«Να με συγχωρήτε, αγράμματος άνθρωπος είμαι, δεν ξέρω τίποτα να σας πω, μόνον που έχω πίστη στον Θεόν και ταπείνωση, τέκνα μου».
«Κάποια πλούσια κυρία πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία, αλλά δεν
πρόσεχε καθόλου, και ο νους της γύριζε. Ομολόγησε: «Γύριζε ο νους μου
απ’ την ώρα που μπήκα στην εκκλησία μέσα· είχα ένα σακκουλάκι και
σκεφτόμουν ότι είναι καλό να βάλω την ζάχαρη του δελτίου. Με το
σακκουλάκι αυτό, πέρασα όλη την Λειτουργία χωρίς να καταλάβω ούτε ένα
γράμμα, τίποτε, ε!… πήρα αντίδωρο και σηκώθηκα κι έφυγα».