Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Από τον βίο του αγίου Ευθυμίου επισκόπου Μαδύτου


Κάποια νύχτα μερικοί ιερόσυλοι άνοιξαν τον τοίχο του ναού όπου ιερουργούσε ο όσιος αυτός Ευθύμιος και έκλεψαν τα ιερά κειμήλια που ήταν εκεί. Το πρωί, όταν διαπιστώθηκε το γεγονός, ξεσηκώθηκε όλη η κωμόπολη να βρει τους δράστες. 

Πράγματι, καθώς το νέο διαδόθηκε παντού, πιάστηκαν οι κακούργοι και βρέθηκαν στα χέρια των κατοίκων, οι οποίοι με αμείλικτη οργή ήθελαν να επιβάλουν στους άθλιους πρωτοφανείς τιμωρίες.


Όταν ο μέγας Ευθύμιος άκουσε ότι σκέφτονται τέτοια, πήγε, στάθηκε στη μέση και είπε: «Παιδιά μου, δεν είναι σωστό να τιμωρηθούν αυτοί οι βέβηλοι από άλλον, εφόσον υπάρχω εγώ που έχω περισσότερο δίκιο από όλους να είμαι αγανακτισμένος, αφού από εμένα έκλεψαν. Θα τους τιμωρήσω λοιπόν ανελέητα, κάνοντάς τους να αργοπεθάνουν με βασανιστήρια και ασιτία και δίψα».


Όλοι έκριναν ότι μίλησε δίκαια· αφού λοιπόν το πλήθος διαλύθηκε, αυτός πήρε τους ιερόσυλους στο σπίτι του, τους έκανε πλούσιο τραπέζι, τους έδωσε και εφόδια, τους έλυσε από τα δεσμά και τους είπε να πάνε όπου θέλουν.
 ✶✶✶


Κάποια άλλη φορά η νύχτα είχε πανσέληνο και έτσι το σκοτάδι επάνω στη γη δεν ήταν πυκνό. Ο άγιος Ευθύμιος είχε μόλις τελειώσει τη μεσονύκτια υμνολογία του Θεού και περνούσε από τις διάφορες εκκλησίες, όπως συνήθιζε.


Είδε τότε δύο ανθρώπους στο ύπαιθρο να κλέβουν σιτάρι από την υπόγεια αποθήκη: ο ένας από κάτω έπαιρνε με το φτυάρι και έβαζε το σιτάρι σε σακιά, ενώ ο άλλος από επάνω τα έπαιρνε και τα πήγαινε σε κάποια γωνιά, όπου δεν φαίνονταν.


Μόλις λοιπόν ο άφθαστος εκείνος σιτομεταφορέας αντιλήφθηκε τον όσιο που περνούσε, το έβαλε στα πόδια αφήνοντας τον φίλο του στον λάκκο.


Ο άγιος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε πολύ κακό το να εμποδίσει τους φτωχούς να πάρουν σιτάρι, και μάλιστα εκείνη την εποχή που το ψωμί ήταν σπάνιο σαν το χρυσάφι, αποφάσισε να πάει κοντά στον άνθρωπο που έμεινε και να κάνει τη δουλειά αυτού που έφυγε. Έτσι εκείνος του ανέβαζε το σιτάρι, χωρίς να ξέρει τι είχε γίνει, και αυτός το έπαιρνε και το μετέφερε.


Όταν πια ο άνθρωπος είχε βγάλει πολύ και πήγε να ανεβεί, ο άγιος του ψιθύρισε στο αυτί: «Τι, θα αφήσουμε εκείνα τα τυριά και θα φύγουμε;» – δείχνοντας κάπου με το δάχτυλο. Ο άλλος, από τον πολύ του φόβο, ούτε τότε κατάλαβε και τον ρώτησε: «Και από πού το ξέρεις εσύ;» «Πριν από λίγο άκουσα να το λέει ο επίσκοπος», του αποκρίθηκε.


Αμέσως λοιπόν έψαξε καλά τον τόπο, βρήκε τα τυριά, πήρε όσα ήθελε και τα έδωσε στα χέρια του αγίου. Έπειτα έπιασε το χέρι που του έδωσε εκείνος και ανέβηκε.


Όταν διαπίστωσε ποιος ήταν, πλημμύρισε από ντροπή και φόβο και έπεσε στα πόδια του, παγωμένος από τον τρόμο.


Ο άγιος τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από το έδαφος, τον αγκάλιασε και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, σαν να έκανες κάτι παράξενο. Δικά σου είναι τούτα και του Θεού· και αν πήρες κάτι, να ξέρεις ότι πήρες όχι από τα ξένα αλλά από τα δικά σου. Και αν πάλι θελήσεις, έλα να πάρεις ό,τι χρειάζεσαι».


Με τα λόγια αυτά ο άνθρωπος έφυγε παρηγορημένος, θαυμάζοντας πολύ τον άγιο για την ανεξικακία και τη συμπόνια του, και διηγούνταν σε όλους την πράξη του.


Ο άγιος ωστόσο, λόγω της πολλής του αρετής, δεν τα είχε αυτά για τίποτε, επειδή πίστευε πως ο αληθινός χριστιανός πρέπει να θεωρεί ότι όσα υπάρχουν είναι κοινά για όλους και να μην έχει τίποτε δικό του. Αυτά τα έργα έκανε μέσα του η αγάπη, τα οποία φύλαγε η ευλογημένη ταπείνωση, αποταμιεύοντάς τα στα βαλάντια που δεν παλιώνουν (Λουκ. 12:33).

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΗ´ (38), σελ. 326. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2003.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου