Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

Περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου - Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου (♱)

 

Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι συνυφασμένο, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἀνεξάρτητο, ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ πρόβλημα περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα τῶν εἰδωλολατρῶν ἐναντίον τῆς ὑπάρξεως τοῦ Χριστιανικοῦ Θεοῦ ἦταν τὰ ἴδια μὲ τὰ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματά τους ἐναντίον τοῦ δόγματος περὶ δημιουργίας.

Ἔλεγαν δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες: Οἱ Χριστιανοὶ λένε ὅτι ὑπάρχει Θεὸς δημιουργὸς καὶ ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸς εἶναι τέλειος. Ἀλλά, ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν τέλειος, τότε τί ἀνάγκη εἶχε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήση τὸν κόσμο; Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀποδεικνύει φιλοσοφικὰ ὅτι ὁ Θεὸς χωρὶς τὸν κόσμο εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὸν κόσμο. Διότι, ἂν ὁ Θεὸς ἦταν τέλειος καὶ τελείως εὐδαίμων μὲ τὸν ἑαυτό Του, εἶχε δηλαδὴ αὐτοαγάπη - ἂν χρησιμοποιήσωμε βέβαια χριστιανικὰ κατηγορήματα περὶ ἀγάπης - δὲν θὰ εἶχε ἀνάγκη νὰ δημιουργήση τὸν κόσμο. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν εἶναι τέλειος, γι᾿ αὐτὸ φαίνεται ὅτι δημιούργησε τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ χρῆσις τῶν φιλοσοφικῶν ἐπιχειρημάτων ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστεως βασίσθηκε στὴν φιλοσοφικὴ διάκρισι μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό.

Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστικὴ διάκρισις δὲν εἶναι φιλοσοφική, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι δηλαδὴ ἐμπειρική. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἀποδεικνύει τὴν διάκρισι μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό. Διότι βασίζεται στὴν ἐμπειρία τῶν θεουμένων. Παρόμοια ἀποδεικνύει καὶ τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἴσως τὸ μοναδικὸ ἐπιχείρημα, γιὰ νὰ καταδείξουν τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα γεγονὸς καὶ ὄχι μία διαλεκτικὴ λογικὴ ἀπόδειξι. Ποιό γεγονός; Το ὅτι ὑπάρχει μία ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ λέγονται Προφῆται, Ἀπόστολοι καὶ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὸν Θεόν. Γιὰ ἕναν φιλόσοφο ἢ ἐπιστήμονα, εἴτε εἶναι ἄθεος εἴτε ὄχι, ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτός, τὸ ὅτι δηλαδὴ οἱ Προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι εἶδαν τὸν Θεό, θέλει κάποια ἀντιμετώπισι. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν προσπεράση ἀδιάφορος.

Δηλαδὴ ἢ θὰ τὸ πιστέψη καὶ θὰ δεχθῆ ὅτι εἶδαν τὸν Θεὸ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ἢ θὰ συζητήση τὸ θέμα, ἂν δηλαδὴ ἡ κατάστασις φωτισμοῦ καὶ θεώσεως εἶναι μία πραγματικότητα ἢ ὄχι. Ἀλλά, γιὰ νὰ γίνη αὐτό, χρειάζονται ὡρισμένες προϋποθέσεις, νὰ ὑπάρχουν δηλαδὴ καὶ ὡρισμένα κοινὰ κριτήρια. Μία ὅμως σωστὴ ἐπιστημονικὴ συζήτησις δὲν μπορεῖ νὰ γίνη μὲ ἀνθρώπους συνθηματολόγους, διότι ὁ συνθηματολόγος θὰ πῆ ναὶ ἢ ὄχι ἐκ τῶν προτέρων· πρὶν ἀρχίση δηλαδὴ ἡ συζήτησις, θὰ προδικάση τὸ ἀποτέλεσμα.

Ἕνας πιστὸς Ὀρθόδοξος π.χ., ποὺ μεγάλωσε μέσα στὸ Ἱερὸ ἑνὸς ναοῦ καὶ βαστοῦσε τὸ θυμιατὸ τοῦ παπᾶ, ὅταν ἦταν μικρὸς (ποὺ ἦταν δηλαδὴ παπαδάκι), ἕνας δηλαδὴ ποὺ μεγάλωσε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ πηγαίνη νὰ παίρνη τὴν Θεία Κοινωνία, ἐπειδὴ ἦταν γλυκὸ ἐκείνο τὸ κρασάκι καὶ ποὺ τοῦ ἄρεσε νὰ παίρνη τὸ ἀντίδωρο, τὴν Κυριακή, ἐπειδὴ ἦταν πεινασμένος καὶ περίμενε πότε νὰ τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία, καὶ μετὰ ἔγινε ψάλτης κλπ., ὅποιος μεγάλωσε μὲ τὴν ἀπόλυτη πεποίθησι περὶ τῆς ὀρθότητος τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος ποὺ πιστεύει καὶ περὶ τῆς δεδομένης ὀρθότητος τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας στὴν ὁποία μετέχει ἀπὸ μικρὸς καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὁποίας δὲν ἔχει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι δηλαδὴ ὅλα τὰ Ὀρθόδοξα, ὅπως τὰ πιστεύει καὶ τὰ νομίζει, εἶναι ὡραία καὶ σωστά, ὅποιος λοιπὸν δὲν ἀφίνει περιθώρια ἐξετάσεως καὶ ἐρεύνης περὶ τῆς ὀρθότητος καὶ ἀληθείας αὐτοῦ ποὺ πιστεύει καὶ δὲν ἔχει καμμία ἀμφιβολία γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ οὔτε εἶχε καὶ ποτὲ καὶ ὁ ὁποῖος ἴσως ἔφθασε καὶ μέχρι τὸ Πανεπιστήμιο χωρὶς ἀμφιβολίες γι᾿ αὐτὰ καὶ ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται μόνο νὰ μαθαίνη τὰ μαθήματά του γιὰ νὰ πάρη τὸ πτυχίο του καὶ νὰ καταλάβη μία θέσι στὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ βολευτῆ ἤ, ἂν γίνη καὶ παπᾶς, νὰ μπῆ στὴν πρώτη μισθολογικὴ κατηγορία, γιὰ νὰ βολευτῆ καὶ αὐτὸς σὲ μία ἐνορία καὶ νὰ ζήση καλὰ καὶ νὰ παντρέψη τὰ παιδιά του, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν ἔχει βέβαια τίς προϋποθέσεις γιὰ μία ἐπιστημονικὴ συζήτησι. Σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο ὅλα, ὅσα πιστεύει, εἶναι ὡραία, ὅταν ἔχη τὴ ὑποστήριξι τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων127.

Ὅμως δὲν εἶναι μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι εὐσεβεῖς ἢ ζηλωτὲς Χριστιανοὶ ποὺ ἔχουν ἀπόλυτη πεποίθησι γιὰ τὴν θρησκεία τους, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ μὴ Ὀρθόδοξοι, π.χ. Μουσουλμᾶνοι μὲ ἀντίστοιχο πνεῦμα, ὅπως οἱ Πέρσες τοῦ Χομεϊνὶ π.χ., οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι, ἂν φυλάξουν τὴν ὀρθὴ πίστη, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς χαρίση μία σχετικὴ ὑλικὴ εὐδαιμονία κλπ.

Ὅταν ὅμως κάποιος κινῆται ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδος, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ προστασία τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων, ἐκεῖ τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά. Κάθε Ἐκκλησία ζῆ στὸν δικό της χῶρο μὲ τίς ἰδικές της δυνάμεις καὶ δίνει μάχη βάσει ἰδεῶν καὶ πεποιθήσεων. Στὸ Ἐξωτερικὸ οἱ Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως, τῆς Σχολαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς Προτεσταντικῆς παραδόσεως, τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχουν βρῆ σκοῦρα τὰ πράγματα καὶ παρατηρεῖται μία μεγάλη στροφὴ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία.

Μόνο στὴν Γερμανία ὑπάρχουν διακόσιες χιλιάδες Γερμανοὶ ποὺ ἔχουν γίνει Ὀρθόδοξοι. Αὐτοὶ ὅμως συνήθως, πᾶνε στὴν Ρωσσικὴ Ἐκκλησία γιὰ νὰ βαπτισθοῦν, διότι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει κάνει συμφωνία μὲ τὴν τοπικὴ Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας, ποὺ ἀνήκει στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, νὰ μὴ δέχεται προσηλύτους καὶ νὰ μὴ τοὺς κάνη κληρικούς. Δὲν ξέρω ὅμως ἂν αὐτὸ στέκη ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου. Διότι κατὰ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε ἐπίσκοπος εἶναι ὑπεύθυνος στὴν δικαιοδοσία του, γιὰ νὰ ὁδηγήση τοὺς αἱρετικοὺς ἢ τοὺς μὴ Χριστιανοὺς στὴν Ὀρθοδοξία. Εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνη αὐτό. Καὶ ὁποιοσδήποτε ἐπίσκοπος ἀρνηθῆ νὰ δεχθῆ ἕναν αἱρετικό, ποὺ μετανοεῖ, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βάσει τῶν Κανόνων καθαιρεῖται. Φαίνεται ὅμως ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θεωρεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχουν πλέον αἱρετικοί...

Πάντως στὰ μέρη αὐτὰ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος τὰ προβλήματα περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ ἡ φιλοσοφικὴ ὀπτικὴ τοῦ προβλήματος παίζουν πολὺ μεγάλο ρόλο. Ἀρκεῖ κάποιος νὰ σπουδάση φιλοσοφία στὴν Δύσι ἀπὸ τοὺς χρόνους μετὰ τὴν Σχολαστικὴ περίοδο μέχρι τὴν σύγχρονη ἐποχὴ καὶ θὰ δῆ ὅτι ἐπανειλημμένως ἀσχολοῦνται μὲ αὐτὸ τὸ ἁπλὸ πρόβλημα ἀπὸ φιλοσοφικῆς ἀπόψεως. Δηλαδὴ μὲ τὸ πὼς μπορεῖ ὁ τέλειος Θεὸς νὰ θεωρῆται δημιουργὸς τοῦ κόσμου, καθὼς καὶ τί σημαίνει δημιουργία ἐκ τοῦ μηδενός, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὸ μηδὲν εἶναι ἀνύπαρκτο καὶ ὁ Θεὸς ἔφερε στὴν ὕπαρξι τὰ ὄντα ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, ἐνῶ ὁ Ἴδιος πάντοτε ὑπῆρχε.

Τὸ βασικὸ κατηγόρημα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο. Τὸ κτιστὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, ἀπὸ τὸ μὴ ὅν, ἐνῶ τὸ ἄκτιστο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι κτίσμα καὶ τὸ ὁποῖο πάντοτε ὑπῆρχε καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχη. Ὅλα τὰ ἄκτιστα πάντοτε ὑπῆρχαν καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχουν, ἐνῶ ὅλα τὰ κτιστὰ προῆλθαν ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία καὶ θὰ ὑπάρχουν στὸ μέλλον, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς θελήση νὰ ὑπάρχουν.

Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καθὼς καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἑβραϊκῆς παραδόσεως (πρὶν δηλαδὴ γραφὴ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη), ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ θὰ προσπαθήση κάποιος νὰ φιλοσοφήση ἐπάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν διδασκαλία, τότε συναντᾶ τίς δυσκολίες ποὺ περιγράψαμε. Οἱ δυσκολίες δηλαδὴ προέρχονται ἀπὸ τὴν φιλοσοφοποίηση αὐτῆς τῆς διδασκαλίας.

Ἀλλὰ ἴσως ρωτήση κάποιος: Ἀπὸ ποὺ ἤξεραν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτὰ τὰ δόγματα περὶ τῆς δημιουργίας ἐκ τοῦ μηδενός, περὶ κτιστοῦ, ἀκτίστου κλπ.;

Πρῶτα τὰ ἤξεραν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφ᾿ ὅτου γράφτηκε ἡ Ἁγία Γραφή. Κατὰ τὴν περίοδο ὅμως πρὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ ποὺ ἤξεραν οἱ Προφῆτες τὰ δόγματα αὐτά; Τί ὑπάρχει πρὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ὑπάρχει ἡ προφορικὴ Ἑβραϊκὴ παράδοσις ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν Μωϋσή. Ποιός εἶναι ὁ πυρῆνας αὐτῆς τῆς προφορικῆς παραδόσεως; Ποιά πρόσωπα εἶναι οἱ φορεῖς της; Εἶναι οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Προφῆτες. Οἱ Πατριάρχες ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὸ γραπτὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀλλὰ γιατί ἦταν αὐτοὶ οἱ φορεῖς τῆς Παραδόσεως; Καὶ σὲ τί διέφεραν οἱ Πατριάρχες ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Διέφεραν στὸ ὅτι αὐτοὶ εἶχαν τὴν θεοπτία. Αὐτοὶ εἶδαν τὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν Εὔα θεόπτες ἦσαν. Ὁ πυρῆνας τῆς Παραδόσεως αὐτῆς εἶναι ἡ θεοπτία, ἡ συνάντησις δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς φίλους Του, ποὺ εἶναι οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Προφῆτες. Ὁ πυρῆνας λοιπὸν τῆς παραδόσεως αὐτῆς ἔχει σχέσι μὲ κάποια ἐμπειρία.

Γνωρίζομε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων, ἀπό τοὺς βίους τους δηλαδή, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐξακρίβωσαν κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, ἀφοῦ δὲν ἔχη καμμία ὁμοιότητα μὲ τὰ κτιστὰ καὶ δὲν ἔχει τὴν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς Του σὲ τίποτα. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀναίτιος κατὰ τὴν ὕπαρξὶ Του128. Ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ὕπαρξί Του ὁ Θεὸς Πατέρας129. Ἐπίσης ὅτι τὸ ἀρχέτυπον Φῶς εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου ἢ τῆς σαρκωμένης εἰκόνος τοῦ Φωτὸς (δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ), καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐπίσης ἐξακρίβωσαν κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὅτι εἶναι μία ἡ δόξα καὶ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μία ἡ οὐσία Τους.

Βέβαια οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔχουν ἐμπειρία τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, διότι κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶχε ποτὲ τὴν ἐμπειρία τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνο τὴν ἐμπειρία τῆς φυσικῆς ἐνεργείας τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεού130. Ἐξακρίβωσαν δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους ὅτι ἔχομε τρίφωτο Θεότητα ἐν μιὰ Θεότητι ἢ ἐν ἑνὶ Φωτί. Δηλαδὴ ἕνα Φῶς, τὸ ὁποῖο εἶναι τρία Φῶτα, τὰ ὁποῖα ὅμως Φῶτα δὲν εἶναι τρία ξεχωριστὰ Φῶτα. Ὁ θεούμενος ἐν ἑνὶ Φωτὶ μέσῳ τοῦ ἄλλου Φωτὸς βλέπει τὸ ἀρχέτυπον Φῶς. Αὐτὴ ἦταν ἡ βάσις τῆς ἐμπειρίας τους.

Ἐπίσης ὅμως ἐξακρίβωσαν ὅτι ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα προέρχονται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Ὅλα τὰ κτιστὰ ὑπάρχουν κατὰ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ· δὲν προέρχονται ὅμως ἐκ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ προέρχονται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Καὶ αὐτὸ ἐξακριβώνεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

Ὁπότε βλέπομε ὅτι ὑπάρχει ταυτότης ἐμπειρίας στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἁγίους. Ὅλοι τους διεπίστωσαν τίς ἴδιες ἀλήθειες. Ἔτσι οἱ διακρίσεις, ποὺ ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ, μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, μεταξὺ τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξὺ τῆς θεώσεως τοῦ σαρκωθέντος Λόγου σὲ σχέσι μὲ τὴν θέωσι τῶν ἀνθρώπων, ὅλες αὐτὲς οἱ διαφοροποιήσεις, ποὺ πῆραν μετὰ μορφὴ ὁρολογίας μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅλα αὐτὰ ὡς βασικὸ θεμέλιο ἔχουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Γι᾿ αὐτὸ ἡ διάκρισις μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ κάνει ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι φιλοσοφική, ἀλλὰ εἶναι καθαρὰ ἐμπειρική.


______________________________

Σημειώσεις:

127. Τὸ 1983 ποὺ ἐλέχθησαν αὐτὰ ἦταν νωπὲς οἱ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν ἰσλαμικὴ ἐπανάστασι τοῦ Ἀγιατολλὰχ Χομεϊνὶ στὴν Περσία (Ἰρὰν) τὸ 1979.

128. Ὁ νόμος τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ καταργεῖται.

129. Πρβλ. «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὧν».

130. Βεβαίως ὁ ὅρος «οὐσία» εἶναι τῆς Παραδόσεως καὶ ὄχι τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου