7. Ἱεροκανονικός ἔλεγχος τῆς ἀποβολῆς τοῡ Ἐσταυρωμένου.
Ἡ χρήση τοῦ διακριτοῦ καὶ ἀποσπώμενου σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τοὐλάχιστον δύο αἰῶνες, (κατὰ δὲ τὴν ἀρχαιολογικὴ ἑταιρεία ἐπὶ πέντε αἰῶνες)[1], στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ἐπὶ πολλοὺς περισσότερους σὲ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἔχει κατασταθῆ παράδοση τέτοια ὥστε τὸ Τυπικὸν ὁρίζει κατὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Παθῶν ὅτι «ψαλλομένου τοῦ 15ου ἀντιφώνου γίνεται ἡ ἔξοδος τοῦ Σταυροῦ ὡς συνηθίσθη ἤδη πανταχοῦ», πρᾶγμα ποὺ δεικνύει, ὅπως ἐπισημάναμε ἀρχικά, τὴν ἐθιμικὴ ἰσχύ του, κατὰ τὸ "ἡ δέ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν" (Κανών ΚΑ΄ Μ.Βασιλείου).
Ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς τῆς πρακτικῆς ὄχι μόνο δὲν ἀνέτρεψε, ἀλλοίωσε ἢ ἔβλαψε στὸ παραμικρὸ τὴν προϋπάρχουσα λειτουργικὴ τάξη (δηλαδὴ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἁπλοῦ Σταυροῦ πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα μὲ ζωγραφισμένη τὴν μορφὴ τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ ἢ χωρὶς αὐτὴν) ἀλλὰ ἀντιθέτως τὴν ἐνίσχυσε πολύ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δὲν θεωρεῖται ὡς καινοτομία βλάπτουσα τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Οὔτε κἂν ὡς καινοτομία. Τοὐναντίον, καινοτομία εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου μαζὶ μὲ τὸν Σταυρό.