Κυριακή της Πεντηκοστής
Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλω ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ' ἁλιεῦσι.
«Τη
αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν
εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα
τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ' αλιεύσι. Ταις των
αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»
Μετά
την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι
μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν
ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα,
γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο,
δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την
επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα
Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν
με τους ένδεκα Αποστόλους.
Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα
το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν
και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει
και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν
Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.
Τώρα
γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να
οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που
βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας
Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα
Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει
έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Με την Πεντηκοστή
δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της
χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα
γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως
αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος πλ. δ'.
Εὐλογητὸς
εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας
αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας·
φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὅτε
καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς
τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως
δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Γῆς μητρὸς ἐκστάς, Μητρόφανες παμμάκαρ,
Ἐκεῖ μετῆρας, οὗ Πατὴρ πάντων μέγας.
Μητροφάνης δὲ τετάρτῃ ἔδυ χθόνα βωτιάνειραν.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Πρόβου Δομετίου (276 – 282 μ.Χ.) καὶ ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Προσῆλθε στὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἐπατριάρχευσε κατὰ τὰ ἔτη 306 – 314 μ.Χ. Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέστησε τὴν Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας του, ἡ Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καθησύχασε ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἔτυχε πάσης προστασίας.
Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἐθεμελιώθησαν, ἐπίσης, πολλὲς μεγάλες οἰκοδομὲς τῆς πρωτεύουσας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ περίφημοι ναοὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Κατὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια, τὸ 325 μ.Χ., δὲν ἐμπόρεσε νὰ παραστεῖ αὐτοπροσώπως, λόγῳ γήρατος, ἀπέστειλε ὅμως σὲ αὐτὴ τὸν πρωτοπρεσβύτερο καὶ μετέπειτα διάδοχό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο († 30 Αὐγούστου), ἄνδρα ἀναγνωρισμένο γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν ἔνθερμο Χριστιανικὸ ζῆλό του.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἔζησε ἑκατὸν δεκαεπτὰ ἔτη καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 325 μ.Χ., ἐκηδεύθηκε δὲ ὑπὸ τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας Ἐπισκόπου Νισίβιδος τῆς Μεσοποταμίας Ἰακώβου. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, τιμῶν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, ἀνήγειρε πρὸς τιμήν του ναό, στὸν ὁποῖο μετακόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ σεβάσμιο ναὸ αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἀνερχομένης τῆς Λιτῆς στὸ Φόρο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Πατριαρχῶν ἀνεδείχθης γέρας καὶ θεία κρηπίς, ὡς Χριστοῦ μυσταγωγός, Πάτερ Μητροφάνες, ἀπὸ δὲ θρόνου ὑψηλοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ δαδουχεῖς, τὸ φέγγος τῆς εὐσεβείας. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν πίστιν Χριστοῦ, τρανῶς σὺ ἐδογμάτισας, καὶ ταύτην τηρῶν, εἰς πλῆθος ὄντως ηὔξησας, τὸ πιστόν σου ποιμνίον· σὺν Ἀγγέλοις ὅθεν Μητροφάνες, συναγάλλῃ νῦν, καὶ Χριστῷ πρεσβεύεις, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Ὁσίων, κανὼν θεῖος ἐν ἀρετῇ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὡράϊσμα καὶ κλέος, βάθρον Πατριαρχείας, Πάτερ Μητροφάνες.
Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία ἀδελφὲς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου
Ἐκ Βηθανίας τὰς ἀδελφὰς Λαζάρου,
Σῴζειν δύνασθαι καὶ νεκρὰς πιστευτέον.
Τετάρτῃ Μάρθα ἠδὲ Μαρίη ἔβησαν πόλῳ λαμπρῷ.
Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία, μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους Λαζάρου, ἀποτελοῦσαν τὴν πλέον ἀγαπητὴ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. Στὴν οἰκία τους φιλοξενούμενος ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ διδακτικώτατο: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δὲ ἔστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς», ὅταν ἡ Μάρθα, ὡς μεγαλύτερη, ἠσχολεῖτο μὲ τὴν περιποίηση Αὐτοῦ, ἐνῷ ἡ ἀδελφή της Μαρία ἦταν ἀφοσιωμένη στὴ διδασκαλία Του καὶ δὲν τὴν ἐβοηθοῦσε στὶς ἐργασίες. Γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους πρὸς Αὐτόν, ὁ Κύριος τὶς ἀντάμειψε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ προσφιλοῦς τους ἀδελφοῦ Λαζάρου. Ἡ Μαρία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἄλειψε τοὺς πόδες τοῦ Ἰησοῦ μὲ πολύτιμο μύρο καὶ τοὺς ἐσπόγγισε διὰ τῆς παρθενικῆς της κόμης. Ἀπετέλεσαν εὐσεβὴ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ Μαρία πάνσεμνε· καὶ τὴν Ἀνάστασιν αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῇ· χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ’ ὧν ἡμῖν αἰτεῖσθαι, τὸ θεῖον ἔλεος.
Ἡ Ὁσία Σοφία ἐξ Αἴνου
Oυκ εμποδών σοι κόσμος ώφθη Σοφία,
Προς την τελειότητα αρετής φθάσαι.
Ἡ Ὁσία Σοφία καταγόταν ἀπὸ τὸν Αἶνο, ἀπὸ γονεῖς εὔπορους, εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανούς, καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησε. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία εἶχε διδαχθεῖ ἀπὸ τοὺς εὐσεβέστατους γονεῖς της τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ εἶχε ποτισθεῖ μὲ τὰ νάματα αὐτῆς. Νυμφευθεῖσα ἀπέκτησε ἕξι τέκνα, ἐξακολούθησε δὲ καὶ παρὰ ταῦτα νὰ διάγει θεοσεβῶς καὶ νὰ μορφώνει τὰ τέκνα της σύμφωνα πρὸς τὶς εὐαγγελικὲς ἐπιταγές. Ὅταν ἀλλεπάλληλες ἀσθένειες τῆς ἀφήρπασαν σύζυγο καὶ τέκνα, ἀφιερώθηκε ἀκόμη περισσότερο στὸν Θεό, διαμοιράζουσα τὰ ὑπάρχοντά της σὲ ἐλεημοσύνες, ἀρκούμενη στὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γι’ αὐτήν. Γιὰ νὰ δύναται δὲ νὰ προσφέρει περισσότερα, ἐργαζόταν, ὑποβαλλόμενη ἔτσι σὲ πρόσθετους κόπους καὶ στερήσεις. Τὶν νύκτες της διερχόταν κατὰ τὸ πλεῖστον προσευχόμενη καὶ μελετῶσα τὰ ἱερὰ γράμματα. Περὶ τὰ τέλη τοῦ βίου της ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἔτσι ἀφιερώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὁσία Σοφία ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας
Kαν σάκκος έξη, καν βυθού κρύψη τόπος,
Tον Iωάννην Oυρανού λάβη τόπος.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης ἦταν μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Μοναγρίου τῆς Κύπρου. Ἐμαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ σάκο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα.
Ὁ Ὅσιος Ἁλώνιος
Ψυχών γεωργόν Aλώνιος ηδύνει,
Ψυχής άλωνι θεις καλών θημωνίαν.
Γιὰ τὸν Ὅσιο Ἁλώνιο δὲν γνωρίζουμε τίποτε σχετικό. Ἀπὸ μερικὰ ὅμως περισωθέντα Ἀποφθέγματά του, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Εὐεργετινό, φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς διαπρεπεῖς ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ὅσιος Ἁλώνιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ανάμνηση των εγκαινίων του Ιερού Ναού του Αγίου Αναστασίου του Νεομάρτυρα στο Ναύπλιο
Η μνήμη του Αγίου Αναστασίου του Νεομάρτυρα πανηγυριζόταν στον εν Ναυπλίω ενοριακό Ναό «Γενέσιον της Θεοτόκου», όπου υπάρχει ελαιόδενδρο που κατά την παράδοση συνδέεται με την άθληση του Νεοάρτυρος.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1990 μ.Χ. θεμελιώθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος κύριον Ιάκωβο και με τη συνδρομή των Τοπικών Αρχών και του ευσεβούς λαού σύντομα ανηγέρθη περικαλλής Ναός στην παραλιακή οδό Ναυπλίου Νέας Κίου. Στις 4 Ιουνίου του 1995 μ.Χ. – συνέπεσε εκείνη τη χρονιά η Κυριακή των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου – ο Μητροπολίτης Αργολίδος κύριος Ιάκωβος συμπαραστατούμενος υπό του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης καθώς και του Μητροπολίτου Άρτης ετέλεσε τα εγκαίνια του Ναού.
Έκτοτε καθιερώθηκε να εορτάζεται κατ’ έτος πανηγυρικά εκτός από τη μνήμη του Μάρτυρα και η επέτειος των εγκαινίων του Ναού του Αγίου Αναστασίου.
Την Ακολουθία της επετείου των εγκαινίων του Ναού του Αγίου Αναστασίου εποίησε ο Επίσκοπος Επιδαύρου Καλλίνικος Κορομπόκης.
Οἱ Ἅγιοι Ἀρέτιος καὶ Δακιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀρέτιος καὶ Δακιανὸς ἐμαρτύρησαν στὴ Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Κλατέος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βρεσκίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κλάτεος, ὑπῆρξε πρῶτος ἢ δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας, στὴν Ἰταλία, καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 64 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος οἱ Μάρτυρες τῆς Ρουμανίας
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος ὑπέστησαν, σύμφωνα μὲ κάποιους ἐρευνητές, τὸ μαρτύριο στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἄλλοι λέγουν ὅτι ἄθλησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 319 – 324 μ.Χ., ὄταν βασιλέας ἦταν ὁ Λικίνιος. Δυνάμεθα, ἐπίσης, νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὰ βόρεια τοῦ Δουνάβεως, ὅπου τότε κατοικοῦσαν οἱ Γότθοι, πρὸς τοὺς ὁποίους διέδωσε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἅγιος Σάββας τοῦ Μπουζάου. Ἡ καταδίωξη ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλέας Ἀθανάριχος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὰ ἔτη 370 – 372 μ.Χ., ἴσως νὰ προκάλεσε καὶ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἀνεκαλύφθησαν στὴν κρύπτη μιᾶς βασιλικῆς στὴν περιοχὴ Νικολιτσὲλ τῆς ἐπαρχίας Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας, τὸ 1971. Σήμερα τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν εὑρίσκονται στὴ μονὴ Κοκὸς τῆς Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας.
Ἡ Ὁσία Βρεάκη ἐξ Ἰρλανδίας
Ἡ Ὁσία Βρεάκη καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Περὶ τὸ 460 μ.Χ. ἀκολούθησε στὴν ἱεραποστολὴ τὸν Ἅγιο Πατρίκιο, ἀλλὰ ἐργάσθηκε, ἐπίσης, σὲ περιοχὲς τοῦ ποταμοῦ Χάιλ τῆς Κορνουάλης. Ὁ Θεὸς τῆς ἐδώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Νιννοκία ἐκ Βρετανίας
Ἡ Ὁσία Νιννοκία ἔζησε στὴ Βρετανία τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση θεωρεῖται θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Μπρενθακίου τοῦ Μπρέκνοκ. Ἀκολούθησε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ τῆς Ὡξέρρης, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἔγινε ἡγουμένη σὲ μονὴ τῆς Ἀρμορίκης τῆς Βρετάνης. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 467 μ.Χ., καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἐδώρισε, μετὰ τὴν κοίμησή της, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοὶ πιστοὶ προσέτρεχαν στὴ μονὴ Κουΐμπερ τῆς Βρετάνης, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν.
Ὁ Ἅγιος Ἔντφριθος ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Ἔντφριθος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λιντισφέϊρν, τὸ 698 μ.Χ., καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 721 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος, προστάτης τῆς Κορνουάλης, ἐγεννήθηκε τὸ 468 μ.Χ. στὴ νότια Οὐαλία καὶ ἦταν νεώτερος υἱὸς ἢ, κατ’ ἄλλους, ἀνεψιὸς τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου Κέρνιβ († 3 Μαΐου), βασιλέως τοῦ Γκλιούϊσινγκ τῆς Οὐαλίας. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰρλανδία καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴ Μεγάλη Βρετανία, ὅπου ἵδρυσε ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο στὴ πόλη Χάϊλεσμουθ καὶ ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Λανβέτινοκ, ποὺ ἔλαβε ἀργότερα τὸ ὄνομα Πέτροκστον καὶ σήμερα εἶναι γνωστὴ ὡς πόλη τοῦ Πάντστοου, ὅπου ἀσκήτεψε ἐπὶ τριάντα χρόνια. Ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε γιὰ προσκύνημα τὴ Ρώμη καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τελικὰ ἔφθασε μέχρι τὴν Ἰνδία, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης σὲ νησὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κορνουάλη, ἵδρυσε ἕνα ἄλλο μοναστήρι στὸ Πέτερικ καὶ ἕνα ἐρημητήριο στὸ Μπόντμιν, ὅπου ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Γορανὸ († 7 Ἀπριλίου).
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸμ 564 μ.Χ., καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Πάντστοου καὶ μετακομίσθηκε στὸ νεὸ τοῦ Μπόντμιν.
Οἱ Ὅσιοι Κρουϊδανός, Δαγανὸς καὶ Μεδανὸς ἐξ Ἰρλανδίας
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Κρουϊδανός, Δαγανὸς καὶ Μεδανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Πετροκίου καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἔζησε κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πεσνόσα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη Ντμιτρὸβ τῆς ἐπαρχίας τῆς Μόσχας. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1392.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Κροατίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γεώργιος (Μπότζικ) ἦταν ἱερέας στὴν πόλη Νασίκε τῆς Κροατίας. Ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐμαρτύρησε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ἀπὸ φανατικοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος (Μπογκογιαβλένσϊυ) ἐγεννήθηκε τὴν 1η Φεβρουαρίου 1867 στὸ Ταμπώφ. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τὸ 1888 ἐτελείωσε τὴ σχολὴ τοῦ Ταμπὼφ καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, τὶ ἴδιο ἔτος, ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Δύο ἔτη ἀργότερα, στὶς 11 Μαρτίου 1890, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας, γιὰ νὰ καλύψει τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ Ὀβσυάνκι τῆς ἐπαρχίας Ταμπώφ.
Ὅμως τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ νεαρὸ ἱερέα ἦταν ἄλλο. Μετὰ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ἡ πρεσβυτέρα του ἐκοιμήθηκε. Ἔτσι ὁ πρεσβύτερος Βασίλειος ἐγκαταβιώνει στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καὶ στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1908 κείρεται μοναχός. Στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους διορίζεται διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, στὶς 26 Ἰουλίου, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Σοὺμσκ τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καί, τὸ 1911, μετατίθεται στὸ Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ τῆς ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ. Ἐδῶ ἐργάζεται ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διακρίνεται γιὰ τὰ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1916, σὲ ἀναγνώριση τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του, ἀνυψώνεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ Νεζχίν. Παραιτεῖται, ὅμως, τὸ 1917, καὶ ἀποσύρεται στὴ μονὴ Ζαϊκονοσπασσκϊυ τῆς Μόσχας.
Ὅταν, τὸ 1918, δολοφονεῖται ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καλεῖται νὰ ἐρευνήσει ἀπὸ τὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τῆς Μόσχας τὰ γεγονότα τῆς δολοφονίας. Ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς ἐξόργισε τοὺς ἔνοχους, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλυφθοῦν.
Ἔτσι, τὸ 1919, μεταξὺ τῶν πόλεων Περμίας καὶ Βιάτκα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ματθαῖος, διευθυντὴς τῆς σχολῆς τῆς Περμίας, καὶ ἕνας λαϊκὸς ἐδολοφονήθησαν ἀπὸ Μπολσεβίκους καὶ τὰ σώματά τους ἐρρίφθησαν στὸ νερὸ τῆς γέφυρας Κάμα. Οἱ Χριστιανοὶ ἐπῆραν τὰ τίμια λείψανά τους καὶ κρυφὰ τὰ ἐνταφίασαν. Σύντομα ὁ τόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους ἔγινε προσκύνημα καὶ τόπος ἁγιασμοῦ καὶ θαυμάτων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό οἱ ἐπαναστάτες κατέστρεψαν τὸ μνημεῖο τοῦ ἐνταφιασμοῦ καὶ ἔκαψαν τὰ ἱερὰ λείψανα.
Οἱ Ὅσιοι Ἐλεάζαρος, Ναζάριος καὶ Εὐμένιος οἱ Θαυματουργοί
Οἱ Ὅσιοι Ἐλεάζαρος, Ναζάριος καὶ Εὐμένιος ἔζησαν στὴ Ρωσία τὸ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στὴν περιοχὴ Μουρμάνσκ (Μούρωμ) κοντὰ στὸ Ὄλενετς. Ἀξιώθηκαν τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐκοιμήθησαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη τους τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Νόβγκοροντ, κατὰ τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, κατὰ κόσμον Βλαδίμηρος Νικόλσκϊυ, ἐγεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1870 στὸ χωριὸ Ποβοντνέβο τῆς Ἐπισκοπῆς Γιαροσλάβλ τῆς Ρωσίας καὶ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος. Ἐσπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Γιαροσλάβλ καὶ τὸ 1891 συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τὴν 1η Αὐγούστου 1893, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὶ 6 Αὐγούστου ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ 1895 ἐτελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία καὶ στὶς 22 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ὁ νέος ἱερέας Ἀνδρόνικος ἐξεκίνησε τὴ διακονία του ἀπὸ τὸν Καύκασο, ὅπου διορίσθηκε βοηθητικὸς ἐπιθεωρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Κουτάϊσι. Τὸ 1897 ἀπεστάλη στὸ Ρώσικο Ὀρθόδοξο ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο τῆς Ἰαπωνίας. Ἀναχώρησε γιὰ τὴ νέα του θέση περίλυπος ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη, στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1897. Ἔφθασε στὴν Ὀδησσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Σέργιο (Στραγκορόντσκϊυ) γιὰ τὴν Ἰαπωνία, ὅπου ἔφθασε στὶς 26 Δεκεμβρίου. Ἔγραφε γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ τὰ ἀκόλουθα: «Ὁ διορισμός μου αὐτὸς μὲ κατέστησε τόσο περίλυπο ποὺ ἔκλαψα. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ζήσω, ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς κελεύει».
Μετὰ δύο ἔτη ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία, στὴν πόλη Ἄρντον, καὶ ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ φίλου του, τὴ διεύθυνση ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1906, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Κιότο καὶ ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Ἰαπωνίας.
Τὸ 1907, ἐκλέγεται ἀναπληρωτὴς τοῦ Ἐπισκόπου Εὐλογίου τοῦ Χόλμ καί, τὸ 1908, ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Ἐπίσκοπος μίας περιφέρειας τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ κήρυγμά του εἶναι δυναμικὸ καὶ ἀνδρεῖο.
Στὶς 30 Ἰουλίου 1914, ἡ Ἐκκλησία τὸν τοποθετεῖ ὡς Ἐπίσκοπο Περμίας καὶ Σολικάμσκ. Ὁ Α’ Παγκόσμιος πόλεμος ἀρχίζει. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος διαβλέπει τὴ βαριὰ δοκιμασία καὶ τὸ φοβερὸ τοῦ πολέμου, ποὺ χαρακτηρίζει πλήρη βαρβαρότητα, ἠθικὴ πτώχευση καὶ πνευματικὴ διαστροφή.
Ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο ξεσπᾶ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Τὸ τσάρικο καθεστὼς πέφτει μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Ἔτσι, ὅταν, τὸ 1918, ἐδημοσιεύθηκε στὴν Περμία τὸ διάταγμα γιὰ τὴν «ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως» καὶ τὸ χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀντιστέκεται καὶ θεωρεῖ τοὺς ἐπαναστάτες ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Τύχων τὸν ἀνυψώνει στὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος γράφει πρὸς αὐτόν: «Εἶμαι, πρὸς τὸ παρόν, ἐλεύθερος, ἀλλὰ γνωρίζω, ὅτι σύντομα θὰ μὲ συλλάβουν».
Πράγματι! Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες, στὶς 4 Ἰουνίου 1918, στὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὁ ἐπαναστάτης Μυασνίκωφ ἔγραψε στὰ ἀπομνημονεύματά του: «Ἐπήγαμε γιὰ πέντε βέρστια κατὰ μῆκος τῆς Σιβηρικῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Ὁδηγηθήκαμε σὲ ἕνα δάσος καὶ ἐκεῖ ἐσταματήσαμε τὰ ἄλογα. Ἔδωσα στὸν Ἀνδρόνικο ἕνα φτυάρι καὶ τὸν διέταξα νὰ σκάψει ἕνα τάφο. Ὅταν τελείωσε, προσευχήθηκε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ μετὰ εἶπε ὅτι περιμένει. Εἶπα ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐπυροβολοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὸν ἔθαβα ζωντανό, ἂν ἀκύρωνε ὅλα ὅσα εἶχε γράψει καὶ πεῖ ἐναντίον μας. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τὸν ἐσκεπάσαμε μὲ λίγο χῶμα καὶ τὸν πυροβολίσαμε».
Άγιοι Βασίλειος, Παύλος, Σέργιος, Νικόλαος, Λέοντας, Πέτρος, οι
πρεσβύτεροι, Ιγνάντιος ο μοναχός, Ιωάννα οι μάρτυρες και οι συν αυτοίς
μαρτυρήσαντες εν Πολωνία
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Πολωνία συστάθηκαν από
υποχθόνια στοιχεία, που ήταν υπό την επήρεια της Ρωμαιοκαθολικής
᾿Εκκλησίας, ψευδοστρατιωτικές ομάδες με σκοπό την εκκαθάριση του
Ορθόδοξου ποιμνίου της Πολωνίας. Οι εκκαθαρίσεις αυτές, εθνικού και
θρησκευτικού χαρακτήρα γίνονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας σε όλα τα
χωριά της Ανατολικής Πολωνίας. Χιλιάδες άνθρωποι κατακρεουργήθηκαν, είτε
γιατί ήταν πολίτες Ουκρανοί (περίπου 12.000), είτε γιατί ήταν Ορθόδοξοι
(περίπου 1.200 Μάρτυρες). Στις 8 Ιουνίου 2003 μ.Χ., η Ορθόδοξη Εκκλησία
της Πολωνίας κατέταξε με Συνοδική Απόφαση αυτής στο Αγιολόγιο της
Ορθοδόξου Εκκλησίας επτά κληρικούς, τον Πρωτοπρεσβύτερο Βασίλειο
Martysz, τον ιερέα Παύλο Szwajko, τον ιερέα Σέργιο Zacharczuk, τον ιερέα
Νικόλαο Holz, τον ιερέα Λέοντα Κorobczna, τον ιερέα Πέτρο Οhryzko, το
μοναχό Ιγνάτιο της Jableczna, την Πρεσβυτέρα Ιωάννα Szwajko και όλους
εκείνους που μαρτύρησαν για την ορθόδοξη πίστη μαζί με αυτούς που τους
γνωρίζει ο Θεός.
Ἀναμνήσῃ τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Νεομάρτυρα στο Ναύπλιο
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Νεομάρτυρα πανηγυριζόταν
στον ἐν Ναυπλίω ἐνοριακὸ Ναὸ «Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», ὅπου ὑπάρχει ἐλαιόδενδρό
που κατὰ τὴν παράδοση συνδέεται μὲ τὴν ἄθληση τοῦ Νεομάρτυρος.
Τὴν 1η Φεβρουαρίου τοῦ 1990 μ.Χ. θεμελιώθηκε ἀπὸ τὸν
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτῃ Ἀργολίδος κύριον Ἰάκωβο καὶ μὲ τῇ συνδρομῇ τῶν Τοπικῶν
Ἀρχῶν καὶ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ σύντομα ἀνηγέρθη περικαλλὴς Ναὸς στην παραλιακὴ ὀδὸ
Ναυπλίου Νέας Κίου.
Στις 4 Ἰουνίου τοῦ 1995 μ.Χ. – συνέπεσε ἐκείνη τῇ χρονίᾳ ἡ
Κυριακὴ τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, τῆς ἐν Νικαία Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου –
ὁ Μητροπολίτης Ἀργολίδος κύριος Ἰάκωβος συμπαραστατούμενος ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου
Μονεμβασίας καὶ Σπαρτῆς καθὼς καὶ τοῦ Μητροπολίτου Ἄρτης ἐτέλεσε τὰ ἐγκαίνια
τοῦ Ναοῦ.
Ἔκτοτε
καθιερώθηκε να ἐορτάζεται κατ’ ἔτος πανηγυρικὰ ἐκτὸς ἀπὸ τή μνήμη τοῦ Μάρτυρα
καὶ ἡ ἐπέτειος τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/04/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/4/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου