Τό ἔτος 1903 ὁ παπα–Γιώργης μέ τήν οἰκογένειά του μετανάστευσε καί ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Ἄταρα ἤ Ἀζάντα τῆς περιοχῆς Σοχούμ τῆς Γεωργίας. Ἦταν ὁ μοναδικός ἱερέας τῆς περιοχῆς ὅπου ζοῦσαν πολλοί Ἕλληνες πρόσφυγες. Λειτουργοῦσε, βάπτιζε, στεφάνωνε καί διάβαζε τούς ἀρρώστους. Στό σπίτι του κατέφευγαν κάθε μέρα δεκάδες πρόσφυγες πού δέν εἶχαν “ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι”.
Ἡ πονόψυχη πρεσβυτέρα ἀκούραστη ζύμωνε, μαγείρευε καί ἔτρεφε ὅλους τούς φτωχούς πού κατέφευγαν στό σπίτι τους. Τούς ἀγαποῦσε καί τούς παρηγοροῦσε σάν παιδιά της. Ἐπειδή δέν χωροῦσαν νά φιλοξενηθοῦν ὅλοι στό μικρό τους σπιτάκι, ζήτησε ἀπό τόν παπα–Γιώργη νά φτιάξη ἕνα μεγάλο ξενῶνα καί ἔτσι μποροῦσε νά φιλοξενῆ μέχρι ἑκατό ἄτομα.