καὶ ἀνέλαβε ὡς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου. Ἀνέλαβε σημαντικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ συγγραφὴ θεολογικῶν βιβλίων καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν.
Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Μπρούκλυν καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴ Βόρειο Ἀμερική.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1915.
Ὁ Ὅσιος Τίτος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Τίτος γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτευε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἡ ἱερατική του βιοτὴ ἦταν θεοφιλὴς καὶ ἰσάγγελη, ἐνῷ ἡ ἀγάπη του πρὸς ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀνυπόκριτη.
Τότε ζοῦσε στὴ Λαύρα καὶ ἕνας διάκονος, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐάγριος. Ὁ μισόκαλος διάβολος, ποὺ πάντοτε σπείρει ζιζάνια, ἔσπειρε ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν Ὅσιο Τίτο καὶ τὸ διάκονο Εὐάγριο. Καὶ ἐνῷ πρῶτα ἔτρεφαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο βαθιὰ ἀμοιβαία ἀγάπη, ἔφθασαν τώρα νὰ μὴν θέλουν οὔτε νὰ ἰδωθοῦν. Τόσο πολὺ μάλιστα τοὺς σκότισε ἡ ὀργὴ καὶ ἡ μνησικακία, ὥστε, ὅταν θυμίαζε ὁ ἕνας στὸ ναό, ὁ ἄλλος ἔφευγε. Καὶ ἂν δὲν ἔφευγε, ὁ πρῶτος τὸν προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τὸν θυμιάσει.
Ἔχοντας βυθιστεῖ σὲ τέτοιο σκοτάδι ἐμπάθειας οἱ δύο ἀδελφοί, τολμοῦσαν νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὰ Τίμια Δῶρα καὶ νὰ κοινωνοῦν, ξεχνώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ λέγει: «Ἐὰν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ ἐνθυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίων σου, ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρο σου μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ πήγαινε, πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ τότε ἀφοῦ ἔλθεις πρόσφερε τὸ δῶρο σου».
Κάποτε ὁ Ὅσιος Τίτος ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά. Εἶχα μάλιστα φθάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὅταν ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Ἀμέσως παρακάλεσε τοὺς μοναχοὺς νὰ καλέσουν τὸν Εὐάγριο, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως, ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε νὰ συγχωρέσει τὸν ἑτοιμοθάνατο ἀδελφό, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ τὸν καταριέται. Τότε τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔφεραν διὰ τῆς βίας στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν. Μόλις τὸν εἶδε ὁ Ὅσιος Τίτος ἀνασηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ τὸν ἱκέτευσε κλαίγοντας νὰ τὸν εὐλογήσει.
Ὁ ἀνελέητος Εὐάγριος ἀποστράφηκε ἄσπλαχνα τὸν Ὅσιο καὶ δήλωσε μπροστὰ σὲ ὅλους, ὅτι ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του οὔτε στὴν παροῦσα ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη. Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τελειώσει τὸν λόγο του καὶ ἔπεσε κάτω ξερός! Οἱ πατέρες ἔτρεξαν νὰ τὸν σηκώσουν, ἀλλὰ διαπίστωσαν πὼς ἦταν νεκρός. Τὸ σῶμα του ἀμέσως πάγωσε σὰν μάρμαρο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Τίτος σηκώθηκε ὄρθιος, ἐντελῶς ὑγιής, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀρρωστήσει ποτέ. Μὲ φρίκη καὶ δέος ἀντίκρισαν ὅλοι τὸν ἄδοξο θάνατο τοῦ μνησίκακου Εὐαγρίου καὶ τὴν θαυματουργικὴ ἴαση τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Τίτος, μετὰ τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, ἀπομάκρυνε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ κάθε κακὸ λογισμὸ γιὰ ὁποιονδήποτε ἀδελφό, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Ἦταν τὸ ἔτος 1190.
Ὁ Ὅσιος Φώτιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Φώτιος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Γιοῦρεβ τοῦ Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1838.
Πηγὴ:http://www.saint.gr/02/27/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/2/d/27/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου