Ὁ Ἡράκλειος ἀποκαλεῖται Μέγας Ἀλέξανδρος τῆς Ρωμανίας γιατί, ὅπως ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος συνέτριψε τὸ πρῶτο ὀργανωμένο Περσικὸ κράτος τῶν Ἀχαιμενιδῶν, ἔτσι καὶ ὁ Ἡράκλειος συνέτριψε τὸ δεύτερο Περσικὸ κράτος τῶν Σασσανιδῶν. (Μᾶνος Ν. Χατζηδάκης)
Ὁ Ἡράκλειος γεννήθηκε, ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ τρία παιδιὰ τοῦ Ἡρακλείου καὶ τῆς Ἐπιφανείας, στὴν Καππαδοκία τὸ 575. Τὰ ἄλλα δύο ἀδέλφια του ὀνομάζονταν Θεόδωρος καὶ Μαρία. Ὁ πατέρας του ἦταν στρατηγὸς καὶ προσωπικὸς φίλος τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου1 καὶ ἦταν Ἔξαρχος τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς, μὲ ἕδρα τὴν Καρχηδόνα τὸ 600.
Τὸ 608 ὁ Ἡράκλειος ὁ πρεσβύτερος ἐπαναστάτησε ἐνάντια στὴν ἐξουσία τοῦ τυράννου αὐτοκράτορα Φωκά2, προβάλλοντας ὡς ἀρχηγὸ τὸν γιό του, Ἡράκλειο. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 609 ὁ νεαρὸς Ἡράκλειος ἐκστράτευσε μὲ τὸν ξάδελφό του, Νικήτα, στὴν Αἴγυπτο, τὴν ὁποία κατέλαβε. Ἔπειτα ξεκίνησε μὲ ἕνα μικρὸ στόλο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Δὲν βρῆκε οὐσιώδη ἀντίσταση καὶ ἔτσι, μετὰ ἀπὸ νικηφόρα ναυμαχία στὶς 4 Ὀκτωβρίου 610, τὴν ἑπόμενη μέρα μπῆκε νικητὴς στὴν Κωνσταντινούπολη, λυτρώνοντας τὴ Ρωμανία ἀπὸ τὸν τυραννικὸ Φωκᾶ, τὸν ὁποῖο συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε. Λέγεται ὅτι, ὄντας ἕτοιμος νὰ ἐπιστρέψει στὴν Καρχηδόνα, πρότεινε τὸ θρόνο στὸν Πρίσκο, συγγενῆ τοῦ Φωκᾶ, ἀλλὰ κατόπιν κοινῆς ἀπαιτήσεως λαοῦ, Στρατοῦ, Συγκλήτου καὶ Ἐκκλησίας, ἐστέφθῃ Αὐτοκράτωρ στὴν Ἁγία Σοφία. Ἔπειτα τέλεσε το γάμο του μὲ τὴν ἀγαπημένη του Φαβία, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Εὐδοκία.