τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ἱστορίας
Ἀπόλυτα δικαιολογημένοι εἶναι ἀσφαλῶς ὅσοι κυριεύτηκαν ἀπὸ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ προκλητικοῦ ἰσλαμιστῆ ἀρχιτραμπούκου γιὰ τὴν Ἁγιά-Σοφιά. Οὐδεὶς ἀμφιβάλλει.
Προσωπικὰ ὅμως θὰ ὁμολογήσω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔνιωσα δὲν ἦταν τόσο ἡ ὀργή - κι ἂς ἔχω βέβαια μὲ τὴ Βασιλεύουσα καὶ μὲ τὴν ὑπερχιλιόχρονη Ρωμανία τόσο στενὴ σχέση (καὶ λόγῳ ἐπιστημονικῆς ἐνασχόλησης ἀλλὰ καί - πρωτίστως - λόγῳ... ἔρωτα).
Γιατί ἦταν ἀναμενόμενο πὼς θὰ τὸ ζήσουμε καὶ αὐτό, πάνω στὴν ἀπεγνωσμένη ἀπόπειρα τοῦ ψυχοπαθῆ νεο-ὀθωμανοῦ σουλτάνου νὰ συσπειρώσει τὰ ἀποκτηνωμένα κοπάδια ποὺ παριστάνουν τὸν λαό του, νὰ ἐμφανίσει ξανὰ τὸν ἑαυτό του ὡς ἡγέτη ὅλου τοῦ παγκόσμιου Ἰσλὰμ (μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ξεκάθαρης σημειολογίας κίνηση) καὶ συνάμα νὰ προκαλέσει, νὰ ὑβρίσει (μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τοῦ ὅρου), νὰ ὑψώσει γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη τὴ βέβηλη γροθιά του ἀλαζονικὰ πρὸς τὸν Οὐρανό, τυφλωμένος ἐντελῶς πλέον ἀπὸ τὴν Ἄτη καὶ μαζεύοντας τὰ στερνὰ κόλλυβα στὸ βρωμερὸ ζωνάρι του, λίγο πρὶν πέσει πάνω του ἡ ὀργὴ τοῦ Δικαιοκρίτη Θεοῦ.