Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024

Αγίων Τριακοσίων δέκα οκτώ (318) Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου


Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι,
ἀκτῖσιν ὑμῶν φωτίσαιτέ μοι φρένας.
Ξένον τὸν Υἰὸν Πατρὸς οὐσίας λέγων,
Ἄρειος, ἤτω τῆς Θεοῦ δόξης ξένος.



Η έκτη κατά σειρά Κυριακή μετά το Άγιο Πάσχα είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην μνήμη των 318 Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος, κ.α.

Η Α' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Διατύπωσε τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως.

Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων
Κανών Α': Καταδικάζει τη συνήθεια του οικοιοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
Κανών Β': Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
Κανών Γ': Καταδικάζει την συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
Κανών Δ' - Ε': Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
Κανών ΣΤ': Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
Κανών Ζ': Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
Κανών Η': Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
Κανών Θ': Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
Κανών Ι': Καταδικάζει τη χειροτονία πεπτωκότων.
Κανών ΙΑ' - ΙΒ': Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
Κανών ΙΓ': Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
Κανών ΙΔ': Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ' - ΙΣΤ': Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
Κανών ΙΖ': Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
Κανών ΙΗ': Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.
Κανών Κ': Απαγορεύει τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής.

Επισπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.

Τα συμπεράσματα τις συνόδου υπογράφηκαν από περισσότερους από 318 και ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.
 
Ὁ Ἅγιος Τύχων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου


Βλάβην ὀλοθρεύοντος ἐκφυγὼν Τύχων,
Ζωῆς τυχὼν γέγηθε τῆς ἀνωλέθρου.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ κατερύκακε γαῖα Τύχωνα.

Ὁ Ἅγιος Τύχων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου, τὴν σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσό. Ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀφιερωθεὶς ὑπὸ τῶν φιλοθρήσκων γονέων του στὸν Θεό, ἔλαβε ἄρτια μόρφωση καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἁγνότητά του ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμαθούντος Μνημονίου διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος.
 
Ἡ ἱκανότητα, ὁ θερμὸς ζῆλος ὑπὲρ τοῦ θείου κηρύγματος καὶ οἱ πολλαπλὲς ἀρετές του τὸν ἀνέδειξαν, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μνημονίου, διάδοχό του, χειροτονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἁγίου Ἐπιφανίου († 12 Μαΐου). Ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Τύχων διακρίθηκε γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα, τὴν ἀδιάλειπτη διδασκαλία καὶ τὴν ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς Χριστιανικῆς πίστεως μέριμνά του. Ἔτσι, μετέστρεψε πολλοὺς εἰδωλολάτρες, κατέστρεψε ναοὺς εἰδωλολατρικοὺς καὶ εἴδωλα καὶ ἀνήγειρε Χριστιανικὲς ἐκκλησίες.

Κάποια ἡμέρα, ποὺ εἰσῆλθε σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναό, ἔδιωξε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος, τὴ Μιαρανάθουσα, ἡ ὁποία τὸν ἐξύβρισε. Μὲ παρρησία ἄρχισε νὰ τὴν ἐλέγχει γιὰ τὴν τυφλὴ ἐμμονή της στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀπέπνεε ἡ ὅλη του προσωπικότητα προκάλεσαν τέτοια ἐντύπωση στὴν ἱέρεια τῶν εἰδώλων, ποὺ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ Μιαρανάθουσα μὲ σεβασμὸ καὶ φόβο ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὴν κατηχήσει. Ἔτσι δέχθηκε τὸ Βάπτισμα μὲ μετάνοια καὶ ὀνομάσθηκε Εὐήθεια.

Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του καὶ τῆς ἁγνότητος τοῦ βίου του ἐπροικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, ἐπιτελέσας πολλὰ θαύματα στὴ ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἔτυχες, ἱερατείας, νεύσι κρείττονι, ἐκλελεγμένος, ὡς θεράπων τῆς Τριάδος ἐπάξιος· σὺ γὰρ τῶν ἔργων ἐκλάμπων ταῖς χάρισι, τὴν Ἐκκλησίαν ἐστήριξας θαύμασι. Τύχων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκετευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει Ἅγιε, θεοφιλεῖ διαπρέψας, Παρακλήτου δύναμιν, ἐξ ὕψους καθυπεδέξω, ξόανα, καθαιρεῖν πλάνης λαοὺς δὲ σώζειν, δαίμονας, ἀποδιώκειν νόσους ἰᾶσθαι. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ φίλον, Τύχων μακάριε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις τὸ δοχεῖον, τῶν τοῦ Πνεύματος ἀγαθῶν· χαίροις ὁ τῆς Κύπρου, ἀνέσπερος δᾳδοῦχος, ὦ Τύχων Ἀμαθοῦντος, ποιμὴν μακάριε.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος

Ζυγός συ Mάρκε τω βάρει τω των λίθων,
Tας χείρας ως πλάστιγγας εκκρεμών κάτω.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μάρκος, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, ἐτελειώθηκε κρεμασθείς, ἀφοῦ τοῦ ἐφόρτωσαν τὰ χέρια μὲ πέτρες. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.

Οἱ Ἅγιοι Πέντε Μάρτυρες ἐν Νικομηδείᾳ

Πίπτει συνάθλων πενταπύργιον μέγα,
Σεισμώ κλονηθέν τω ξίφει του δημίου.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν στὴ Νικομήδεια διὰ ξίφους.

Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες οἱ Ρωμαῖοι

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ πυρός.

Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου


Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος, Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, εἶναι γνωστὸς σὲ ἐμᾶς ἀπὸ ὑπόμνημα στὸ διάδοχό του, Ἅγιο Τύχωνα. Ὁ ὑπομνηματιστὴς ὀνομάζει τὸν Μνημόνιο «ἁγιώτατο». Διετέλεσε Ἐπίσκοπος κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ὡς δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάδοχός του Τύχων ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου.

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου


Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου, τιμᾶται τὴν 22α Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τὸ 1200 ἀπὸ τὸ Ρῶσο προσκυνητὴ Ἀντώνιο καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ» στὸ Βυζάντιο.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Δοκιαναῖς (ἢ πέραν ἐν Εὐδοκιαναῖς)


Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν ἀναφέρει ὅτι πρόκειται περὶ παραφθορᾶς τοῦ «Ἰουκουνδιαναῖς» καὶ εἰκάζει ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου «τῶν Μαρνακίου» ἢ «Μαρανακίου».

Ὁ Ἅγιος Ἐλάππας ὁ Μάρτυρας

Ο Άγιος Ελάππας αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον» έκδοση Αποστολικής Διακονίας 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη του.
 
Άγιος Αγάθαρχος Επίσκοπος Λευκάδας και οι Άγιοι Πέντε Θεοφόροι Πατέρες 


Μολύβδινη κυκλική σφραγίδα με χαραγμένες τις μορφές των τριών Αγίων Θεοφόρων Πατέρων Λευκάδος

Στα μισά του ανηφορικού δρόμου, που συνδέει τον ερημωμένο πια Αλέξανδρο με την παραθαλάσσια και σφύζουσα από ζωή Νικιάνα, ο οδηγός ή ο πεζοπόρος θα συναντήσει το Ησυχαστήριο των Αγίων Πατέρων. Πλήθη προσκυνητών ανηφορίζουν μέχρις εκεί, στις βορειοανατολικές παρυφές του όρους των Σκάρων, του λευκαδίτικου «Αγίου όρους», την Κυριακή των Πατέρων (Ζ’ από το Πάσχα), οπότε η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των 318 Θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.

Όλοι θα ασπαστούν την εικόνα των Αγίων, θα αντλήσουν από το αγίασμα και θα προσευχηθούν στα «άγια κορμάκια».

Η παράδοση μας παρέχει πολλές πληροφορίες για τους Αγίους Πατέρες και την σχέση τους με το νησί της Λευκαδας.

Προτού προλάβει η Εκκλησία του Χριστού να βγει νικήτρια από τη δοκιμασία των Διωγμών, ένα νέο πρόβλημα προέκυψε και ταλαιπωρούσε τα μέλη Της. Ήταν οι αιρέσεις. Μία από αυτές και ο Αρειανισμός. Ένας κληρικός από την Αλεξάνδρεια, ο πρεσβύτερος Άρειος, άρχισε να διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν Θεός και ένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, αλλά κτίσμα (δημιούργημα) του Θεού Πατέρα. Αρκετοί, κληρικοί και λαϊκοί, ασπάστηκαν τη διδασκαλία του, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τα πιστεύω της Εκκλησίας μας.

Για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο αυτό πρόβλημα, ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Άγιος Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε Σύνοδο όλων των Χριστιανών επισκόπων. Αυτή έλαβε χώρα το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της μικρασιατικής Βιθυνίας. Απ’ όπου υπήρχαν χριστιανικές Εκκλησίες έφτασαν επίσκοποι μαζί με τους συνοδούς τους. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχώριζαν οι Άγιοι Σπυρίδων Τριμυθούντος, Νικόλαος Μύρων, Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως (πρεσβύτερος ακόμη), Πέτρος Αλεξανδρείας, Αθανάσιος Αλεξανδρείας ο Μέγας (διάκονος τότε) και άλλοι. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι ήταν συνολικά 318 στον αριθμό.

Ένας από τους 318 Πατέρες ήταν και ο επίσκοπος Λευκάδος Αγάθαρχος. Καταγόταν μάλλον από την Αχαΐα και ήταν εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Παλαιάς Ηπείρου. Η αγιότητα του βίου του και η χαριτωμένη από το Άγιο Πνεύμα προσωπικότητά του λειτούργησαν, απ’ ό,τι φαίνεται, σαν πόλος έλξης και για άλλους πέντε από τους Πατέρες που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο της Νίκαιας.

Έτσι, στην επιστροφή του στο νησί της Λευκάδας και την επισκοπή του, τον ακολούθησαν οι πέντε αυτοί Πατέρες. Το πλοίο τους αποβίβασε στον φυσικό όρμο, όπου βρίσκεται σήμερα ο οικισμός «Επίσκοπος», ενώ και η διπλανή περιοχή της Νικιάνας, ετυμολογείται πιθανόν από τις λέξεις «Νέα Νίκαια».

Οι τρεις από τους Πατέρες διάλεξαν μια σπηλιά στο βουνό των Σκάρων και αποφάσισαν να μείνουν εκεί για το υπόλοιπο της ζωής τους. Πράγματι, έμειναν εκεί, περνώντας τον καιρό τους με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Το τέλος τους ήταν ειρηνικό. Θάφτηκαν εκεί που σήμερα είναι το μικρό εκκλησάκι του ησυχαστηρίου των Αγίων Πατέρων.

Από τον τάφο ενός από τους Πατέρες αναβλύζει συνεχώς αγίασμα. Μάλιστα, η στάθμη του δεν ελαττώνεται χειμώνα‐καλοκαίρι, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Κι ακόμη, δεν στερεύει ούτε και την ημέρα της γιορτής, οπότε χιλιάδες προσκυνητών αντλούν από το αγιασμένο νερό. Η Αγία Τράπεζα του μικρού ναού είναι πάνω στον τάφο του δεύτερου από τους Πατέρες, ενώ ο τρίτος είχε ταφεί στο σημείο που σήμερα είναι αναμμένα τρία καντήλια.

Δεν είναι λίγα και τα θαύματα που γίνονται συνεχώς σε όσους με πίστη πίνουν από το αγίασμα και επικαλούνται τη δύναμη των Αγίων Πατέρων.

Για παράδειγμα, στα 1890 μ.Χ. παρουσιάστηκαν στο μικρό ησυχαστήριο οι φοβεροί ληστές της εποχής, Ψήλιας και Χούτας. Με αλαζονεία ζητούσαν επίμονα να πιουν «από ‘κείνο το νερό». Όταν πλησίασαν στο σημείο του αγιάσματος, προσπάθησαν οι ίδιοι να αντλήσουν... «νερό». Αλλά, μάταια! Το αγίασμα είχε εξαντληθεί. Και δεν εμφανίστηκε μέχρι να πάει η μοναχή Ακακία για να αντλήσει απ’ αυτό και να δώσει στους έντρομους ληστές να πιουν.

Κι όταν σμήνος ακρίδων κατέστρεφε τα όσπρια (λαθύρια και ρεβύθια) που ήταν σπαρμένα στο Λιβάδι της Καρυάς, οι ακρίδες εξαφανίστηκαν απ’ την περιοχή, μόλις η ίδια μοναχή Ακακία ράντισε με το αγίασμα τις σπαρμένες εκτάσεις.

Κάτοικος των κοντινών Πηγαδισάνων νοσηλευόταν σε κλινική της Αθήνας προκειμένου να εγχειρισθεί, μετά από αποκόλληση που είχε πάθει στο μάτι. Την προηγούμενη της εγχείρησης νύχτα αισθάνθηκε φοβερούς πόνους στο μάτι. Καθώς δεν μπορούσε να βρεθεί ο γιατρός, μόλις ησύχασε για λίγο από τους φριχτούς πόνους, κατόρθωσε να αποκοιμηθεί. Βλέπει τότε σε όνειρο ότι περιπλανιόταν στην περιοχή της Ακόνης, γύρω από το ησυχαστήριο των Αγ. Πατέρων. Μόλις αντίκρυσε το μοναστήρι, θυμήθηκε το αγίασμα και τότε ένοιωσε έναν πόνο φοβερό. Ξύπνησε αμέσως, αλλά... θεραπευμένος! Δίχως να πονάει καθόλου. Επιβεβαιώθηκε μάλιστα η θεραπεία από το επιστημονικό προσωπικό της κλινικής, για να δοξάζεται το όνομα του Θεού και των Αγίων Πατέρων.

Οι άλλοι δύο από τους Πατέρες, που ακολούθησαν τον επίσκοπο Αγάθαρχο, μόνασαν στον χώρο που υπάρχει σήμερα το μοναστήρι της Φανερωμένης. Υπήρχε τότε μικρός οίκος προσευχής στη θέση εκείνη, όπου - πριν έρθουν στο νησί οι Απόστολοι Ακύλας και Ηρωδίων - υψωνόταν ο ειδωλολατρικός ναός της Λευκαδίας Αρτέμιδος. Έζησαν και αυτοί ασκητικά και «εκοιμήθησαν εν ειρήνη».

Δυστυχώς, η παράδοση δε διέσωσε τα ονόματα των πέντε Αγίων Πατέρων. Γιορτάζεται όμως η μνήμη τους πανηγυρικά την Ζ’ Κυριακή από το Πάσχα, κάθε χρόνο.

Στο ησυχαστήριο των Αγίων Πατέρων φυλάσσεται και «η σφραγίδα των Αγίων», δηλαδή μια μολύβδινη κυκλική σφραγίδα με χαραγμένες τις μορφές των τριών Αγίων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ.δʹ.
Ὑπερδεδοξασμένος εἷ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ φωστήρας ἐπί γῆς τούς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας· καί διʹαὐτῶν, πρός τήν ἀληθινήν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε, δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ἀσκητῶν τήν τριάδα ἀνευφημήσωμεν, τήν ἐν Νικαίᾳ Τριάδος Πίστιν σαφῶς τήν ὀρθήν, ἐν συμβόλῳ ἱερῷ διακηρύξασαν· τούς ἐν παννύχοις προσευχαῖς σύν ἐδεσμάτων ἀποχῇ πραΰναντας ὁρμάς σαρκίου, τῶν Λευκαδίων ὁ δῆμος ἐν ἑνί στόματι ὑμνήσωμεν.


Οἱ Ἅγιοι Φερραίολος καὶ Φερρούκιος οἱ Ἱερομάρτυρες οἱ ἐν Γαλατίᾳ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φερραίολος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνου († 23 Αὐγούστου), ἐστάλη μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Φερρούκιο, κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., στὴν πόλη Μπεζανσὸν τῆς Γαλλίας, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Συλληφθέντες ἐπὶ αὐτοκράτορος Καρακάλλα (211 – 217 μ.Χ.), ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 212 μ.Χ.

Οἱ Ἁγίες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα οἱ Παρθενομάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Βολτέρρα τῆς Ἰταλίας.

Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νάντης

Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς Νάντης τῆς Γαλλίας κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἐξυμνεῖται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Τουρώνης ὡς μέγας Ὁμολογητής. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 310 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Κεττίνος

Ὁ Ἅγιος Κεττίνος, Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Πατρικίου, Ἀποστόλου τῆς Ἰρλανδίας († 17 Μαρτίου), ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ρεχρέιν στὴ νῆσο Λάμπεϋ κοντὰ στὸ Δουβλίνο καὶ διετέλεσε πρῶτος ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Κουρίγγος ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Κουρίγγος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., καὶ θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λάνμπανταρν τῆς Οὐαλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τῶν Ὁσίων Τεϊλίου († 9 Φεβρπυαρίου) καὶ Δαβὶδ τῆς Οὐαλίας († 1 Μαρτίου). Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Βουδίκου τῆς Κορνουάλης καὶ Ἐπίσκοπος.
Ὁ Ὅσιος Ἰσμαήλ, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Οὐαλία, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
 
Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης

Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης τῆς Γαλλίας ἀπὸ τὸ 546 ἕως τὸ 551 μ.Χ., πιθανὸν ἔτος τοῦ θανάτου του. Ἐτοποθετήθηκε στὴν ἕδρα αὐτὴ μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Χιλδεβέρτου Α’ ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Βιγιλίου (538 – 555 μ.Χ.). Τὸ 548 μ.Χ., ἵδρυσε μία ἀνδρικὴ καὶ μία γυναικεία μονή, καθόρισε δὲ καὶ Κανόνα γιὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτές. Τοῦ Αὐρηλιανοῦ σώζεται, ἐπίσης, ἐπιστολὴ πρὸς τὸν βασιλέα Θευδεβέρτο Α’.
Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας.

Ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς Μόσχας

Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἱερὰ μονὴ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1378.

Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ ἐν Μεντὺν τῆς Ρωσίας


Ὁ Ὅσιος Τύχων τοῦ Μεντὺν καὶ τῆς Καλούγκα ἔζησε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Χούντωφ τῆς Μόσχας. Κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, ἀσκήτεψε σὲ ἀπομονωμένο τόπο τοῦ Μαρογιαροσλάβλ καὶ μέσα στὴν κοιλότητα μιᾶς βελανιδιᾶς κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βεπρίκα. Ἐκεῖ ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία καὶ κατεύθυνε πνευματικὰ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1492.

Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν τῷ Λούκωφ τῆς Ρωσίας


Ὁ Ὅσιος Τύχων, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἦταν στρατιώτης στὴν περιοχὴ τῆς Λιθουανίας στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπος τοῦ Μπελύϊ. Τὸ 1482, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχθεῖ τὴν Οὐνία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λιθουανία καὶ κατέφυγε στὴ Ρωσία. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Λοὺκ στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Κοστρόμας. Ἡ Λούκ, κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο, ἦταν ὑπὸ τὴν διακυβέρνηση τοῦ Λιθουανοῦ πρίγκιπος Θεοδώρου Βέλσκυ. Ἐκεῖ ἀνήγειραν, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του Φώτιο καὶ Γεράσιμο, ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Τύχων, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1503.

Οἱ Ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων οἱ ἐν Σολόκοβο τῆς Ρωσίας

Οἱ ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων ἀσκήτεψαν κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἔρημο τοῦ Σολόκοβο καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Καράτσεβ τῆς Ρωσίας

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Τύχωνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Καράτσεβ στὴν Ἐπαρχία τοῦ Ὀρέλ, ἀναφέρεται σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Καουαϊκχόρσος ὁ Μάρτυρας ὁ Ἰβηρίτης μοναχὸς ἐν Ἱερουσαλήμ


Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καουαϊκχόρσος καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ σάχη Ἀμπᾶ, τὸ 1612.

Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα


Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἐγεννήθηκε στὸ Μπορισογκλὲμπσκ τῆς Ρωσίας, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1782. Οἱ γονεῖς του, Ἰβὰν Γρηγορίεβιτς Πουτίλωφ καὶ Ἄννα Ἰβάνοβνα Γκολοβίνα, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ παππούς του ἀπὸ τὴν μητέρα του, ὁ Ἰωήλ, ἦταν ἱεροδιάκονος καὶ εὐσεβὴς γέροντας, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ Σερπούκωφ Βυσότσκυϊ. Ἡ οἰκογένεια εἶχε ἀκόμη πέντε παιδιά, τὸν Κύριλλο, τὸν Ἰωνᾶ, τὸν Βασίλειο, τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὴν Ἀνυσία καὶ ἄλλα τέσσερα ποὺ ἀπέθαναν νήπια. Οἱ τρεῖ υἱοὶ Τιμώθεος, μετέπειτα ἡγούμενος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, Ἀλέξανδρος, μετέπειτα ἡγούμενος Ἀντώνιος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μαλογιαροσλάβετς, καὶ Ἰωνᾶς, μετέπειτα ἡγούμενος Ἡσαΐας τῆς μονῆς Σάρωφ, ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώθηκαν στὸ Θεό.

Οἱ γονεῖς του ἀνέθρεψαν τὸν Τιμόθεο μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλακόλουθος καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη. Ὅταν εὑρισκόταν μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωνᾶ στὴ Μόσχα γιὰ δουλειά, ἐμελετοῦσε πολὺ καὶ ἀντέγραφε ὅσες περικοπὲς πνευματικῶν κειμένων ἐθεωροῦσε ἀξιόλογες. Στὴ Μόσχα ἐγνώρισε καὶ τὴν ἁγία γερόντισσα μοναχὴ Δοσιθέα, ποὺ ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι Ἰβανόφσκυϊ τῆς Μόσχας καὶ τὸν συνέδεσε πνευματικὰ μὲ τοὺς γέροντες τῆς μονῆς Νόβο – Σπάσκυϊ Ἀλέξανδρο καὶ Φιλάρετο, ποὺ εἶχαν πνευματικοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν φημισμένο στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυϊ.

Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιρρήσεις καὶ μετὰ ἀπὸ περιπέτειες ὁ πατέρας του ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του στὸν υἱό του Τιμόθεο νὰ πάει στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ἐνῶ ἐκράτησε κοντά του τὸν Ἰωνᾶ, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὴν εὐχή του ἀργότερα. Ἔτσι ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Ἰωνᾶς ἐπῆγαν στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν στὴν ἀκμή του.

Ὁ Ἰωνᾶς ἔμεινε γιὰ πάντα στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἡσαΐας. Ἀργότερα ἔγινε σκευοφύλακας καὶ μετά, τὸ 1842, ἡγούμενος. Ἐκοιμήθηκε τὸ 1860.

Ὁ Τιμόθεος ἔφυγε γιὰ τὴ Μόσχα τὸ 1808 καὶ ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σβένσκ, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὴν Ἐπισκοπὴ Ὀρλώφ. Ἐκεῖ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ σκευοφύλακος, τὴν ἀλληλογραφία τῆς μονῆς καὶ τὴν ἀνάγνωση στὶς Ἀκολουθίες. Διάφορες τυπικὲς δυσκολίες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν κουρὰ τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ ἱερομονάχου Ἀλεξίου τῆς μονῆς Σιμονὼς τῆς Μόσχας, προτίμησε νὰ ζήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τῶν ἀναχωρητῶν τοῦ Ροσλάβλ. Τὸ 1811, ὁ Τιμόθεος ἔφθασε στὰ δάση τοῦ Ροσλὰβλ καὶ στὴν ἀρχὴ ἔμεινε μὲ τὸν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο, τὸν γεροντότερο ἀπὸ τοὺς ἀναχωρητές, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μυστικὰ μοναχὸ δίδοντάς του τὸ ὄνομα Μωυσῆς. Τὸ 1816, ἔφθασε στὸ δάσος τοῦ Ροσλάβλ καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔγινε, τὸ 1820, μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀντώνιος.

Ὡστόσο ὁ Ὅσιος Μωυσῆς συνέχιζε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Σὲ κάποιες ἐλάχιστες σημειώσεις, ποὺ διασώθηκαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ὅσιος ἔγραφε: «Τὸ Πάτερ ἡμῶν εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας, γιὰ νὰ καλύψει ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς παρούσας καὶ τῆς μέλλουσας ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ αὐτὴ ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος εὐλογεῖ καὶ τὴν ἀκόλουθη, ὅταν λέγεται μὲ πίστη καὶ ταπείνωση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Πολυεύσπλαγχνε καὶ Οἰκτίρμον, ὁ πολὺς ἐν ἐλέει καὶ πλούσιος ἐν οἰκτιρμοῖς, ὁ συμπαθής, ὁ παρέχων συγγνώμην, ὁ ἀληθινός, μὴ ὀργισθῇς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐπίβλεψον ἡμῖν ὡς φιλάγαθος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σῶσον, Κύριε, καὶ ἐλέησον τὸν δοῦλόν Σου, τὸν ἀδελφόν μου (τόνδε). Κύριε, χάρισέ του γνῶσιν καὶ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τῶν ἐντολῶν Σου, εἰρήνην ψυχῆς καὶ σώματος, ὑγείαν εὶς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἔργων τῆς ὑπακοῆς Σου, ὥστε νὰ τελέσῃ ἐν φόβῳ πᾶσαν ἀνατεθεῖσαν αὐτῷ ἐργασίαν, μὲ ταπείνωσιν, ἄνευ δικαιώματος ἢ γογγυσμοῦ ἢ προσκόμματος ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, ἐν ἁπλότητι καρδίας, συμφώνως πρὸς τὸ πανάγιον θέλημά Σου...».

Ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, εἶναι πώς, ἀπὸ εὐσέβεια πρὸς τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, ὅσο ζοῦσε στὰ δάση τοῦ Ροσλάβλ, ἐμελετοῦσε ἀλλὰ καὶ ἀντέγραφε τὰ κείμενά τους ὄρθιος. Καὶ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ πολύωρη ὀρθοστασία στὴν προσευχή.

Τὸ 1821, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ φιλομόναχου Ἐπισκόπου Καλούγκα Φιλαρέτου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς πατέρες Ἀντώνιο, Ἱλαρίωνα καὶ Σαββάτιο, ἦλθε στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα, καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ἐξεκίνησε τὴ δημιουργία νέας Σκήτης. Μετὰ τὰ ἐγκαίνιά της, στὶς 5 Φεβρουαρίου 1822, ὁ Ὅσιος, στὶς 22 Δεκεμβρίου ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου πρεσβύτερος. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε, τὸ 1826, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, παρὰ τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὡς μοναχός: μὲ ἀγρυπνίες, νηστεία, προσευχή, ἡσυχία, ταπείνωση, αὐστηρὴ ἄσκηση, φιλοξενία, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη, πίστη, ὑπομονή, πραότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς πνευματικὸς ἀνάπαυε τὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν τῆς μονῆς.

Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ἡ ὑγεία τοῦ Ὁσίου ἔφθινε. Ἀλλὰ ὁ ζῆλός του ἐμεγάλωνε. Νοιαζόταν γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ τῆς μοναχικῆς πρακτικῆς καὶ τῶν κοινοβιακῶν κανόνων. Παρὰ τὴν ἀσθένειά του ὁ Ὅσιος Μωυσῆς προσπαθοῦσε νὰ λειτουργεῖ καὶ ἐκοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνεχῶς. Τὸ βράδυ τῆς 6ης Ἰουνίου 1862 ἐκάρη μεγαλόσχημος καὶ ἐζήτησε νὰ γραφεῖ ἡ πνευματικὴ διαθήκη του. Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου ἐπιδεινώθηκε. Ἐκεῖνος ἐζήτησε νὰ ἀναγνωσθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς ἐδιάβαζε τὸ τέλος τοῦ 16ου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, «Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ...», ὁ Ὅσιος Μωυσῆς παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.



Πνευματικὴ Διαθήκη Ὁσίου Μωυσῆ



«Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ζωοποιοῦ καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!

Ἐγὼ ὁ ὑπογραφόμενος, ὁ πολὺ ἁμαρτωλὸς ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς τῆς μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Ὄπτινα, τῆς Ἐπισκοπῆς Καλούγκα, ἀξιώθηκα νὰ λάβω ἀμέτρητα καὶ ἀνέκφραστα ἐλέη καὶ εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Πανάγαθο καὶ Πολυεύσπλαγχνο Κύριό μου, σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Ἀξιώθηκα νὰ γίνω μοναχός, νὰ δεχθῶ τὸ ὑπούργημα τῆς ἱερωσύνης καὶ νὰ γίνω ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης, ἐνῶ εἶμαι ἄμοιρος ἔργων ἀγαθῶν. “Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ πέρι πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;”. Μέσα μου νιώθω καὶ ἐκφράζω τὴ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη μου καὶ παρακαλῶ τὴν ἀγαθότητά Του νὰ μοῦ χαρίσει τὴ σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς μου. Νὰ μοῦ δώσει τέλος ἀγαθό, ὥστε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ ἀνείκαστο ἔλεός Του καὶ τὴν ἀτίμητη θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, νὰ ἀξιωθῶ νὰ παρασταθῶ ἀκατάκριτος στὴ φοβερὴ καὶ δίκαιη κρίση του καὶ νὰ μὲ βάλει στὰ δεξιά Του, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς Του. Καὶ ἀπὸ σᾶς, πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ πνευματικά μου τέκνα, ζητῶ νὰ εὔχεσθε στὸν Κύριο, ὥστε νὰ μὴ μὲ στερήσει ἀπὸ τὸ ποθούμενο.

Ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ αἰσθάνομαι ἀδύναμος καὶ ἀσθενὴς καὶ καταλαβαίνω πὼς ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου μου εἶναι ἄγνωστος, σκέφθηκα πὼς εἶναι καλὸ ν’ ἀφήσω μία διαθήκη, ὄπως ἔχω δικαίωμα, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται στὴν κατοχή μου. Αὐτὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἅγιες εἰκόνες καὶ πνευματικὰ βιβλία, ποὺ ἐβοήθησαν στὴν κατάρτιση τῆς ψυχῆς μου. Χρήματα δὲν ἔχω. Ἀπὸ τότε ποὺ εἰσῆλθα στὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς μέχρι σήμερα ζῶ σὲ μοναστήρι κοινόβιο. Ἔτσι δὲν εἶχα ποτὲ ἐνδιαφέρον ν’ ἀποκτήσω περιουσία, διότι θυμόμουν τὸν ὅρκο ποὺ ἔδωσα στὸν Θεὸ νὰ ζήσω μὲ ἀκτημοσύνη. Ἀνάγκη γιὰ φαγητὸ καὶ ἔνδυση δὲν εἶχα, διότι μοῦ τὰ ἔδιδε ὄλα τὸ μοναστήρι. Ἔτσι, τὰ λινά, τὰ εἴδη ρουχισμοῦ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίπλωση, εὑρεθεῖ στὸ κελί μου μετὰ τὸ θάνατό μου δὲν ἀνήκουν σὲ μένα ἀλλὰ στὸ μοναστήρι καὶ θὰ πρέπει νὰ δοθοῦν στὸ κελάρι, γιὰ νὰ μοιρασθοῦν ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἅγιες εἰκόνες νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ταιριάζουν καλύτερα.Τὰ πνευματικά μου βιβλία, ποὺ συλλέγω ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα μοναχός, τὰ θεωρῶ μεγάλο θησαυρό, ποὺ ἔθρεψαν τὴν ψυχή μου μὲ τροφὴ ἀθάνατη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή. Τ’ ἀφήνω ὅλα στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς, γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν πατέρων καὶ τῶν ἀδελφῶν μου.

“Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι”. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλω ὅλα ὅσα ἔχω στὴν κατοχή μου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ καλυφθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ τὸ σῶμά μου, νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὸ κελί μου, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις μου.Ἔτσι, μετὰ τὸ θάνατό μου, κανένας δὲν θὰ κουρασθεῖ γιὰ νὰ ἐντοπίσει καὶ νὰ καταγράψει τὴν περιουσία μου καὶ κανένας δὲν θὰ ἔχει εὐθύνη γι’ αὐτήν.

Οἱ συγγενεῖς μου δὲν ἔχουν νὰ κάνουν τίποτα μὲ τὴν περιουσία μου αὐτή. Εἶμαι σίγουρος πὼς δὲν θὰ ἀνακατευθοῦν, θὰ μείνουν εὐχαριστημένοι μὲ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωσε. Δὲν θὰ θελήσουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὴ μοναστικὴ περιουσία, διότι ἀνήκει στὸ μοναστήρι. Ἂν τολμήσουν νὰ τὴν ἀγγίξουν, αὐτὴ θὰ γίνει φωτιά, ποὺ θὰ κάψει τὴν κληρονομία τους.

Ὅταν φανεῖ εὐάρεστο στὸν Θεὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμά μου, παρακαλῶ τὸν πνευματικό μου πατέρα καὶ ὅλους τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, νὰ ἐνταφιάσουν τὸ σῶμά μου σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ καὶ μοναστηριακὴ τάξη. Μετά, σᾶς παρακαλῶ, νὰ συνεχίσετε νὰ μὲ μνημονεύετε, τόσο στὶς Ἀκολουθίες ὅσο καὶ στὶς κατὰ μόνας προσευχές σας, ὥστε ὁ Κύριος νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή μου μετὰ τῶν δικαίων.

Ἂν ὅσο ἐζοῦσα, ἐλύπησα κάποιον μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, μὲ ἔργα, μὲ λόγια ἢ μὲ τοὺς λογισμούς μου, ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἂν κάποιος μὲ ἐλύπησε μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τὸν συγχωρῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου.

Ἔγραψα τὴν πνευματική μου αὐτὴ διαθήκη μὲ τὴ θέλησή μου, ἔχοντας σώας τὰς φρένας καὶ ἐναργὴ μνήμη.



6 Ἰουνίου 1862

Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ὄπτινα

Ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς».

Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τομπὸλσκ Ρωσίας


 
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἐφραίμοβιτς Ντολγκάνωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 25 Ἀπριλίου 1858, στὴν περιοχὴ τῆς Χερσονήσου. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς καὶ εὐλαβοῦς οἰκογένειας καὶ ὁ πατέρας του ἐγκατέλειψε τὴν ἱερατικὴ διακονία στὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωση ἐσπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Νοβοροσίσκ νομική, ἱστορία καὶ φιλολογία καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Νικάνορα (Μπρόβκοβιτς) ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Ἔτσι εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος, στὶς 28 Νοεμβρίου 1890. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 2 Δεκεμβρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ διορίζεται ἱεροκῆρυξ. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐργάζεται σκληρὰ καὶ διορίζεται, τὸ 1898, διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Τυφλίδος. Ἡ δραστηριότητά του εἶναι μεγάλη. Ἱδρύει ἐνοριακὰ σχολεῖα καὶ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Λίγο ἀργότερα, στὶς 21 Μαρτίου 1903, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Σαράτωφ καὶ διορίζεται μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἀναλώνει τὸν ἑαυτό του στὴ νέα ἐπισκοπικὴ διακονία καὶ εἶναι πατέρας γιὰ τὸ λαό του.
Ἀνεγείρει ναούς, μεριμνᾶ γιὰ τὴ διοργάνωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ τῶν μονῶν, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση, γιὰ τὴν αὔξηση τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, τὴν ἔκδοση ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων γιὰ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, κηρύττει συνεχῶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τόσο στοὺς ἐπιστήμονες ὅσο καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης ἐθαύμαζε τὸν Ἐπίσκοπο Ἑρμογένη καὶ προεῖπε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο αὐτοῦ, ποὺ συνέβη τὸ 1918.

Πηγές:http://www.saint.gr/06/16/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/16/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου