Ἡ Συρία ὑπῆρξε ἡ ἀρχέγονη κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄλλωστε ἐκεῖ καθιερώθηκε καὶ ἡ ὀνομασία τῶν Χριστιανῶν, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 11,25). Μυριάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἅγιοι Σύριοι λαμπρύνουν τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητική του βιωτὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Συγκαταλέγεται δὲ στοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Συρίας, γεννήθηκε ὅμως πιθανότατα στὴν πόλη Νίσιβη τῆς Μεσοποταμίας, περὶ τὸ 306. Οἱ γονεῖς του ἦταν πιστοὶ χριστιανοὶ καὶ μᾶλλον ἔχασαν τὴ ζωή τους κατὰ τὸν μεγάλο διωγμό, ποὺ εἶχε ἐξαγγείλει ὁ παράφρων καὶ θρησκομανὴς αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (285-305), ὁμολογῶντας τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ὁ Ἐφραὶμ μένοντας ὀρφανός, τὸν περιμάζεψε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νισίβεως Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέθρεψε μὲ μεγάλη στοργὴ καὶ φροντίδα, διαβλέποντας τὸν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα τοῦ παιδιοῦ. Φρόντισε μάλιστα νὰ τὸν σπουδάσει, ὥστε κατέστῃ σοφὸς δάσκαλος. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ σπουδαῖα συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα κληροδότησε στὴν Ἐκκλησία. Γνώριζε ἄπταιστα τὴν ἑλληνική, τὴν λατινικὴ καὶ τὴν συριακὴ γλῶσσα, γράφοντας καὶ μεταφράζοντας τὰ ἔργα του σὲ ὅλες αὐτὲς τίς γλῶσσες.