ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ[:Πράξεις 11, 19-30]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 12-5-1996]
(Β335β)
Μᾶς περιγράφει, ἀγαπητοί μου, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Καὶ γράφει, ὅπως ἀκούσαμε εἰς τὸ σημερινὸν ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα ποὺ εἶναι ἀπὸ τίς Πράξεις: «Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας». Δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ τὸν λιθοβολισμὸν τοῦ Στεφάνου, ἔπεσε ἕνας φόβος εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔφυγαν πολλοί. Ὄχι οἱ Ἀπόστολοι. Ἔφυγαν πολλοί, διεσπάρησαν, λέγει. Καὶ ἄρχισαν νὰ κηρύσσουν Χριστὸν εἰς τὴν ὕπαιθρον. Κι ἐδῶ βλέπομε ὅτι ἤδη τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἔφθασε εἰς τὴν Φοινίκην, ἔφθασε εἰς τὴν Κύπρον καὶ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Καὶ τότε ἀντελήφθησαν ὅτι ἤδη τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε φθάσει εἰς τὴν Κύπρο καί τὴν Ἀντιόχεια, ἀντελήφθησαν οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ εἶχαν μείνει μέσα εἰς τὴν πόλιν καὶ βέβαια ἐν συνέχεια ἐνήργησαν σχετικά.
Ὡστόσο, πῶς ἀκριβῶς διεδόθῃ τὸ Εὐαγγέλιον..., ἀνώνυμοι τὸ διέδωσαν. Γράφει πάλι ὁ Λουκᾶς: «Τινὲς ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν». Ἕνα εἶναι γεγονὸς ὅτι ἐξεδηλώθῃ μία προκοπὴ πέρα ὡς πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία τους διὰ τὴν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶχαν μείνει ἔκπληκτοι ἐκεῖνοι ποὺ διέδιδαν τὸ Εὐαγγέλιο. Σᾶς εἶπα: ἀνώνυμοι. Σημειώνει ὁ Λουκᾶς μιὰ πολὺ χαρακτηριστικὴ φρασούλα: «Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν». «Ἦταν», λέει, «χέρι Κυρίου μαζί τους». Εἶναι μία ἑβραϊκὴ ἔκφρασις ποὺ σημαίνει βοήθεια. Βοήθεια τοῦ οὐρανοῦ.
Ἄν ἔχετε προσέξει στὴν Ἁγιογραφία μας, πολλὲς φορὲς ἀπὸ μία εἰκόνα ἑνὸς ἁγίου ἢ κάποιων ἁγίων, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴ γωνία τοῦ ὅλου πλαισίου τῆς εἰκόνος, ἀπὸ τὴ γωνία τὴν ἀριστερὴ συνήθως, μπορεῖ ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ δεξιά, νὰ βγαίνει ἕνα χέρι καὶ νὰ εὐλογεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ χεὶρ Κυρίου, ποὺ δίνει εὐλογία. Εἰκονογραφικῶς ἔτσι παριστάνεται.
Ἕνα κήρυγμα λοιπόν, μία ἱεραποστολικὴ προσπάθεια, εἶχε ἐδῶ ὅλη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ξεκίνησε δηλαδὴ ὅπως βλέπουμε σαφῶς καὶ ὁ Εὐαγγελισμὸς τοῦ κόσμου, τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ἕνας λόγος, δὲν εἶναι ὁ μόνος, τὸν διασκορπισμὸν τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, μὲ τὸν λιθοβολισμὸν τοῦ Στεφάνου, ἀκριβῶς διότι, ἐνῶ τοὺς εἶπε ὁ Κύριος νὰ ξεχυθοῦν μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἔμεναν ἀκόμα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Βλέπετε ὅτι ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς θέλει κάτι, ἐνῶ μᾶς τὸ παρήγγειλε, μετὰ δημιουργεῖ ἕναν βίαιο τρόπο. Μὴν τρομάζομε. Εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ὁ βίαιος τρόπος, νὰ μᾶς ταρακουνήσει, ὅπως λέμε στὴ γλῶσσα μας, νὰ μᾶς ξυπνήσει, νὰ ἀντιληφθοῦμε μερικὰ πράγματα. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Κύριος εἶπε εἰς τοὺς μαθητάς Του τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεώς Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Καὶ νὰ τοὺς διδάσκετε ὅλα νὰ τὰ φυλάττουν, ἐκεῖνα ποὺ σᾶς παρήγγειλα Ἐγώ», λέει ὁ Κύριος. Ἔτσι λοιπὸν ξεκινᾷ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ πολλὴ καρποφορία καὶ μὲ πολλὴ εὐλογία. Σᾶς ὑπενθυμίζω: «Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν».
Τίθεται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Αὐτὰ γράφτηκαν, αὐτὰ διαβάστηκαν, αὐτὰ ἀκούστηκαν σήμερα στὴν Ἐκκλησία. Τίθεται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα: Αὐτὴ ἡ εὐλογία τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου, διετήρησε τὴν ἴδια θερμότητα μέσα εἰς τοὺς εἴκοσι διαρρεύσαντας αἰῶνας; Δυστυχῶς ὄχι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι κανεὶς κάποτε στοὺς τρεῖς, τέσσερις πρώτους αἰῶνες δὲν ἐγίνετο δεκτὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν - καὶ δεκτὸς μὲ τὴν ἔννοιαν νὰ παρίσταται εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, καὶ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἠδύνατο νὰ κοινωνήσει, ἕνα ἀπομεινάρι τῆς ἐποχῆς εἶναι τὸ «Τὰς θύρας, τὰς θύρας...».... Ἦταν παράγγελμα αὐτό. Τεχνικὸ παράγγελμα. «Κλεῖστε τίς πόρτες, θυρωροί, κλεῖστε τίς πόρτες! Οὐδεὶς ἀμύητος, οὐδεὶς κατηχούμενος». Ἔπρεπε μόνον νὰ εἶναι οἱ πιστοὶ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔτσι βλέπομε ὅτι ὑπῆρχε μία αὐστηρότητα εἰς τὸ θέμα αὐτό.
Κανεὶς λοιπὸν δὲν ἐγίνετο δεκτὸς μὴ βαπτισθεῖς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ἔπρεπε νὰ δεχθεῖ τὴν Κατήχησιν. Τὸ βάπτισμα συνήθως ἀκολουθοῦσε τὴν Κατήχησιν. Καὶ ὅπου ἐκρίνετο βέβαια ἐπαρκὴς ἡ Κατήχησις, γιατί μποροῦσε -ἂς χρησιμοποιήσω μία σύγχρονη ἔκφραση- νὰ μείνει κανεὶς μεταξεταστέος· διότι ὕστερα ἀπὸ μία μακρὰ κατήχηση, μηνῶν, ἔτους, ἐτῶν, ἤρχετο ἐπίσκοπος καὶ ἔκανε ἐξετάσεις, οὕτως εἰπεῖν «Πές μου ἐσὺ αὐτό, πές μου ἐσὺ ἐκεῖνο», κι ἂν κάποιος δὲν ἐγνώριζε τὴν Κατήχησιν, τότε ἀνεβάλλετο ἡ βάπτισή του γιὰ τὴν προσεχῆ φορά. Καὶ ἡ βάπτισις, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐγίνετο χοντρικά, μία φορὰ τὸν χρόνο, δύο φορὲς τὸν χρόνο. Χριστούγεννα ἕως Θεοφάνια, γι᾿ αὐτὸ λέμε ἀντὶ τοῦ Τρισαγίου ὕμνου «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε» πρὸς τιμήν των τὸ λέμε αὐτό, καὶ τὸ Πάσχα. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν, ἀλληλούια».
Ἔτσι, ὑπῆρχε μία αὐστηρότης. Γι᾿ αὐτὸ εἴχαμε καὶ σπουδαίους Χριστιανούς. Καὶ ὅπως εἶπε κάποιος: Ἀπὸ τὴν πόρτα, λέγει, ἔμπαιναν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ προκειμένου νὰ βαπτιστοῦν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀφοῦ ἐδέχθησαν δαψιλή, λιπαρὰ Κατήχηση, ἂν θέλετε νὰ δεῖτε ἕνα δεῖγμα τῆς Κατηχήσεως τῶν Κατηχουμένων, πᾶρτε παρακαλῶ τὸν τόμον ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρεται στὶς «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, εἶναι γραμμένες τὸ 350 μ. Χ. νὰ δεῖτε τί ζητοῦσε ὁ ἅγιος Κύριλλος καὶ τί ἔπρεπε νὰ μάθουν οἱ Κατηχούμενοι. Ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα τοῦ περιεχομένου βρίσκεται καὶ εἰς τίς Ἀποστολικὲς Διαταγές. Ἄς εἶναι. Θέματα καὶ δόγματος, θέματα δὲ καὶ ἤθους. Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀνήθικος. Πρέπει νὰ μάθεις γιατί δὲν πρέπει νὰ εἶσαι ἀνήθικος. Ἀλλὰ καὶ θέματα δόγματος. Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, τοῦτο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο.
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔλαμψε. Γιατί ὅπως σᾶς εἶπα, ἀπὸ τὴ μία πόρτα ἔμπαιναν οἱ βαπτισμένοι ἀφοῦ εἶχαν λιπαρὰν κατήχησιν, γιὰ νὰ βγοῦν, λέει ἀπὸ τὴν ἄλλην πόρταν τῆς Ἐκκλησίας ὡς μάρτυρες. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐχαλάρωσε. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπισήμου θρησκείας τοῦ κράτους. Ἔτσι ἔφθασε νὰ προηγεῖται τὸ Βάπτισμα καὶ νὰ ἀκολουθεῖ ἡ κατήχησις. Ἀλλὰ τότε ἡ κατήχησις ἄρχισε νὰ ἀμελεῖται. «Ἔ καλά... ἔ, καλά, θά...».... Δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖνο ποὺ θὰ κινοῦσε νὰ προωθήσει ἡ ἀπουσία τοῦ Βαπτίσματος. Αὐτὴ δὲ ἡ κατάστασις ἔφθασε νὰ δημιουργήσει μία χαλαρότητα καὶ ἤθους καὶ πίστεως εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἡ κατήχησις ἀπέβλεπε βεβαίως στὴ γνώση τοῦ δόγματος, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν διόρθωσιν τοῦ βίου.
Τί κόσμο βρῆκε ὁ Χριστιανισμός; Τὸν γνωστό μας ἐθνικὸν κόσμον. Εἰδωλολατρικόν, μὲ πλῆθος ἐλαττώματα, κακίας καὶ πάθη. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ διορθωθοῦν. Μὲ τὴν παραμέληση ὅμως τῆς Κατηχήσεως, ἄρχισαν καὶ οἱ ἀνάλογοι καρποί. Ἄγνοια τοῦ δόγματος τῆς πίστεως καὶ ἠμελημένος βίος. Κι ὅπως ἔγραψε κάποτε κάποιος, συγκεκριμένα ὁ μακαριστὸς Τρεμπέλας στὴν Κατηχητική του ὅτι μέσα σὲ ἕνα μεγάλο καζάνι ποὺ ἔβραζε τὸ νερό, ξαφνικά, λέγει, ἀπότομα, χύθηκε μία πολὺ μεγάλη ποσότητα κρύου νεροῦ. Καὶ κόπηκε ἡ βράση. Αὐτὸ συνέβῃ. Ἔτσι βλέπομε στὴ Ρωσία, ἐπὶ παραδείγματι, ποὺ ἐκατηχήθῃ ὀρθοδόξως, ἀλλὰ κατηχήθηκε πολὺ χοντρικά, ἔσπευδαν νὰ βαπτιστοῦν στὰ ποτάμια ὅλος ὁ λαός, ὁμαδικὰ ὁμαδικά. Δὲν ἔμεναν περιθώρια κατηχήσεως. Ἀλλὰ καὶ στὸν δικό μας ἐδῶ χῶρο τὸν Ἑλληνικό, τὰ ἴδια. Ἔτσι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οὔτε βίο διόρθωσαν, οὔτε γνώσῃ πίστεως ἀπέκτησαν. Καὶ κόπηκε ἡ βράση. Δηλαδὴ ὁ ζῆλος, ἐκεῖνος ὁ ἐνθουσιασμός, ἐκεῖνο τὸ «Εἶμαι Χριστιανός». Γιατί μοῦ κόστισε νὰ εἶμαι Χριστιανός.
Καὶ ἡ κατήχησις μετὰ τὸ Βάπτισμα, κατοπινά, εἴτε γίνεται μὲ τὴν μορφὴν ἐφεξῆς, τοὐλάχιστον εἰς τὸν χῶρον τὸν δικό μας, μὲ τὴν μορφὴ τῶν κατηχητικῶν μαθημάτων, εἴτε δὲν γίνεται καθόλου. Λέμε «ἔχομε κατηχητικὰ σχολεῖα. Πρέπει νὰ πάει τὸ παιδὶ στὸ Κατηχητικὸ σχολεῖο». Ἀλλὰ πόσα παιδιὰ πᾶνε στὸ σχολεῖο; Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο; Ὅσα παιδιὰ πηγαίνουν τώρα στὸ σχολεῖο, πηγαίνουν ἄλλα τόσα παιδιὰ στὸ κατηχητικὸ σχολεῖο; Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα τὰ παιδιά, δὲν πῆραν κατήχηση καὶ δὲν θὰ τὴν πάρουν ποτέ. Καὶ ἐκεῖ ποὺ γίνεται ἡ κατήχησις, εἴτε σὰν συχνότητα, τί εἶναι; Μία ὥρα τὴν ἑβδομάδα εἶναι...· εἴτε σὰν περιεχόμενο, τὸ ἔχομε ζήσει τὸ περιεχόμενο τῆς κατηχήσεως, μάλιστα ἔφθασε εἰς τὰ ἀνώτερα κατηχητικὰ σχολεῖα νὰ ἔχει περισσότερον πολιτιστικὸν χαρακτῆρα ἡ κατήχησις καὶ ὀλιγότερον πνευματικὸ χαρακτῆρα ἢ καὶ καθόλου. Γιατί, λέει, οἱ ἀνάγκες σήμερα εἶναι πολιτιστικές... κλπ κλπ. Μὰ τότε δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ χριστιανικὴ κατήχηση. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν δείχνουν ὅτι τὸ περιεχόμενο τῆς Κατηχήσεως εἶναι ἀνεπαρκέστατο.
Καὶ οἱ ἐπιπτώσεις; Βαρύτατες. Ὁ λαός μας, ὁ ὀρθόδοξος λαός μας, ζεῖ δυστυχῶς σὲ μία παχυλὴ ἄγνοια. Καὶ τὸ ἦθος του; Ὦ, τὸ ἦθος...! Εἶναι θέμα πολλῶν δακρύων. Εἶναι βαθύτατα κοσμικό. Ἔτσι ἔχομε, ἀποκτήσαμε τοὺς Χριστιανούς μας μὲ ἐκκοσμικευμένην νοοτροπίαν. Εἶναι γνωστὸ δὲ ὅτι ὁ ἐκκοσμικευμένος τρόπος ζωῆς δὲν σώζει. Προσέξατέ το. Δὲν σώζει. Δὲν μποροῦμε νὰ ἔχομε σωτηρία. Ἔτσι, ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐκκοσμικευμένους Χριστιανούς μας, ἕνας ἀριθμός, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει θεμελίωσις, δὲν ὑπάρχει γνῶσις, ἕνας ἀριθμὸς λοιπὸν παρασύρεται στὶς αἱρέσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐνδοκοσμικὰ θρησκεύματα. Βλέπετε σήμερα τοὺς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους νὰ στρέφονται στὸν Ἰνδουισμὸ καὶ ὅπου ἀλλοῦ. Εἴπαμε ὅτι εἶναι ἐνδοκοσμικὲς θρησκεῖες. Γιατί; Γιατί τὸν Θεό, τὸν τοποθετοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ θρησκεῖες, ἐντὸς τοῦ κόσμου. Καὶ εἶναι, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἕνας πανθεϊσμός.
Ἀλλά, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ κακέκτυπον ἰουδαϊκῆς θρησκείας, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἡ ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ἁπλῶς εἶναι τὸ προοίμιο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἔτσι τὸ συνηθίζουν νὰ τὸ λένε, ξαναλέγω, ἕνας εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἀφοῦ εἶναι ἕνας ὁ Θεός, εἶναι μία ἡ θρησκεία. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Ἅγιος τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναμφισβήτητα. Ἀλλὰ θέλησαν νὰ τὰ χωρίσουν. Ἔτσι θέλησαν πιὸ πολὺ οἱ Ἑβραῖοι. Γιατί δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅμως εἶναι μία ἡ θρησκεία, ἕνας ὁ Θεός. Ἔτσι ἔχομε ἕνα κακέκτυπον, κατασκευασμένο κάπου τὸν 8ον αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀπὸ ντόπιες παραδόσεις Ἀραβικὲς καὶ ἔχομε τὸν διαβόητον Ἰσλαμισμόν. Στὴν Εὐρώπη, οὐχ ἧττον καὶ στὴν Ἑλλάδα, ξεκινοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ προσέλθουν εἰς τὸν Ἰσλαμισμόν. Σᾶς κάνει ἐντύπωση; Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ὄχι πολλῶν, ἔγινε παρουσίαση τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως τοῦ Κορανίου, στὸν «Παρνασσὸ» τῶν Ἀθηνῶν -ὁ «Παρνασσὸς» εἶναι ἕνα φιλολογικὸν ἵδρυμα - σὲ μία μεγάλη αἴθουσα, δηλαδὴ παρόντος καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, καὶ ἐχρηματοδοτήθῃ αὐτὴ ἡ μετάφρασις ἀπὸ κάποιον ἐφοπλιστή. Ἀκούσατε;
Ἕνας ἀριθμὸς ἀκόμη, ζεῖ μιά...,ὁ μεγαλύτερος, μιὰ ἀνέμελη ζωή. Δὲν βαριέσαι! Κάνει τὸν σταυρό του, τὸν κάνει δὲ κακεκτύπως τὸν σταυρόν του, χωρὶς βεβαίως καμίαν, μὰ καμίαν ὑποψίαν ἀλλαγῆς. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν κἂν ὑποψία τοῦ Χριστιανισμοῦ, τί εἶναι ὁ Χριστιανισμός...Καὶ τελευταία, ἕνας ἀριθμός, ἑπόμενον εἶναι, νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸν σατανισμὸν καὶ τὴν σατανολατρίαν καὶ μάλιστα ἡ νεότερη γενεά μας, μὲ κοινωνικὲς ἐπιπτώσεις. Νὰ πῶ πολὺ δυσάρεστες; Ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι Του. Εἴμεθα μάρτυρες καὶ γνῶσται ὅλοι.
Τί πρέπει νὰ γίνει; Καλλιέργεια τῆς κατηχήσεως καὶ τοῦ κηρύγματος. Τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ εἶναι κατήχησις. Πρέπει νὰ εἶναι μάθημα. Ἀπὸ τὸ μανθάνω, μαθαίνω. Τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι διακοσμητικὸν στοιχεῖον, ποὺ θὰ τὸ λέμε στὰ πανηγύρια καὶ στὶς γιορτές. Καὶ νὰ εἶναι λίγα λεπτά, ἴσα καὶ μόνα νὰ καλύψουμε τὸ ἐπίπεδο τῆς ἑορτῆς, μὲ τὴ λειτουργία τὴν πανηγυρική, μὲ τὴν ἀρτοκλασία - δὲν λείπουν νὰ τὸ σημειώνουν αὐτό, ὅτι ἔχει καὶ ἀρτοκλασία στὴ γιορτή- καὶ μὲ ἕνα κήρυγμα ὀλίγων λεπτῶν. Συνήθως ὡς διακοσμητικόν. Τίποτε ἄλλο. Ἄχ, ἄνθρωποί μου, ἔχετε μικρόφωνο στὰ χέρια σας καὶ μιλᾶτε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάπου, ἕνας τόπος ποὺ πανηγυρίζει, ἡ Ἀθήνα, δὲν ξέρω ποῦ, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ πρῶτο πρόγραμμα, τὸ λεγόμενον «Κρατικὸ πρόγραμμα», καὶ δὲν λέτε τίποτα; Τί λόγο θὰ δώσετε; Τὸ κήρυγμα εἶναι μάθημα. Δὲν ἔγινε ἡ κατήχησις. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἔγινε ἡ κατήχησις, ὅπως στὴν ἀρχαιότητα, θὰ πρέπει νὰ ἀνανεώνεται αὐτὴ ἡ κατήχησις, γιατί ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε φθάσει σὲ μίαν ἐπάρκειαν. Πάντως πρέπει νὰ ξεκινήσει τὸ κήρυγμα ὡς μάθημα. Ἡ κατήχησις σωστά. Ἄν θέλουμε νὰ δοῦμε καλύτερες ἐκκλησιαστικὲς ἡμέρες.
Καὶ τὸ θέμα εἶναι πρώτιστα θέμα ἀγάπης εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἄν ἀγαπᾷς τὸν Χριστό, σίγουρα μεταδίδεις στὸν πλαϊνό σου τὸν Χριστόν. Ὁ Κύριος, δέ, ἀποτεινόμενος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του στὸν Ἀπόστολο Πέτρο, τοῦ λέγει: «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς μὲ πλεῖον τούτων;». Καὶ παίρνει τὴν ἀπάντηση: «Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε». Σὺ γνωρίζεις ὅτι σὲ ἀγαπῶ. Ἐπειδὴ εἶχε τριπλῆν ἄρνησιν. Τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος; «Βόσκε τὰ ἀρνία μου». Δηλαδὴ «νὰ κάνεις ποιμαντική». «Βόσκε τὰ ἀρνία μου», τοὺς χριστιανούς. Ἐπανελήφθῃ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις. Καὶ στὴν καταφατικὴ ἀπάντηση τοῦ Πέτρου, ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε: «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» στὴ δεύτερη ἀπάντησή του. Καὶ στὴν τρίτη: «Βόσκε τὰ ἀρνία μου». «Μ᾿ ἀγαπάς; Νὰ ἀσκήσεις ποιμαντική».
Πῶς ἀσκεῖται ἡ ποιμαντική; Μὲ τὸ κήρυγμα, μὲ τὴν κατήχηση, μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηροῦμε λοιπὸν ὅτι ἡ Ποιμαντική, δηλαδὴ ἡ ἱεραποστολή, συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀγαπᾷς τὸν Χριστό; Θὰ ἀσκήσεις ἱεραποστολή. Ἄν ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, θὰ εὐαγγελιστεῖς εἰς αὐτὸν τὸν Χριστόν.
Σήμερα ὅμως τίθεται τὸ ἐρώτημα: Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ὑπάρχει; Μήπως ἀπεψύγῃ; Μήπως πάγωσε; Ποὺ λέει ὁ Χριστός: «Στὶς ἐσχάτες μέρες ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θὰ ψυγεῖ», δηλαδὴ θὰ κρυώσει, θὰ παγώσει. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, ἔγραφε: «Ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γὰρ μοι ἐπίκειται (μοῦ εἶναι ἀνάγκη)· οὐαὶ δὲ μοὶ ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι». «Ἀλίμονό μου», λέει, «ἐὰν δὲν εὐαγγελίζομαι, ἐὰν δὲν κηρύσσω τὸ Εὐαγγέλιο».
Ὁ δὲ 58ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐντέλλεται τὰ ἑξῆς: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἀμελῶν τοῦ κλήρου ἢ τοῦ λαοῦ, καὶ μὴ παιδεύων αὐτοὺς τὴν εὐσέβειαν,(δὲν παιδαγωγεῖ τὸν λαὸ εἰς τὴν εὐσέβεια, δηλαδὴ εἰς τὸν Χριστιανισμόν, δηλαδὴ δὲν κάνει κατήχηση), ἀφοριζέσθω (δηλαδὴ νὰ μὴν κοινωνεῖ)· ἐπιμένων δὲ τῇ ἀμελείᾳ καὶ ῥᾳθυμίᾳ καθαιρείσθω(Ἐὰν ὅμως ἐπιμένει σὲ αὐτὴν τὴν ἀμέλεια, τότε, ἢ ὁ Ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος πρέπει νὰ καθαιρεῖται)». Τί θὰ λέγαμε; Ἐὰν ὑπάρχουν πρεσβύτεροι ἢ ἐπίσκοποι ποὺ ἐμποδίζουν στὸν χῶρο τους νὰ ἀκουστεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Ἐμποδίζουν! Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄλλος λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὔτε αὐτοὶ μπαίνουν στὴ Βασιλεία, ἀλλὰ κι ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ μποῦν, τοὺς ἐμποδίζουν». Στὴν ἑρμηνεία του δὲ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, βάζει μιὰ φρασούλα, δηλαδὴ «νὰ διδάσκει καθ᾿ ἑκάστην», λέει. Κάθε μέρα. Μὲ ποικίλες μορφές. Εἴτε κήρυγμα ἀπὸ ἄμβωνος, εἴτε στὴν Ἐξομολόγηση, εἴτε στὴν Κατήχηση, εἴτε κατ᾿ ἰδίαν. Δὲν ἔχει σημασία. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἔφεσο ποὺ ἔμεινε τρία χρόνια, ἔκανε καὶ κατ᾿ ἰδίαν κατήχησιν.
Ἀλλὰ ἐὰν ὑποχρεοῦται ὁ κληρικὸς νὰ διδάσκει, ἀγαπητοί μου, τὸν λαὸ καὶ ὁ λαὸς πρέπει νὰ προσέρχεται στὴ διδασκαλία, εἶναι δίκαιο. Φροντίζουμε γιά σᾶς. Ἐσεῖς πῶς ἀκοῦτε; Ἔρχεστε νὰ ἀκούσετε; Καὶ μόνο τότε ἔρχεται ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτὸ ὁ λαὸς ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἑβραίους: «Μὴ ἐγκαταλείποντες τὴν ἐπισυναγωγὴν ἑαυτῶν(τὴ συγκέντρωσή σας), καθὼς ἔθος τισὶν» κλπ. «Ὅπως εἶναι συνήθεια», λέει, σὲ μερικοὺς νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν ἐπισυναγωγή, τὴ συγκέντρωση, νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ». Καὶ γιὰ τὴν ἀμέλεια τοῦ λαοῦ, γράφει ὁ Παῦλος πάλι εἰς τοὺς Ἑβραίους: «Καὶ γὰρ ὀφείλοντες εἶναι διδάσκαλοι διὰ τὸν χρόνον (τόσον καιρὸ ἀκοῦτε· ὀφείλατε νὰ εἴσαστε διδάσκαλοι), πάλιν χρείαν ἔχετε τοῦ διδάσκειν ὑμᾶς τινα τὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῶν λογίων τοῦ Θεοῦ(τὰ στοιχειώδη, λέει, ἀπὸ τὴ Θεολογία, τὰ στοιχειώδη), καὶ γεγόνατε χρείαν ἔχοντες γάλακτος καὶ οὐ στερεᾶς τροφῆς». «Καὶ εἴσαστε πάλι στὴν ἀνάγκη νὰ πίνετε γαλατάκι καὶ ὄχι στερεὰ τροφή».
Καὶ κάτι ποὺ πρέπει νὰ σχολιάσουμε. Ὅταν ἀκούστηκε ὅτι ἡ Ἀντιόχεια δέχτηκε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τότε οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως σᾶς εἶπα, εἶχαν μείνει στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔστειλαν τὸν Βαρνάβαν νὰ δεῖ τί γίνεται. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν καὶ Κύπριος. Ὅταν εἶδε τὴν κίνηση στὴν Ἀντιόχεια, χάρηκε. Ἀκοῦστε πῶς τὸ γράφει ὁ Λουκᾶς: «Καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ». Χάρηκε. Καὶ εἶπε: «Μπράβο, μὲ τὴν καρδιά σας, ἔτσι προσμένειν τῷ Κυρίῳ». Εἴδατε; Χάρηκε. Γιατί; Γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν φθόνησε. Γιατί ὁ φθόνος ὑπάρχει σὲ κάθε ἐποχή. Καὶ μπορεῖ νὰ προσβάλει τὸν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Συνήθως ἔτσι γίνεται. Καὶ ὁ Κύριος ἔγινε ἀντικείμενον φθόνου τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ τὸ λέμε αὐτὸ γιατί ἔντονα ζοῦμε αὐτὸν τὸν φθόνον. Συνήθως ὁ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ φθονεῖ, δὲν καθάρισε τὴν καρδιά του, δὲν εἶναι ἁγιασμένος ἄνθρωπος.
Καὶ δικαιολογεῖ γιὰ τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ Βαρνάβα ὁ Λουκᾶς: «Ὃτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος ἁγίου καὶ πίστεως». Αὐτὸς ἦτο ὁ Βαρνάβας. Ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Γεμᾶτος ἀπὸ Πνεῦμα Θεοῦ. Πῶς μποροῦσε νὰ φθονήσει; Ὁ δὲ Παῦλος παραπονεῖται: «Τινὲς μὲν καὶ διὰ φθόνον καὶ ἔριν (γκρίνια, μάλωμα, τσακωμοί...), τινὲς δὲ καὶ δι᾿ εὐδοκίαν τὸν Χριστὸν κηρύσσουσιν· Τί γάρ; (Ἔ, καί;). Πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται. (Τί μὲ νοιάζει;, λέει, στὸ τέλος- τέλος. Αὐτοὶ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἐμένα ἕνα μὲ ἐνδιαφέρει. Ὅτι ὁ Χριστὸς καταγγέλλεται, κηρύσσεται). Καὶ ἐν τούτῳ χαίρω, ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι». «Σ᾿ αὐτό τὸ πρᾶγμα χαίρομαι καὶ θὰ χαρῶ».
Ἀγαπητοί, σήμερα ὁ λαός μας βρίσκεται στὸ χάος τῆς ἄγνοιας τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποδοχὴ πολλῶν αἱρέσεων καὶ ὁ διεφθαρμένος βίος. «Ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν (λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος) τὰ ἄνω κάτω πεποίηκεν (Ὅλα τὰ ἀναποδογύρισε)». Καὶ γράφει ὁ Παῦλος στὸν ἐπίσκοπο -ἐπίσκοπον πλέον- Τιμόθεο στὴν Ἔφεσο: «Σὺ οὖν τέκνον μου, ἃ ἤκουσας (ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσες) παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις(Νὰ τὰ παραθέσεις, λέει, σὲ πιστοὺς ἀνθρώπους), οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι (ποὺ θὰ σταθοῦν ἱκανοὶ νὰ διδάξουν καὶ ἄλλους παρακάτω). Βγάλε δηλαδὴ ἱεροκήρυκες. Βγάλε ὁμιλητὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, λέει στὸν Τιμόθεο ὁ Παῦλος.
Καὶ γιὰ νὰ τοῦ σημειώσει πιὸ κάτω: «Κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως ἐν πάσῃ διδαχῇ». Εὐκαίρως ἀκαίρως. Βρὲς κι ἐσὺ τὴν εὐκαιρία. Καὶ θὰ αἰτιολογήσει προφητικά: «Ἒσται γὰρ καιρὸς(γιατί θὰ ὑπάρξει καιρός), ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται (δὲν θὰ ἀνέχονται οἱ ἄνθρωποι τὴν ὑγιὰ διδασκαλίαν), ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι(ποὺ γαργαλούν, λέει) τὴν ἀκοήν -Ὡραῖα πραγματάκια. Ὁ Ἰσλαμισμὸς τί κάνει; Γαργαλάει τὴν ἀκοήν- καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται». Καὶ αὐτὸς ὁ καιρὸς εἶναι κατεξοχὴν ἡ ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου.
Ὅποιος λοιπὸν ἀγαπᾷ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἂς ἀρχίσει νὰ καταρτίζεται, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ πιὸ πέρα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ συντελέσει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ στὸν λαό μας. Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἄμβων ποὺ κηρύσσει. Εἶναι καὶ τὸ κατηχητικὸ σχολεῖο, εἶναι καὶ κάθε τόπος καὶ κάθε χρόνος, εἶναι οἱ λεγόμενοι «φιλικοὶ κύκλοι μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς», ὅλα αὐτὰ ποὺ σημειώνει ὁ Παῦλος, εὐκαίρως ἀκαίρως. Κάθε τόπος, κάθε χρόνος. Καὶ γρήγορα θὰ γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι «χεὶρ Κυρίου εὐλογεῖ τὸ ἔργον τοῦ κηρύγματος». Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸν Κύριον, ἂς τὸ σκεφτεῖ.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriak
vn_676.mp3
__________________________________
Δεν πειράζει να το ξανά τονίσω άλλη μία φορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχεδόν ότι γράφω είναι η πλειοψηφία μέσα από το Μακαριστό πατέρα Αθανάσιο Μυτιληναίο.
Πριν πολλά χρόνια όταν είχα ακούσει αυτή την ομιλία του, είχα συγκλονιστεί και άρχισα να καταλαβαίνω για ποιο σκοπό ήρθα σε αυτήν τη ζωή.
Ας δούμε τι μας λέει:
Βλέπετε ὅτι ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς θέλει κάτι, ἐνῶ μᾶς τὸ παρήγγειλε, μετὰ δημιουργεῖ ἕναν βίαιο τρόπο.
Μὴν τρομάζομε.
Εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ὁ βίαιος τρόπος, νὰ μᾶς ταρακουνήσει, ὅπως λέμε στὴ γλῶσσα μας, νὰ μᾶς ξυπνήσει, νὰ ἀντιληφθοῦμε μερικὰ πράγματα.
Πράγματι όπως έλεγε ένας αείμνηστος Ιεροκήρυκας: αν δεν μας αρπάξει ο Θεός από τα μαλλιά, δεν μας ταρακουνήσει, δεν πρόκειται να ξυπνήσουμε.
Και αυτό είναι τόσο οδυνηρό, όσο η πόνοι της γέννας, όμως μετά ακολουθεί η πνευματική Αναγέννηση.
Και όπως διαβάζουμε πιο κάτω:
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἔλαμψε.
Γιατί ὅπως σᾶς εἶπα, ἀπὸ τὴ μία πόρτα ἔμπαιναν οἱ βαπτισμένοι ἀφοῦ εἶχαν λιπαρὰν κατήχησιν, γιὰ νὰ βγοῦν, λέει ἀπὸ τὴν ἄλλην πόρταν τῆς Ἐκκλησίας ὡς Μάρτυρες.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐχαλάρωσε. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπισήμου θρησκείας τοῦ κράτους.
Και θα κλείσω με αυτό που διαβάζουμε πιο κάτω:
Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα τὰ παιδιά, δὲν πῆραν κατήχηση καὶ δὲν θὰ τὴν πάρουν ποτέ.
Δυστυχώς σήμερα παίρνουν άλλου είδους κατηχήσεις.
Και το δυστύχημα, με τη βούλα του κράτους.
Εἶναι θέμα πολλῶν δακρύων.
Τί πρέπει νὰ γίνει;
Καλλιέργεια τῆς κατηχήσεως καὶ τοῦ κηρύγματος. Τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ εἶναι κατήχησις.
Ὅποιος λοιπὸν ἀγαπᾷ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἂς ἀρχίσει νὰ καταρτίζεται, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ πιὸ πέρα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ νὰ συντελέσει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ στὸν λαό μας.
Η Αγία Φωτεινή, η πρώην Σαμαρείτιδα, πού εορτάζουμε σήμερα τελείωσε το Βίο της με το Μαρτύριο ομολογώντας τον Κύριον μας Ιησού Χριστό.
Αγία Φωτεινή πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Αμήν.