Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ (ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ) 5 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022

Άγιο Πνεύμα
 

Πάσα πνοή, δόξαζε Πνεῦμα Κυρίου,
Δὲ οὗ πονηρῶν πνευμάτων φροῦδα θράση.

«....Καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν....»

Την Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή, η Εκκλησία μας εορτάζει το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως «συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή.


Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος

Μεγάλα είναι και ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική τα χαρίσματα που μάς δώρισε σήμερα ο φιλάνθρωπος Θεός. Γι’ αυτό ας χαρούμε όλοι μαζί και σκιρτώντας από αγαλλίαση ας ανυμνήσουμε τον Κύριό μας. Γιατί η σημερινή ημέρα είναι για μάς εορτή και πανηγύρι.Όπως δηλαδή διαδέχονται η μια την άλλη οι εποχές και οι κινήσεις του ήλιου, έτσι ακριβώς και στην Εκκλησία η μία εορτή διαδέχεται την άλλη και με τον τρόπο αυτό απ’ τη μια πηγαίνουμε στην άλλη. Πριν από λίγο καιρό εορτάσαμε τον σταυρό, το πάθος και την Ανάσταση, και ύστερα από αυτά την Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στους ουρανούς. Σήμερα φθάσαμε στην κορυφή των αγαθών, σ’ αυτήν την κορωνίδα των εορτών, βρισκόμαστε πια στην πραγματοποίηση των επαγγελιών του Κυρίου. «Γιατί αν φύγω –λέει- θα σάς στείλω άλλον Παράκλητο, και δεν θα σάς αφήσω ορφανούς». (Ιωάν. 16,6). Βλέπετε το πατρικό Του ενδιαφέρον; Βλέπετε την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του; Πριν λίγες ημέρες ανελήφθη στον ουρανό, κάθισε στον βασιλικό θρόνο, στα δεξιά του Πατρός, και σήμερα μάς στέλνει ως δώρο τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και μ’ αυτόν τον τρόπο μάς χορηγεί άπειρα ουράνια αγαθά. Γιατί, πες μου, ποιο από τα αγαθά που συμβάλλουν στη σωτηρία μας δεν μάς δόθηκε από το Άγιο Πνεύμα;

Με τη χάρη Του απαλλασσόμαστε απ’ τη δουλεία του διαβόλου, καλούμαστε στην ελευθερία του Χριστού, οδηγούμαστε στην ουράνια υιοθεσία, αναγεννιόμαστε απ’ την αρχή και ξεφορτωνόμαστε το βαρύ και δυσβάστακτο φορτίο των αμαρτιών μας. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος βλέπουμε να υπάρχουν τόσοι ιερείς κι έχουμε τάγματα διδασκάλων της Εκκλησίας. Απ’ την πηγή αυτή πήγασαν πλούτη προφητειών και χαρίσματα ιάσεων και όλα τα άλλα που συνήθως στολίζουν την Εκκλησία του Θεού από το Άγιο Πνεύμα προέρχονται. Και φωνάζει ο Παύλος και λέει: «Για όλα αυτά τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και μοναδικό Πνεύμα, που τα μοιράζει όπως θέλει στον καθένα χωριστά» (Α’ Κορ. 12,11).

«Όπως θέλει», λέει, όχι όπως έχει διαταχθεί. «Μοιράζει», και δεν μοιράζεται. Έχει εξουσία, και δεν εξουσιάζεται. Γιατί ο Παύλος λέει πως έχει και το Άγιο Πνεύμα την ίδια εξουσία, που έχει και ο Πατήρ. Κι όπως είπε για τον Πατέρα «ο Θεός είναι εκείνος που ενεργεί παντού και πάντα» (Α’ Κορ. 12,6), έτσι λέει και για το Άγιο Πνεύμα «για όλα αυτά τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και μοναδικό Πνεύμα, που τα μοιράζει όπως θέλει στον καθένα χωριστά». Είδες τέλεια εξουσία που έχει; Γιατί όσα πρόσωπα έχουν την ίδια φύση και ουσία είναι φανερό ότι έχουν και την ίδια εξουσία, και όσα έχουν την ίδια αξία, σ’ αυτά μία είναι η δύναμη και η εξουσία.

Χάρη στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος απαλλαχτήκαμε από τις αμαρτίες, μ’ αυτήν ξεπλύναμε την ψυχή μας από κάθε ρύπο. Με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ενώ ήμασταν άνθρωποι, γίναμε άγγελοι, όσοι βέβαια θελήσαμε να μάς βοηθήσει η χάρη Του, χωρίς να αλλάξει η φύση μας, αλλά, κι αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο, διατηρήσαμε την ανθρώπινη φύση μας και μ’ αυτή επιδείξαμε αγγελική συμπεριφορά. Τόσο μεγάλη είναι λοιπόν η δύναμη του Αγίου Πνεύματος! Και όπως η πραγματική φωτιά όταν δεχτεί τον μαλακό πηλό τον καθιστά σκληρό κεραμίδι, έτσι ακριβώς και η φωτιά του Αγίου Πνεύματος, όταν δεχτεί μια ψυχή συνετή, ακόμη κι αν τη βρει πιο μαλακή κι απ’ τον πηλό, την κάνει πιο γερή κι απ’ το σίδερο. Και κάνει ξαφνικά πιο καθαρό απ’ τον ήλιο εκείνον που έως τώρα ήταν μολυσμένος απ’ την ακαθαρσία των αμαρτιών.[...]

«Με τη δύναμη του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού», λέει, «και με τη χάρη του Πνεύματος του Θεού μας». Είδες, αγαπητέ, τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος; Είδες ότι το Άγιο Πνεύμα, εξαφάνισε όλες αυτές τις κακίες, και ότι εκείνους που ήταν προηγουμένως υποδουλωμένοι στις αμαρτίες τους, τους ανέβασε ξαφνικά σε τόσο υψηλές τιμές;

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
 
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'.
Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμε, εις ενότητα πάντας εκάλεσε· και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα

 
Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τύρου

 
Ὁ Δωρόθεος, κἂν φραγγέλλωμαι λέγει,
Λείπουσι πολλὰ πρὸς τὰ Χριστοῦ μου πάθη.
Πέμπτῃ Δωροθέοιο δέμας πληγῇσι δαμάσθη.

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.). Σοφώτατος καὶ ἐγκρατέστατος Ἱεράρχης, διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ του μόρφωση καὶ τὴν πλήρη γνώση τῶν Γραφῶν. Κατὰ τοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ καὶ Λικινίου (286 – 323 μ.Χ.) ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν κινηθέντες διωγμούς, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ποιμνίου του, ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴ Δυσσόπολη τῆς Θράκης, ὅπου παρέμεινε ἰδιωτεύων μέχρι τοῦ θανάτου αὐτῶν. Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στὴν Ἐπισκοπή του, ἐξακολούθησε νὰ κυβερνᾶ τὸ ποίμνιό του μὲ πατρικὴ φροντίδα, διδάσκοντας, στηρίζοντας καὶ ἐνισχύοντας αὐτό. Παρευρέθηκε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαι τῆς Βιθυνίας, τὸ 325 μ.Χ., ἡ δὲ ζωὴ καὶ ἡ δράση του παρατάθηκε καθ’ ὅλη τὴ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου. Ἀνακινηθέντων τῶν διωγμῶν ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), κατέφυγε καὶ πάλι στὴ Θράκη, ἀλλά, συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐβασανίσθηκε σκληρὰ καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Δυσσόπολη (κατ’ ἄλλους στὴν Ἔδεσσα), τὸ 362 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν ἑπτὰ ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δώρημα τέλειον, ἐκ τοῦ τῶν φώτων Πατρός, σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς Ἱεράρχης σοφός, ἐδέξω Δωρόθεε• ὅθεν καὶ πλεονάσας, τὸν σὸν τάλαντον μάκαρ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, βαθυτάτω ἐν γήρᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Δωρόθεε, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς σοφίας σε μύστην, ἱερὸν ἐπιστάμεθα, πάντες οἱ ταῖς θείαις σοῦ βίβλοις, ἐντρυφῶντες Δωρόθεε· ποιμάνας ἐκλογάδα γὰρ Χριστοῦ, τῆς Τύρου ἐν συνέσει σου πολλῇ, ἐβεβαίωσας τὸ φίλτρον σου πρὸς Αὐτόν, ἐν πόνοις σῆς ἀθλήσεως. Χαίροις Ἀρχιερέων καλλονή, χαίροις Μαρτύρων καύχημα· χαίροις ὁ φιλοπόνῳ σοῦ σπουδῇ, τὰ θείᾳ συγγραψάμενος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γεωργὸν ἀκάματον τοῦ ἀμπελῶνος, ὃν Χριστοῦ ἐφύτευσεν, ἡ ζωηφόρος δεξιά, πάντες τιμήσωμεν λέγοντες· Χαίροις τῆς Τύρου ἡ δόξα Δωρόθεε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ποιμένα καὶ διδάσκαλον, τοῦ Παρακλήτου τὸν ὀξὺν καὶ μέγαν κάλαμον, τὸν ἐν πόνοις πολυτρόποις τοῦ Μαρτυρίου· τὴν πρὸς Κύριον ἀγάπην ὑπογράψαντα, καὶ σφραγίσαντα τὴν πίστιν ἐπαινέσωμεν Χαίροις λέγοντες· Τύρου δόξα Δωρόθεε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασιν, Ἱερομάρτυς κηρύξας, δῶρον θεῖον ἅγιον, σαυτὸν προσήξας τῷ Κτίστῃ, πρότερον ἐν τῇ ἀσκήσει ἐνδιαπρέψας, ὕστερον τῷ μαρτυρίῳ στερρῶς ἀθλήσας, καὶ νομίμως ὑπεδέξω, βραβεῖον νίκης, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Παρακλήτου ταῖς χάρισι πλουτισθείς, καὶ τῷ χρίσματι μύρου βεβαιωθείς, εἰσῆλθες εἰς τὰ Ἅγια, τῶν Ἁγίων Δωρόθεε· καὶ ἐν αὐτοῖς λατρείαν, Κυρίῳ προσέφερες· Ἀρχιερεὺς ὡς ἄξιος, Αὐτοῦ καθιστάμενος· ὅθεν καὶ τοῦ Θρόνου, τοῦ ἐν Τύρῳ προέστης, καὶ ποίμνην ὠδήγησας, λογικὴν εἰς τὰ νάματα, τῆς ζωῆς τὰ ἀκένωτα. Λόγοις δὲ καὶ ἔργοις τοῖς σοῖς, τούτοις ὑπέδειξας τρῖβον τὴν ἄγουσαν εἰς σκηνώματα δόξης, καὶ ἀπείρου λαμπρότητος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασιν ἀεὶ ἐκλάμπων, δῶρον ἅγιον σαυτὸν προσῆξας, τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ δι' ἀθλήσεως, καὶ κατοικεῖς νῦν ἀεὶ εὐφραινόμενος, τῶν πρωτοτόκων τὴν ἄνω μητρόπολιν, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Αἴγλῃ Ἱεραρχίας καὶ τιμῇ Μαρτυρίου καὶ δόξῃ συγγραμάτων σου πλείστων κεκόσμησαι Δωρόθεε μάκαρ· τοῦ οὐρανοῦ καταφαιδρύνων τὸ στερέωμα καὶ γῆς ἁπάσης ἐπευφραίνων τὰ πληρώματα, τῆς Ἐκκλησίας δὲ τὸ πρόσωπον ὡραΐζων. Διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν τῶν θαυμαζόντων τὰς τοσαύτας ἀριστείας σου, ἀκούεις ἐν φωνῇ αἰνέσεως καὶ εἰς βεβαίωσιν τιμῆς τοιαῦτα·Χαίροις ὁ κάλαμος τῆς σοφίας·Χαίροις διδάσκαλε ἀληθείας.Χαίροις τῶν Ἀρχιερέων θεοβράβευτος ἀκρότης·Χαίροις τῶν Χριστοῦ Μαρτύρων ἡ τιμία ὡραιότης.Χαίροις Φωτουργοῦ Τριάδος λύχνος φῶς γλυκὺ ἐκφαίνων·Χαίροις Παρακλήτου οἶκος χάριτος ἀρίστης γέμων.Χαίροις τρόπους τῶν Ἀγγέλων ἐν σαρκί σου ὁ ζηλώσας·Χαιροις Ἄγγελε τῆς Τύρου ἄθλους θείους κατορθώσας.Χαίροις βίβλων θεοπνεύστων ἡ γραφὶς ἡ ὀξυτάτη·Χαίροις θείων δωρημάτων κρήνη ἡ διαυγέστατη.Χαίροις θεῖον ἀμπελῶνα τὸν ἐν Τύρῳ γεωργήσας·Χαίροις φωτεινὸν νυμφῶνα τῆς Ἐδὲμ ὁ κατοικήσας.Χαίροις τῆς Τύρου ἡ δόξα Δωρόθεε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις οὐρανίων μυσταγωγέ, χαίροις τῶν τελείων δωρημάτων ἡ ἀπαρχή, χαίροις τοῦ τῶν πάντων Θεοῦ ἡ εὐκληρία· Δωρόθεε τῆς Τύρου ἔξοχον ἄκουσμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τῆς φυτείας τοῦ Οὐρανοῦ, μέλψωμεν τὸ κλῆμα τὸ κατάμεστον ἐν καρποῖς, Ἀρχιερωσύνης σεπτοῦ τε Μαρτυρίου· Δωρόθεον τιμίων δώρων ἐπώνυμον.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐν Χίῳ

 
Μᾶρκον ἔχεις καύχημα Χίος μέγα, ἠδέ τε σεπτόν·
Λαμπρὰν τεύξαντα, αἵματι Μαρτυρίου,
Οὔνεκα Κύριον αἴνει ὄλβια, ὅς τά σοι δῶκε.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γόνος τοῦ εὐσεβοῦς Θεσσαλονικέως Χατζῆ – Κωνσταντῆ καὶ τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὄπου καὶ διέμεναν. Ὁ Μάρκος, ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα, σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ νῆσο Χίο, κατὰ τὸ 1788, ἐνυμφεύθηκε. Ἀργότερα παρακινούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Παΐσιο, ἐγκαταστάθηκε στὸ Κουσάντασι (Νέα Ἔφεσο), ὅπου συνδέθηκε παράνομα μὲ κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Μαρία, μετὰ τῆς ὁποίας συνελήφθη γιὰ μοιχεία, καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ἀνώπιον τοῦ ἀγᾶ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ποινῆς προετίμησαν καὶ οἱ δύο νὰ ἐκωμόσουν. Ἔτσι ὁ μὲν Μάρκος ὑπέστη τὴν περιτομή, ἡ δὲ Μαρία ἐκλείσθηκε στὸ χαρέμι τοῦ ἀγᾶ.

Μετὰ τὴν πάροδο κάποιου χρόνου ὁ Μάρκος ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος γιὰ τὴν ἐξώμοση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε κάποιον πνευματικό, ὅπου μὲ συντριβὴ ἀπέθεσε ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων του. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του καὶ ἑνὸς Χριστιανοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τὸν ἀγᾶ ὅτι ἡ Μαρία ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ τὴν θεραπεύσει μόνο κάποια Ἑβραία στὴ Σμύρνη, ὁ Μάρκος ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ συνοδεύσει τὴ γυναίκα του ὡς ἐκεῖ, μὲ τὴ ρητὴ ἐντολὴ νὰ γυρίσουν καὶ πάλι πίσω.

Ὅταν ἔφθασαν στὴ Σμύρνη ἐπιβιβάσθηκαν σ’ ἕνα πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Τεργέστη. Ἐξ αἰτίας ὅμως κάποιων ἐμποδίων δὲν παρέμειναν ἐκεῖ, ἀλλὰ κατευθύνθηκαν στὴ Βενετία, ὅπου ἔλαβαν τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ τέλος ἐνυμφεύθηκαν.

Τὰ γεγονότα αὐτὰ συνέβησαν τὸ 1792. Στὴ Βενετία δὲν παρέμειναν πολύ, ἀλλὰ περιπλανήθηκαν σὲ διάφορα μέρη, φοβούμενοι μήπως τοὺς ἀνακαλύψουν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπειδὴ ὅμως πουθενὰ δὲν μποροῦσε νὰ εὕρει ἠρεμία ὁ Μάρκος, ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς ἀρνήσεως, γιὰ νὰ ἀποπλύνει καὶ μὲ τὸ αἷμά του τὸ ἁμάρτημά του. Ἐγύρισε λοιπὸν στὸ Κουσάντασι, ὅπου ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό του καὶ τοῦ ἐγνωστοποίησε τὴν ἐπιθυμία του. Αὐτὸς τότε προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει, λέγοντάς του πὼς τὸ μαρτύριό του ἴσως ἐπιφέρει πολλὰ δεινὰ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου, διότι οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἤδη ἐξαγριωμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνεγέρσεως νέου ναοῦ στὴν πόλη, ἀλλὰ καὶ τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἐφέσου, ποὺ εἶχε προηγηθεῖ († 5 Ἀπριλίου 1801). Ἐπείσθηκε λοιπὸν ὁ Μάρκος καὶ ἐγκατέλειψε τὸ Κουσάντασι. Κατέφυγε στὴ Χίο, ὅπου, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα μὲ τὴ Θεία Κοινωνία, ἐπαρουσιάσθηκε στὸ δικαστήριο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ δικαστὴς στὴν ἀρχὴ προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὸν μεταπείσει, ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατό, διέταξε τὴ φυλάκισή του. Ὁ Μάρκος ὑπέμεινε μὲ καρτερία ὄλα τὰ βασανιστήρια χωρὶς νὰ καμφθεῖ. Συνολικὰ ὁδηγήθηκε τρεῖς φορὲς ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος διαπιστώνοντας τὸ σταθερὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀμετάθετη γνώμη του νὰ παραμείνει Χριστιανὸς διέτεξε τὴ θανάτωσή του.

Συγκινητικὴ ἦταν ἡ συμμετοχὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ συνδρομή τους στὴν προετοιμασία τοῦ Μάρτυρος Μάρκου γιὰ τὸ μαρτύριο, μὲ νηστεῖες, δεήσεις καὶ προσευχές.

Πλῆθος κόσμου, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν τοποθεσία Βουνάκι, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Νεομάρτυρος. Ἔτσι στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 1801, ἡμέρα Τετάρτη, ὁ Νεομάρτυρας Μάρκος ἐκτελέσθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.

Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπῆραν ὡς εὐλογία τεμάχια ἀπὸ τὰ ἀνδύματα, ἀλλὰ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου δίδοντας ἀρκετὰ χρήματα στοὺς Τούρκους. Τέλος, ἐξαγόρασαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Νεομάρτυρος, τὸ ὁποῖο εὐωδίαζε, καὶ τὸ ἐνταφίασαν κρυφὰ σὲ ἄγνωστο μέρος.

Στὸ Συναξάριο τοῦ Ἁγίου σημειώνονται πολλὰ θαύματα ποὺ συνέβησαν μὲ τὰ τίμια λείψανα, τὸ αἷμα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ Νεομάρτυρος.
Τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἐνῷ Ἀκολουθία πρὸς τιμήν του συνέταξε ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, ὅπως καὶ ὁ βίος τοῦ Νεομάρτυρος, περιέχονται στὸ Νέον Λειμωνάριον. Ἐπίσης ἐπανεκδόθηκαν τὸ 1930 καὶ τὸ 1968 στὸ Νέον Χιακὸν Λειμωνάριον.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν εὔφρανας, τὴν νῆσον Χίον, Μάρτυς ἔνδοξε Μάρκε θεόφρον, ἀνάγκη ῥύξας λαμπρῶς τὴν εὐσέβειαν, καὶ κατῄσχυνας τὴν πλάνην τὴν βέβηλον, ἐν τοῖς σοῖς λόγοις καὶ ἄθλοις θεόσοφε. Ὡς οὗν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοῖς παρεστῶσι τῇ σορῷ σου Μάρκε ἔνδοξε, καὶ προσκυνοῦσί σου πιστῶς τὰ θεῖα λείψανα, τὴν τοῦ Πνεύματος πρεσβείαις σου δίδου χάριν, τὴν σκηνώσασαν ἐν τούτοις καὶ ἐμμένουσαν, καὶ ἐκβλύζουσαν τὰ ρεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ γὰρ ἔσχηκας παῤῥησίαν πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ σε ᾄσμασιν, ἀγαλλομένῃ ἡ Χίος, καὶ λαμπρῶς γεραίρει νῦν, τοὺς θαυμαστούς σου ἀγῶνας, ἔσπευσας εἰς τὸ τεθνάναι· ὢ ξένον θαῦμα! ἔσπεισας τῷ σῷ Δεσπότῃ ἱερουργήσας, τὸν σὸν αἷμα ὡς ἐπόθεις, Μαρτύρων κλέος Μάρκε Χριστοῦ Ἀθλητά.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Χαίρων ἔφερες, ξύλου τὴν θλίψιν, καὶ τὴν κάκωσιν Μάρκε στεῤῥόφρων, καὶ τὰς ὀδύνας τρυφὰς λογιζόεμνος, τὸ ἐν καμίνῳ τῶν παίδων ἀνέμελπες, μέγιστον θαῦμα καὶ ὕμνον ἐπάξιον, ἀγαλλόμενος, Θεῷ ἀναπέμπων ἔνδοξε, ἐτέλεις ἐν εἱρκτῇ καρτερώτατε.

Ὁ Οἶκος
Τὸν λαμπρὸν ἀριστέα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀήττητον Ἀθλοφόρον, τὴν τῶν Μαρτύρων καλλονὴν, καὶ ἱερὰν προσθήκην, Μάρκον πάντες συμφώνως, τοῖς τῶν ἐγκωμίων ἀκηράτοις ἄνθεσι καταστέψωμεν πιστοί· ὅν ἔφυσε μὲν ὡς ρόδον τερπνὸν, ἡ ἐν πόλεσι περίπτυστος Σμύρνη, ἐδρέψατο δὲ καλῶς, ἡ περιφανὴς Χίος, ὡς ἐνθέως ταῖς ὀδμαῖς τῶν αὐτοῦ μαρτυρικῶν ἄθλων καὶ ἀνδραγαθημάτων, εὐφροσύνης πληρωθεῖσα· δι᾿ ὃ καὶ ἀγαλλομένῃ, εὐφημεῖ τὴν μνήμην αὐτοῦ, καὶ τοὺς θαυμαστοὺς αὐτοῦ ἀγῶνας γεραίρουσα, ὁ ἁγιάσας με βοᾷ πρὸς αὐτὸν, τῇ ἐκχύσει τῶν σαυτοῦ χαριτοβρύτων αἱμάτων, μή μου ποτὲ ἐπιλάθου, Μαρτύρων κλέος, Μάρκε Χριστοῦ Ἀθλητά.

Μεγαλυνάριον
Ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Θεὸν, τῶν σοὶ προστρεχόντων, τὰ αἰτήματα συμπαθῶς, τὰ πρὸς σωτηρίαν, δίδου ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Μάρκε Νεομαρτύρων τὸ ἐγκαλλώπισμα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χάριν τῶν ἰαμάτων παρὰ Θεοῦ, εἰληφὼς Παμμάκαρ, θεραπεύεις πάθη δεινὰ, δι᾿ ὃ τοῖς ἐν πίστει, σὲ ἐπικαλουμένοις, θεράπευσον τὰ πάθη, ψυχῆς καὶ σώματος.

Άγιοι Δέκα Μάρτυρες εν Αιγύπτω

Πεινώσι και διψώσιν αθληταίς δέκα,
Tρυφάς Θεός δίδωσι μη πληρουμένας.

Όλοι μαζί αποτελούσαν μια ομάδα χριστιανών, που ήξεραν όχι μόνο να πιστεύουν, αλλά και να πάσχουν, πρόθυμα και ευχάριστα για το Χριστό. Καταγγέλθηκαν στον ειδωλολάτρη έπαρχο της Αλεξάνδρειας, και ομολόγησαν θαρραλέα την πίστη τους. Μάταια αυτός έλπιζε ότι θα μπορούσε να εκφοβίσει τουλάχιστον τις γυναίκες, και να τις πείσει να προσφέρουν θυσία στα είδωλα. Υποσχέσεις και απειλές, συντρίφτηκαν μπροστά στη σταθερότητα της πίστης των γυναικών και γρήγορα διδάχτηκε, ότι ο σταυρός μπορεί ν' αναδεικνύει και γυναίκες γενναιότερες από άνδρες. Τότε ο έπαρχος, διέταξε να θανατωθούν όλοι δια πείνας και δίψας. Μέρες ολόκληρες έμειναν νηστικοί και γυμνοί, εκτεθειμένοι στον ψυχρό χειμώνα. Προκλητικότατα οι στρατιώτες, έπιναν και έτρωγαν τα καλύτερα φαγητά μπροστά τους. Αυτοί όμως, με θερμή και αδιάλειπτη προσευχή και δέηση προς τον Χριστό, αντιμετώπιζαν τη φρικτή και υπεράνθρωπη δοκιμασία. Τελικά, άνδρες και γυναίκες, πέθαναν απαρασάλευτοι στην πίστη τους, ψάλλοντες το όνομα του Ιησού Χριστού.

Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Μάρτυρας

Mη δωρεάν σοι τέμνομαι Xριστοφόρος;
Δώσεις ο Xριστός οίδα πολλά μοι στέφη.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Μάρτυρας

Eισδύς Kόνων θάλασσαν εύρε λιμένα,
Άριστα χερσίν οιακισθείς Kυρίου.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διεκήρυττε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὰ εὐεργετήματα αὐτῆς καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ συνελήφθη, ἀρνηθεὶς δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐρρίφθηκε στὴ θάλασσα, ὅπου εὑρῆκε τὸ μαρτυρικὸ διὰ πνιγμοῦ θάνατο.

Μνήμη λυτρώσεως τῆς φοβερᾶς ἀπειλῆς ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ

 
Διαβάζουμε: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ’ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ Οἰκτίρμων καὶ Φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπάγχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ’ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο».
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο Λιτὴ στὸν Κάμπο, στὴν πεδιάδα τὴν ἐκτεινόμενη ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἕβδομον τοῦ Βυζαντίου, πρὸς ἀνάμνηση ἀποτυχούσης ἐπιδρομῆς βαρβάρων στὴ βασιλεύουσα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ πανήγυρη ἐτελεῖτο στὸ Τριβουνάλιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βαβύλα.

Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ Μάρτυρας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νόννου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον καὶ ἑορταζόταν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων στὸ ναὸ ποὺ εὑρισκόταν ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.

Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).

Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.
Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).

Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας

 
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, κατὰ κόσμον Βινφρίδιος, ἐγεννήθηκε, περὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ., στὴν πόλη Κρέντιτον τοῦ Ντεβονσάϊρ τῆς Ἀγγλίας. Ἐσπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ γραμματικὴ στὴ Βρετανία.

Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν ἱεραποστολή.

Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, ἐπῆγε στὴ Φρισλανδία, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ἐξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλέα Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλιξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου.

Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ Πάπα Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Ἐπέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία καὶ ἔφθασε στὴ Θουριγγία, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο ἐβάπτισε πολυάριθμους εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἐζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς ἐβοήθησε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες. Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος τῆς Φρισλανδίας, ἐπῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ Ἁγίου Βιλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦλθε πάλι στὰ Γερμανικὰ ἐδάφη. Ἐβάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔκτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς Χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.

Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐπῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἔδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο τὴν εὐαγγελική του διακονία.

Τὸ 732 μ.Χ., ὁ νέος Πάπας Γρηγόριος Γ’ (731 – 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ Πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων.

Τὸ 738 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος μετέβη καὶ πάλι στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου καὶ τὰ προβλήματά του τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος τὸν ὀνόμασε τότε Λεγάτο τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν ἐκάλεσε στὴ Βαυαρία, γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις Ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν Χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.

Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸν υἱὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλέα τῆς Αὐστραλίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 – 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸ νεώτερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλέα τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγγίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κουρά του ἐτέλεσε στὴ Ρώμη ὁ Πάπας Ζαχαρίας (741 – 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὄρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ Πάπα, στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιο εὐτελὴ διακονήματα. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 755 μ.Χ., στὴν πόλη Βιὲν τῆς Γαλλίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ, γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του. Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς († 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλέας τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη του ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴν πόλη Σουασσὸν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο ἐσεβόταν ἀπεριόριστα.

Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα Γερμανικὰ φύλα, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἐκάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ Ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.

Ἡ Ὁσία Λαϊόβα ἦταν ἀνεψιὰ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦλθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς Βίνμπουρν.

Μὲ τὴν βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ Χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία αὐτοῦ.

Σώζονται πολλὲς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ Θεία Λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ ἐθυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ἐποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωή του ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σὲ ἕνα γράμμα του στὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν Πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε ζῶα ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀνήκουμε στὸν κόσμο».

Τὸ 754 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, μὲ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου Β’ (752 – 757 μ.Χ.), ἐχειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, Ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, ἐπῆρε μαζί του μία ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἀνατολικὴ Φισλανδία, ὅπου μέσα σ’ ἔνα χρόνο μετέστρεψε καὶ ἐβάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν.
Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ἐποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἐτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος σὲ νέους Χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς μικροῦ ποταμοῦ, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχές: τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν Ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.

Ὁ Ἅγιος Πλούταρχος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου

Οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν γιὰ τὸν Ἅγιο Πλούταρχο. Ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὸ Χρονικὸν τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ. Στὸν ἐπισκοπικὸ κατάλογο Σαλαμῖνος ὁ Ἅγιος Πλούταρχος φέρεται ἕκτος Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐνῷ ἀλλοῦ ἀναφέρεται Πλούταρχος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, δέκατος τέταρτος (περὶ τὸ 620 – 627 μ.Χ.) μετὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἀπαντᾶ σὲ περιγραφὲς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Τύρου

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα. Σύμφωνα μὲ τὸ συναξαριστικὸ ὑπόμνημα ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τύρου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (324 – 337 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεολογική του παιδεία, τὴ συγγραφή, τὴν εὐφηΐα, τὴν ἐπιμέλεια. Αὐτός, ἐπὶ διωγμοῦ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του καὶ νὰ καταφύγει στὴν Ὀδυσσούπολη. Μετὰ τὸ τέλος τῶν τυράννων ἐπέστρεψε στὴν ἐπαρχία του, ἀλλὰ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὲς βασάνους ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Τύρο, σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτὰ ἐτῶν.


Οἱ Ἅγιοι Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος οἱ Μάρτυρες



Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀποτελοῦσαν ὅμιλο θεοφιλῶς ζώντων καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζομένων πιστῶν. Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῶν δράσεως συνελήφθησαν, ὁδηγηθέντες δὲ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Ἀλεξανδρείας, ἀψηφοῦντες τὶς ἀπειλὲς καὶ ἀποκρούοντες τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, παρέμειναν ἀκλόνητοι στὴν πρὸς τὸν Χριστὸ πίστη τους. Κατόπιν τούτου διατάχθηκε ὁ ἐγκλεισμός τους στὴ φυλακὴ καὶ καταδικάσθηκαν στὸν ἐκ πείνας καὶ δίψας θάνατο. Οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν καρτερικὰ τὸ μαρτυρικὸ καὶ βραδὺ θάνατο, προσευχόμενοι καὶ δοξολογοῦντες τὸν Κύριο.

Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ἐγεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία. Ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, Ἐπίσκοπος Οὐτρέχτης καὶ ἐμαρτύρησε μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας οἱ Ἱερομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, πρεσβύτεροι, καὶ οἱ Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας, διάκονοι, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος οἱ Ὁσιομάρτυρες

Οἱ Ὅσιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος ἦσαν μοναχοὶ ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Φῆλιξ ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Φῆλιξ ἦταν μοναχὸς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Φρίτζλαρ τῆς Γερμανίας καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ Σάξονες, τὸ 790 μ.Χ.
 
 Αγία Κόρη
 

Πρέπει εξ’ αρχής να αναφέρουμε ότι η Αγία Κόρη δεν αναγνωρίστηκε από την επίσημη εκκλησία Αγία , διότι δεν υπάρχουν πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Ούτε Ιερά λείψανά της έχουμε, ούτε και το όνομά της δεν γνωρίζουμε. Αναγνωρίστηκε όμως στη συνείδηση των ευλαβών Χριστιανών, οι οποίοι και μαρτυρούν πληθώρα θαυμάτων.

Για τη ζωή της Αγίας Κόρης, δυστυχώς, λίγα στοιχεία υπάρχουν. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς την προέλευσή της, αλλά ούτε και το όνομά της (γι’αυτό και ονομάστηκε Κόρη, δηλαδή κορίτσι ). Με την Αγία ασχολήθηκε ο θεολόγος – συγγραφέας κ. Λάζαρος Τσακιρίδης ο οποίος συγκέντρωσε σε βιβλίο όλες τις προφορικές παραδόσεις γύρω από την Αγία.

Οι διάφορες παραδόσεις αλληλοσυγκρούονται στις λεπτομέρειες, αλλά ο πυρύνας τους είναι ο ίδιος. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Αγία Κόρη έζησε την εποχή της Τουρκοκρατίας και μάλιστα επί της εποχής του τυράνου της Ηπείρου Αλή πασά (1788 – 1822 μ.Χ.). Ήταν κοπέλα εξαιρετικής καλλονής. Η σωματική της ωραιότητα όμως συμβάδιζε με την ωραιότητα της ψυχής της. Στολίδια της ήταν η σεμνότητα, η ευσέβεια και η εγκράτεια.

Αν και σε πολύ νεαρή ηλικία, είχε ώριμη σκέψη. Αντιστάθηκε σε όλες τις ηδονές που γλυκά και ύπουλα έρχονται να καταστρέψουν τις νεανικές ψυχές. Είναι πολύ πιθανό μάλιστα να είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό.

Κατά πάσα πιθανότητα καταγόταν από ένα χωριό των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας σπιούνος του Αλή πασά είδε την Αγία Κόρη, έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της και την πρόδωσε στον Αλή πασά. Αυτός διέταξε με μεγάλη μυστικότητα ένα απόσπασμα να κυκλώσει το σπίτι της, να τη συλλάβουν και να τη μεταφέρουν στο χαρέμι του. Ο Θεός όμως δεν άφησε τη νεανική αυτή ψυχή αβοήθητη.

Μέσα στο απόσπασμα που στάλθηκε να συλλάβει την Κόρη, υπήρχε και ένας Έλληνας ο οποίος αντέδρασε εσωτερικά για την άτιμη αυτή πράξη του Αλή, διότι γνώριζε την αρετή της Κόρης. Τα μεσάνυχτα έφυγε διακριτικά από το απόσπασμα και πήγε στο χωριό, όπου βρήκε την αγνή Κόρη και της είπε πως, αν θέλει να σωθεί από τους Τούρκους, οι οποίοι έρχονται να τη συλλάβουν, πρέπει αμέσως να φύγει. Αυτή πήρε τότε μια εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας και έφυγε.

Μετά από πολλές κακουχίες, αγωνίες και βάσανα έφτασε στον Όλυμπο και βρήκε καταφύγιο στην παλιά Βροντού. Δεν γνωρίζουμε αν σε όλο το δύσκολο ταξίδι της ήταν μόνη της. Είναι σίγουρο πως μεταξύ μερικών χωριών της Ηπείρου και της Βροντούς υπήρχε επικοινωνία, διότι πολλοί Ηπειρώτες έρχονταν και δούλευαν ως υλοτόμοι. Πάντως στην παλιά Βροντού δεν θα πρέπει να έμεινε για μεγάλο διάστημα, διότι δεν μπορούσε να έχει ασφάλεια. Η Κόρη επιμελώς έκρυβε το όνομά και την καταγωγή της, αλλά είναι πιθανό να την αντιλήφθηκαν Τούρκοι απεσταλμένοι του Αλή και τότε η Αγία κατέφυγε στο τελευταίο της καταφύγιο, τη γνωστή σήμερα χαράδρα, όπου επιδόθηκε στην προσευχή.

Κατά το διάστημα της παραμονής της στη χαράδρα ανακάλυψε κάποια σπηλιά όπου και κρυβόταν. Τρεφόταν με κράνα και ρίζες, αλλά είναι πολύ πιθανό να την πλησίασαν αρκετές φορές κτηνοτρόφοι και να της πρόσφεραν τροφή. Η Αγία βέβαια δεν αποκάλυπτε την καταγωγή της ούτε και το όνομά της.

Υπάρχει μια πληροφορία ότι ο τότε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πέτρας Ολύμπου έβλεπε ένα φωτεινό Σταυρό πάνω από το σημείο της σπηλιάς. Ξεκίνησε με μοναχούς να επισκεφθούν το σημείο και μόλις έφθασαν τον κατέβασαν με σχοινιά. Τότε προχώρησε προς το σημείο που έλαμπε ο Σταυρός και αντίκρυσε την άγνωστη Κόρη, καταβεβλημένη και σκελετωμένη από τις κακουχίες. Ο ηγούμενος συγκινημένος τη ρώτησε πως βρέθηκε εκεί. Αυτή εξασθενημένη, ζήτησε να μεταλάβει. Τη στιγμή που κοινωνούσε ακούστηκε μια βοή. Άνοιξε ο βράχος και βγήκε Αγίασμα. Αυτό το περιστατικό μας θυμίζει το ανάλογο με την Οσία Μαρία την Αιγυπτία την οποία κοινώνησε ο Αββάς Ζωσιμάς.

Μετά από καιρό κτηνοτρόφοι βρήκαν νεκρό και σκελετωμένο το κορμί της μέσα στη ρεματιά. Λέγεται μάλιστα πως ο τόπος όλος ευωδίαζε. Οι κάτοικοι την έθαψαν στον ίδιο τόπο με ευλάβεια και σεβασμό. Μάλιστα έκτισαν και προσκυνητάρι και επισκέπτονταν πολύ συχνα τον τόπο, όπου προσκυνούσαν και άναβαν κεριά.

Με τον καιρό έγινε προσκύνημα και η Κόρη αναγνωρίστηκε Αγία στη συνείδηση των πιστών. Μάλιστα το νερό που ανέβλυζε κάτω από το προσκυνητάρι έγινε Αγίασμα το οποίο θεράπευε και θεραπεύει διάφορες ψυχικές και σωματικές ασθένειες. Οι ηλικιωμένοι θυμούνται πως, πριν το 1940 μ.Χ., υπήρχε στο προσκυνητάρι και το εικόνισμα που, όπως αναφέραμε, έφερε μαζί της η Αγία Κόρη.

Παλαιότερα υπήρχαν και κάποιες ευλαβικές συνήθειες των προσκυνητών. Όταν επισκέπονταν το προσκυνητάρι ήταν αμίλητοι. Επίσης δεν ξαναπήγαιναν την ίδια μέρα. Μάλιστα επειδή η Αγία Κόρη ήταν παρθένος, ποτέ δεν πήγαιναν κοντά στο προσκυνητάρι ταυτόχρονα άνδρας και γυναίκα, λόγω σεβασμού.

Στη Βροντού από παλια οι κάτοικοι τραγουδούσαν και απέδιδαν στην Αγία Κόρη και το εξής τραγούδι:
Τούρκος τη ζητεί κόρη Ζαγοριανή.
Τούρκος την ζητεί κι αυτή δεν θέλει.
Όταν το έμαθε, αρχίνσε να κλαίει.
Μάνα μου σφάξε με, Τούρκο δεν παίρνω.
Πέρδικα γίνομαι, στα δάση μπαίνω.
Λουλούδι γίνομαι, στη γη φυτρώνω.

Από τα πολλά θαύματα που αποδίδονται στην Αγία Κόρη, παραθέτουμε τρία:
α) Μια γυναίκα κωφάλαλη από την Κόρινθο, το 1960 μ.Χ., χωρίς να γνωρίζει τίποτα για την Αγία Κόρη, ονειρεύτηκε ότι στον Όλυμπο υπάρχει αγίασμα θαυματουργό. Ρωτώντας, το ανακάλυψε και, αφού με πολλή ευλάβεια προσευχήθηκε, πλύθηκε έπειτα με το αγίασμα. Σε λίγο άκουσε κελαιδίσματα πουλιών και άρχισε να φωνάζει: “τί ακούω; τί ακούω;” όταν έφυγε πέρασε από το χωριό Βροντού. Ήρθε μέσα στο καφενείο του χωριού και ομολόγησε το θαύμα. Το άκουσαν μερικοί κάτοικοι από την ίδια και διαδόθηκε.

β) Μια γυναίκα από την Αθήνα με παραλυσία στο σβέρκο και συγκύπτουσα στην κεφαλή, αφού προηγουμένως γύρισε πολλούς γιατρούς χωρίς θεραπεία, πληροφορήθηκε για την Αγία Κόρη. Την επισκέφθηκε γεμάτη πίστη και λαχτάρα. Τη χειραγωγούσαν, ενώ κατέβαινε τα σκαλοπάτια για το αγίασμα. Την ώρα που πλενόταν με το αγίασμα θεραπεύτηκε.

γ) Ο κ. Τσορματζίδης Παναγιώτης από την Κατερίνη, το 1962 - 63 μ.Χ., είδε το μικρό παιδί του Γεώργιο να προσβάλλεται από μια μόλυνση στο πρόσωπο το οποίο γέμισε σπυριά. Τότε μια παρέα πήγαν στην Αγία Κόρη και λειτουργήθηκαν. Μετά τη Λειτουργία ο πατέρας έπλυνε το παιδί αρκετές φορές στο αγίασμα. Έμειναν όλη την ημέρα στην Αγία Κόρη και το βράδυ γύρισαν στο σπίτι τους. Την επομένη είδαν με έκπληξη ότι όλες οι πληγές του παιδιού έφυγαν. Κάποια στίγματα που έμειναν στο πρόσωπό του, έφυγαν τις επόμενες μέρες. Το παιδί αυτό σήμερα είναι μοναχός.

Σημείωση: Στις μέρες μας η πανήγυρη γίνεται την ημέρα της Αγίας Τριάδας.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον τὴν παρθενίαν τὴν σήν, Χριστῷ προσενήνοχας ἀνδρειοτάτῃ ψυχῇ, μισοῦσα τὰ πρόσκαιρα· ὅθεν Ἁγία Κόρη, ἀναβλύζεις ἰάσεις, πᾶσι τοῖς προσιοῦσι, τῷ ἁγίῳ σου τάφῳ, καὶ πίνουσιν ἐν πίστει, ἐκ τοῦ σοῦ ἁγιάσματος.

Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Ἁγία Κόρη Νύμφη Χριστοῦ, χαῖρε τοῦ Ὀλύμπου καὶ Ἰωαννίνων θεῖος βλαστός, χαῖρε ἡ τὰς νόσους, καὶ ὄμματα θεραπεύεις, καὶ πάσης βλάβης σώζεις, ῳς καλλιπάρθενος.
 

 
Σύναξη της Παναγίας της Τραπεζοφόρας στο Τραπεζάκι Κεφαλονιάς
 
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός. 
 
Σύναξη της Παναγίας της Φανερωμένης στην Λευκάδα 
 
 

Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λευκάδα, σ’ ένα μαγευτικό τοπίο, πάνω σ’ ένα καταπράσινο λόφο, βρίσκεται κτισμένο το μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης.

Σύμφωνα με την παράδοση, στο μέρος αυτό παλαιότερα ήταν χτισμένος ο ναός της θεάς Αρτέμιδος, στον οποίο ο μαθητής του Αποστόλου Παύλου Ηρωδίωνας (βλέπε 28 Μαρτίου), γονατιστός, προσευχήθηκε με πίστη στο Θεό και το είδωλο της Αρτέμιδας έπεσε κάτω και έγινε θρύψαλα.

Στη θέση αυτή οι χριστιανοί έχτισαν ένα μικρό ναό αφιερωμένο στην Παναγία. Το 332 μ.Χ. ο τότε επίσκοπος Λευκάδος Αγάθαρχος και δύο πατέρες εγκαθίστανται στο ναό, τον επεκτείνουν και χτίζουν τα πρώτα κελιά θέτοντας έτσι τις βάσεις του μοναχισμού στο νησί. Μετα από λίγα χρόνια το Μοναστήρι καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά, αλλά οι χριστιανοί της Λευκάδας το ξανάχτισαν. Μάλιστα παράγγειλαν την εικόνα της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη (5ος μ.Χ. αιώνας), στον αγιογράφο Κάλλιστο, πού ήταν ιερέας στην Αγιά Σοφιά. Εκείνος, ύστερα από προσευχή και νηστεία, άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα. Το σχέδιο της μορφής της Παναγίας αποκαλύφθηκε στον Κάλλιστο με θαυμαστό τρόπο. Ο αγιογράφος βρήκε από την ίδια την Παναγία σχεδιασμένη την εικόνα («αχειροποίητος») και ο ίδιος με όμορφα χρώματα την τελείωσε. Από το θαύμα αυτό ονομάστηκε η εικόνα «Φανερωμένη».

Στα χρόνια που ακολούθησαν το νησί θα γνωρίσει πολλούς κατακτητές και η Μονή θα δεχθεί αλλεπάλληλα χτυπήματα και καταστροφές. Το 1734 μ.Χ και ενώ το νησί είναι υπό Ενετική κυριαρχία, χτίζεται ο κεντρικός ναός στη σημερινή του μορφή. Ο ίδιος αυτός ναός θα καεί ολοκληρωτικά το 1886 μ.Χ. για να αρχίσει για μια ακόμη φορά η ανακατασκευή και ανακαίνιση του. Το τέμπλο κατασκευασμένο το 1887 μ.Χ. είναι έργο του Ευστράτιου Προσαλέντη ενώ οι εικόνες προστέθηκαν αργότερα, το 1919 μ.Χ., και φιλοτεχνήθηκαν από τους αδελφούς Χριστόδουλο και Θωμά Ζωγράφο. Η εικόνα της Παναγίας που υπάρχει σήμερα είναι αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας, φιλοτεχνημένο από τον Ιερομόναχο Βενιαμίν Κοντράκη στο Άγιο Όρος το 1887 μ.Χ.

Κατά την προ του 1887 μ.Χ. παράδοση, η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Φανερωμένης τελούταν το Σάββατο του Ακαθίστου ενώ στις μέρες μας τελείται τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος.

Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
 
Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει
ολίγο ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ΄ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει.
Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει.

Ξυπνά κι ο γέρο γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά, στην εκκλησιά πηγαίνει,
την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει.

Κι εκεί που ετέντων ο παπάς τα χείλη να φιλήσει
του κάστηκε πως έλειπε - παράδοξη ιστορία -
απ΄ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία…

Ετρόμαξ΄ ο καλόγερος… Στην πλάκα γονατίζει,
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει....
Με μιας αστράφτ΄ η εκκλησιά κι αισθάνεται ένα χέρι
όπου τον ανασήκωνε… Μοσχοβολάει τ΄ αγέρι…

Τα μάτια του άνοιξ΄ ο παπας… Στο κατασπρο του γενι
το δακρυ του εσταζε βροχη.. Κυττάζει… καθισμένη
στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε
και το Παιδί, που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.

- Σε ποιο καλύβι αγνώριστο, σε ποια καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα Σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη Σου, Κυρούλα,
κρυφά ν΄ ανάστησε, σαν ουρανού δροσούλα;

Ποίημα του Νικ. Καρύδη

ΚΥΡΑ - ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ

Κυρά Φανερωμένη μου, του Λευκαδίτη σκέπη,
χαρά στον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε βλέπει.
Σεμνή Παρθένο να κρατάς στ’ απέριττο Θρονί σου
τον Γιόκα σου τον ακριβό και τον Μονογενή σου.

Κι από τα πεύκα γύρωθε κι από τον κάμπο κάτω
κι απ’ του Ιονίου την πνοή που γέμει αφρό δροσάτο.
Κι από τα θάμνα, τα στρουθιά και τα άγρια λουλούδια
μύρα, ψαλμούς, λιβανωτό σου στέλνουν τα αγγελούδια.

Κάμε, Κυρά μου, του φτωχού τον μόχθο ευλογία,
του ανήμπορου τον πυρετό καν’ τον δροσιά αγία.
Της μάνας τον παραδαρμό που `χει παιδί στα ξένα
κάν’ τον τραγούδι και χορό με κορυφαία εσένα.

Βλόγα, Κυρά μου, του φτωχού το λάδι και το αμπέλι
ως σ’ ευλογούν ακοίμητοι οι δυό σου οι Αγγέλοι.
Κι ως στέκονται ο ένας ζερβά κι ο άλλος στα δεξιά σου,
στέλνε μας θεία μηνύματα και σώζε τα παιδιά σου.

Φανέρωνέ μας, Δέσποινα, την κρύφια τη βουλή σου,
διώξ’ το κακό κι αγκάλιασε το όμορφο το νησί σου.
Ως αγκαλιάζει με στοργή τα τέκνα της η μάνα,
ως αγκαλιάζει την ψυχή του δειλινού η καμπάνα.

Κι αξίωσέ μας αν ποτέ στα ξένα κοιμηθούμε
στο χώμα της δικής σου γης ανάπαυση να βρούμε.
Κυρά Φανερωμένη μου, της πίστης μου λαμπάδα,
Κυρά μου και Βασίλισσα, βοήθα την Λευκάδα.
 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν τῇ Μονῇ σου Παρθένε πόθῳ προστρέχοντες καί προσκυνοῦντες τήν θαυμαστήν σου Εἰκόνα, μετ'εὐλαβείας ἀντλοῦμεν τάς χάριτας· καί δι'αὐτῆς ἔκ τε σεισμοῦ, λιμοῦ, λοιμοῦ, αὐχμοῦ καί νόσων, ταῖς πρεσβείαις σου σωζόμεθα.

(Ποίημα Δανιήλ ἐπισκόπου Βονίτζης (+1852), Πρωτεύοντος ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῆς Πεφανερωμένης)

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ χριστώνυμος ὁ λαός, τῆς νήσου Λευκάδος ἀσπαζόμενος εὐλαβῶς, τήν θείαν Εἰκόνα τῆς Πεφανερωμένης· ἀεί γάρ διασώζει ἡμᾶς ἡ ἄχραντος.

Έτερον Μεγαλυνάριον
Ῥῦσαι ὀλεθρίου Κόρη σεισμοῦ, καί πάσης ἀνάγκης, καί κινδύνων ἐπαγωγῆς, ταύτην σου τήν νῆσον, Ἁγνή Φανερωμένη, τῇ θείᾳ σου Εἰκόνι ἀεί προσπίπτουσαν.
 
Σύναξη της Παναγίας Περιβλέπτου Πολιτικών
 
 
Πληροφορίες για την Σύναξη της Παναγίας Περιβλέπτου Πολιτικών βλέπε στις 15 Αυγούστου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου