Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Σάββας Ἠλιάδης: Ποῦ καί πῶς ἔγινε πρῶτα γνωστό τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου;

 
Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ»
 
Γράφει ὁ Σάββας Ἠλιάδης
 
Περὶ τῶν παραδόξων μυστηρίων, τὰ ὁποῖα ἔλαβαν χώρα στὴν Περσία, κατὰ τὸν χρόνο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε γνωστὴ πρῶτα στοὺς Πέρσες. Ἀκόμη, περὶ τῶν Μάγων καὶ τοῦ Ἀστέρος, τὰ ὁποῖα διηγήθηκε ὁ φιλόσοφος Ἀφροδιτιανὸς σὲ μιὰ διάλεξη, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ Χριστιανούς, Εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους.
 
Ἀρχικὰ καὶ πρῶτα ἡ ἐνανθρώπηση καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε γνωστὸ στὴν Περσία ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἥρας, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ τὸν ὁποῖο ἔκτισε ὁ βασιλιᾶς Κῦρος λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὰ βασιλικὰ παλάτια τοῦ καὶ ἀφιέρωσε σ᾿ αὐτὸν εἴδωλα χρυσᾶ καὶ ἀσημένια καὶ τὰ στόλισε μὲ πολύτιμους λίθους.
 
Ἀπὸ ἐκεῖ ἀκούστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ αὐτὸ δὲν διαψεύδει τοὺς νομομαθεῖς καὶ καθὼς οἱ χρυσοὶ πίνακες, ποὺ εἶναι γραμμένοι ἐκεῖ γράφουν,  δηλαδὴ διδάσκουν, ὅτι κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς στὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, πῆγε ὁ τότε βασιλιᾶς τῆς Περσίας μέσα στὸν ναὸ αὐτό, γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ ἐξήγηση μερικῶν ὀνείρων, τὰ ὁποῖα εἶδε στὸν ὕπνο του. 
 
Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ, τοῦ λέει ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων, ὁ ὀνομαζόμενος Προύπιος: «Χαίρομαι μαζί σου, βασιλιᾶ, διότι ἡ θεὰ Ἥρα συνέλαβε». Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς, χαμογέλασε καὶ τοῦ λέει: «Ἡ Ἥρα, ἡ ὁποία εἶναι τόσον καιρὸ πεθαμένη, συνέλαβε τώρα;». Ὁ ἱερέας τοῦ λέει πάλι: «Ναί, βασιλιᾶ, ἡ Ἥρα, ἡ ὁποία πέθανε, ἐπανῆλθε στὴν ζωὴ τώρα καὶ πρόκειται νὰ γεννήσει ζωή». Ὁ δὲ βασιλιᾶς ἀπάντησε: «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ λές; Ἐξήγησέ μου καλύτερα». Τότε ὁ ἱερέας Προύπιος τοῦ εἶπε: «Δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, βασιλιᾶ, πὼς ἦρθες ἐδῶ σήμερα ἀκριβῶς τὴν ἀναγκαία ὥρα. Λοιπόν, ἄκου τὸ μυστήριο. Ὅλη τὴν νύχτα ποὺ μᾶς πέρασε, τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ, ἀντρικὰ καὶ γυναικεία, γυναικεῖα, χόρευαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ἐλᾶτε νὰ συγχαροῦμε μὲ τὴν Ἥρα, διότι δέχτηκε φίλημα». Ἐγὼ δὲ εἶπα, «πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ φιληθεῖ καὶ νὰ μείνει ἔγκυος ἐκείνη, ἡ ὁποία πέθανε καὶ δὲν ὑπάρχει πιά;». Ἐκεῖνα ὅμως εἶπαν ὅτι ξαναγύρισε στὴ ζωὴ ἡ Ἥρα καὶ δὲν λέγεται πλέον Ἥρα ἀλλὰ Οὐρανία, διότι τὴν φίλησε μέγας ἥλιος. 
 
Τότε τὰ γυναικεῖα εἴδωλα, γιὰ νὰ ἀπαξιώσουν τὸ γεγονός, εἶπαν στὰ ἀνδρικὰ εἴδωλα: «Ἡ Πηγὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ φιλήθηκε καὶ ὄχι ἡ Ἥρα. Μὴν τάχα ἡ Ἥρα ἀρραβωνιάστηκε τὸν τεχνίτη, τὸν μαραγκό;». Καὶ ἀπαντοῦν τὰ εἴδωλα τῶν ἀνδρῶν: «Τὸ ὅτι ὀνομάστηκε Πηγή, τὸ δεχόμαστε, διότι δίκαια λέγεται Πηγή, ὅμως τὸ κύριο ὄνομά της εἶναι Μαρία, ἡ ὁποία κρατᾷ μέσα στὴν μήτρα της σὰν σὲ πέλαγος ἕνα καράβι, τὸ ὁποῖο χωράει μύριους ἄντρες. Ἄν δὲ πάλι αὐτὴ λέγεται Πηγή, πάλι ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται δεκτή· ὡς Πηγή, ἡ ὁποία ἀναβλύζει πάντοτε νερό, δηλαδὴ Πνεῦμα καὶ ἔχει ἕνα καὶ μοναδικὸ ψάρι, τὸ ὁποῖο πιάστηκε μὲ τὸ ἀγκίστρι τῆς θεότητας καὶ τρέφει μὲ τὴν ἴδια του τὴν σάρκα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅσοι ἀγωνίζονται στὴν παροῦσα ζωή, μέσα στὶς ζάλες καὶ στὶς ταραχές της, σὰν νὰ ἦταν πραγματικὰ μέσα στὴν θάλασσα.
 
Πολὺ καλὰ μάλιστα εἴπατε, πὼς ἔχει ἀρραβωνιαστικὸ τεχνίτη, ἀλλὰ ὅμως τὸν Τεχνίτη τὸν ὁποῖο γεννᾷ, δὲν εἶναι ἀπὸ συνεύρεση ἀνδρός. Διότι αὐτὸς ὁ Τεχνίτης ποὺ γεννιέται, εἶναι γιὸς τοῦ Ἄρχοντα τῶν τεχνιτῶν, τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ ὁποῖος κατασκεύασε τὴν τριώροφη σκέπη τοῦ οὐρανοῦ μὲ πάνσοφη τέχνη καὶ μὲ τὸν λόγο του τὴν στερέωσε. Ἔτσι φιλονικοῦσαν τὰ εἴδωλα μεταξύ τους περὶ Ἥρας καὶ Πηγῆς. Ἔπειτα ὅλα συμφώνησαν ὁμόφωνα καὶ εἶπαν πώς, ὅταν ξημερώσει ἡ ἡμέρα, τότε θὰ μάθουμε ὅλοι καὶ ὅλες τὸ βέβαιο καὶ ἀληθινὸ τοῦ πράγματος. Τώρα λοιπόν, βασιλιᾶ, πρέπει νὰ μείνεις ἐδῶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα, διότι ἡ ὑπόθεση αὐτὴ θὰ φανερωθεῖ σήμερα ἐξάπαντος μὲ κάθε τελειότητα.
 
Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ βασιλιᾶς στὸν ναό, βλέπει ξαφνικὰ τὰ εἴδωλα ὅλα ποὺ κινήθηκαν μοναχά τους καὶ χόρευαν  καὶ χαίρονταν. Καὶ οἱ μὲν κινύστριες (κιθαρίστριες) ἄρχισαν νὰ παίζουν τὶς κινύρες, οἱ δὲ μοῦσες νὰ ψάλλουν. Καὶ ὅσα χρυσᾶ καὶ ἀσημένια εἴδωλα τετράποδων καὶ πτηνῶν ἦταν μέσα στὸν ναό, κάθε ἕνα λαλοῦσε τὴν δική του φωνή. Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τα εἶδε ὅλα αὐτά, τρόμαξε καὶ γέμισε ἡ καρδιά του ἀπὸ πολὺ φόβο, ἤθελε δὲ νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ, διότι δὲν ἄντεχε τὴν ταραχὴ ἐκείνη, ποὺ ἔκαναν τὰ εἴδωλα μόνα τους. Ἀλλὰ  ὁ ἱερέας Προύπιος τοῦ λέγει: «Μεῖνε, βασιλιᾶ καὶ μὴν φεύγεις, διότι σήμερα θὰ γίνει ἡ πλήρης ἀποκάλυψη, τὴν ὁποία θὰ μᾶς φανερώσει ὁ Θεὸς ὅλων τῶν θεῶν».
 
Κατὰ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ λέγονταν αὐτά, ἄνοιξε ἡ σκεπὴ τοῦ ναοῦ καὶ κατέβηκε ἕνα ἀστέρι λαμπρὸ καὶ στάθηκε πάνω στὸν ἀνδριάντα τῆς Πηγῆς καὶ ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ νὰ λέει τὰ ἑξῆς: «Δέσποινα Πηγή, ὁ μέγας ἥλιος μὲ ἔστειλε νὰ σοῦ φέρω μήνυμα, ἀλλὰ μαζὶ καὶ νὰ ὑπηρετήσω γιὰ ὅσα εἶναι ἀνάγκη κατὰ τὴν Γέννηση, ἀποκαλύπτοντας πὼς ὁ γάμος σου εἶναι ἀμίαντος, γιὰ ἐσένα ποὺ ἔγινες μητέρα τοῦ πρώτου ἀπὸ ὅλα τὰ τάγματα καὶ εἶσαι νύμφη τοῦ τρισυπόστατου μόνου Θεοῦ. Τὸ δὲ ἄσπορο βρέφος, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ σένα, ὀνομάζεται ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἀρχὴ μὲν σωτηρίας, τέλος δὲ ἀπωλείας.
 
Καὶ ἀμέσως, μόλις ἀκούστηκε αὐτὴ ἡ φωνή, ὅλα τὰ εἴδωλα ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο ἐπάνω στὸ πάτωμα τοῦ ναοῦ καὶ μόνο ἡ Πηγὴ στάθηκε ὄρθια, ἐπάνω στὴν ὁποία βρέθηκε περασμένο ἕνα στεφάνι βασιλικό, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐπάνω του ἕνα ἀστέρι λιθοκόλλητο καὶ δυὸ πολύτιμους λίθους, Ἄνθρακα καὶ Σμάραγδο. Πάνω δὲ ἀπὸ τὴν Πηγὴ στεκόταν τὸ ἀστέρι, τὸ ὁποῖο κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό.
 
Βλέποντάς τα αὐτὰ ὅλα ὁ βασιλιᾶς, ἔμεινε ἐκστατικὸς καὶ πρόσταξε ἀμέσως νὰ μαζευτοῦν στὸν ναὸ ὅλοι οἱ σοφοὶ ποὺ ἑρμηνεύουν τὰ σημεῖα, ὅσοι ἦταν στὸν τόπο τῆς βασιλείας του. Καὶ οἱ κήρυκες διαλαλοῦσαν μὲ τὶς σάλπιγγες τὴν προσταγὴ τοῦ βασιλιᾶ. Ἔτσι, μαζεύτηκαν στὸν ναὸ ὅλοι οἱ σοφοὶ καὶ καθὼς εἶδαν τὸ ἀστέρι ποὺ στεκόταν πάνω στὴν Πηγὴ καὶ τὸ βασιλικὸ στεφάνι μαζὶ μὲ τὸ λιθοκόλλητο ἀστέρι καὶ τὰ εἴδωλα ὅλα πεσμένα καταγῆς, εἶπαν: «Βασιλιᾶ μας, ἂς γίνει δεκτὴ ἡ εἴδηση ἀπὸ σένα, ὅτι φύτρωσε θεϊκὴ καὶ βασιλικὴ ρίζα, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτῆρα οὐράνιας καὶ ἐπίγειας Βασιλείας, διότι ἡ Πηγὴ εἶναι κόρη τῆς Καρίας (ἴσως Μαρίας) τῆς Βηθλεεμίτισσας, τὸ στεφάνι εἶναι σημάδι βασιλικό, τὸ δὲ ἀστέρι σημάδι οὐράνιο, τὸ ὁποῖο φανερώνεται μὲ θαυμαστὸ τρόπο στὴ γῆ.
 
Διότι, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἀναστήθηκε ἡ βασιλεία, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ ἐξαφανίσει ὅλα ὅσα μνημονεύουν καὶ τιμοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ἴδιων τὴν μνήμη. Τὸ δὲ πέσιμο τῶν εἰδώλων στὸ ἔδαφος φανερώνει ὅτι ἔφτασε καὶ γι` αὐτὰ τὸ τέλος τῆς τιμῆς τους. Καὶ ὅλα αὐτά, διότι ὁ Θεὸς ποὺ φανερώθηκε τώρα, ὄντας ἀξιοτίμητος ἀπὸ παλιότερα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτρέψει ὥστε νὰ ἀποδίδονται τιμὲς στοὺς νέους θεούς; Λοιπόν, βασιλιᾶ, στεῖλε τώρα ἀνθρώπους στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς τὸν Γιὸ τοῦ Παντοκράτορα Θεοῦ, γεννημένο μὲ σῶμα ἀνθρώπινο  βασταζόμενο στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς γυναίκας». Ἔμεινε δὲ τὸ ἀστέρι πάνω στὴν Πηγή, τὴν ἀποκαλούμενη Οὐρανία, μέχρις ὅτου ξεκίνησαν οἱ Μάγοι, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μαζί τους ξεκίνησε τὴν πορεία του καὶ τὸ ἀστέρι, ὁδηγῶντας τους.
 
Ὅταν δὲ ἦρθε ἡ νύχτα ἡ βαθιά, παρουσιάστηκε στὸν ἴδιο ναὸ ὁ Διόνυσος, ὁ θεὸς τῶν μέθυσων, μαζὶ μὲ Σάτυρες, λέγοντας στὰ εἴδωλα ποὺ ἦταν ἐκεῖ: «Ἡ Πηγὴ δὲν εἶναι πιὰ μιὰ θεὰ ἀπὸ τὶς δικές μας, ἀλλὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπό μᾶς, ἐπειδὴ γεννάει ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι στεφάνι θείας τύχης. Τί κάθεσαι ἐδῶ πιά, ἱερέα Προύπιε; Τί κάνεις; Μιὰ ἀπόφαση γραπτὴ ἐκδόθηκε ἐναντίον μας καὶ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς πρόκειται νὰ χαρακτηριζόμαστε πλέον ὡς ψεύτικοι, ἀπὸ ἕνα πρόσωπο πραγματικό, ὑπαρκτό, τὸ ὁποῖο θὰ κάνει πολλὲς πράξεις καὶ θαύματα, ποὺ θὰ δείχνουν τὴν θεία δύναμή του. 
 
Ὅσα ψεύτικα θαυμαστὰ κάναμε μέχρι τώρα, τὰ κάναμε καὶ πλέον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίσουμε νὰ τὰ κάνουμε. Ὅ τι κατορθώσαμε νὰ τὸ κερδίσουμε τὸ κερδίσαμε καὶ πλέον, δὲν ἔχουμε τὴν δύναμη νὰ συνεχίσουμε. Χρησμοὺς καὶ προφητεῖες δὲν μποροῦμε πλέον νὰ δώσουμε, διότι  ἀφαιρέθηκε πιὰ ἀπό μᾶς αὐτὴ ἡ δύναμη. Μείναμε δίχως δόξες καὶ τιμὲς καὶ ἕνας μόνος του, πῆρε ἀπὸ ὅλους μας καὶ συγκέντρωσε ἐπάνω του τὴν δύναμη αὐτή.  Πὲς στὸν Μιθροβάδη (ἴσως αὐτὸς ἦταν τότε ὁ βασιλιᾶς), ὅτι οἱ Πέρσες δὲν ἔχουν πλέον δικαίωμα νὰ ζητᾶνε φόρους καὶ δόσεις χρεῶν γιὰ τὴν γῆ καὶ τὸν ἀέρα, διότι παρουσιάστηκε ἐκεῖνος ποὺ τὰ δημιούργησε καὶ ὁ ὁποῖος προσφέρει φόρους σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔστειλε. Αὐτὸς ἀνανεώνει τὴν παλαιωμένη εἰκόνα ἀποδίδει τὸ ἀνόμοιο στὰ ὅμοια (ἴσως τὸ ὅμοιο στὰ ὅμοια). 
 
Τώρα ὁ οὐρανὸς χαίρεται μαζὶ μὲ τὴν γῆ. Ἡ δὲ γῆ, ἐπειδὴ ὑποδέχεται ἕνα οὐράνιο καύχημα, καμαρώνει. Ὅσα δὲν ἔγιναν ἐπάνω στὸν οὐρανό, ἔγιναν κάτω στὴ γῆ. Ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶδε ἡ μακάρια τάξη (τῶν δαιμόνων δηλαδή, καθότι ἦταν Ἄγγελοι), τὰ βλέπει ἡ δυστυχισμένη τάξη (δηλαδή, τῶν ἀνθρώπων). Δηλαδή, ἐκείνους τοὺς εὐτυχεῖς τοὺς κατακαίει σὰν φωτιά, ἀλλὰ γιὰ αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς εἶναι δροσιά. Ἡ εὐτυχία τῆς Καρίας (ἴσως Μαρίας) εἶναι τὸ νὰ γεννήσει Πηγὴ στὴν Βηθλεέμ, ἡ δὲ χάρη τῆς Πηγῆς ποιὰ εἶναι; Νὰ γίνει οὐρανοπόθητη καὶ νὰ λάβει χάριν ἀντὶ χάριτος. Ἡ Ἰουδαία ἄνθισε, ἀλλὰ τώρα εὐθὺς μαραίνεται. Ἦρθε ἡ σωτηρία στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ στοὺς ἀλλογενεῖς. Στοὺς ταλαιπωρημένους περισσεύει ἀξίως ἡ ἀνάπαυση. Οἱ γυναῖκες χορεύουν καὶ λένε: «Κυρα - Πηγή, ὑδατοφόρε, ἐσὺ ποὺ ἔγινες μητέρα τοῦ οὐράνιου φωστῆρα, ἡ νεφέλη ποὺ δροσίζεις τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος καίγεται ἀπὸ καύσωνα, θυμήσου καὶ ἐμᾶς τὶς δοῦλες σου, ὦ, φιλοδέσποινα».
 
Ὁ βασιλιᾶς, λοιπόν, χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση, ἔστειλε μὲ δῶρα τοὺς τρεῖς Μάγους, ποὺ ἦταν στὴν ὑποταγή του, τοὺς ὁποίους ὁδηγοῦσε τὸ ἀστέρι ποῦ φάνηκε, νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσουν αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε. Καὶ ὅταν γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν σὲ ὅλους ὅσοι ἦταν παρόντες τα παρακάτω καὶ τὰ ὁποῖα γράφηκαν σὲ χρυσοὺς πίνακες μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: «Ὅταν φτάσαμε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ σημάδι του ἀστέρα μαζὶ μὲ τὴν δική μας παρουσία τάραξε πολὺ καὶ προκάλεσε σύγχυση σὲ ὅλους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν· τί εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει; Νὰ ἔρθουν ἐδῶ οἱ σοφοὶ τῶν Περσῶν μὲ ὁδηγὸ τὸ ἀστέρι, τὸ ὁποῖο βλέπουμε πρώτη φορά; Καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων μας ρωτοῦσαν τί πρόκειται νὰ γίνει καὶ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἄφιξής μας. Ἐμεῖς δὲ τοὺς εἴπαμε ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἐσεῖς ἀποκαλεῖτε Μεσσία. 
 
Ἐκεῖνοι ὅμως, ἀκούγοντάς το αὐτό, ταράζονταν καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ μᾶς ἀντισταθοῦν, ἀλλὰ πάλι μᾶς ρωτοῦσαν ὁρκίζοντάς μας νὰ τοὺς ποῦμε ὅ,τι ξέρουμε. Ἐμεῖς τότε τοὺς τὰ εἴπαμε: «Ἐσεῖς εἶστε ἄρρωστοι ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀπιστίας καὶ οὔτε μὲ ὅρκο οὔτε χωρὶς ὅρκο πιστεύετε, ἀλλὰ ἀκολουθεῖτε τὸν δικό σας δρόμο, ποὺ δὲν ἔχει προορισμό. Διότι γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, , καταργῶντας τὸν νόμο σας καὶ τὶς συναγωγές σας καὶ γι᾿ αὐτὸ μᾶς φαίνεται πὼς σὰν νὰ καταπληγώνεστε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄριστη μαντεία καὶ δὲν ἀκοῦτε εὐχάριστα οὔτε μὲ χαρὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἦρθε καὶ ἔπεσε ξαφνικὰ ἐπάνω σας».
 
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ ἔκαναν συμβούλιο μεταξύ τους, μᾶς παρακάλεσαν νὰ πάρουμε δῶρα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ τὸ κρατήσουμε μυστικὸ στὰ μέρη τους, γιὰ νὰ μὴν προκληθεῖ ἀποστασία σ` ἐκείνους. Ἐμεῖς ὅμως τοὺς εἴπαμε πὼς τὰ δῶρα τὰ φέραμε πρὸς τιμὴ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ  πὼς ἤρθαμε νὰ κηρύξουμε τὰ μεγαλεῖα τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεώς του καὶ σεῖς μᾶς δίνετε δῶρα, γιὰ νὰ ἀποκρύψουμε ὅσα φανερώθηκαν δημόσια ἀπὸ τὴν οὐράνια θεότητα καὶ νὰ παραβλέψουμε τὶς διαταγὲς τοῦ βασιλιᾶ μας; Ἢ δὲν ξέρετε πόσα κακὰ δοκιμάσατε ἀπὸ τοὺς Ἀσσύριους; Οἱ Ἰουδαῖοι τότε, ἐπειδὴ φοβήθηκαν καὶ ἀφοῦ μᾶς παρακάλεσαν πολύ, μᾶς ἄφησαν ἐλεύθερους. Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἰουδαίας, μιλῶντας μας αὐστηρά, μᾶς ρώτησε γιὰ τὸν ἀστέρα καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, πῶς καὶ πότε μᾶς φανερώθηκαν. Ἐμεῖς δὲ τοῦ διηγηθήκαμε πῶς ἔγινε ὅλη ἡ ὑπόθεση. Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τὰ ἄκουσε αὐτὰ ποὺ τοῦ εἴπαμε, ταράχθηκε πάρα πολύ, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν δώσαμε σημασία σ᾿ αὐτόν, παρὰ τόσο μόνο, ὅσο σὲ ἕναν εὐτελῆ καὶ τιποτένιο ἄνθρωπο.
 
Ἔτσι, φύγαμε καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν πορεία μας καὶ πήγαμε ἐκεῖ ὅπου σταλθήκαμε. Ἐκεῖ εἴδαμε τὴν μητέρα ποὺ γέννησε τὸν Χριστὸ ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν γεννηθέντα, ἐπειδὴ τὸ ἀστέρι μᾶς ἔδειχνε τὸ δεσποτικὸ βρέφος. Ὅταν πήγαμε ἐκεῖ, εἴπαμε στὴν μητέρα: «Πῶς ὀνομάζεσαι ἐσύ, περίφημη μητέρα;», ἐκείνη δὲ εἶπε: «Μαρία ὀνομάζομαι, ἄρχοντες». Ἐμεῖς δὲ πάλι τὴν ρωτήσαμε: «Ἀπὸ ποῦ κατάγεσαι;», καὶ ἐκείνη μᾶς ἀποκρίθηκε: «Ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπο κατάγομαι».
Τῆς λέμε, λοιπόν: «Δὲν ἔχεις ἄνδρα;», καὶ ἐκείνη μᾶς εἶπε: «Ἀρραβωνιάστηκα μόνο ἕναν ἄνδρα καὶ ἔγιναν τὰ προγαμιαία συμβόλαια, ἀλλὰ ἡ καρδιά μου δίσταζε καὶ δὲν ἤθελα καθόλου νὰ ἔλθω σὲ γάμο. Τὸν καιρὸ δὲ ποὺ βρισκόμουν μέσα στοὺς λογισμοὺς αὐτούς, καὶ καθὼς ξημέρωνε Κυριακή, ἀμέσως, ὅταν ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, ἦρθε κοντά μου ἕνας θαυμαστὸς ἄγγελος Κυρίου καὶ αἴφνης μοῦ ἀνήγγειλε τὴν παράδοξη Γέννηση αὐτοῦ τοῦ βρέφους, ποὺ ὅταν το ἄκουσα αὐτὸ ἐγὼ ταράχθηκα καὶ φώναξα: «Εἶναι ἀδύνατον, Κύριε, καθὼς δὲν γνωρίζω ἄνδρα». Ὁ δὲ ἄγγελος μὲ πληροφόρησε ὅτι αὐτὴ ἡ γέννηση θὰ γίνει χωρὶς ἄνδρα, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός. Τότε τῆς εἴπαμε ἐμεῖς: «Μητέρα τῶν μητέρων, ὅλοι οἱ θεοὶ τῶν Περσῶν σὲ μακάρισαν· τὸ καύχημά σου εἶναι μεγάλο, διότι ξεπέρασες ὅλες τὶς ἔνδοξες βασιλεῖες καὶ ἀναδείχτηκες βασιλικότερη ἀπὸ ὅλες τὶς βασίλισσες».
 
Τὸ δὲ παιδάκι, ὁ Ἰησοῦς, καθόταν καταγῆς, ὄντας περίπου μέχρι δύο χρονῶν, ὅπως ἔλεγε ἡ μητέρα του καὶ καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος συμφωνεῖ μ᾿ αὐτὸ ὅταν λέει: «ὅτι ἀνεῖλεν ὁ Ἡρῴδης πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων». (Ματθ. 2,16) καὶ τὸ βρέφος ἔμοιαζε καὶ εἶχε τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς μητέρας του. Ἦταν δὲ ἡ μητέρα ψηλὴ στὸ ὕψος τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο ἦταν τρυφερό. Εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ ὥριμου σιταριοῦ καὶ τὰ μαλλιὰ στὸ κεφάλι της ἦταν πολὺ ὡραία. Καθὼς δὲ ἐμεῖς εἴχαμε μαζί μας ἕναν ἔμπειρο ζωγράφο, τοῦ δώσαμε ἐντολὴ νὰ ζωγραφίσει τὴν εἰκόνα τῆς μητέρας τοῦ παιδιοῦ καὶ τὴν φέραμε ἐδῶ στὴν πατρίδα μας καὶ τὴν ἀφιερώσαμε στὸν ναὸ ὅπου εἴπαμε πὼς ἔγιναν οἱ χρησμοὶ καὶ ὅλα τὰ σημεῖα. Γράψαμε δὲ ἐπάνω αὐτὴν τὴν ἐπιγραφή: «Ἡ βασιλεία τῶν Περσῶν ἀφιέρωσε αὐτὴν τὴν εἰκόνα στὸν ἥλιο, τὸν μεγάλο Θεὸ καὶ βασιλιᾶ Ἰησοῦ».
 
Ἀφοῦ δὲ πήραμε ὁ καθένας τὸ παιδί, τὸν Ἰησοῦ, στὴν ἀγκαλιά μας, τοῦ δώσαμε χρυσὸ καὶ λίβανο καὶ σμύρνα, λέγοντας πρὸς αὐτόν: «Τὰ δικά σου τὰ φιλοτιμοῦμε σὲ σένα, οὐρανοδύναμε Ιησοῦ· δηλαδή, σὲ σένα προσφέρουμε, Ἰησοῦ, αὐτὰ τὰ δικά σου δῶρα. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κυβερνηθοῦν μὲ ἄλλον τρόπο τὰ πάντα, ἂν δὲν ἐρχόσουν ἐσὺ στὴν γῆ. Δὲν θὰ ἔσμιγαν κατὰ ἄλλον τρόπο τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια, ἂν δὲν κατέβαινες ἐσύ. Οὔτε καὶ κανένα ἔργο δὲν ὁλοκληρώνεται τόσο τέλεια, ἂν στείλει κάποιος τὸν δοῦλο του, γιὰ νὰ τὴν ἐκτελέσει, ὅσο ὅταν πάει ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης γιὰ νὰ τὴν κάνει. Οὔτε, ἂν ὁ βασιλιᾶς στείλει στὸν πόλεμο κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοὺς ἡγεμόνες του, γιὰ νὰ διεκδικήσουν κάτι, θὰ τὸ κάνουν τόσο τέλεια, ὅσο θὰ τὴν κάνει ὅταν θὰ πάει ὁ ἴδιος στὸν πόλεμο. Αὐτό, δηλαδή, τὸ νὰ χρησιμοποιήσεις ἔντεχνα αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ τὴν ἐνσάρκωσή σου νὰ κατανικήσεις τοὺς ἀντιπάλους δαίμονες, αὐτὸ ἔγινε κυριολεκτικὰ μὲ τὴν δική σου σοφὴ μέθοδο. Τὸ παιδὶ δέ, ὁ Ἰησοῦς, ἀκούγοντας αὐτὰ ποὺ τοῦ λέγαμε, σκιρτοῦσε ἀπὸ χαρά. Ὕστερα, ἀποχαιρετῶντας τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς τὴν τιμήσαμε καὶ αὐτὴ μᾶς τίμησε, ἀναχωρήσαμε ἀπὸ ἐκεῖ γεμᾶτοι ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη καὶ ἀρχίσαμε πλέον τὴν ὁδοιπορία μας.
 
Ὅταν τὸ ἀπόγευμα φτάσαμε σὲ ἕνα μέρος, σταματήσαμε γιὰ νὰ μείνουμε καὶ νὰ ἀναπαυτοῦμε. Τὴν νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμασταν, ἦρθε ἕνας φοβερὸς ἀρχιστράτηγος καὶ μᾶς λέει: «Νὰ σηκωθεῖτε καὶ νὰ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖτε, γιὰ νὰ μὴν πάθετε κανένα κακό». Ἐμεῖς δὲ φοβισμένοι τον ρωτήσαμε: «Ποιός εἶναι, θεῖε ἀρχιστράτηγε, αὐτὸς ποὺ θέλει τὸ κακό μας, ἐνῶ ἐκτελοῦμε μιὰ τόσο σπουδαία ἀποστολή;». Ὁ δὲ ἄγγελος μᾶς εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ σᾶς ἐπιβουλεύεται εἶναι ὁ Ἡρώδης καὶ γι᾿ αὐτὸ σηκωθεῖτε ἀμέσως νὰ φύγετε, γιὰ νὰ σωθεῖτε, χωρὶς νὰ σᾶς πειράξει κανείς». Ἀμέσως καβαλλήσαμε τὰ γρήγορα ἄλογά μας καὶ φύγαμε ἀπὸ κεῖ καὶ ἀφοῦ ἤρθαμε ἐδῶ στὴν πατρίδα μας, ἀναγγείλαμε ὅλα ὅσα εἴδαμε στὴν Ἱερουσαλήμ.
 
Αὐτὴν τὴν ἱστορία τὴν διηγεῖται καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ λέγεται «Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ» ἢ κατ᾿ ἄλλους τοῦ Ἰωάννου Ἐπισκόπου Εὐβοίας. Αὐτὴν φαίνεται νὰ ἐπιβεβαιώνει ὡς ἀληθινὴ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων λέει στὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οἱ Μάγοι κατάλαβαν γιατί εἶναι Θεὸς αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε, ἀπὸ τὸ ὅτι καταλύθηκε καὶ ἔγινε πολὺ ἀδύναμη ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, τοὺς ὁποίους λάτρευαν, λόγῳ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου: «Ἀμέσως δέ, ἀφοῦ ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡ ἀντίπαλη δύναμη ἔγινε πιὸ ἀνίσχυρη, αἰσθάνθηκαν πὼς καταργεῖται ἡ ἐνέργειά της καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁμολογοῦσαν τὴν μεγάλη δύναμη τοῦ γεννηθέντος παιδιοῦ. Γι᾿ αὐτό, ὅταν συνάντησαν τὸ παιδί, τὸ προσκύνησαν καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα».
 
Ἀπὸ ἐδῶ δὲ γίνεται φανερὸ πὼς οἱ μάγοι δὲν βρῆκαν τὸν Χριστὸ στὸ σπήλαιο ὅταν γεννήθηκε, ἀλλὰ σὲ σπίτι, ἀφοῦ πέρασαν σχεδὸν δύο χρόνια, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον». (Ματθ. 2,11)` ὅτι δὲ τὸ ἀστέρι δὲν φάνηκε πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀλλὰ κατὰ τὴν Γέννηση, τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου: «ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες·  ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». (Ματθ. 2, 1-2). Δὲν λέει, ποῦ εἶναι ὁ βασιλιᾶς ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθεῖ, ἀλλὰ ὁ βασιλιᾶς ποὺ γεννήθηκε, ἐπειδὴ εἶχε γίνει  ἡ Γέννηση καὶ εἶχε περάσει καιρός. Φαίνεται δὲ πὼς οἱ μάγοι βρῆκαν τὸν Κύριο στὴν Βηθλεέμ, στὸ σπίτι, ὅταν ἦταν σχεδὸν δεκαπέντε μηνῶν, κατὰ τὸν μῆνα Μάρτιο τοῦ δευτέρου ἔτους, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, κατὰ τὴν ὁποία ἦταν συνήθεια νὰ ἀνεβαίνουν οἱ εὐσεβεῖς στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ αὐτὴν τὴν συνήθεια τὴν ἀκολουθοῦσαν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως περιγράφει ὁ θεῖος Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (2, 42). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἡρώδης σκότωσε τὰ βρέφη, τὰ ὁποῖα ἦταν κάτω τῶν δύο ἐτῶν, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ματθαῖος: «Κατὰ τὸν χρόνον, φησίν, ὄν ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν», ἀφοῦ δηλαδὴ φάνηκε τὸ ἀστέρι.
 
Ἐκδόσεις «ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ», ΜΕΛΕΤΗ ΚΒ'- Ὑποσημείωση: Σελίδες 167-171
 
Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική - Ἐπιμέλεια:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 13-12-2021


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου