«Μαθαίνει κανένας τὰ κακουργήματα ποὺ γίνουνται σήμερα, κι ἀνατριχιάζει περισσότερο ἀπ᾿ ἄλλη φορά, ἀπὸ τὴν ἀναισθησία, ἀπὸ τὴν ἀπάθεια, ἀπὸ τὴν πώρωση ποὺ ἔχουνε κεῖνοι ποὺ τὰ κάνουνε, σὰν νὰ εἶναι ἀληθινοὶ σατανᾶδες, καὶ σὰν νὰ εἶναι ὁ σκοτωμὸς ἡ φυσικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς τους.
Ἄλλη φορὰ οἱ φονιᾶδες σκοτώνανε, οἱ περισσότεροι, χωρὶς νὰ τὸ θέλουνε, μέσα στὴ ζάλη τους. Ἕνα σύννεφο ἀπὸ θυμὸ ἢ ἀπὸ ζήλεια ἢ ἀπὸ πνιγμένο δίκιο, θόλωνε τὰ μάτια τους γιὰ μιὰ στιγμή. Μὰ ὕστερα σκόρπιζε αὐτὸ τὸ σύννεφο, τὰ μάτια τους καθαρίζανε, καὶ μετανιώνανε.
Πολλὲς φορὲς κλαίγανε, θέλανε νὰ σκοτωθοῦνε, ντρεπόντανε τὸν κόσμο. Τώρα οἱ φονιᾶδες, κι οἱ ἄλλοι ποὺ κάνουνε κακὲς πράξεις, εἶναι ὁλότελα μαυρόψυχοι, ξεροί, παγωμένοι, ἀναίσθητοι σατανᾶδες, βουβοὶ καὶ ψυχροὶ κακοῦργοι. Καὶ τί; Μικροὶ καὶ μεγάλοι, χωριάτες καὶ σπουδαγμένοι! Ἕνα πρᾶγμα φοβερό!». (Φώτης Κόντογλου, Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»).