Ὅταν βλέπουμε κάτι ἄσχημο, νὰ τὸ σκεπάζουμε καὶ ὄχι νὰ τὸ διαπομπεύουμε. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ γίνωνται γνωστὰ τὰ ἠθικὰ παραπτώματα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι στὸν δρόμο ὑπάρχει μιὰ ἀκαθαρσία.
Ἕνας συνετὸς ἄνθρωπος, ἂν περάση ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ πάρη μιὰ πλάκα καὶ θὰ τὴν σκεπάση, γιὰ νὰ μὴν προξενῆ ἀηδία. Ἕνας ἀσύνετος ὅμως, ἀντὶ νὰ τὴν σκεπάση, μπορεῖ νὰ ἀρχίση νὰ τὴν ἀνακατεύη καὶ νὰ σκορπίση περισσότερο τὴν δυσωδία της.
Ἔτσι, καὶ ὅταν ἀδιάκριτα δημοσιοποιοῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, προξενοῦμε μεγαλύτερο κακό.
Τὸ «εἰπὲ τῇ Ἐκκλησίᾳ»[1] δὲν ἔχει τὴν ἔννοια ὅτι πρέπει ὅλα νὰ γίνωνται γνωστά, γιατὶ σήμερα δὲν εἶναι ὅλοι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἶναι οἱ πιστοὶ ποὺ ζοῦν ὅπως θέλει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι ποὺ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία.