ΠΡΟΪΔΕΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΙΚΟΥΣ:
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη παραμένει μέχρι το τέλος της κοινοβουλευτικής της θητείας σταθερά προσκολλημένη στο προ τριετίας ολοκληρωτικό περί πανδημίας αφήγημά της, επιμένοντας να θεσπίζει –ενώ η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού βρίσκεται σε φάση παγκόσμιας ύφεσης– «έκτακτα
μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας» που ισχύουν σε ιδιωτικές και
δημόσιες δομές υγείας και σε κλειστές δομές κοινωνικής φροντίδας.
Η κυβέρνηση με προσποιητό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της υποχρεωτικής μασκοφορίας και του υποχρεωτικού προληπτικού διαγνωστικού ελέγχου νόσησης των ανεμβολίαστων υγειονομικών ως μια ειδικότερη παράμετρο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αντιμετώπισης της διασποράς του κορωνοϊού, προσπαθώντας παραπλανητικά να πείσει τους πολίτες ότι, όπως ενδιαφέρεται για την ασφάλεια και την ποιότητα του σιδηροδρομικού δικτύου, κατ’ ανάλογο τρόπο μεριμνά και για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.
Στην πραγματικότητα τα επιβαλλόμενα υγειονομικά μέτρα αποτυπώνουν με τον πλέον εναργή τρόπο την φασίζουσα νομοθετική δράση της κυβέρνησης, η οποία δεν μπορεί με τίποτε να συγχωρήσει το γενναίο και ασυμβίβαστο φρόνημα των ανεμβολίαστων υγειονομικών που εναντιώθηκαν θαρραλέα στο κυρίαρχο εμβολιαστικό της αφήγημα, αρνούμενοι να υποκύψουν στον αισχρό υγειονομικό της εκβιασμό.
Επομένως, η κυβέρνηση εξακολουθώντας να θεσπίζει υγειονομικούς περιορισμούς που αφορούν αποκλειστικά το ανεμβολίαστο προσωπικό των δομών υγείας, επιχειρεί να επιβάλλει φασιστικά στην ελληνική κοινωνία την παρανοϊκή νεοταξίτικη λογική του 2 + 2 = 5, περιφρονώντας τα επίσημα ιατρικά επιστημονικά δεδομένα που βοούν ότι το εμβόλιο δεν παρέχει καμία απολύτως προστασία, καθότι οι εμβολιασμένοι συμπολίτες μας μολύνονται και μεταδίδουν, νοσούν και νοσηλεύονται διασωληνωμένοι σε κρίσιμη κατάσταση στις ΜΕΘ, και δυστυχώς πολλοί από αυτούς καταλήγουν.
Ως εκ τούτου, ο παγκόσμιος εμβολιασμός υπήρξε (μολονότι δεν ομολογείται ακόμη ανοικτά αλλά σιγοψιθυρίζεται) η μεγαλύτερη υγειονομική απάτη στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, της οποίας οι επιπτώσεις στην ασφάλεια και στην ποιότητα της δημόσιας αλλά και ατομικής υγείας δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί σε πλήρη έκταση, ούτε έχουν υπολογιστεί επακριβώς.
Η κυβέρνηση εργαλειοποιεί το υγειονομικό προσωπικό των δομών υγείας, εφαρμόζοντας πιλοτικά στην ελληνική κοινωνία περιοριστικά μέτρα που οδηγούν στον διαχωρισμό των εργαζομένων επί τη βάσει υγειονομικών κριτηρίων.
Με άλλα λόγια, επιβάλλεται για πρώτη φορά μεταξύ των μελών μιας ομάδας εργαζομένων, που από κοινού παρέχουν την εργασία τους στον ίδιο χώρο των δομών υγείας, πολιτική υγειονομικών διακρίσεων και αξιοποιείται ως κριτήριο απαράδεκτου διαχωρισμού ο εμβολιασμός ή μη των πολιτών.
«Ότι ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών»
Ψαλμός ΡΚΔ΄ (124ος), στίχος 3.
Μτφ.: «Διότι δεν θα αφήσει ο Κύριος για πάντα το (τυραννικό) ραβδί των αμαρτωλών πάνω στην κληρονομιά των δικαίων, για να μην απλώσουν και οι δίκαιοι τα χέρια τους σε έργα παράνομα»
Όμως η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη παραμένει μέχρι το τέλος της κοινοβουλευτικής της θητείας σταθερά προσκολλημένη στο προ τριετίας ολοκληρωτικό περί πανδημίας αφήγημά της, εξακολουθώντας να θεσπίζει –ενώ η υγειονομική κρίση του κορωνοϊού βρίσκεται σε φάση παγκόσμιας ύφεσης– «έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας» που ισχύουν σε ιδιωτικές και δημόσιες δομές υγείας και σε κλειστές δομές κοινωνικής φροντίδας.
Επομένως, καθίσταται ηλίου φαεινότερο ότι ορισμένοι επιχειρούν απεγνωσμένα να συντηρήσουν το κλίμα του φόβου και της ανησυχίας στους κόλπους της Ελληνικής κοινωνίας.
Με την κλασική πλέον μέθοδο της κυβερνητικής νομοθέτησης μέτρων, δηλαδή εκείνη της έκδοσης κοινής υπουργικής απόφασης (η οποία συνιστά την προσφιλή νομοθετική τακτική των πρωθυπουργών που ομνύουν στο όνομα της «Δημοκρατίας», παρακάμπτοντας την κοινοβουλευτική διαδικασία), ο κ. Μητσοτάκης στέλνει το αποχαιρετιστήριο δώρο του στους ανεμβολίαστους υγειονομικούς, επιθυμώντας να τους «ευχαριστήσει» που δεν υπέκυψαν στην υγειονομική τρομοκρατία της κυβέρνησής του.
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας έχοντας πάρει διαζύγιο από την κοινή λογική και προφανώς με τιμωρητική και εμπαθή διάθεση εξακολουθεί να στοχοποιεί το ανεμβολίαστο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό των δομών υγείας, καθώς με την τελευταία κοινή υπουργική απόφαση εισάγονται ανεπίτρεπτες διακρίσεις εις βάρος των υγειονομικών που επέλεξαν να μην εμβολιαστούν.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν Δ1α/ΓΠ.οικ. 17849 ΦΕΚ Β΄ 1954/26.03.2023 ΚΥΑ και με σκοπό την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 θεσπίζονται «έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας» που εφαρμόζονται σε ιδιωτικές και δημόσιες δομές υγείας καθώς και σε κλειστές δομές κοινωνικής φροντίδας.
Ειδικότερα, στο ανεμβολίαστο ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό προσωπικό που επιστρέφει στις πιο πάνω δομές, επιβάλλονται κατά την άσκηση των καθηκόντων του, τα εξής περιοριστικά υγειονομικά μέτρα:
Υποχρεωτική χρήση μάσκας υψηλής αναπνευστικής προστασίας (FFP2 ή N95 ή ΚΝ95).
Διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου δύο (2) φορές την εβδομάδα με τη χρήση ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου κορωνοϊού COVID-19 (rapid test) σε ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια ή σε ιδιωτικές κλινικές ή σε φαρμακεία ή σε ιδιώτη γιατρό, με δική τους δαπάνη.
Μάλιστα, στην πιο πάνω ΚΥΑ γίνεται ειδική μνεία και αναφορά στην υποχρέωση του Προϊσταμένου κάθε δομής υγείας να υποβάλει στην Διοίκηση της δομής εβδομαδιαία έκθεση περί τήρησης ή μη των ως άνω μέτρων από το ανεμβολίαστο προσωπικό, και επομένως a contrario (εξ αντιδιαστολής) συνάγεται ότι το εμβολιασμένο προσωπικό δεν καταλαμβάνεται από την υποχρεωτικότητα των θεσπισμένων μέτρων.
Η κυβέρνηση με προσποιητό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της υποχρεωτικής μασκοφορίας και του υποχρεωτικού προληπτικού διαγνωστικού ελέγχου νόσησης των ανεμβολίαστων υγειονομικών ως μια ειδικότερη παράμετρο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αντιμετώπισης της διασποράς του κορωνοϊού, προσπαθώντας παραπλανητικά να πείσει τους πολίτες ότι, όπως ενδιαφέρεται για την ασφάλεια και την ποιότητα του σιδηροδρομικού δικτύου, κατ’ ανάλογο τρόπο μεριμνά και για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.
Είναι πανθομολογούμενο και δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν ότι οι εμβολιασμένοι υγειονομικοί μολύνονται, νοσούν και μεταδίδουν τον ιό, εντούτοις η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη αποφασίζει να επιβάλλει «με το έτσι θέλω» στο ανεμβολίαστο προσωπικό των δομών υγείας, την υποχρεωτική μασκοφορία καθώς και τον προληπτικό διαγνωστικό έλεγχο νόσησης δύο φορές την εβδομάδα.
Η κοινή λογική, όμως, υπαγορεύει, και τα επιστημονικά ιατρικά δεδομένα επιβάλλουν, την ισότιμη μεταχείριση του εμβολιασμένου και ανεμβολίαστου υγειονομικού προσωπικού, αφού η εξοργιστικά παταγώδης αποτυχία του εμβολίου να διαφυλάξει τους πολίτες από τον κίνδυνο μόλυνσης, μετάδοσης και νόσησης από τον κορωνοϊό (αλλά και από τον θάνατο), δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την προνομιακή αντιμετώπιση των εμβολιασμένων εργαζομένων.
Αν ο σκοπός της κυβέρνησης ήταν η ανάσχεση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού, όφειλε να επεκτείνει τα προληπτικά μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας και στο εμβολιασμένο προσωπικό των δομών υγείας.
Στην πραγματικότητα τα ως άνω επιβαλλόμενα υγειονομικά μέτρα αποτυπώνουν με τον πλέον εναργή τρόπο την φασίζουσα νομοθετική δράση της κυβέρνησης, η οποία δεν μπορεί με τίποτε να συγχωρήσει το γενναίο και ασυμβίβαστο φρόνημα των ανεμβολίαστων υγειονομικών που εναντιώθηκαν θαρραλέα στο κυρίαρχο εμβολιαστικό της αφήγημα, αρνούμενοι να υποκύψουν στον αισχρό υγειονομικό της εκβιασμό.
Παράλληλα, οι ανεμβολίαστοι ιατροί και νοσηλευτές, καθώς και το υπόλοιπο προσωπικό των δομών υγείας, καθ’ όλη την διάρκεια της πανδημίας, παρέμειναν σταθερά προσηλωμένοι στον αξιακό τους κώδικα, υπακούοντας στην φωνή της συνειδήσεώς τους, και με την αξιοπρεπή τους στάση εξέθεσαν την σπουδή και βιασύνη των εμβολιασμένων συναδέλφων τους που έσπευσαν χωρίς δισταγμό να τρυπηθούν, είτε επειδή θεοποίησαν την επιστήμη, είτε επειδή φοβήθηκαν και παρασύρθηκαν από την ακατάσχετη τηλεοπτική προπαγάνδα των ακαταδίωκτων (τηλε)ειδικών.
Πριν από μερικούς μήνες, ο διευθυντής της Β’ ΜΕΘ του νοσοκομείου Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, κ. Νίκος Καπραβέλος, μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό είχε σημειώσει με έμφαση ότι «και ο τετραπλά εμβολιασμένος κολλάει και μεταδίδει»1, γεγονός που καθιστούσε εντελώς αποτυχημένη την υγειονομική λογική διαχείρισης της πανδημίας, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά στην «πανάκεια» των εμβολίων.
Ως εκ τούτου, ο παγκόσμιος εμβολιασμός υπήρξε (μολονότι δεν ομολογείται ακόμη ανοικτά αλλά σιγοψιθυρίζεται) η μεγαλύτερη υγειονομική απάτη στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, της οποίας οι επιπτώσεις στην ασφάλεια και στην ποιότητα της δημόσιας αλλά και ατομικής υγείας δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί σε πλήρη έκταση, ούτε έχουν υπολογιστεί επακριβώς.
Μια μικρή πρόγευση των θλιβερών παρενεργειών του εμβολιασμού συνιστούν οι ξαφνικοί θάνατοι υγιών ενηλίκων που τείνουν να εξελιχθούν σε «χιονοστιβάδα ξαφνικίτιδας», σε σημείο που η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία έσπευσε εντελώς «τυχαία» και «συμπτωματικά» να ανακηρύξει το 2023, έτος ευαισθητοποίησης για τον αιφνίδιο θάνατο2.
Σύμφωνα με την Καρδιολογική Εταιρεία, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι κάθε χρόνο σημειώνονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πολλαπλά περιστατικά καρδιακής ανακοπής, εντούτοις μόλις φέτος οι αρμόδιοι φορείς έσπευσαν να αναλάβουν δημόσια πρωτοβουλία και δράση για την πρόληψη του αιφνιδίου αρρυθμικού καρδιακού θανάτου.
Συνεπώς, μολονότι συνιστά αδιαμφισβήτητη και γενικώς παραδεδεγμένη ιατρική πραγματικότητα ότι ο τετραπλά εμβολιασμένος υγειονομικός νοσεί και μεταδίδει, εντούτοις, σύμφωνα με την ακατανόητη και διχαστική κυβερνητική λογική, απαλλάσσεται από την υποχρεωτικότητα της χρήσης μάσκας και υποβολής του σε προληπτικό διαγνωστικό έλεγχο νόσησης.
Προφανώς, η εξαίρεση του εμβολιασμένου υγειονομικού προσωπικού από την υποχρεωτικότητα των περιοριστικών μέτρων, λειτουργεί εν είδει επιβράβευσης και ανταμοιβής του για την τυφλή και πρόθυμη συμμόρφωσή του στο ολοκληρωτικό υγειονομικό αφήγημα, καθώς και για την πιθανή εκ μέρους του προώθηση και διαφήμιση των πειραματικών, άχρηστων και επικίνδυνων φαρμακευτικών παρασκευασμάτων.
Ως εκ τούτου, είναι πραγματικά αδιανόητο και αντίκειται στην επιστημονική ιατρική αλήθεια να επιβάλλεται ως προϋπόθεση για την άσκηση του ιατρικού και νοσηλευτικού λειτουργήματος η χρήση μάσκας και η διενέργεια προληπτικού διαγνωστικού ελέγχου αποκλειστικά και μόνο στο ανεμβολίαστο προσωπικό των δομών υγείας.
Η άθλια κυβέρνηση του εμετικού κ. Μητσοτάκη μετά την σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών που βύθισε σε ανείπωτο πένθος τον ελληνικό λαό, έσπευσε να αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι της και στις ψυχές των μαρτύρων ανεμβολίαστων υγειονομικών, καθώς τους υποβιβάζει χαιρέκακα σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και σε εν δυνάμει μολυσματικούς φορείς.
Για αυτούς που αισθάνονται κοσμικά πανίσχυροι ποδοπατώντας ηδονικά και αυτάρεσκα κάθε έννοια ηθικής, δικαιοσύνης και νομιμότητας, θα τεθεί άμεσα σε εφαρμογή ο αδιάψευστος λόγος του Προφητάνακτος Δαβίδ σύμφωνα με τον οποίο:
«Πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά, του εξολοθρεύσαι εκ γης το μνημόσυνον αυτών»3 (μτφ.: «Ο Θεός οργισμένος στρέφει το πρόσωπό Του προς εκείνους που κάνουν το κακό για να τους εξολοθρεύσει από την Γη και να σβήσει την ανάμνηση ακόμη και του ονόματός τους»).
Αντιθέτως, το εμβολιασμένο προσωπικό των δομών υγείας, μολονότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών (αυτή είναι η ανώτατη διάρκεια της «εμβολιαστικής προστασίας») από την τελευταία αναβαθμισμένη δόση του εμβολίου, αντιμετωπίζεται ως «απρόσβλητο» και «άτρωτο» και ως εκ τούτου απαλλάσσεται από κάθε υγειονομικό περιορισμό.
Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η Πολιτεία μεταχειρίζεται τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς, ως παρίες του συστήματος υγείας, μόνο και μόνο επειδή επέλεξαν να μην εμβολιαστούν, διαφυλάσσοντας την ακεραιότητα της προσωπικής και ιατρικής τους συνείδησης από κάθε εξωτερική πίεση ή εξαναγκασμό.
όσοι συνέταξαν και υπέγραψαν την πιο πάνω κατάπτυστη ΚΥΑ χρήζουν ψυχιατρικής παρακολούθησης, δεδομένου ότι θεσπίζουν υγειονομικούς περιορισμούς που έρχονται σε προφανή, κραυγαλέα και εξόφθαλμη σύγκρουση με την κοινή λογική, τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης και την κοινωνική πραγματικότητα.
Βέβαια «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» τονίζοντας και πάλι ότι τα περιοριστικά μέτρα, δηλ. η υποχρεωτική χρήση μάσκας και ο προληπτικός διαγνωστικός έλεγχος νόσησης δεν αποσκοπούν στην προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά επιβάλλονται με όρους ψυχολογικής τρομοκρατίας και εργασιακού εκφοβισμού, προκειμένου η κυβέρνηση να στιγματίσει και να χλευάσει την αδούλωτη, αξιοπρεπή και ασυμβίβαστη στάση ζωής των ανεμβολίαστων υγειονομικών που αντιστάθηκαν στην τηλεοπτική τρομοκρατία των εμβολιομανών λοιμωξιολόγων.
Αξίζει εκ νέου να επαναλάβουμε ότι η υποχρεωτική χρήση μάσκας καθώς και υποβολή ενός προσώπου σε τεστ ανίχνευσης του κορωνοϊού SARS-CoV-2, αποτελούν προληπτικές ιατρικές πράξεις για την αντιμετώπιση της ασθένειας COVID-19, και επομένως κάθε μια συνιστά σαφώς αθέμιτη βιοϊατρική παρέμβαση στον εργασιακό βίο των ανεμβολίαστων υγειονομικών με την οποία εισάγονται αδικαιολόγητα ανεπίτρεπτες διακρίσεις εις βάρος τους.
Η κυβέρνηση, υπό το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας υγείας, πέταξε και τυπικά στην λήξη της τετραετίας το προσωπείο της δημοκρατικής εξουσίας, αποκαλύπτοντας στους έντρομους πολίτες το φρικτό και αποκρουστικό πρόσωπό της, εκείνο του υγειονομικού ολοκληρωτισμού, καθώς επιβάλλει νομοθεσία που διαχωρίζει (και δεν θέτει απλώς σε αναστολή εργασίας τους διαφωνούντες) κατά τρόπο βαθιά αντιδημοκρατικό, αντιεπιστημονικό και αυθαίρετο το υγειονομικό προσωπικό των δομών υγείας, σε δύο κατηγορίες εργαζομένων: στους εμβολιασμένους και τους ανεμβολίαστους.
Η κυβέρνηση εργαλειοποιεί το υγειονομικό προσωπικό των δομών υγείας εφαρμόζοντας πιλοτικά στην ελληνική κοινωνία περιοριστικά μέτρα που οδηγούν στον διαχωρισμό των εργαζομένων επί τη βάσει υγειονομικών κριτηρίων.
Με άλλα λόγια επιβάλλεται για πρώτη φορά μεταξύ των μελών μιας ομάδας εργαζομένων που από κοινού παρέχουν την εργασία τους στον ίδιο χώρο των δομών υγείας, πολιτική υγειονομικών διακρίσεων και αξιοποιείται ως κριτήριο απαράδεκτου διαχωρισμού ο εμβολιασμός ή μη των πολιτών.
Ο κ. Μητσοτάκης προσωπικά και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, επιβάλλοντας ειδικά την υποχρεωτική χρήση μάσκας στο ανεμβολίαστο υγειονομικό προσωπικό, επιδιώκουν να την αναδείξουν σε δυστοπικό σύμβολο ενός ιδιότυπου υγειονομικού απαρτχαϊντ, αφού οι ασθενείς και οι συνοδοί τους εισερχόμενοι στις νοσοκομειακές και λοιπές δομές υγείας θα αναγνωρίζουν αμέσως στο μασκοφορεμένο προσωπικό τους ανεμβολίαστους, ώστε να τους αποφεύγουν ως «αρνητές της επιστήμης».
Την ίδια στιγμή θα επιλέγουν για την παροχή ιατρικών συμβουλών, πρώτων βοηθειών και νοσηλείας τους αμάσκωτους υγειονομικούς, δηλ. τους εμβολιασμένους που αποθεώνουν την ιατρική των εμβολίων, με απώτερο σκοπό να διακοπεί προοδευτικά –τουλάχιστον στον χώρο της υγείας– η επαφή μεταξύ των εμβολιασμένων ασθενών και του ανεμβολίαστου ιατρονοσηλευτικού προσωπικού.
Συνεπώς, η κυβέρνηση που επαίρεται για την προσήλωσή της στους θεσμούς και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, θεσπίζει την υποχρεωτικότητα της χρήσης μάσκας με σκοπό να αποτελέσει το διακριτό γνώρισμα επαγγελματικού και κοινωνικού στιγματισμού μιας κατώτερης κάστας ανθρώπων (ανεμβολίαστοι υγειονομικοί) που θα τους διαφοροποιεί εν σχέσει προς εκείνους που θα ανήκουν στην «προνομιούχο ομάδα» του πληθυσμού (εμβολιασμένοι), η οποία προτίμησε αυτοβούλως να πειθαρχήσει, ή εξαναγκάστηκε να συμμορφωθεί, στις παρανοϊκές εντολές της ιατροφασιστικής δικτατορίας.
Συνεπώς η υλοποίηση της παράλογης υπουργικής απόφασης στον εργασιακό χώρο των δομών υγείας από το ανεμβολίαστο προσωπικό, θα τους εξισώνει μοιραία και αναπόφευκτα με τους Εβραίους πολίτες της χιτλερικής Γερμανίας, αφού δεν θα μπορούν να εργαστούν, αν δεν φέρουν υποχρεωτικά στο πρόσωπό τους, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της υποταγής στον υγειοναζιστικό ολοκληρωτισμό.
Την ίδια στιγμή, μετά από τρία σχεδόν έτη αδιάλειπτης μασκοφορίας και τρομολαγνείας, αίρεται το μέτρο της υποχρεωτικής χρήσης μάσκας στα ΜΜΜ και ως εκ τούτου οι πολίτες καλούνται να αποδείξουν την αποτυχία του πειράματος κοινωνικού ελέγχου, αφαιρώντας την μάσκα από το πρόσωπό τους και αποδεικνύοντας ότι ο φόβος δεν απενεργοποίησε εντελώς τα διανοητικά τους αντανακλαστικά.
Σε διαφορετική περίπτωση, οι πολίτες αν και μετά την άρση της υποχρεωτικότητας εξακολουθήσουν να φορούν μάσκα, τούτο θα σημαίνει ότι η δυστοπική κοινωνία της υγειονομικής πειθάρχησης και της μηχανιστικής συμπεριφοράς είναι ήδη παρούσα στον κόσμο, έχοντας εξαφανίσει την ελεύθερη βούληση και την κριτική ικανότητα των ανθρώπων, με αποτέλεσμα η ανθρωπότητα να απειλείται άμεσα από την κυριαρχία των νοήμονων υπολογιστικών μηχανών.
Οι νεοταξίτες πολιτικοί δεν μπορούν παρά να καμαρώνουν για το σπουδαίο τους επίτευγμα:
Μετάλλαξαν την κοινωνία των πολιτών σε άβουλη, φοβισμένη, χειραγωγούμενη και ελεγχόμενη ανθρωπομάζα, της οποίας οι φιλοδοξίες εξαντλούνται στην προσμονή ελάχιστων ευρώ ψηφιακής κρατικής ελεημοσύνης, περιμένει δε παθητικά την επόμενη εντολή συμμόρφωσης από την αντίχριστη υπερεθνική ελίτ.
(*) Κατά την προσωπική γνώμη του γράφοντος, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας είναι τα εξής:
Α) Η εννοιολογική ανατροπή (δηλ. το αναποδογύρισμα) των πνευματικών και ηθικών αξιών, όταν δηλαδή οι άνθρωποι στερούνται της ορθής πνευματικής και ηθικής διακρίσεως των πραγμάτων και των καταστάσεων, χαρακτηρίζοντας το κακό ως καλό και το πικρό ως γλυκύ
Β) Η κοινωνική αποξένωση που οδηγεί σε τοξική και επιθετική συμπεριφορά
Γ) Η παθητικότητα που γεννά την αδιαφορία
Δ) Η έλλειψη πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής παιδείας, με συνέπεια την μετάλλαξη της κοινωνίας των πολιτών σε άθροισμα ακαλλιέργητων και ακατήχητων ατομικών μονάδων που μαζικά χειραγωγούνται και εκφοβίζονται
Ε) Ο άκρατος ατομικισμός και ωχαδελφισμός
ΣT) Η επιβολή από το κράτος εξουσιαστικών μηχανισμών ελέγχου και επιτήρησης των πολιτών με την χρήση συστημάτων ψηφιακής τεχνολογίας
______________________________
1 Ίδετε σχετικώς παλαιότερο άρθρο μου υπό τον τίτλο: «Ο άθλιος εσμός των υποκριτών επιστημόνων»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου