– Τὸ ὅτι ἐπιδιώκεις νὰ δῆς τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο εἶναι ἐπικίνδυνο, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ σοῦ παρουσιάση φαντασία καὶ ἔπειτα νὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμὸς ὅτι κάτι εἶσαι, διότι δῆθεν ἀξιώθηκες νὰ δῆς τὸν Ἅγιο. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ σοῦ κολλήση τὸ «κάτι εἶσαι», θὰ σοῦ παίζη συνέχεια σινεμᾶ ὁ ἐχθρὸς μὲ τὴν φαντασία. Γι’ αὐτὸ νὰ ἔχης τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο σὲ εὐλάβεια, ἀλλὰ νὰ μὴν ἐπιδιώκης νὰ τὸν δῆς. Τὸ ἂν σοῦ παρουσιασθῆ ἢ ὄχι, εἶναι δική του δουλειά.
– Ὅταν, Γέροντα, ἐμφανίζεται ἕνας Ἅγιος σὲ κάποιον, ἕνας τρίτος τὸν βλέπει;
– Δὲν ὑπάρχει κανόνας σ’ αὐτό. Ἄλλοτε τὸν βλέπει, ἄλλοτε ἀκούει μόνον τὴν φωνή του, ἄλλοτε τίποτε. Αὐτὰ δὲν μπαίνουν σὲ καλούπια οὔτε ἐξηγοῦνται.
Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων! Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν! Ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸν «Τίμιο Σταυρὸ» καὶ πῆγα στὴν «Παναγούδα», τὸ Καλύβι ἦταν ἐγκαταλελειμμένο. Ἴσα ποὺ βόλεψα κάπως ἕνα κελλί, γιὰ νὰ μείνω. Εἶχα πάρει μαζί μου ὅ,τι πράγματα εἶχα. Τὰ Μηναῖα τὰ εἶχα ἀκόμη στὰ κουτιά. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κάνω Ἑσπερινό. Ἀλλὰ ποῦ νὰ βρῶ τὰ Μηναῖα!...