– Ἔχεις ὑπερηφάνεια, γι᾿ αὐτὸ στενοχωριέσαι. Τὴν ὑπερηφάνεια τὴν τσακίζεις μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ, ὅταν τοῦ δίνης τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ κάνη παρατηρήσεις καὶ δέχεσαι μιὰ κουβέντα ποὺ θὰ σοῦ πῆ. Ἔτσι λαμπικάρεται ἡ ψυχή.
Ἐπειδὴ τὸ ὑψηλὸ φρόνημα δύσκολα τὸ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μόνος του, πρέπει νὰ δέχεται τοὺς ἄλλους σὰν γιατρούς του καὶ νὰ παίρνη ὅλα τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ δίνουν, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτό. Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν στὴν τσέπη τους φάρμακα γιὰ τοὺς ἄλλους: οἱ μὲν καλοὶ συμβουλεύουν μὲ πόνο καὶ ἀγάπη τὸν ἄρρωστο, οἱ δὲ κακοὶ τὸν ἐλέγχουν μὲ κακία καὶ πάθος – αὐτοὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται καλύτεροι χειρουργοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους, γιατὶ προχωροῦν τὸ νυστέρι πιὸ βαθιά.
– Ἐγώ, Γέροντα, εἶμαι κουτὴ καὶ πολλὲς φορὲς δὲν καταλαβαίνω γιατί μοῦ κάνουν παρατήρηση.