Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Θαυμαστές και ωφέλιμες διηγήσεις από την ζωή του Μεγάλου Βασιλείου (Μέρος 4ον)


Θ. Η ευχή του Αγίου
Κάποτε, ο Διοικητής της Καισαρείας είχε αδικήσει χρηματικά μια χήρα. Και εκείνη προσέτρεξε στον Άγιο Αρχιεπίσκοπο, παρακαλώντας τον να γράψει επιστολή στον άρχοντα για να της αποδώσει το δίκιο της. Πράγματι ο Μητροπολίτης έγραψε στο Διοικητή και εκείνος απάντησε:

“Δια την αγάπη σου Πάτερ, θέλησα να τη συμπαθήσω, αλλά Δε μπόρεσα, διότι χρωστά πραγματικά χρήματα”. Και ο Μακαριώτατος Βασίλειος ανταπάντησε προφητικά:

“Εάν μεν όπως λέγεις, θέλησες να τη συμπαθήσεις και δε μπόρεσες έχει καλώς. Εάν όμως μπορούσες και δε θέλησες, να φέρει και σένα ο Θεός στην τάξη των δεομένων, ώστε όταν έχεις ανάγκη να σε συμπαθήσουν, να μη μπορέσεις”.

Δεν πέρασαν από τότε πολλές ημέρες και τόσο οργίστηκε ο βασιλιάς με εκείνο τον άρχοντα-διοικητή, που έστειλε και τον συνέλαβαν και τον γυρνούσαν σιδηροδέσμιο από πόλη σε πόλη για να πληρώνει τις αδικίες που είχε κάνει. 

Τότε θυμήθηκε ο άρχοντας την πρόρρηση του Αγίου και τον παρακάλεσε να κάνει δέηση προς τον Θεό, για να τον λυπηθεί ο βασιλιάς. 

Και ο Άγιος τότε Βασίλειος, γεμάτος καλοσύνη, με μία μονάχα ευχή του προς το Θεό, ημέρωσε την καρδιά του βασιλιά και σε έξι μονάχα ημέρες από τότε, ήρθαν βασιλικά γράμματα που πρόσταζαν να ελευθερωθεί ο άρχοντας από την καταδίκη του!!!

Ι. Ο Δεσπότης και ο Ιερέας
Κάποτε ο Άγιος, θέλησε να παει σε μια πόλη την οποία υπηρετούσε κάποιος Ιερέας Αναστάσιος, ενάρετος και δίκαιος. 

Ο Ιερέας αυτός εκτός από την εγκράτεια και τη νηστεία που μεταχειριζόταν, είχε και σύζυγο, τη Θεογνωσία, την οποία καθόλου δε γνώρισε σαν γυναίκα επί σαράντα ολόκληρα χρόνια και την είχε ως αδελφή του! Οι άνθρωποι της πόλεως, χωρίς να ξέρουν, έλεγαν ότι είναι στείρα και δε γεννά παιδιά…

Αλλά και άλλη κρυφή αρετή είχε εκείνος ο Ιερέας, διότι φιλοξενούσε στο σπίτι του άνθρωπο ασθενούντα από λώβη (λέπρα!), τον οποίο περιποιούνταν και φρόντιζε αυτός και η πρεσβυτέρα του, χωρίς να το γνωρίζει κανένας!..

Όταν λοιπόν ξεκίνησε ο Άγιος Βασίλειος να πάει εκεί, ο Ιερέας Αναστάσιος το πληροφορήθηκε δια Πνεύματος Αγίου και είπε στην πρεσβυτέρα του:

“Αδελφή μου, εγώ θα πάω στον αγρό μας επειδή είναι ανάγκη. Σήμερα δε έρχεται ο Δεσπότης μας και την τάδε ώρα να εξέλθεις με θυμίαμα και λαμπάδες για να τον προϋπαντήσεις”!

Όταν λοιπόν βγήκε η Θεογνωσία, την ώρα που της είπε ο Αναστάσιος, έφτανε πράγματι και ο Αϊ Βασίλης και της είπε:

“Πώς έχεις κυρία Θεογνωσία”;

Αυτή εξεπλάγη στο άκουσμα του ονόματός της και απάντησε:

“Καλώς, Δέσποτα Άγιε”.

-“Πού είναι ο κύριος Αναστάσιος, ο πρεσβύτερος αδελφός σου”;

“Σύζυγός μου είναι Δέσποτα και έχει μεταβεί εις τον αγρό για να εργασθεί” απάντησε εκείνη.

“Αυτός ήλθε και είναι εντός της οικίας, μη στείλεις λοιπόν ανθρώπους να τον καλέσουν” την πληροφόρησε τότε ο Άγιος!

Όταν άκουσε λοιπόν η Θεογνωσία τις προφητείες του Αγίου, έπεσε στα πόδια του με δάκρυα λέγοντας:

“Εύχου υπέρ εμού της αμαρτωλής Δέσποτα Άγιε, διότι βλέπω σε σένα μεγάλα και θαυμαστά”!

Ευχήθηκε τότε για αυτή ο Δέσποτας Βασίλειος και ξεκίνησε για το σπίτι, όπου έξω από την πόρτα τον προϋπάντησε πράγματι ο Ιερέας Αναστάσιος. Και όταν κάθισαν, ζήτησε από αυτόν ο Αρχιεπίσκοπος να διηγηθεί τις αρετές του, για την ωφέλεια των παρισταμένων Χριστιανών.

“Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι Δέσποτα Άγιε, αποκρίθηκε ο Αναστάσιος. Ποια αρετή ζητάς από μένα; Τούτο δε λέγω στην αρχιερωσύνη σου. Ότι έχω δύο άροτρα και το μεν ένα εργάζομαι εγώ, το δε άλλο ο δούλος μου. Από το προϊόν κρατούμε όσο αρκεί για να περάσουμε το χρόνο και το υπόλοιπο το δίνουμε στους πτωχούς. Έχω δε και τη σύζυγό μου και δούλη σου η οποία με υπηρετεί”.

“Μην τη λες σύζυγό σου, είπε τότε ο Άγιος, αλλά να τη λες αδελφή σου, καθώς πράγματι είναι και πες μου και τις άλλες αρετές σου”.

“Καμιά αρετή δεν έχω Δέσποτά μου, απάντησε ο Ιερέας και είμαι έρημος πάσης αγαθοεργίας”.

“Σήκω και έλα μαζί μου” του ζήτησε τότε ξαφνικά ο Αϊ Βασίλης και τον οδήγησε στο κελί, όπου ήταν ο ασθενής λεπρός και του λεει: “Άνοιξε αυτή την πόρτα”.

“Μη μπεις Άγιε του Θεού, διότι ο τόπος είναι μολυσμένος” είπε ο Ιερέας.

“Και εγώ τέτοιο τόπο χρειάζομαι” απάντησε ο Άγιος και επειδή ο Πρεσβύτερος δε θέλησε να ανοίξει την πόρτα για να μη γίνει φανερή η αρετή του, δια μόνης της προσευχής του την άνοιξε ο Άγιος και αφού μπήκε μέσα είπε στον Αναστάσιο:

“Γιατί αποκρύπτεις από εμένα αυτό το θησαυρό”;

“Είναι οργίλος και οξύθυμος Δέσποτά μου και φοβήθηκα να σας τον παρουσιάσω μήπως σας πει λόγο κάποιο βλάσφημο”.

“Καλά αγωνίσθηκες για αυτόν επί τόσους χρόνους, αλλά άφησε και εμένα αυτή τη νύχτα να τον υπηρετήσω” είπε ο Άγιος και κάθισε μαζί με τον λεπρό όλη τη νύχτα προσευχόμενος θερμά προς το Θεό. Και ω του θαύματος! Το πρωί έβγαλε αυτόν από το κελί τελείως θεραπευμένο, χωρίς να έχει ούτε το ελάχιστο σημάδι της λέπρας!!! 

Πηγή:https://fdathanasiou.wordpress.com/
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου