Ένιωσε όπως ο άσωτος γιος κι ένα φως απ’ τον ουρανό, έγινε σαν αγκαλιά, και τον ασπάσθηκε τρυφερά!
Συνήθιζα να τον
επισκέπτομαι συχνά. Μια μέρα λοιπόν, όταν πήγα, τον βρήκα να διαβάζει.
Χάρηκε, όπως πάντα, που με είδε. Σηκώθηκε, με ασπάσθηκε κι έκανε να
ξαναπιάσει το βιβλίο. Εγώ όμως είχα πάει εκεί για ν’ ακούσω λόγο
ψυχωφελή απ’ το στόμα του. Γι΄ αυτό τον παρακάλεσα να διακόψει τη μελέτη
του κα να μου μιλήσει για τη μετάνοια.
–Πίστεψέ με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός μας δεν θα κρίνει το χριστιανό επειδή αμάρτησε.