ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Τὸ Κολυβαδικὸ Κίνημα τοῦ 18ου αἰῶνα ὑπῆρξε ἕνας σημαντικὸς ἱστορικὸς σταθμὸς στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, καθ᾿ ὅτι διαδραμάτισε ἰσχυρὸ ἀνανεωτικὸ ρόλο στὴν Ὀρθοδοξία μας, ἡ ὁποία ἀσφυκτιοῦσε ἀπὸ τίς παρεμβάσεις τῆς αἱρετικῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης. Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια πρόσωπα αὐτοῦ τοῦ κινήματος ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ διδάσκαλος τοῦ Γένους.
Γεννήθηκε τὸ 1722 στὸ Κῶστο τῆς Πάρου. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀπόστολος Τοῦλος καὶ ἡ μητέρα του Κωστιανή, οἱ ὁποῖοι τοῦ διδάξαν τὴν εὐσέβεια καὶ φρόντισαν νὰ τὸν σπουδάσουν. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὸ Κῶστο καὶ στὴ συνέχεια φοίτησε στὴ Σχολὴ τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀθανασίου Ναούσης Πάρου ἢ στὴ Σχολὴ Παναγίου Τάφου στὴ Σίφνο. Στὰ 1745, ὁ ἴδιος 23 χρονῶν πῆγε στὴ Σμύρνη γιὰ νὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν ἐκεῖ φημισμένη «Εὐαγγελικὴ Σχολὴ», γιὰ ἕξι χρόνια. Τὸ 1751 πῆγε στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ γράφηκε στὴν περίφημη «Ἀθωνιάδα Σχολὴ», ὅπου δίδασκαν ὁ ξακουστὸς δάσκαλος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και ἀργότερα ὁ μεγάλος Εὐγένιος Βούλγαρης. Ἐκεῖ σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία καὶ τίς θετικὲς ἐπιστῆμες. Ἔχοντας ἐπίσης ἄσβεστη δίψα γιὰ μάθηση, ἐπισκέπτονταν τίς βιβλιοθῆκες τῶν Μονῶν καὶ ἐμπλούτιζε τίς γνώσεις του.
Παράλληλα βίωνε τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς καὶ ἰδιαίτερα τὴ Θεία Λατρεία. Ἐξασκοῦνταν στὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ὁμιλητικὴ γιὰ νὰ προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στὸ ὑπόδουλο Γένος. Οἱ καθηγητὲς του καὶ οἱ συμφοιτητές του τὸν θαυμάζουν. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης τὸν καθιστᾶ συνεργάτη του. Μάλιστα τὸ ἔτος 1757 διετέλεσε καθηγητὴς στὴ Σχολή.
Ἡ φήμη του βγῆκε καὶ ἐκτὸς Ἁγίου Ὅρους. Διάφορες Σχολὲς τὸν ζητοῦσαν γιὰ καθηγητή τους. Τὰ ἔτη 1758-1762 δίδαξε καὶ ἔγινε διευθυντὴς τῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ 1762 ἔκλεισε ἡ Σχολὴ λόγῳ ἐπιδημίας. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κέρκυρα, νὰ συμπληρώσει τίς σπουδές του κοντὰ στὸν ὀνομαστὸ δάσκαλο Νικηφόρο Θεοτόκη. Κατόπιν, ὄντας ὁ ἴδιος 40 ἐτῶν, προκλήθηκε νὰ διδάξει στὸ Μεσολόγγι ἀπὸ τὸ φίλο του Παναγιώτη Παλαμᾶ, στὴν ἐκεῖ «Παλαμιαία Σχολὴ» ποὺ εἶχε ἱδρύσει τὸ 1760.
Στὰ 1771 πῆρε ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μὲ τὴν ὁποία διορίζονταν διευθυντὴς τῆς «Ἀθωνιάδας Σχολῆς» στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὡς διάδοχος τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη. Ὁ Ἀθανάσιος δέχτηκε καὶ ὡς τὸ 1777 διέλαμψε στὴν ὀνομαστὴ Σχολή. Ἦταν τὰ πλέον γόνιμα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν Μακάριο Νοταρᾶ, μιὰ ἐπίσης μεγάλη πνευματικὴ προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ πρωτοπόρο «Κολλυβά». Αὐτὸς τὸν προέτρεψε νὰ χειροτονηθεῖ πρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος δέχτηκε. Ἦταν 55 ἐτῶν.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα βρισκόταν σὲ κορύφωση τὸ Κολλυβαδικὸ Κίνημα στὸ Ἅγιο Ὅρος. Οἱ παράταξη τῶν Κολλυβάδων διώκονταν μὲ πεῖσμα ἀπὸ τοὺς ἀντικολλυβάδες. Αὐτὸ λυποῦσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ δυσανασχετοῦσε γιὰ τίς διώξεις τους. Ὁ ἴδιος ἐντάχτηκε στὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων καὶ ἄρχισαν οἱ διώξεις ἐναντίον του. Παραιτεῖται ἀπὸ τὴν «Ἀθωνιάδα Σχολὴ» καὶ ἐπιστρέφει στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου δίδαξε καὶ πάλι ἀπὸ τὸ 1777 ἕως τὸ 1783. Παράλληλα κήρυττε ἀπὸ ἄμβωνος σὲ διάφορους ναούς. Στὰ 1783 ἔλαβε ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ δὲν ἀποδέχτηκε τὴ θέση.
Στὰ 1786, 64 χρονῶν, ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του τὴν Πάρο. Ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ φτάσει στὸν προορισμό του. Λόγῳ τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, τὸ πλοῖο, ποὺ τὸν μετέφερε, ἀναγκάστηκε νὰ ἀλλάξει πορεία καὶ ἀγκυροβόλησε στὴ Χίο γιὰ μεγάλο διάστημα. Ὁ Ἀθανάσιος ἀποσύρθηκε στὸ «Κάθισμα» τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐκεῖ βυθίστηκε στὴν προσευχή, τὴν περισυλλογὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση, περιμένοντας νὰ τελειώσει ὁ πόλεμος.
Ἀλλὰ οἱ Χιῶτες πληροφορήθηκαν τὴν ἐκεῖ παρουσία του καὶ ἐπειδὴ ἡ Σχολὴ τῆς Χίου ἦταν ἀκέφαλη, τὸν παρότρυναν νὰ ἀναλάβει αὐτὸς τὴν διεύθυνσή της. Ὁ Ἀθανάσιος ἀρνεῖται, διότι ἔχει ἄλλα σχέδια. Στὸ τέλος δέχεται, ὅταν τοῦ γνώρισαν τίς σχέσεις του μὲ τὸν Μακάριο Νοταρᾶ καὶ τὴ φιλία του μὲ τὸν Μητροπολίτη Χίου Γαβριήλ. Διδάσκει μὲ πάθος στὴ Σχολή, στὴν ὁποία προσδίνει φήμη καὶ κῦρος. Ἐκεῖ συγγράφει τὰ σπουδαιότερα ἔργα του, ὅπως τὴ Ρητορικὴ Πραγματεία τοῦ Ἐρμογένους, τὴν Δογματικὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καὶ τὴν Λογικὴ τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη.
Ἔμεινε στὴ Χίο τριάντα χρόνια, ὡς τὸ 1812 καὶ ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν 90 χρονῶν. Ζήτησε καὶ τὸν ἀπάλλαξαν ἀπὸ τὰ διδακτικὰ καὶ διευθυντικά του καθήκοντα καὶ τοῦ ὅρισαν μισθό, ὅσο θὰ ζοῦσε. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μεταβεῖ ἐπὶ τέλους στὴν Πάρο. Ὅμως ὁ λαὸς τῆς Χίου του ἔφραξε τὸ δρόμο νὰ μὴν φύγει ἀπὸ τὸ νησί τους. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπέκυψε στὴ θέλησή τους, τὸ ὁποῖο ἐξέλαβε ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μείνει γιὰ πάντα στὴ Χίο.
Ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὰ Ρεστὰ Χίου, σὲ ἕνα ἀπόμερο μέρος. Μαζὶ του ἡσύχαζαν ὁ μαθητὴς του καὶ φίλος του Νικηφόρος καὶ ὁ διάκονος Ἰωσὴφ ἀπὸ τὰ Φουρνὰ Εὐρυτανίας, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει δάσκαλος στὴ Σχολή. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος, παρ᾿ ὅλο τὸ προχωρημένο της ἡλικίας του, ἀσκοῦνταν σκληρά, προσευχόμενος, ἀγρυπνῶντας καὶ νηστεύοντας. Παράλληλα συνέχιζε τὸ συγγραφικὸ θεολογικό του ἔργο.
Ὅταν ξεκίνησε νὰ γράφει τὸ σύγγραμμά του «Περὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἁγίας Πίστεως καὶ Περὶ τοῦ τις ἐστιν ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία» ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ὅταν συνῆρθε κάπως καὶ ἄρχισε ξανὰ τὴ συγγραφή, δεύτερο ἐγκεφαλικό, βαρύτερο, τὸν ρίχνει στὸ κρεβάτι. Ὁ ἴδιος ἀντιλαμβάνεται τὸ τέλος τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του καὶ προετοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη ἀναχώρηση. Μὲ νεύματα ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ μία ἥμερα παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, στὶς 24 Ἰουνίου 1813. Οἱ συνασκητές του τὸν ἔθαψαν στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς. Τὰ λείψανά του ἀποτεφρώθηκαν ἀπὸ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1822. Ἀνακηρύχτηκε ἅγιος καὶ τιμᾶται στὶς 24 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοίμησής του.
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σημάδεψε θετικὰ μὲ τὴν προσωπικότητά του καὶ τὸ ἔργο του τὴν ταραγμένη ἐποχή του. Ὑπῆρξε μιὰ σπάνια ἐκκλησιαστικὴ καὶ πνευματικὴ μορφή, μὲ ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο καὶ ἑλληνοπρεπὲς χαρακτῆρα, φωτεινὸ ὁρόσημο καὶ παράδειγμά μας σήμερα!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου