- Ἡ ὑποτιθέμενη «σύγχυση» μεταξύ τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» καί τοῦ «Τιμίου Σταυροῦ».
Δεύτερη «σύγχυση» ποὺ καταλογίζεται στοὺς ὀρθοδόξους, εἶναι μεταξὺ τοῦ «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» καὶ τοῦ «Tιμίου Σταυροῦ». Μέσω τῆς κατηγόρησης αὐτῆς ἐπιχειρεῖται νὰ διαχωρισθοῦν τὰ ἐν λόγω δύο ὡς ἀλλότρια, ὥστε νὰ προστεθεῖ μία ἀκόμα δικαιολογία γιὰ τὴν καταφρόνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ διενεργεῖται σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Ἐγκύκλιου.
Ἔτσι, δίνεται ἔμφαση στὴν ἀξία τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Ἐσταυρωμένου, σὲ ἄκρα ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ βεβαίως εἶναι ἐπίσης τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μὲ προσαρτημένη ἢ ἁγιογραφημένη τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Διατείνεται πρὸς τοῦτο, ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ «σταυρο-προσκυνᾶ» καὶ ὄχι «ἐσταυρωμενο-προσκυνᾶ»,[1] σημειώνοντας ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ προσκυνᾶ τὸν Σταυρὸ «ὅλον τὸν χρόνο», ἐνῶ τὸν Ἐσταυρωμένο «γιὰ μία μόνον ἡμέρα», παραθεωρώντας ὅτι καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος προσκυνεῖται ὁμοίως ὅλον τὸν χρόνο ἀφοῦ εἶναι ἀνάγλυφος ἢ ἁγιογραφημένος πάνω στὸ ἅγιο Ευαγγέλιο καὶ στὸν Σταυρὸ λιτανειῶν. Το δὲ Εὐαγγέλιο προσκυνεῖται πρῶτο κατὰ τὴν τάξιν τῆς προσκυνήσεως καὶ μετὰ ὁ Σταυρός.[2]
Γίνεται κατόπιν παραπομπή στὶς ἑορτὲς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀποσιωπώντας ὡστόσο ὅτι: α) καὶ οἱ δύο ἑορτὲς αὐτὲς εἶναι καὶ ὀνομάζονται «δεσποτικὲς», ἀφοῦ ὁ Σταυρὸς ἀνήκει στὸν Ἐσταυρωμένο Δεσπότη Χριστό, καὶ β) ὅτι τιμώντας τὸν Σταυρὸ ἀνάγεται ἡ τιμὴ στὸν Ἐσταυρωμένο.[3]
Ἀσφαλῶς δύναται νὰ γίνει εἰκαστικὴ διάκριση μεταξὺ τῶν δύο (Σταυροῦ καὶ Ἐσταυρωμένου), ὄχι ὅμως θεολογικὴ, ὅπως θὰ δοῦμε. Στὶς ἑορτὲς αὐτὲς ἡ Ἐκκλησία δίνει ἔμφαση σαφῶς στὴν προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ διότι:
α) Ἡ ἑορτὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως βρίσκεται στὸ μέσο τῆς Μ.Τεσσαρακοστής ὡς βοήθημα στοὺς πιστοὺς ποὺ προπαρασκευάζονται γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν Παθὼν κατὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Μεγάλη Παρασκευή, ὁπότε καὶ προσκυνοῦν τὸν Ἐσταυρωμένο (παλαιότερα δέ, τὴν εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως). Τοὺς προετοιμάζει, δηλαδή, ἡ ἑορτὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ σύνολη ἡ Μ.Τεσσαρακοστή γιὰ τὴν προσκύνηση τοῦ λυτρωτικοῦ γεγονότος τῆς Σταυρώσεως. Τοὺς προετοιμάζει γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ θέαμα καὶ προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ κατάληξη τὴν Ἀνάσταση. Δίνεται λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Τριωδίου, μία ἀναψυχὴ στοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸν κόπο τῆς νηστείας καὶ παράλληλα ἡ Ἐκκλησία παρέχει μία πρόγευση ἀπὸ τὴν προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου ποὺ θὰ ἔλθει τέσσερις ἑβδομάδες μετά.
Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι σταύρωσης τοῦ ἑαυτοῦ μας, κατὰ τὸ ὁποῖο βιώνουμε – ἔστω καὶ περιορισμένα – τὴν οὐσία τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀποτυπώνεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μοῦ ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8,34). Ὅμως, ἡ ἱκανότητά μας νὰ σηκώσουμε τὸν δικὸ μας σταυρὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστὸ πηγάζει ἀπὸ τὴν θέαση καὶ τὸν στοχασμὸ τοῦ δικοῦ Του Σταυροῦ, τοῦ Σταυροῦ ποὺ σήκωσε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸς εἶναι ποὺ προσδίδει νόημα, κατεύθυνση, ἀλλὰ καὶ δύναμη στὸν προσωπικὸ μας ἀγῶνα καὶ ἂν ἀκόμα δὲν βλέπουμε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ συνεπινοεῖται ὅμως κατὰ ἄμεσο τρόπο Ἐκεῖνος ποὺ προσηλώθη πάνω του. Δὲν προσκυνοῦμε λοιπὸν ἕναν Σταυρὸ ξένον Χριστοῦ, ἀλλὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Ἐσταυρωμένου.
β) Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἔχει σαφῶς ὑπομνηματικὸ χαρακτῆρα δύο πολὺ σπουδαίων ἱστορικῶν γεγονότων.
Τὸ πρῶτο εἶναι, ὅταν μετὰ τὴν ἀνεύρεσή του ἀπὸ τὴν ἁγία Ἑλένη, παραδόθηκε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Μακάριο, ὁ ὁποῖος τὸν τοποθέτησε καὶ ὕψωσε στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὶς 14 Σεπτεμβρίου 335.
Τὸ δεύτερο γεγονὸς εἶναι ἡ δεύτερη ὕψωση τοῦ Σταυροῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, μετὰ τὴν ὁριστικὴ νίκη του ἐναντίον τῶν Περσῶν τὸ 628, ἀνέκτησε τὸν Τίμιο Σταυρό -καθὼς εἶχε προηγηθεῖ ἡ κλοπὴ του ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614- καὶ τὸ μετέφερε ἀρχικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, προβάλλοντας θριαμβευτικὰ αὐτὸν στὶς 14 Σεπτεμβρίου 629 καὶ στὴ συνέχεια στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἔτσι, σὲ ὑπόμνηση αὐτῶν τῶν δύο ἱστορικῶν γεγονότων, προβάλλεται, ὑψώνεται καὶ τίθεται σὲ προσκύνηση ὁ Τίμιος Σταυρός, κατὰ μίμηση τῶν γεγονότων αὐτῶν∙ ἐνῶ παράλληλα τιμοῦμε τὴν ἑορτὴ μὲ αὐστηρὰ νηστεία, διότι ὁ Τίμιος Σταυρὸς εἶναι ὑπόμνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Χωρὶς τὸν Σταυρωθέντα Χριστὸ καὶ πρὶν ἀνέλθει σ’ αὐτόν, ὁ σταυρὸς ἦταν ἕνα ἀτιμωτικὸ ὄργανο. Ἡ ἀξία του ἔγκειται στὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς Θυσίας πάνω σ’ αὐτὸν τοῦ Σταυρωθέντος. Γι’ αὐτὸ καὶ τιμᾶται, ὡς ἀναπόσπαστο μὲρος τῆς θεολογικῆς ἀνάγνωσης τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου.
Καὶ πάλιν ἀνάγκη νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι διαχωρισμὸς Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο δὲν ὑφίσταται στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ διδαχές τους μᾶς φανερώνουν ὅτι ὁ Σταυρὸς εἰκονίζει τὸν Χριστὸ.[4] Σταυρὸς καὶ Ἐσταυρωμένος δὲν χωρίζουν. Ὅπου ὁ Σταυρός, ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος.[5] Καὶ δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ὁ Σταυρὸς χωρὶς τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν Σταυρὸ μὲ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτὸν.[6] Γι’ αὐτούς ἀκριβῶς τούς λόγους ἀπευθυνόμαστε στόν Σταυρό ὅπως ἀπέναντι σέ πρόσωπο: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τή δυνάμει σου».
Ἀπεναντίας, αὐτή τήν διάκριση (Σταυροῦ χωρίς ἀπεικόνιση Χριστοῦ καί Ἐσταυρωμένου) -ὑπενθυμίζουμε- ἔκαναν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ εἰκονομάχοι, ἀπό τούς πιό μετριοπαθεῖς μέχρι τούς πιό φανατικούς. Ὁ Σταυρός ἐτιμᾶτο ἀπό ὅλους αὐτούς, ὄχι ὅμως καί ὁ Ἐσταυρωμένος. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀποφαίνεται ὅτι: «Ἄν κάποιος ἀρνεῖται νά ζωγραφίζεται καί νά ἐπιδεικνύεται πρός σωτηρίαν στόν λαό τοῦ Θεοῦ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ σέ κάθε τόπο, αὐτός εἶναι αἱρετικός».[7]
Τέλος, ἐπειδὴ στὴν Ἐγκύκλιο ζητεῖται : «ἂς βροῦν κάποιοι ἕναν ὕμνο, ἕνα τροπάριο ποὺ νὰ ἀναφέρεται σὲ “Ἐσταυρωμένο” καὶ σὲ “λατρεία Ἐσταυρωμένου”», μετὰ χαρᾶς προσφέρουμε ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ Τριώδιο ποὺ εἶναι μία τεράστια «Ἀκολουθία τοῦ Ἐσταυρωμένου», ἀφοῦ σὲ ὅλο τὸ μῆκος του προσκυνᾶ καὶ λατρεύει, ἐξυμνεῖ καὶ εὐγνωμονεῖ, δέεται καὶ ἱκετεύει τὸν Ἐσταυρωμένο μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα Του, ἐξ’ οὗ καὶ τὸ κάτωθι ἀπόστιχο τῶν αἴνων τῆς Τετάρτης τῆς Τυρινῆς μὲ σαφῆ ἀναφορὰ στὸν Ἐσταυρωμένο:
«Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχὴ μου, καὶ παθῶν μὴ καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφία, εἰ μὴ γὰρ ἀφορμὴ σοι γένηται πρὸς διόρθωσιν, ὡς ψευδὴς μισεῖσαι παρὰ Θεοῦ, καὶ τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι, τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις, μὴ οὖν ἁμαρτάνουσα, τὴν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος, πρὸς ὁρμὰς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι Ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δὲ συσταυροῦσθαι, τῷ διὰ σὲ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρὸς αὐτόν, Μνήσθητι μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλεία σου».
Καὶ ἕνα ἀκόμα, ἀναφερόμενο σὲ «λατρεία Ἐσταυρωμένου», λατρεία τοῦ ὑψωθέντος στὸν Σταυρὸ Χριστόν – ἀπὸ τοὺς μακαρισμούς τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Παρασκευῆς:
«Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ, καὶ τοῦ θανάτου λύσας τὴν δύναμιν, καὶ ἐξαλείψας ὡς Θεός, τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον Κύριε, Ληστοῦ τὴν μετάνοιαν, καὶ ἡμῖν παράσχου μόνε φιλάνθρωπε, τοῖς πίστει λατρεύουσι, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ βοῶσι σοι. Μνήσθητι καὶ ἡμῶν Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλεία σου».
- Λοιπὰ ἐπιλήψιμα στοιχεῖα τῆς Ἐγκυκλίου.
α. Δυστυχέστατα πάλι, διαβάζουμε ὅτι «ἡ ἄτοπη τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς ἐκεῖ πίσω παραπέμπει σὲ μιὰ ματαιότητα τοῦ νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς τελικὰ ἀναστήθηκε, ἀφοῦ παραμένει ἐσαεὶ μέσα στὴν Ἱστορία σταυρωμένος καὶ κρεμασμένος ἐπάνω στὸν Σταυρὸ… ὁ χῶρος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν εἶναι μαυσωλεῖο νεκροῦ Θεοῦ, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς Ρ/Καθολικούς…»[8], «Μένει ἐκεῖ ὁ Χριστὸς αἰώνια Ἐσταυρωμένος καὶ νεκρὸς»,[9] ὅτι «μὲ τὴν ἀντι-παραδοσιακή αὐτὴν τοποθέτηση ἐκθρονίσαμε τὴν Ζῶσα Ἁγία Τριάδα καὶ θέσαμε στὴν θέση Της τὸ Δεύτερο Ἀναστημένο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος σὲ κατάσταση μόνιμης νεκρότητας, ἡ ὁποία, ἐνῶ ἦταν στιγμιαία, παραμένει μόνιμη, καὶ προβάλλουμε ὅλο τὸν χρόνο ἕναν Θεὸ πεθαμένο»[10] καὶ ὅτι ἡ «Μ. Παρασκευὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἡμέρα τοῦ χρόνου ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν τελεῖ Θεία Λειτουργία ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν προσφέρει σῶμα “πεθαμένου Θεοῦ” στοὺς ἀνθρώπους»[11].
Τί μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς γι’ αὐτὲς τὶς ἀνήκουστες γνῶμες;
Τί δίδαξε ὁ Χριστὸς ὅτι μᾶς προσφέρει; «Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐὰν τὶς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σὰρξ μοῦ ἐστίν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». (Ἰω.6,51). Εἶναι «σῶμα πεθαμένου Θεοῦ» ὁ ζῶν Ἄρτος; Τί ὀμολογοῦν οἱ ἱερεῖς στὴ Θ.Λ. τοῦ Μ. Βασιλείου; «Μέλλων γὰρ ἐξιέναι ἐπὶ τὸν ἑκούσιον, καὶ ἀοίδιμον καὶ ζωοποιὸν αὐτοῦ θάνατον, τῇ νυκτί, ᾗ παρεδίδου ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς…» καὶ μὲ τὴν ἄλλη ρήση, ὅταν κοινωνεῖ ὁ ἱερέας; «Ἔτι μεταδίδοταί μοι… τῷ ἀναξίῳ ἱερεῖ τὸ τίμιον καὶ πανάγιον καὶ ζωηρὸν αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν μοῦ ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Σῶμα πεθαμένου προσφέρεται στὴ Θεία Λειτουργία; Καὶ μάλιστα «πεθαμένου Θεοῦ»;
Σὲ ποιὰ «μόνιμη νεκρότητα» δῆθεν θέσαμε τὸν Χριστό; Ἐμεῖς βλέπουμε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ πιστεύουμε ὅτι ὁ Σταυρὸς δὲν ἐμπόδισε τὴν ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Τί μᾶς διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος; «Τὴν γοῦν ζωὴν οὐ διέκοψεν ὁ σταυρὸς, οὐδὲ ἐνεπόδισε τὴν ἀνάστασιν, ἀλλὰ καὶ ἀνέστη καὶ ζῆ. Ὅταν δὲ ἀκούσης σταυρὸν καὶ ζωὴν, τὸν περὶ τῆς οἰκονομίας ἐκδέχου λόγον».[12]
Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι «μένει ἐκεῖ ὁ Χριστὸς αἰώνια Ἐσταυρωμένος καὶ νεκρός»; Ἂν μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα συμβαίνει κάτι τέτοιο, συνεπῶς, τὸ ἴδιο θὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη. Ἡ θέση αὐτή, προκρίνεται στὴν Ἐγκύκλιο, αὐθαίρετα, ὡς ἡ μόνη ἐπιτρεπτή. Κατὰ τὴν ἴδια φιλοσοφία λοιπόν, καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καθιστᾶ ἐπίσης τὸν Χριστὸ μένοντα ἐκεῖ αἰώνια στὴν κατάσταση τῆς Σταυρώσεως καὶ νεκρὸν. Άπαγε!
Ποῖοι Πατέρες δίδαξαν ποτὲ ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος «παραπέμπει σὲ μιὰ ματαιότητα τοῦ νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς τελικὰ ἀναστήθηκε»; Πῶς μπορεῖ νὰ σταθεῖ ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι «μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς” πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα δίνουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ τέρμα τῆς Ἱστορίας εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ»;[13]
Ἐνεοὺς μᾶς ἀφήνουν καὶ τὰ ἀκόλουθα: «ὀπτικὰ καὶ ἐξωτερικὰ φαίνεται ὅτι ἡ θυσία ποὺ τελεῖται ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, γίνεται μπροστὰ στὸν ἀκίνητα ἱστάμενο, κρεμασμένο καὶ πεθαμένο «Ἐσταυρωμένο τῆς Μ. Παρασκευῆς» καὶ γιὰ Αὐτόν, ἀφοῦ Αὐτὸς θεωρεῖται πλέον ὁ… ὁρατὸς καὶ ἀμετακίνητος «οἰκοδεσπότης» γιὰ ὅλον τὸν χρόνο!»,[14] ὅτι «βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν Χριστὸ μόνιμα “Ἐσταυρωμένο” καὶ πεθαμένο καὶ μάλιστα πεθαμένο ἐκεῖ ὅλο τὸ χρόνο…Ἀπελπισία!»[15] ἤ ὅτι «ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει, γιατὶ εἶναι πεθαμένος ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου στατικὸς καὶ ἀκίνητος ὁλόκληρο τὸ χρόνο. Λέμε ποτὲ σὲ ἀκίνητο καὶ πεθαμένο “Ἔλα!”; Ἀστεία πράγματα»[16] κ.ἄ. Τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς τόσο προσβλητικὲς κατηγορίες ἔναντι Χριστοῦ; Βλασφημεῖται ὁ Κύριος καὶ οἱ χριστιανοί, μένουμε ἀπαθεῖς καὶ σιωπηροί, ὑποπίπτοντας στὸ τρίτο εἶδος ἀθεΐας κατὰ τὸ ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά…Στῶμεν καλῶς! Στῶμεν μετὰ φόβου!
β. Καταλογίζεται ἀκόμα, στὴν «ἐνατενιζόμενη θέα» (σ.σ. τοῦ Ἐσταυρωμένου) ὅτι «γεννᾶ συναισθηματισμὸ», καὶ «ὡς ἐκ τούτου (σ.σ. οἱ λαϊκοί), δυσκολεύονται νὰ ὑπεισέλθουν στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶναι ὀντο-λογική… Ἐξάλλου, πάντοτε ἡ παραπλάνηση («συναρπαγή») ἦταν ἡ κύρια αἰτία τῶν αἱρέσεων».[17] Περὶ τῆς θέας τῶν εἰκόνων καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Χριστοῦ κάναμε λόγο σὲ προηγούμενα μελετήματα.[18] Συμπληρώνουμε μόνο τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Θεοδώρου: «Aὐτό τὸ ζωοποιὸ ξύλο, ὅταν τὸ βλέπουμε θεραπεύει τὴν ὅραση μας, ποὺ γοητευμένη προσέβλεψε σ’ αὐτὸ τὸ ἑλκυστικὸ δένδρο στὸν παράδεισο. Αὐτὸ τὸ ζωοποιὸ ξύλο ἀγγίζοντάς το μὲ τὰ χείλη καὶ τὰ μάτια μας, ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴ γευστικὴ ἐπαφὴ μας μὲ τὸ θανατηφόρο δένδρο».[19] Ἂν μᾶς εὐεργετεῖ τόσο ἡ θέα τοῦ Σταυροῦ, πόσο περισσότερο ἡ θέα του μαζὶ μὲ τὸν Σταυρωθέντα…
Ἂς θυμηθοῦμε ὅμως καὶ τὸν δογματικὸ Ὅρο ὅτι «οἱ ταύτας (σ.σ. τὶς εἰκόνες) θεώμενοι (βλέποντες) διανίστανται πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν»[20].
γ. Ἐσφαλμένη εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ περὶ τοποθέτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου «πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ὑπέρθυρα», ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Οἰκ. Σύνοδο (691) – τέλη 7ου αἱ. καὶ ἐντεῦθεν, «μόλις δημιουργήθηκε τὸ Τέμπλο – Εἰκονοστάσιο».[21] Ὁ Εσταυρωμένος στὸ τέμπλο ἐμφανίζεται ἀναφορικὰ στὰ συγγράμματα πολὺ νωρίτερα, ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα, στὶς περιγραφὲς τοῦ Σιλεντιαρίου γιὰ τὸ τέμπλο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κων/πόλεως.[22] Ἀσφαλῶς, ἡ Πενθέκτη δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, οὔτε θέσπισε κάποιον σχετικὸ κανόνα γιὰ τὴν τοποθέτησή Του στὰ τέμπλα. Ἀντιθέτως, ἐπέβαλε τὴν παράσταση σὲ εἰκόνες τοῦ Κυρίου «κατὰ τὸν ἀνθρώπινον χαρακτῆρα» καὶ ἰδιαιτέρως ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἱστοροῦνται «πρὸς μνήμην τῆς ἐν σαρκί πολιτείας, τοῦ τε πάθους αὐτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου θανάτου»[23].
δ. Ἡ ἀναφερόμενη στὴν Ἐγκύκλιο καὶ τὸ Μήνυμα, ἐπανειλημμένως ὡς «δισχιλιετής παράδοση» τοῦ Ἐσταυρωμένου πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ἀναιρεῖται ἀπὸ τὸν προηγούμενο ἰσχυρισμὸ περὶ τοποθετήσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὴν Πενθέκτη Οικ. Σύνοδο τὸ 691. Ἂν θεσπίστηκε ἀπὸ τότε, συνεπῶς δὲν μιλοῦμε γιὰ συνεχῆ- δισχιλιετή παράδοση ἀλλὰ πολὺ μικρότερη. Ὡστόσο, ἄλλη εἶναι ἡ παράδοση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τοῦ τέμπλου, ποὺ δὲν ἔχει καμμία στὴν πράξη λειτουργικὴ χρήση, καὶ ἄλλη ἡ παράδοση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Δὲν πρέπει νὰ παραθεωρεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ λατρεία στὸ διάβα τῶν ἐποχῶν ἀναπτυσσόταν καὶ ἐμπλουτιζόταν συνεχῶς μὲ νέα στοιχεῖα, ἔχοντας κύριο γνώμονα τὴν συμφωνία μὲ τὴν διαχρονικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὑιοθέτησή τους στὴν πράξη ἀπὸ τὸ πλήρωμα της.
ε. Ἐπιπλέον διατείνεται τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι ἡ ὕπαρξη «Ἐσταυρωμένου» δὲν ὑπάρχει πουθενὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. «Ὅτι εἶναι καθαρὰ ἑλλαδικὸ φαινόμενο», ὅτι «σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἔχουν καθόλου αὐτὴν τὴν πρακτική. Καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη ἀποροῦν καὶ ἀναρωτιοῦνται, γιατὶ νὰ ἔχουμε τὸν “Ἐσταυρωμένο τῆς Μ. Παρασκευῆς” πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο;»[24]
Ἡ ἐνδελεχὴς ἀναζήτηση περὶ ὕπαρξης τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπέδειξε ὅτι σὲ ὅλες τὶς Ἠπείρους, ἀπὸ τὴν Αὐστραλία ἕως τὸν Καναδᾶ καὶ ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ μέχρι τὴν Ἰαπωνία καὶ τὶς Βόρειες Χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι ναοί, ὅπου οἱ πιστοὶ ἀτενίζουν χωρὶς νὰ «βλάπτονται», τὸν ὑπάρχοντα Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἀκόμη καὶ στὴν Αἴγυπτο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καΐρου, ὅπου ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔζησε, χειροτονήθηκε καὶ λειτουργοῦσε, ὑπάρχει ἀκόμη Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ἱερός Ναός Ἁγίου Νικολάου Καΐρου[25]
στ. Ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ παρερμηνεύεται εἶναι τὰ σχετικὰ περὶ τῆς ὀπισθάμβωνος εὐχῆς. Ἐκεῖ διδάσκεται ὅτι ὁ λειτουργὸς ἱερέας πρέπει «νὰ ἵσταται στὸ μέσον τοῦ ναοῦ κάτω ἀπὸ τὸν Σολέα, στραμμένος πρὸς τὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ὄχι πάνω στὸν Σολέα, ὅπως γίνεται λανθασμένα σήμερα καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ὄχι πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γίνεται λανθασμένα σήμερα, προξενώντας τὸ σοβαρὸ θεολογικὸ πρόβλημα τῆς ἑτεροπροσωπίας»[26].
Διαφορετικὴ κατεύθυνση δίνει ὅμως τὸ «Ἱερατικὸν» τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας: «Ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν τῆς ἁγίας Πύλης καὶ πρὸ τῆς Εἰκόνος τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ ἐκφωνεῖ τὴν ὀπισθάμβωνον εὐχὴ: “Ὁ εὐλογῶν τοὺς εὐλογοῦντας σὲ Κύριε…”» καὶ στό τέλος καταλήγει ὀνομάζοντας Αὐτὸν εἰς τὸν ὁποῖον ἀπευθύνετο: «καὶ Σoὶ τὴν δόξαν, καὶ εὐχαριστίαν καὶ προσκύνησιν ἀναπέμπομεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι ὁ Πατὴρ τῶν φώτων καθότι, «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Καὶ ἀσφαλῶς δέν ὑπάρχει ἐν προκειμένῳ κανένα «πρόβλημα ἑτεροπροσωπίας» ἀφοῦ προσκυνώντας σχετικῶς τὸν Χριστό στήν εἰκόνα Του, συμπροσκυνεῖται ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη.[27]
Ἡ ἀντίστοιχη ὀπισθάμβωνος εὐχὴ στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου ἀπευθύνεται σαφέστατα στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό: «Ὁ θυσίαν αἰνέσεως καὶ λατρείαν εὐάρεστον, τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίµακτον θυσίαν προσδεχόµενος παρὰ τῶν ἐπικαλουµένων σε ἐν ὅλῃ καρδίᾳ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡµῶν, ὁ Ἀµνός καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁµαρτίαν τοῦ κόσµου…».
Δὲν ἀγνοοῦμε βεβαίως ὅτι αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἐντάσσεται στὴν «σκολιά καὶ πανοῦργον» ἐπινόηση τινῶν λατινοφρόνων πὼς δῆθεν οἱ εὐχὲς στὴ Θ.Λειτουργία ἀπευθύνονται στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὄχι στὸν Υἱό. Ὑπόθεση ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναλυθῆ.
ζ. Λανθασμένη εἶναι ἀκόμα ἡ κατηγορία ὅτι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴν κόγχη ἐπηρέασε βλαπτικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἁγιογραφία,[28] μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀλλαγὴ ἁγιογράφησης τῶν συλλειτουργούντων Ἱεραρχῶν, ἀπὸ μετωπικὴ ἀπεικόνιση, σὲ ἀπεικόνιση στραμμένων (τεχνικὴ ¾) πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἡ ἁγιογράφηση τῶν Ἱεραρχῶν, ὡστόσο, σὲ στάση τριῶν τετάρτων ἀνάγεται ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰ. πολὺ πρὶν τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴν κόγχη (τέλη 15ου -μέσα 16ου αἰ.)
η. Ἡ χρήση ἐπιχειρημάτων «ἐκ συσχετισμοῦ» ἐνάντια σὲ πρόσωπα (ad hominem), ποὺ ὑπερασπίζονται τὴν τιμὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου, εἶναι τουλάχιστον ἀποκαρδιωτική. Τὰ παραδείγματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται[29] προκειμένου νὰ ὑποστηριχθῆ ἡ κατηγορία γιὰ εἰδωλολατρία καὶ φανατισμὸ δὲν μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν βάσιμα ἀπέναντι σὲ πιστούς, ποὺ μέχρι πρὶν τὴν ἐνθρόνιση τοῦ νέου τους ἐπισκόπου ζοῦσαν ἐν πλήρη ἁρμονία, εἰρήνη, χαρὰ καὶ ἀγάπη μεταξὺ τους καὶ μὲ τὸν κλῆρο.
Ὀνειδισμοὶ ὅπως «ἀγνοοῦντες πιστοὶ μὲ φονταμενταλιστικά ἰδιώματα», «ὑποκινητὲς ἄνθρωποι ἀδιαλλαξίας καὶ φανατισμοῦ», «χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἄνθρωποι», μὲ «συσσωρευμένη ψυχολογικὴ στέρηση», ἔχοντες «ἰδιωτικὴ θεολογία» καὶ ἐμπαικτικὰ «Φονταμενταλιστές Ἐσταυρωμενολάτρες», «φανατικοί», «θεολογοῦντες ἀθεολόγητοι καὶ ἀμυσταγώγητοι»[30], κ.α. εἶναι τίτλοι τιμῆς γι’ αὐτούς, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μτ.5,11-12).
Μᾶς ἐκφράζει ἐν προκειμένω ἀπόλυτα ὁ ἅγιος Θεόδωρος: «ἔστω καὶ ἂν εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ ἄλλα πολλὰ ἁμαρτήματα, ὅμως εἴμαστε ὀρθόδοξοι καὶ τρόφιμοι τῆς καθολικῆς ᾿Ἐκκλησίας, ἀπορρίπτοντας κάθε αἵρεση, καὶ ἀποδεχόμενοι κάθε οἰκουμενικὴ καὶ τοπικὴ σύνοδο, καὶ ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ τὶς κανονικὲς διατάξεις ποὺ διατυπώθηκαν ἀπὸ αὐτές».[31]
Αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ σὲ καμία περίπτωση εἶναι ἡ κατηγορία γιὰ εἰδωλολατρεία, ἢ γιὰ αἵρεση ἀρειανισμοῦ, νεστοριανισμοῦ[32] ἤ ὅποια ἄλλη αἵρεση ἐνδεχομένως ἐπινοηθεῖ ἐναντίον τους.
Μὲ τὸ ἀτυχὲς παράδειγμα καὶ τὸν σαφῆ συσχετισμό, οἱ πιστοὶ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν συνέχιση τῆς παράδοσης τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ Τὸν κληροδότησαν ὡς παράδοση, ἐξομοιώνονται μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἐκείνους ποὺ πρὸς καιρὸν ἐλάτρευσαν εἴδωλο. Ἡ ἀντιστοιχία δὲ τοῦ κατασκευασθέντος χρυσοῦ μοσχαριοῦ – εἰδώλου μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο εἶναι σαφέστατα αἱρετικὴ – εἰκονομαχικὴ θέση : «Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀαρών, ὁ ὁποῖος ἔκανε ἄγαλμα λατρείας ἕνα χρυσὸ μοσχάρι, μέχρι τὴν ἐποχὴ μας ὁ λαὸς θέλει τρισδιάστατες ἀγαλματικές καὶ ἀντικειμενοποιημένες μορφὲς θεοῦ καὶ λατρείας (π.χ. τὰ ἀγάλματα τῶν ἀρχαίων θεῶν, τὰ ἀγάλματα τοῦ Χριστοῦ στὴν Δυτικὴ Χριστιανοσύνη, καθὼς καὶ τοὺς ἀποσπώμενους τρισδιάστατους Χριστούς τῆς Μ. Παρασκευῆς στοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ὁποῖοι ἀποσπῶνται ἀπὸ τὸν Σταυρό!»[33]
Ὁ λαὸς δὲν ἀποζητᾶ νὰ λατρεύει τὸν Τύπο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε ἀσφαλῶς τὴν εἰκόνα τοῦ ἀποσπώμενου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι μία ἀνυπόστατη κατηγορία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ ἀποσπώμενος Ἐσταυρωμένος, προσκυνεῖται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ὄχι ἐκτὸς τοῦ Σταυροῦ, ἀφότου δηλ. ἔχει ἀποσπασθεῖ μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωση. Τὸ ἀπεσπασμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωση, τυλίγεται μέσα σὲ καθαρὰ σινδόνα καὶ τοποθετεῖται παρευθύς, χωρὶς καμμία προσκύνηση ἀπὸ τοὺς πιστούς, στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος μέχρι τὸ πέρας τῆς ἀναστάσιμης περιόδου.
Ὁ ὀρθόδοξος Ἐσταυρωμένος, ἀκόμα καὶ ἀποσπώμενος, παραμένει καὶ εἶναι ἀναντίρρητα ἱερὰ εἰκόνα, ἱστορημένη κατὰ τὰ βυζαντινὰ πρότυπα ἔστω κι ἂν εἶναι περιγραπτή καὶ τὸ ὑλικὸ της (ξύλο) ἔχει κάποιο ἐλάχιστο πάχος. Ἂν ὁ Ἐσταυρωμένος ποὺ κατασκευάζεται ἀνάγλυφος ἀπὸ μέταλλο, χωρὶς χρώματα, πάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Σταυροὺς λιτανειῶν δὲν θεωρεῖται καὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἄγαλμα, ἢ γλυπτό, πολὺ περισσότερο θὰ ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο ποὺ οὔτε ἀνάγλυφος εἶναι, οὔτε μεταλλικός, καὶ ἔχει χρώματα καὶ σχέδια βυζαντινῶν εἰκονογραφημένων Ἐσταυρωμένων.
Στηλιτεύοντας αὐτὴ τὴν ἔλλειψη διακρίσεως οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς λέγουν: «”Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελώνα μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου”. Ἀνιέροις γὰρ ἐπακολουθήσαντες ἀνδράσι, ταῖς ἰδίαις φρεσί πειθομένοις κατηγόρησαν τῆς ἁρμοσθείσης Χριστῶ τῶ Θεῶ ἁγίας αὐτοῦ Ἐκκλησίας, καὶ ἀνὰ μέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστειλαν, τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων αὐτοῦ ὁμοίως τοῖς ξοάνοις τῶν σατανικῶν εἰδώλων ὀνομάσαντες».[34]
Ἀπορεῖ καὶ ἐξίσταται κανείς μὲ τὴν κατηγορία περὶ «ἐμμονικῆς προβολῆς τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς” αὐτονομημένα πίσῳ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα μὲ τάσεις ἀπολυτοποίησης καὶ αὐτονομημένης λατρείας (ποὺ) συνιστᾶ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ»[35].
Μήπως οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους παραλάβαμε τὸν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, διακατείχοντο ἀπὸ «ἐμμονική προβολὴ» τοῦ Ἐσταυρωμένου;
Εἶχαν «τάσεις ἀπολυτοποίησης» καὶ «αὐτονομημένης λατρείας»;
Ἦταν «χαμηλοῦ ἐπιπέδου»;
Λάτρευαν μήπως «ἐμμονικά, ἀπολυτοποιημένα καὶ αὐτονομημένα»;
Προσπάθησαν ποτὲ «νὰ ἐπιβάλουν στανικὰ ἑτεροδιδασκαλία γιὰ ἕναν στατικὸ ὁρατὸ Θεό, γιατὶ δὲν θέλουν καὶ δὲν ἀντέχουν νὰ λατρεύουν ἕναν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνάμεσα μᾶς ζωντανὰ ὡς “ἀοράτως συνών”»;
Εἶχαν πέσει στὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ; ἢ τοῦ Νεστοριανισμοῦ;
Ἔδιναν «τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ τέρμα τῆς Ἱστορίας εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ»;
Προκαλέσαν μήπως λειτουργώντας μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, «σοβαρὴ ἀλλοίωση καὶ σύγχυση στὸ πιὸ σημαντικὸ σημεῖο καὶ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς πίστεως μας, στὴν πραγμάτωση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία»;
Ἤθελαν οἱ θεοφόροι αὐτοὶ Πατέρες «ἕναν Θεὸ μὲ ἀνθρώπινα κτιστὰ πτωτικὰ ἰδιώματα» ποὺ νὰ «παραμένει μονίμως πεθαμένος καὶ κρεμασμένος στὸν Σταυρὸ μὲ ὁρατὸ Σῶμα ἐκεῖ, πάντοτε πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἐκτοπίζοντας τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπὸ ἐκεῖ»;
Ἤθελαν καὶ οἱ θεωθέντες ἅγιοι «ἕναν Θεὸ τῆς Ἱστορίας ἐνατενιζόμενο ἀπὸ τὴν Ἱστορία, ἔτσι γιὰ νὰ τὸν λυποῦνται καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν συσσωρευμένη ψυχολογικὴ τοὺς στέρηση καὶ ἀνάγκη, γιὰ νὰ λατρεύουν κάτι ἁπτὸ καὶ χειροπιαστό, σωματοποιημένο καὶ ὁρατὸ»;
Ἦταν εἰδωλολάτρες;
Μήπως ἐγκλωβίστηκαν κι αὐτοὶ μαζὶ μας «ἀδιέξοδα μέσα στὴν Ἱστορία»;
«Κατήργησαν» τοποθετώντας τὸν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τὸν «λειτουργικὸ ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ»;
«Ἐκτόπισαν» μὲ τὴν παράδοση αύτή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, καὶ Αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα[36];
Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!
Εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι. Καὶ ναί. Ἀποκαλοῦμε τὸν Χριστὸ μας, ἐμεῖς οἱ τελευταῖοι, «Οἰκοδεσπότη» μας. Γιατὶ «μία εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἱερᾶς Τραπέζης, ἕνας εἶναι ὁ Οἰκοδεσπότης ποὺ παραθέτει τὸ Δεῖπνο στὸν ἐδῶ καὶ στὸν ἄλλον κόσμο. Τὸ Δεῖπνο αὐτὸ εἶναι ὁ Νυμφώνας καὶ ἡ προετοιμασία γιὰ τὸν Νυμφώνα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Νυμφίος».[37] Καί ἀσφαλῶς λατρεύουμε Αὐτόν τόν ἴδιο καί ὄχι τήν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τήν ὁποία τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε σχετικῶς, καί ἀσπαζόμαστε μέ τά χείλη καί τήν καρδιά μας.
Ὅπως ἐμφαντικά ἔλεγε ὁ μακαριστός ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης: «Μένουμε, χάριτι Χριστοῦ, πιστοὶ καὶ ἀμετακίνητοι στὴν ἁγία μας Ὀρθόδοξο Πίστι, τὴν “ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις” (Ἰούδα 3) καὶ μακαρίζουμε τοὺς ἁγίους Ὁμολογητὰς τῆς Πίστεως. Αὐτὸν τὸν Θεάνθρωπο δὲν θέλουμε νὰ προδώσουμε ἀποδεχόμενοι τοὺς ψευδοθεανθρώπους τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ “ἀλαθήτου Πάπα”, τοῦ “ἀλαθήτου” Προτεστάντου, τὸν ψευδοθεάνθρωπον τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ».[38]
Φθάνοντας στὸ τέλος, ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος, γράφοντας στὸν φιλόσοφο Μάξιμο, ἐπαίνεσε τὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι διάφορη τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τελειώνοντας τὴν ἐπιστολὴ του, σημείωνε: «Αὐτὰ λοιπὸν σοῦ ἔγραψα συντόμως… ὥστε δι’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσκανδαλίσθησαν αὐτοὶ ποὺ δείχνουν ἀδιαφορία, νὰ ὁδηγηθοῦν διὰ τῆς διδασκαλίας στὴν προσκύνηση τοῦ Ἐσταυρωμένου».[39] Μὲ αὐτὴν τὴν προτροπή, ἂς εὐχηθοῦμε νὰ ἀποδοθῆ στὸν Ἐσταυρωμένο ἡ τιμὴ ποὺ Τοῦ ἁρμόζει, τοποθετούμενος ξανὰ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ὑμνώντας Τον λαμπρὰ:
«Τὶς καθορᾶν, Δέσποτα νῦν οὐκ ἐξίσταται, διὰ πάθους, θάνατον λυόμενον, διὰ Σταυροῦ φεύγουσαν φθοράν, καὶ διὰ θανάτου, τὸν Ἅδην πλούτου κενούμενον, τῆς θείας δυναστείας, Σοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου, τὸ ἐξαίσιον ἔργον φιλάνθρωπε!».[40]
ΤΩ ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΙ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΝΤΙ ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ἰεροσόλυμα. Ὁ Φρικτός Γολγοθᾶς. Δεσπόζει ἐπὶ αἰώνες ὁ Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπό τὴν ἁγία Τράπεζα. Οἱ ἐπίσκοποι ἐδῶ λειτουργοῦν ἀσκεπεῖς.
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Βασιλική Ἁγίου Νικολάου Μύρα Λυκίας.[41]
Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Πανίερος Ναός τῆς Ἀναστάσεως.[42]
Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, Ἱερά Μονή ἀγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ. (προσ. ἀρχεῖο)
Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Ἱερά Μονή Τιμίου Σταυροῦ.[43]
Πατριαρχεῖο Ρουμανίας. Καθεδρικός Ναός.[44]
Πατριαρχεῖο Σερβίας. Ἱερός Ναός Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστοῦ στό Μεντάκοβιτς.[45]
Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας. Ἱερός Ναός Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Σόφιας.[46]
Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ἰ.Ναός στην Κινσάσα.[47]
Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ἱερός Ναός Ἀραβοφώνου Κοινότητος Καΐρου.[48]
Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας. Ἱ.Ν. Ἁγίου Αντωνίου στή Δαμασκό.[49]
Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου. Ἱ.Μητρόπολη Πάφου. Ἱ.Ν. Ἁγίου Κενδέου Πάφου.[50]
Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου. Ἱ.Μητρόπολη Λεμεσοῦ. Ἱ.Ν. ἉγίουἹωάννου τοῦ Θεολόγου, Πέρα Πεδίου.[51]
Πατριαρχεῖο Μόσχας. Διακρίνεται Σταυρός λιτανειῶν μέ ἱστορημένο Ἐσταυρωμένο.[52]
Ἀρχιεπισκοπή Αὐστραλίας. Ἱ.Ν. Ταξιαρχών Mentone.[53]
Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης. Ἱ. Μητροπολιτικός Ναός Ἁγίου Μηνά Ἠράκλειο.[54]
Ἱ.Μητρόπολη Αὐστρίας. Ἱ.Καθεδρικός Ναός Ἁγίας Τριάδος Βιέννη.[55]
Ἱ.Μητρόπολη Σουηδίας. Ησυχαστήριο Ρέττβικ Σουηδίας, Ἱ.Ν. Ἁγίου Νικολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ θαυματουργοῦ.[56]
Ἱ.Μητρόπολη Ἐλβετίας. Ἰ.Ν. Ὁσίου Γερασίμου Λωζάννης.[57]
Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων καί Μ.Βρεταννίας. Παναγία Βλαχερνών Μίλτον Κέινς.[58]
Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς. Ἱ.Μητρόπολη Νέας Ἰερσέης.[59]
Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας. Καθεδρικός Ναός Ἁγίας Μαρίας Μαγδαληνῆς στή Βαρσοβία.[60]
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Μ. Ἁγίου Παύλου.
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Μ. Ξενοφώντος.[61]
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Σκήτη Ἀγίου Ἀνδρέα Καρυές.[62]
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Ναός Πρωτάτου Καρυών.
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Μ. Παντοκράτορος.[63]
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Μ. Φιλοθέου
Ἅγιον Ὄρος. Ἱ.Μ. Κωνσταμονίτου.
Παναγία τοῦ Χάρου 17ος αἱ. στούς Λειψούς. Ἡ θαυματουργή εἰκόνα εἶναι ἡ μοναδική τῆς Παναγίας πού δέν κρατᾶ τό Θεῖο Βρέφος, ἀλλά τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό.
[1]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου 1-2024…σελ. 22.
[2]. Πηδάλιον. Προλεγόμενα Περί τῆς Ἁγίας Καί Οἰκουμενικῆς Ἑβδόμης Συνόδου, Ὑποσημείωσις (2).
[3]. Πρβλ. σχετικὲς ἀναφορὲς, Μέρος Β.΄
[4]. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφ. ΡΑ’, Περί οἰκοδομῆς ἁγίου ναοῦ, καί εὐχῆς ἐπί θεμελίῳ. PG.155,308 : «Τήν χάριν γάρ τυποῖ τοῦ Πνεύματος τό θυμίαμα, καί ὁ σταυρός τόν Χριστόν».
[5]. Βλ. σχετικές παραπομπές στὸ «Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα, μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του», κεφ.2.
[6]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ (11) 84, ΕΠΕ 1,499.
[7]. Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Λόγοι Ἀντιρρητικοί Κατά Εἰκονομάχων…¨ὅ.π. σελ.100.
[8]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου… σελ.15
[9]. ὅ.π. σελ. 8.
[10]. ὅ.π. σελ.32.
[11]. ὅ.π. σελ. 32.
[12]. Ἰωάννη Χρυσοστόμου, ΟΜΙΛΙΑ ΚΘ’, ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΔΕΥΤΕΡΑΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ. PG. 61,600.
[13]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου 1-2024 … σελ. 24.
[14]. ὅ.π. σελ. 27.
[15]. ὅ.π. σελ. 20.
[16]. ὅ.π. σελ.17.
[17]. ὅ.π. σελ. 27.
[18]. Πρβλ. «Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα» καὶ «Λόγος Ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὸν Ἐσταυρωμένο στὸ Ἱερὸ Βῆμα.
[19]. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Φιλοκαλία, Λόγος εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐν τῇ Μεσονηστίμῳ, ΕΠΕ 18, 29.
[20]. ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Τόμος I, Η Ζ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΤΩ 787 σελ.237.
[21]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου 1-2024… σελ.13.
[22]. Bλ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ Κ., Ἄθως, θέματα ἀρχαιολογίας καί τέχνης, Αθήνα 1963, σελ.207
[23]. Κανών 82 Πενθέκτης Οἰκ.Συνόδου.
[24]. ὅ.π. σελ. 21.
[25]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[26]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου 1-2024… σελ. 19.
[27]. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Φιλοκαλία, Ἀθανασίῳ τέκνῳ, ΕΠΕ 18Γ, 86: «Προσκυνῶν δέ αυτόν Χριστόν͵ δηλονότι συμπροσεκύνησα τόν Πατέρα ὁμοῦ καί τό Πνεῦμα».
[28]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου 1-2024… σελ. 21.
[29]. ὅ.π. σελ. 25-30 καί Συνοδευτικό Προσκλητικό Μήνυμα.
[30]. ὅ.π. σελ.24-28.
[31]. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Φιλοκαλία, Ἐπιστολή ΚΕ’. Νικηφόρῳ πατριάρχῃ, ΕΠΕ 18Δ,121.
[32]. ὅ.π. σελ. 22, 25, 26.
[33]. Πρβλ. Μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος, Συνοδευτικό Προσκλητικό Μήνυμα.
[34]. ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ ΔΣΜ. Τόμος I, Ὅρος πίστεως τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ’ Οἰκουμενικἥς Συνόδου, σελ. 239.
[35]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου 1-2024 … σελ.21-22.
[36]. Ἐγκύκλιος Ἱ.Μ.Περιστερίου 1-2024 … σελ. 27.
[37]. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ. Περί Τῆς Ἐν Χριστῷ Ζωῆς, Λόγοι ἑπτά. Ἱ.Ἡ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλ.2004, σελ.275.
[38]. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου τῆς Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους– Λόγος ἐπί τῆ ἑορτή τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
[39]. Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Πρός Μάξιμον φιλόσοφον: «…ἵνα ἐν οἷς ἐσκανδαλίσθησαν οἱ ὀλίγωροι, ἐν τούτοις μεταπαιδευθέντες προσκυνήσωσι τὸν ἐσταυρωμένον» PG. 26,1089.
[40]. Κανών Ἁγίων Πάντων, Ὠδή δ΄
[41]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[42]. Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
[43]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[44]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[45]. Πατριαρχική Θ.Λειτουργία στίς 4 Ἰουνίου 2024. Παρά τήν ἀναστάσιμη περίοδο ὁ Ἐσταυρωμένος (ζωγραφισμένος) διατηρεῖται πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα.
[46] .Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[47]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[48]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[49]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[50]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[51]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[52]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[53]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[54]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[55]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[56]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[57]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[58]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[59]. Φωτογραφία ἀπό τό ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[60]. Φωτογραφία ἀπό το ORTHODOXIANEWSAGENCY.GR
[61]. Φωτογραφία ἀπό exapsalmos.gr
[62]. Φωτογραφία ἀπό freemonks.gr
[63]. Φωτογραφία ἀπό ROMFEA.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου